Ενα από τα κυριότερα ενδιαφέροντα του σύγχρονου ανθρώπου είναι να αποκτά διάφορα πράγματα. Πολύ συχνά μάλιστα συναντάμε ανθρώπους οι οποίοι επικεντρώνουν σ' αυτή τη δραστηριότητα όλη τους την ύπαρξη. Τα πάντα γι' αυτούς περιστρέφονται γύρω από τη μανία τους να αποκτούν όλο και περισσότερα αγαθά. Το αποτέλεσμα πολλές φορές είναι οι άνθρωποι αυτοί να πνίγονται σε μια θάλασσα από αντικείμενα τα περισσότερα από τα οποία αποκτήθηκαν όχι επειδή είναι χρήσιμα, αλλά επειδή προσφέρουν μια στιγμιαία ικανοποίηση, την ικανοποίηση της επίγνωσης ότι κάποιος έχει τη δυνατότητα να είναι σπάταλος, ότι μπορεί να αγοράσει κάτι που λίγοι μπορούν...
Η τάση αυτή, βέβαια, δεν έχει να κάνει μόνο με αντικείμενα, αλλά και με τη συγκέντρωση δύναμης, εξουσίας, επιρροής πάνω σε άλλους ανθρώπους. Οσο μεγαλύτερη επιρροή σε όσο περισσότερους ανθρώπους, τόσο καλύτερα...
Ενα βασικό χαρακτηριστικό αυτών των ανθρώπων, είναι ότι ενώ είναι ταχύτατοι στις κινήσεις τους όταν πρόκειται να αρπάξουν κάτι, αργούν και δυσκολεύονται πολύ για να το αφήσουν...
Στην ουσία, αυτά τα πράγματα μετατρέπονται σε "ιδιοκτήτες" των ανθρώπων, τους κατέχουν, τους εξουσιάζουν, επηρεάζουν τις αποφάσεις τους, καθορίζουν τη γενικότερη συμπεριφορά τους στην κοινωνία. Γίνονται δυνάστες πάνω στις ψυχές τους. Και όταν φτάνει η στιγμή που το συνειδητοποιούν (όχι όλοι, φυσικά), εύχονται να υπήρχε τρόπος να απαλλαγούν από τα πράγματα που έχουν αποκτήσει...
Ο Γλάρος και ο Ερχομός του Φωτός
Οταν το Μεγάλο Πνεύμα έφτιαξε όλα τα πράγματα, έδωσε στους Πρώτους Ανθρώπους δώρα, κλεισμένα σε σκαλισμένα κουτιά από κέδρο. Οι Πρώτοι Ανθρωποι ήταν τα ζώα, τα πλάσματα που υπήρχαν πριν από εμάς.
Σε ένα κουτί υπήρχε το νερό. Και όταν το κουτί ανοίχτηκε, όλο το νερό βγήκε έξω και ανέβηκε στον ουρανό. Ετσι έγιναν τα σύννεφα. Μετά, έπεσε σαν βροχή από τον ουρανό και σχημάτισε τα ποτάμια που χύθηκαν στα μεγάλα κοιλώματα και έγινε η θάλασσα.
Σε ένα άλλο κουτί, ήταν όλα τα βουνά. Τοποθετήθηκαν εκεί που στέκονται ακόμα, μέχρι σήμερα. Σε άλλα δύο κουτιά, ήταν όλοι οι σπόροι των φυτών και ο άνεμος, που φύσηξε και τους σκόρπισε στις τέσσερις γωνιές του κόσμου...
Ολοι οι Πρώτοι Ανθρωποι άνοιξαν τα κουτιά τους, εκτός από το Γλάρο. Στο κουτί του Γλάρου ήταν όλο το φως του κόσμου. Ομως, ο Γλάρος, κράταγε σφιχτά επάνω του το κουτί, χωρίς να το ανοίγει. Ετσι, τον πρώτο καιρό, στον κόσμο υπήρχε μόνο σκοτάδι...
Τα ζώα άνθρωποι ζητούσαν από τον Γλάρο να ανοίξει το κουτί, αλλά αυτός δεν δεχόταν και κράταγε το κουτί κάτω από τη φτερούγα του, σφιχτά. Ετσι, οι Πρώτοι Ανθρωποι ζήτησαν τη βοήθεια του Κόρακα, που ήταν ξάδελφος του Γλάρου.
Και τί δεν δοκίμασε ο Κόρακας για να πείσει τον Γλάρο να ανοίξει το κουτί με το φως του κόσμου. Τον παρακάλεσε, τον κολάκεψε, τον απείλησε,.. τίποτα! Σκέφτηκε τότε ο Κόρακας, νευριασμένος: "Ο Γλάρος κάνει κακό σε όλους τους Ανθρώπους. Του αξίζει να του μπει ένα αγκάθι στο πόδι...
Ο,τι σκεφτότανε ο Κόρακας, γινόταν πραγματικότητα. Ετσι, ο Γλάρος ξαφνικά άρχισε να σκούζει από πόνο: "Το πόδι μου, το πόδι μου, κάτι τρύπησε το πόδι μου!.."
Ο Κόρακας προσφέρθηκε να βοηθήσει, σαν να μην ήξερε τί είχε συμβεί. Εσκυψε, λοιπόν, είδε το αγκάθι, αλλά αντί να το τραβήξει έξω το έσπρωξε ακόμα πιο μέσα!
"Ωχ, Γλάρε μου, με συγχωρείς. Δεν βλέπω τί κάνω. Μακάρι να υπήρχε φως, έστω και λίγο,.. Θα έβλεπα τι είναι αυτό που σε πονάει και οπωσδήποτε κάτι θα έκανα..."
Τότε, ο Γλάρος άνοιξε λίγο το καπάκι και άφησε να βγει λίγο φως από το κουτί. Ξέφυγαν πολλά μόρια φωτός, ξεχύθηκαν στον ουρανό και ο Κόρακας ήταν ο πρώτος που είδε τα Αστέρια. Και ήταν πολύ όμορφα...
Εσκυψε ξανά ο Κόρακας κοντά στο πόδι του Γλάρου και έσπρωξε ακόμα πιο μέσα το αγκάθι. Ο Γλάρος έβγαλε δυνατή κραυγή από τον πόνο κλαίγοντας...
"Με συγχωρείς, δεν υπάρχει αρκετό φως. Ανοιξε ακόμα λίγο το κουτί!" είπε ο Κόρακας.
Ο Γλάρος σήκωσε λίγο ακόμα το καπάκι, έτσι ώστε να βγει ένα αμυδρό φως, το οποίο υψώθηκε στον ουρανό. Ο Κόρακας ήταν ο πρώτος που είδε το Φεγγάρι. Και ήταν πολύ όμορφο...
Ο Κόρακας έσκυψε ξανά και έσπρωξε πιο βαθειά το αγκάθι μέσα στο πόδι του Γλάρου. Ο Γλάρος έβγαλε μια δυνατή κραυγή, άνοιξε και τα δύο φτερά του και το κουτί έπεσε κάτω. Το καπάκι άνοιξε και μέσα από το κουτί βγήκε μια τεράστια μπάλα από φωτιά η οποία τινάχτηκε ψηλά στον ουρανό. Ο Κόρακας δεν μπορούσε να κοιτάξει αυτό το τόσο δυνατό φως, δεν μπορούσε να κοιτάξει ...τον Ηλιο! Μπόρεσε όμως να δει καθαρά και να βγάλει το αγκάθι από το πόδι του Γλάρου...
Ο Γλάρος τότε κατάλαβε ότι η απροθυμία του να δώσει αυτό που κατείχε, του έφερνε πόνο. Μόνο όταν δίνεις χωρίς ενδοιασμούς, φεύγει ο πόνος και ανοίγει ο δρόμος για την ελευθερία.
Αν πας ποτέ στα μέρη που ζει ο Γλάρος, θα δεις ότι μερικές φορές το πουλί σηκώνει το ένα του πόδι και στέκεται στο άλλο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πόνος από το αγκάθι δεν έχει ξεχαστεί...
Την ιστορία αυτή, τη διηγούνται οι Ινδιάνοι Νούτκα που ζουν στο Βανκούβερ του Καναδά.
Η τάση αυτή, βέβαια, δεν έχει να κάνει μόνο με αντικείμενα, αλλά και με τη συγκέντρωση δύναμης, εξουσίας, επιρροής πάνω σε άλλους ανθρώπους. Οσο μεγαλύτερη επιρροή σε όσο περισσότερους ανθρώπους, τόσο καλύτερα...
Ενα βασικό χαρακτηριστικό αυτών των ανθρώπων, είναι ότι ενώ είναι ταχύτατοι στις κινήσεις τους όταν πρόκειται να αρπάξουν κάτι, αργούν και δυσκολεύονται πολύ για να το αφήσουν...
Στην ουσία, αυτά τα πράγματα μετατρέπονται σε "ιδιοκτήτες" των ανθρώπων, τους κατέχουν, τους εξουσιάζουν, επηρεάζουν τις αποφάσεις τους, καθορίζουν τη γενικότερη συμπεριφορά τους στην κοινωνία. Γίνονται δυνάστες πάνω στις ψυχές τους. Και όταν φτάνει η στιγμή που το συνειδητοποιούν (όχι όλοι, φυσικά), εύχονται να υπήρχε τρόπος να απαλλαγούν από τα πράγματα που έχουν αποκτήσει...
Ο Γλάρος και ο Ερχομός του Φωτός
Οταν το Μεγάλο Πνεύμα έφτιαξε όλα τα πράγματα, έδωσε στους Πρώτους Ανθρώπους δώρα, κλεισμένα σε σκαλισμένα κουτιά από κέδρο. Οι Πρώτοι Ανθρωποι ήταν τα ζώα, τα πλάσματα που υπήρχαν πριν από εμάς.
Σε ένα κουτί υπήρχε το νερό. Και όταν το κουτί ανοίχτηκε, όλο το νερό βγήκε έξω και ανέβηκε στον ουρανό. Ετσι έγιναν τα σύννεφα. Μετά, έπεσε σαν βροχή από τον ουρανό και σχημάτισε τα ποτάμια που χύθηκαν στα μεγάλα κοιλώματα και έγινε η θάλασσα.
Σε ένα άλλο κουτί, ήταν όλα τα βουνά. Τοποθετήθηκαν εκεί που στέκονται ακόμα, μέχρι σήμερα. Σε άλλα δύο κουτιά, ήταν όλοι οι σπόροι των φυτών και ο άνεμος, που φύσηξε και τους σκόρπισε στις τέσσερις γωνιές του κόσμου...
Ολοι οι Πρώτοι Ανθρωποι άνοιξαν τα κουτιά τους, εκτός από το Γλάρο. Στο κουτί του Γλάρου ήταν όλο το φως του κόσμου. Ομως, ο Γλάρος, κράταγε σφιχτά επάνω του το κουτί, χωρίς να το ανοίγει. Ετσι, τον πρώτο καιρό, στον κόσμο υπήρχε μόνο σκοτάδι...
Τα ζώα άνθρωποι ζητούσαν από τον Γλάρο να ανοίξει το κουτί, αλλά αυτός δεν δεχόταν και κράταγε το κουτί κάτω από τη φτερούγα του, σφιχτά. Ετσι, οι Πρώτοι Ανθρωποι ζήτησαν τη βοήθεια του Κόρακα, που ήταν ξάδελφος του Γλάρου.
Και τί δεν δοκίμασε ο Κόρακας για να πείσει τον Γλάρο να ανοίξει το κουτί με το φως του κόσμου. Τον παρακάλεσε, τον κολάκεψε, τον απείλησε,.. τίποτα! Σκέφτηκε τότε ο Κόρακας, νευριασμένος: "Ο Γλάρος κάνει κακό σε όλους τους Ανθρώπους. Του αξίζει να του μπει ένα αγκάθι στο πόδι...
Ο,τι σκεφτότανε ο Κόρακας, γινόταν πραγματικότητα. Ετσι, ο Γλάρος ξαφνικά άρχισε να σκούζει από πόνο: "Το πόδι μου, το πόδι μου, κάτι τρύπησε το πόδι μου!.."
Ο Κόρακας προσφέρθηκε να βοηθήσει, σαν να μην ήξερε τί είχε συμβεί. Εσκυψε, λοιπόν, είδε το αγκάθι, αλλά αντί να το τραβήξει έξω το έσπρωξε ακόμα πιο μέσα!
"Ωχ, Γλάρε μου, με συγχωρείς. Δεν βλέπω τί κάνω. Μακάρι να υπήρχε φως, έστω και λίγο,.. Θα έβλεπα τι είναι αυτό που σε πονάει και οπωσδήποτε κάτι θα έκανα..."
Τότε, ο Γλάρος άνοιξε λίγο το καπάκι και άφησε να βγει λίγο φως από το κουτί. Ξέφυγαν πολλά μόρια φωτός, ξεχύθηκαν στον ουρανό και ο Κόρακας ήταν ο πρώτος που είδε τα Αστέρια. Και ήταν πολύ όμορφα...
Εσκυψε ξανά ο Κόρακας κοντά στο πόδι του Γλάρου και έσπρωξε ακόμα πιο μέσα το αγκάθι. Ο Γλάρος έβγαλε δυνατή κραυγή από τον πόνο κλαίγοντας...
"Με συγχωρείς, δεν υπάρχει αρκετό φως. Ανοιξε ακόμα λίγο το κουτί!" είπε ο Κόρακας.
Ο Γλάρος σήκωσε λίγο ακόμα το καπάκι, έτσι ώστε να βγει ένα αμυδρό φως, το οποίο υψώθηκε στον ουρανό. Ο Κόρακας ήταν ο πρώτος που είδε το Φεγγάρι. Και ήταν πολύ όμορφο...
Ο Κόρακας έσκυψε ξανά και έσπρωξε πιο βαθειά το αγκάθι μέσα στο πόδι του Γλάρου. Ο Γλάρος έβγαλε μια δυνατή κραυγή, άνοιξε και τα δύο φτερά του και το κουτί έπεσε κάτω. Το καπάκι άνοιξε και μέσα από το κουτί βγήκε μια τεράστια μπάλα από φωτιά η οποία τινάχτηκε ψηλά στον ουρανό. Ο Κόρακας δεν μπορούσε να κοιτάξει αυτό το τόσο δυνατό φως, δεν μπορούσε να κοιτάξει ...τον Ηλιο! Μπόρεσε όμως να δει καθαρά και να βγάλει το αγκάθι από το πόδι του Γλάρου...
Ο Γλάρος τότε κατάλαβε ότι η απροθυμία του να δώσει αυτό που κατείχε, του έφερνε πόνο. Μόνο όταν δίνεις χωρίς ενδοιασμούς, φεύγει ο πόνος και ανοίγει ο δρόμος για την ελευθερία.
Αν πας ποτέ στα μέρη που ζει ο Γλάρος, θα δεις ότι μερικές φορές το πουλί σηκώνει το ένα του πόδι και στέκεται στο άλλο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο πόνος από το αγκάθι δεν έχει ξεχαστεί...
Την ιστορία αυτή, τη διηγούνται οι Ινδιάνοι Νούτκα που ζουν στο Βανκούβερ του Καναδά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου