Στο ημικύκλιο από τον ποταμό Δον μέχρι τις εκβολές του Δούναβη δεκάδες φυλές Σκυθών είχαν αναπτύξει σχέσεις με τους Έλληνες από τα πολύ πρώιμα χρόνια, ήδη πριν από τους αποικισμούς. Από τη Μυκηναϊκή Εποχή και την πρώιμη εποχή του σιδήρου μέχρι τους πρωτογεωμετρικούς χρόνους, δηλαδή από το 1400 μέχρι το 700 π.Χ. συμπεραίνουμε ότι οι επισκέψεις των Ελλήνων πρέπει να ήταν συχνές σ’ αυτούς τους τόπους, παρόλον ότι οι περισσότερες πηγές μας προέρχονται από τη μυθολογία.
Όμως, παρόλη τη γοητεία, που άσκησε στους Σκύθες ο ελληνικός πολιτισμός και παρά την αθρόα εισαγωγή αναρίθμητων προϊόντων ελληνικής κεραμοπλαστικής και μεταλλοτεχνίας, παρά τις πυκνές εμπορικές σχέσεις και τις συνεχείς επαφές με τους Έλληνες των αποικιακών κέντρων στο βορρά της Μαύρης Θάλασσας, και ακόμα παρά τη δημιουργία ελληνοσκυθικού πληθυσμού, που μιλούσε μια μικτή ελληνοσκυθική γλώσσα ήδη πριν από το 450 π.Χ. (όταν επισκέφθηκε ο Ηρόδοτος τη Σκυθία), ο πολιτισμός των Σκυθών δεν πέρασε στο στάδιο της καταγραφής της γλώσσας.
Το έθνος, που κατείχε τις σημαντικότερες πηγές χρυσού στο βόρειο τμήμα της οικουμένης, διατήρησε τον ακμαίο και δυναμικό χαρακτήρα του νομάδα ιππέα και παρέμεινε αυστηρά προσηλωμένο στις παραδόσεις του. Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι σ’ ολόκληρη την περιοχή οι βασιλείς, οι άρχοντες και η άρχουσα τάξη των βαρβάρων λαών χρησιμοποίησαν την ελληνική γλώσσα και γραφή σε κάθε περίπτωση που έπρεπε να γράψουν κάτι.
Η ελληνική γλώσσα - φορέας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, των πολιτικών και θρησκευτικών θεσμών, της ελληνικής σκέψης και της φιλοσοφίας, αλλά και η διεθνής γλώσσα του εμπορίου και της διπλωματίας – χρησίμευε ως ο σπουδαιότερος δεσμός μεταξύ των κατοίκων των βορείων χωρών, αλλά και ως κίνητρο για να τους ελκύσουν να επισκεφθούν την κυρίως Ελλάδα και τη Μεγάλη Ελλάδα.
Ο Ηρόδοτος (Δ, 34) μας διηγείται για τις προσφορές, που έστελναν οι υπερβόρειοι λαοί στη Δήλο για τα ταξίδια τους, για τη χώρα τους και τη θρησκεία τους. Οι Δήλιοι διηγούνται ότι οι υπερβόρειοι έστελναν τις προσφορές τυλιγμένες μέσα σε καλάμι από σιτάρι και ότι για πρώτη φορά έστειλαν δύο κόρες, την Υπερόχη και τη Λαοδίκη, να μεταφέρουν τις προσφορές αυτές. Όταν πέθαναν οι δύο αυτές κόρες, τις έθαψαν μέσα στο ιερό της Αρτέμιδος στη Δήλο κι εκεί εναποθέτουν οι κόρες και οι «παίδες» τα μαλλιά τους, που κόβουν όταν παντρεύονται. Επίσης οι Δήλιοι διηγούνται ότι και άλλες δύο κόρες νωρίτερα, η Άργη και η Ώπις, ήλθαν για να φέρουν τον φόρο που είχαν τάξει στη θεά Ειλειθυια για τον καλό τοκετό της Λητούς. Μάλιστα (Δ, 35) λέγεται ότι οι γυναίκες της Δήλου επικαλούνται τα ονόματα των δύο αυτών παρθένων σε έναν ύμνο, που συνέθεσε προς τιμή τους ο εκ Λυκίας ελθών Ωλήν.
Ο Ωλήν συνέθεσε κι άλλους παλαιούς ύμνους, που ψάλλονται στη Δήλο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τον Άβαριν, που ήλθε οχούμενος επάνω σ’ ένα βέλος. Υπερβόρειοι, έτσι καλούνται από τους αρχαίους Έλληνες από τα χρόνια του Ησιόδου και του Πινδάρου οι κάτοικοι του απώτατου βορρά, περί των οποίων κυκλοφορούσαν πολλοί παράδοξοι θρύλοι, που είχαν ίσως αφορμή τη σκοτεινή, ομιχλώδη και άγνωστη περιοχή που κατοικούσαν.
Θεωρούνταν δικαιότατοι, λεγόταν δε ότι δεν έτρωγαν κρέας και ζούσαν χίλια χρόνια, και ότι ήταν σε διαρκή πόλεμο προς τους γρύπες, φανταστικά ζώα, που απειλούσαν ν’ αρπάξουν τον χρυσό της χώρας τους. Κατά τον Στράβωνα (C 507) υπερβορείους καλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες τους λαούς που κατοικούσαν προς βορράν του Ευξείνου Πόντου και του Ίστρου (Δούναβη). Υπήρξε το αντικείμενο πολλών παράδοξων διηγήσεων. Ο Άβαρις θρυλείται ότι ήταν ένας από τους υπερβορείους ιερείς του Απόλλωνος, ο οποίος τον προέτρεψε να επισκεφθεί την Ελλάδα. Κατά τους νεοπλατωνικούς, και ιδιαίτερα στο έργο «Περί του Πυθαγορείου βίου», ο Ιάμβλιχος τον αποκαλεί Σκύθη, που ήλθε από τους υπερβορείους όντας άπειρος της ελληνικής παιδείας, αμύητος και προχωρημένος στην ηλικία.
Πλησίασε, λοιπόν, τον Πυθαγόρα, για να μάθει την ελληνική φιλοσοφία. Ο Πυθαγόρας τότε, για να τον μυήσει στα ποικίλα πυθαγόρεια θεωρήματα, δεν εφάρμοσε την παιδαγωγική μέθοδο αλλά την πενταετή σιωπή και τις άλλες δοκιμασίες, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα του δίδαξε τα βιβλία «Περί Φύσεως» και «Περί Θεών».
Ο Άβαρις – συνεχίζει το κείμενο, τονίζοντας κι επαναλαμβάνοντας την υπερβόρεια καταγωγή του – ήταν γέρος και πολύ σοφός. Είχε έλθει στην Ελλάδα κι εκείνη την εποχή επέστρεφε στην πατρίδα του. Περιπλανήθηκε όμως και ο δρόμος τον έφερε στην Ιταλία, που είδε τον Πυθαγόρα και διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος άνθρωπος όμοιος με αυτόν. Χάρισε δε στον Πυθαγόρα ένα οιστό (βέλος), το οποίο είχε ο Άβαρις και το κρατούσε από την ώρα που έφυγε από τη χώρα του.
Ο Άβαρις είχε χρησιμοποιήσει αυτό το βέλος γιατί, ιππεύοντας αυτό, μπορούσε να περάσει όλες τις δυσκολίες, που θα συναντούσε κατά τη μεγάλη του περιπλάνηση. Πάνω σ’ αυτό λοιπόν μπορούσε να διαβεί τα αδιάβατα, δηλαδή ποταμούς, λίμνες, βάλτους, όρη. Ο Πυθαγόρας, λέει ο Ιάμβλιχος (Πυθ. Β 91), δέχθηκε το βέλος ως κάτι το φυσικό, σαν να το περίμενε, χωρίς καθόλου να παραξενευτεί ούτε να τον ρωτήσει για ποιο λόγο του το έδωσε, αλλά πήρε παράμερα τον Άβαρι και του έδειξε το μηρό του, που ήταν χρυσός, δίνοντάς του δείγμα ότι δεν έκανε λάθος.
Στη συνέχεια απαρίθμησε ο Πυθαγόρας στον Άβαρι ένα ένα όλα όσα βρίσκονται μέσα στο ιερό του Υπεβορείου Απόλλωνος, κι αυτός τον διαβεβαίωσε ότι όλα ήταν ακριβώς έτσι. Επίσης τον παρακάλεσε να μείνει στην Ιταλία και να διδάσκει όσους συναντούσε.
Έτσι λοιπόν έμεινε κοντά στον Πυθαγόρα, που του δίδαξε με συντομία φυσιολογία και, αντί της οιωνοσκοπίας με τις θυσίες, του παρέδωσε την πρόγνωση διά των αριθμών, επειδή πίστευε ότι αυτή είναι η περισσότερο καθαρή. Και άλλες ασκήσεις του πνεύματος, τις πλέον πρέπουσες, παρέδωσε στον Άβαρι.
Εκτός της πυθαγόρειας φιλοσοφίας ο Άβαρις μυήθηκε και στην ορφική φιλοσοφία. Ο Ορφέας, γιος της Καλλιόπης, που η μητέρα του τον είχε μυήσει στο Πάγγαιον όρος, δίδαξε και τον Πυθαγόρα και του έμαθε ότι ο αριθμός είναι η ορισμένη ουσία των θεών και ότι διαμέσου των αριθμών γίνεται πρόγνωση θαυμαστή των μελλόντων να συμβούν.
Με τη σειρά του ο Πυθαγόρας όλα αυτά τα δίδαξε στον Άβαρι και του έμαθε ότι, αντί να μαντεύει με αίμα και σφαγή, η ασφαλέστερη γνώση είναι μέσω των αριθμών, «του δίδαξε μια τέλεια γνώση όλης της αλήθειας, που είχε συναχθεί μέσω της αριθμητικής επιστήμης» (Πυθ. Β 146).
Τον Άβαρι, κατά τον θρύλο, ποτέ δεν τον είδαν ούτε να πίνει ούτε να τρώει τίποτα.
Κάποτε ο Φάλαρις, ο πιο σκληρός από τους τυράννους των πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας, συνέλαβε αιχμάλωτο τον Άβαρι και τον Πυθαγόρα, γιατί τους είδε να συνομιλούν και γιατί ο Άβαρις, αντί να θαυμάζει τον τύραννο, θαύμαζε τον Πυθαγόρα, και του έκανε πολλές ερωτήσεις, προπάντων ιερής φύσης, όπως για παράδειγμα ποιά είναι η πρόνοια των θεών για τους ανθρώπους, τί σχέση έχουν τα αγάλματα και αν πρέπει να λατρεύονται, τί είναι τα ουράνια σώματα και αυτά που περιστρέφονται γύρω από τη γη, και πολλά άλλα.
Ο Πυθαγόρας συνέχιζε να διδάσκει τον Άβαρι ότι όλα τα πράγματα εξαρτιούνται και κυβερνιούνται από τη δύναμη του θεού, και ότι η δύναμη της ψυχής εξουσιάζει την ελευθερία της θέλησης. Συνέχισε δε να συζητάει διεξοδικά για την τέλεια ενέργεια του λογικού και του νου, για την παρρησία του λόγου, την τυραννία, την τύχη, την αδικία, την ανθρώπινη πλεονεξία, και κατέληξε ότι όλα τα εγκόσμια είναι χωρίς καμιά αξία. Μετά του έδωσε μια θεία συμβουλή για τον άριστο βίο κι έκανε σύγκριση με τον διεφθαρμένο βίο, του φανέρωσε ότι οι ασθένειες και οι άλλες βαριές συμφορές του σώματος είναι καρποί της ακολασίας. Του αποκάλυψε τη διάκριση μεταξύ εκείνων που προέρχονται από το πεπρωμένο και την ειμαρμένη και εκείνων που γίνονται από το νου.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ο Άβαρις μυήθηκε στην πυθαγόρεια φιλοσοφία κι έμαθε τα κυριότερα δόγματά της, και πρέπει να ήταν ένας από τους σπουδαιότερους πυθαγόρειους. Οι θρύλοι και οι πηγές δεν λένε αν ξαναγύρισε στη χώρα, απ’ όπου κατέβηκε, για να αναμεταδώσει τη φιλοσοφία που διδάχθηκε. Το πιθανότερο θα ήταν να ξαναγύρισε και να μετέδωσε σ’ αυτούς την πυθαγόρεια φιλοσοφία, και ιδιαίτερα το δόγμα περί αθανασίας της ψυχής, για το οποίο οι Σκύθες ήταν γνωστοί στην αρχαιότητα (Πυθ. Β 173).
Όμως, παρόλη τη γοητεία, που άσκησε στους Σκύθες ο ελληνικός πολιτισμός και παρά την αθρόα εισαγωγή αναρίθμητων προϊόντων ελληνικής κεραμοπλαστικής και μεταλλοτεχνίας, παρά τις πυκνές εμπορικές σχέσεις και τις συνεχείς επαφές με τους Έλληνες των αποικιακών κέντρων στο βορρά της Μαύρης Θάλασσας, και ακόμα παρά τη δημιουργία ελληνοσκυθικού πληθυσμού, που μιλούσε μια μικτή ελληνοσκυθική γλώσσα ήδη πριν από το 450 π.Χ. (όταν επισκέφθηκε ο Ηρόδοτος τη Σκυθία), ο πολιτισμός των Σκυθών δεν πέρασε στο στάδιο της καταγραφής της γλώσσας.
Το έθνος, που κατείχε τις σημαντικότερες πηγές χρυσού στο βόρειο τμήμα της οικουμένης, διατήρησε τον ακμαίο και δυναμικό χαρακτήρα του νομάδα ιππέα και παρέμεινε αυστηρά προσηλωμένο στις παραδόσεις του. Είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το γεγονός ότι σ’ ολόκληρη την περιοχή οι βασιλείς, οι άρχοντες και η άρχουσα τάξη των βαρβάρων λαών χρησιμοποίησαν την ελληνική γλώσσα και γραφή σε κάθε περίπτωση που έπρεπε να γράψουν κάτι.
Η ελληνική γλώσσα - φορέας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, των πολιτικών και θρησκευτικών θεσμών, της ελληνικής σκέψης και της φιλοσοφίας, αλλά και η διεθνής γλώσσα του εμπορίου και της διπλωματίας – χρησίμευε ως ο σπουδαιότερος δεσμός μεταξύ των κατοίκων των βορείων χωρών, αλλά και ως κίνητρο για να τους ελκύσουν να επισκεφθούν την κυρίως Ελλάδα και τη Μεγάλη Ελλάδα.
Ο Ηρόδοτος (Δ, 34) μας διηγείται για τις προσφορές, που έστελναν οι υπερβόρειοι λαοί στη Δήλο για τα ταξίδια τους, για τη χώρα τους και τη θρησκεία τους. Οι Δήλιοι διηγούνται ότι οι υπερβόρειοι έστελναν τις προσφορές τυλιγμένες μέσα σε καλάμι από σιτάρι και ότι για πρώτη φορά έστειλαν δύο κόρες, την Υπερόχη και τη Λαοδίκη, να μεταφέρουν τις προσφορές αυτές. Όταν πέθαναν οι δύο αυτές κόρες, τις έθαψαν μέσα στο ιερό της Αρτέμιδος στη Δήλο κι εκεί εναποθέτουν οι κόρες και οι «παίδες» τα μαλλιά τους, που κόβουν όταν παντρεύονται. Επίσης οι Δήλιοι διηγούνται ότι και άλλες δύο κόρες νωρίτερα, η Άργη και η Ώπις, ήλθαν για να φέρουν τον φόρο που είχαν τάξει στη θεά Ειλειθυια για τον καλό τοκετό της Λητούς. Μάλιστα (Δ, 35) λέγεται ότι οι γυναίκες της Δήλου επικαλούνται τα ονόματα των δύο αυτών παρθένων σε έναν ύμνο, που συνέθεσε προς τιμή τους ο εκ Λυκίας ελθών Ωλήν.
Ο Ωλήν συνέθεσε κι άλλους παλαιούς ύμνους, που ψάλλονται στη Δήλο. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τον Άβαριν, που ήλθε οχούμενος επάνω σ’ ένα βέλος. Υπερβόρειοι, έτσι καλούνται από τους αρχαίους Έλληνες από τα χρόνια του Ησιόδου και του Πινδάρου οι κάτοικοι του απώτατου βορρά, περί των οποίων κυκλοφορούσαν πολλοί παράδοξοι θρύλοι, που είχαν ίσως αφορμή τη σκοτεινή, ομιχλώδη και άγνωστη περιοχή που κατοικούσαν.
Θεωρούνταν δικαιότατοι, λεγόταν δε ότι δεν έτρωγαν κρέας και ζούσαν χίλια χρόνια, και ότι ήταν σε διαρκή πόλεμο προς τους γρύπες, φανταστικά ζώα, που απειλούσαν ν’ αρπάξουν τον χρυσό της χώρας τους. Κατά τον Στράβωνα (C 507) υπερβορείους καλούσαν οι αρχαίοι Έλληνες τους λαούς που κατοικούσαν προς βορράν του Ευξείνου Πόντου και του Ίστρου (Δούναβη). Υπήρξε το αντικείμενο πολλών παράδοξων διηγήσεων. Ο Άβαρις θρυλείται ότι ήταν ένας από τους υπερβορείους ιερείς του Απόλλωνος, ο οποίος τον προέτρεψε να επισκεφθεί την Ελλάδα. Κατά τους νεοπλατωνικούς, και ιδιαίτερα στο έργο «Περί του Πυθαγορείου βίου», ο Ιάμβλιχος τον αποκαλεί Σκύθη, που ήλθε από τους υπερβορείους όντας άπειρος της ελληνικής παιδείας, αμύητος και προχωρημένος στην ηλικία.
Πλησίασε, λοιπόν, τον Πυθαγόρα, για να μάθει την ελληνική φιλοσοφία. Ο Πυθαγόρας τότε, για να τον μυήσει στα ποικίλα πυθαγόρεια θεωρήματα, δεν εφάρμοσε την παιδαγωγική μέθοδο αλλά την πενταετή σιωπή και τις άλλες δοκιμασίες, αλλά σε σύντομο χρονικό διάστημα του δίδαξε τα βιβλία «Περί Φύσεως» και «Περί Θεών».
Ο Άβαρις – συνεχίζει το κείμενο, τονίζοντας κι επαναλαμβάνοντας την υπερβόρεια καταγωγή του – ήταν γέρος και πολύ σοφός. Είχε έλθει στην Ελλάδα κι εκείνη την εποχή επέστρεφε στην πατρίδα του. Περιπλανήθηκε όμως και ο δρόμος τον έφερε στην Ιταλία, που είδε τον Πυθαγόρα και διαπίστωσε ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος άνθρωπος όμοιος με αυτόν. Χάρισε δε στον Πυθαγόρα ένα οιστό (βέλος), το οποίο είχε ο Άβαρις και το κρατούσε από την ώρα που έφυγε από τη χώρα του.
Ο Άβαρις είχε χρησιμοποιήσει αυτό το βέλος γιατί, ιππεύοντας αυτό, μπορούσε να περάσει όλες τις δυσκολίες, που θα συναντούσε κατά τη μεγάλη του περιπλάνηση. Πάνω σ’ αυτό λοιπόν μπορούσε να διαβεί τα αδιάβατα, δηλαδή ποταμούς, λίμνες, βάλτους, όρη. Ο Πυθαγόρας, λέει ο Ιάμβλιχος (Πυθ. Β 91), δέχθηκε το βέλος ως κάτι το φυσικό, σαν να το περίμενε, χωρίς καθόλου να παραξενευτεί ούτε να τον ρωτήσει για ποιο λόγο του το έδωσε, αλλά πήρε παράμερα τον Άβαρι και του έδειξε το μηρό του, που ήταν χρυσός, δίνοντάς του δείγμα ότι δεν έκανε λάθος.
Στη συνέχεια απαρίθμησε ο Πυθαγόρας στον Άβαρι ένα ένα όλα όσα βρίσκονται μέσα στο ιερό του Υπεβορείου Απόλλωνος, κι αυτός τον διαβεβαίωσε ότι όλα ήταν ακριβώς έτσι. Επίσης τον παρακάλεσε να μείνει στην Ιταλία και να διδάσκει όσους συναντούσε.
Έτσι λοιπόν έμεινε κοντά στον Πυθαγόρα, που του δίδαξε με συντομία φυσιολογία και, αντί της οιωνοσκοπίας με τις θυσίες, του παρέδωσε την πρόγνωση διά των αριθμών, επειδή πίστευε ότι αυτή είναι η περισσότερο καθαρή. Και άλλες ασκήσεις του πνεύματος, τις πλέον πρέπουσες, παρέδωσε στον Άβαρι.
Εκτός της πυθαγόρειας φιλοσοφίας ο Άβαρις μυήθηκε και στην ορφική φιλοσοφία. Ο Ορφέας, γιος της Καλλιόπης, που η μητέρα του τον είχε μυήσει στο Πάγγαιον όρος, δίδαξε και τον Πυθαγόρα και του έμαθε ότι ο αριθμός είναι η ορισμένη ουσία των θεών και ότι διαμέσου των αριθμών γίνεται πρόγνωση θαυμαστή των μελλόντων να συμβούν.
Με τη σειρά του ο Πυθαγόρας όλα αυτά τα δίδαξε στον Άβαρι και του έμαθε ότι, αντί να μαντεύει με αίμα και σφαγή, η ασφαλέστερη γνώση είναι μέσω των αριθμών, «του δίδαξε μια τέλεια γνώση όλης της αλήθειας, που είχε συναχθεί μέσω της αριθμητικής επιστήμης» (Πυθ. Β 146).
Τον Άβαρι, κατά τον θρύλο, ποτέ δεν τον είδαν ούτε να πίνει ούτε να τρώει τίποτα.
Κάποτε ο Φάλαρις, ο πιο σκληρός από τους τυράννους των πόλεων της Μεγάλης Ελλάδας, συνέλαβε αιχμάλωτο τον Άβαρι και τον Πυθαγόρα, γιατί τους είδε να συνομιλούν και γιατί ο Άβαρις, αντί να θαυμάζει τον τύραννο, θαύμαζε τον Πυθαγόρα, και του έκανε πολλές ερωτήσεις, προπάντων ιερής φύσης, όπως για παράδειγμα ποιά είναι η πρόνοια των θεών για τους ανθρώπους, τί σχέση έχουν τα αγάλματα και αν πρέπει να λατρεύονται, τί είναι τα ουράνια σώματα και αυτά που περιστρέφονται γύρω από τη γη, και πολλά άλλα.
Ο Πυθαγόρας συνέχιζε να διδάσκει τον Άβαρι ότι όλα τα πράγματα εξαρτιούνται και κυβερνιούνται από τη δύναμη του θεού, και ότι η δύναμη της ψυχής εξουσιάζει την ελευθερία της θέλησης. Συνέχισε δε να συζητάει διεξοδικά για την τέλεια ενέργεια του λογικού και του νου, για την παρρησία του λόγου, την τυραννία, την τύχη, την αδικία, την ανθρώπινη πλεονεξία, και κατέληξε ότι όλα τα εγκόσμια είναι χωρίς καμιά αξία. Μετά του έδωσε μια θεία συμβουλή για τον άριστο βίο κι έκανε σύγκριση με τον διεφθαρμένο βίο, του φανέρωσε ότι οι ασθένειες και οι άλλες βαριές συμφορές του σώματος είναι καρποί της ακολασίας. Του αποκάλυψε τη διάκριση μεταξύ εκείνων που προέρχονται από το πεπρωμένο και την ειμαρμένη και εκείνων που γίνονται από το νου.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, ο Άβαρις μυήθηκε στην πυθαγόρεια φιλοσοφία κι έμαθε τα κυριότερα δόγματά της, και πρέπει να ήταν ένας από τους σπουδαιότερους πυθαγόρειους. Οι θρύλοι και οι πηγές δεν λένε αν ξαναγύρισε στη χώρα, απ’ όπου κατέβηκε, για να αναμεταδώσει τη φιλοσοφία που διδάχθηκε. Το πιθανότερο θα ήταν να ξαναγύρισε και να μετέδωσε σ’ αυτούς την πυθαγόρεια φιλοσοφία, και ιδιαίτερα το δόγμα περί αθανασίας της ψυχής, για το οποίο οι Σκύθες ήταν γνωστοί στην αρχαιότητα (Πυθ. Β 173).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου