Περπατούσαν για λίγη ώρα ανάμεσα στα ψηλά, όμορφα δέντρα. Το στερέωμα πάνω τους ήταν βαρύ, μαγικό, ανήσυχο. Η γη κάτω απ’τα πόδια τους νοτισμένη. Έφτασαν κάποια στιγμή σε ένα ξέφωτο και κάθισαν κάτω από ένα χοντρό κορμό.
Πέρασε ώρα ώσπου να της μιλήσει.
«Αυτό που ανακάλυψες μόνος σου, δεν μπορείς να το μοιραστείς με κανέναν. Όχι γιατί δεν θέλεις. Αλλά γιατί δεν μπορείς. Αν το κάνεις θα μεταφέρεις λέξεις σε αυτιά. Ενώ εσύ πάλλεσαι από μιαν αποκαλυμμένη αλήθεια, μεταφέρεις μονάχα τη σκιά της. Δεν μεταφέρεις τη θεραπεία αλλά την αρρώστια. Στην ουσία, είσαι καταδικασμένος με τη γνώση ενός πράγματος που δεν γίνεται να βιωθεί από κανέναν άλλο».
«Άρα η αναζήτηση είναι μια μοναχική υπόθεση;», τον ρώτησε.
«Εάν είσαι σε ένα μεγάλο δάσος, όπως αυτό, μόνος, ζώντας μια παράξενη ζωή σε έναν παράξενο κόσμο, αυτό που θα βρεις αρμόζει στο δάσος. Γυρνώντας στην πόλη όλο αυτό δεν έχει αξία για κανέναν άλλο. Παραμένει όμως απόκτημά σου. Είναι πολύτιμο αλλά μόνο για σένα. Αν το εξομολογηθείς στο φίλο σου θα σε ακούσει με συμπάθεια αλλά θα πει: ‘ήρθε από το δάσος μισότρελος και λέει τρελά πράγματα’. Δείχνεις σαν εξωγήινος που βρέθηκε ξαφνικά σε έναν αλλόκοτο πλανήτη. Δεν είναι ο πλανήτης όμως αλλόκοτος. Είσαι εσύ ο ξένος. Οι μεγάλοι σοφοί, οι αληθινά μεγάλοι, έμειναν μόνοι γιατί ξημερώθηκαν σε ένα στερέωμα με έναν άλλο ήλιο. Αυτόν που λέμε ποιητικά ‘μαύρο ήλιο της ύπαρξης’. Μπορεί να μην είναι ολότελα ποιητική η απόδοση. Συνδέεται με πράγματα που τώρα δεν έχει σημασία να αναλυθούν. Γιατί δηλαδή αυτός ο ήλιος είναι ‘μαύρος’ ενώ ποτέ ένας ήλιος δεν είναι βέβαια σκοτεινός. Σημασία έχει όμως ότι τα όντα αυτά βυθίστηκαν στη σιωπή έκτοτε. Ό,τι είδαν δεν μπορεί να ειδωθεί από κανέναν άλλο που ζει και πεθαίνει κάτω από το συμβατικό ήλιο της ύπαρξης. Γι αυτό και δεν έγραψαν τίποτα, στην ουσία δεν είπαν τίποτα. Πέθαναν με τη γλώσσα των ανθρώπων και ξαναγεννήθηκαν με σύμβολα. Δίδαξαν σύμβολα και τα σύμβολα είναι ακατανόητα σε όλους»
«Μα, τότε, πώς θα βοηθηθεί η ανθρωπότητα;», διαμαρτυρήθηκε ήπια εκείνη. «Αν η ‘φώτιση’ είναι ατομική, μοναχική υπόθεση, είμαστε όλοι καταδικασμένοι στην άγνοια;»
«Αυτή είναι μια συζήτηση. Αυτό που κάνουμε όλοι. Είναι συζήτηση. Καμιά φορά ξεπέφτει σε κουβέντα. Δεν είναι αναζήτηση. Όταν ψάχνεις το χαμένο παιδί σου που απήχθη ή εξαφανίστηκε, όταν αναζητάς κάτι αγαπημένο που έχασες, όταν τολμήσεις να αναζητήσεις τον εαυτό σου που δεν ξέρεις, δεν έχεις κανέναν συντροφιά. Κανένας δεν δίνει δεκάρα για το παιδί σου, το σκύλο σου ή τον εαυτό σου. Μονάχα εσύ νοιάζεσαι. Κάποια στιγμή μπορεί να πάψεις ακόμα κι εσύ να νοιάζεσαι. Και τότε είναι που φωνασκείς και διαμαρτύρεσαι: ‘Τι κάνει το κράτος; Τι κάνει ο ένας ή ο άλλος; Γιατί με εγκατέλειψαν όλοι; Γιατί είμαι τόσο αδυσώπητα μόνος σ’αυτό το άγριο μονοπάτι αυτές τις άγριες ώρες;’ Θυμήσου πως αυτή την τρομερή μοναξιά τη βίωσε ως κι ο Ιησούς. Κανείς δεν τολμά να φανταστεί πώς ένιωσε εκείνες τις ώρες της αβύσσου στο σιωπηλό ελαιώνα της δικής Του ύπαρξης»
«Και η απάντηση;»
«Η απάντηση είναι η ηχώ της φωνής του ορειβάτη πάνω απ’το γκρεμό. Πάνω απ’το χάος. Πάνω απ’την άβυσσο. Αυτό που του επιστρέφεται είναι η φωνή του πολλαπλασιασμένη, αλλοιωμένη, αλλόκοτη, τρομακτική. Όμως είναι κάτι. Είναι η επιβεβαίωση πως η φωνή του ακούγεται, υπάρχει, η ψυχή του είναι ζωντανή και παλεύει»
«Διαρκής μοναξιά λοιπόν; Πώς μπορεί να ζήσει κανείς έτσι;»
«Η απάντηση είναι απλή. Δεν μπορεί. Και μ’αυτή τη γνώση συνεχίζει την περπατησιά του. Πριν δεν ήξερε. Δεν ήταν ευτυχισμένος αλλά δεν τον ένοιαζε και τόσο. Τώρα ξέρει. Τώρα τον θλίβει το φορτίο. Όχι των άλλων, μονάχα το δικό του. Και το φορτίο αυτό περιέχει την συγκλονιστική επίγνωση. Πάντα ήταν μόνος ανάμεσα στους μόνους. Κάποτε δεν το έβλεπε. Τώρα έχει μάτια και βλέπει. Γιατί βλέπει η ψυχή, βλέπει το είναι, βλέπει το Αχανές μέσα απ’αυτόν»
«Κι έτσι σιωπά…», είπε εκείνη στοχαστικά.
«Και μονάχα μέσα απ’τη σιωπή συμπονά βαθιά και απέραντα τους ανθρώπους και τον εαυτό του ανάμεσά τους. Και μέσα απ’αυτή την ωκεάνια συμπόνια αγαπά. Όχι πια από επιλογή αλλά από γνώση.
Όχι έναν αλλά όλους.
Όχι τώρα αλλά πάντα»
Πέρασε λίγη ώρα ακόμη. Σηκώθηκαν αργά και πήραν το δρόμο επιστροφής.
Πέρασε ώρα ώσπου να της μιλήσει.
«Αυτό που ανακάλυψες μόνος σου, δεν μπορείς να το μοιραστείς με κανέναν. Όχι γιατί δεν θέλεις. Αλλά γιατί δεν μπορείς. Αν το κάνεις θα μεταφέρεις λέξεις σε αυτιά. Ενώ εσύ πάλλεσαι από μιαν αποκαλυμμένη αλήθεια, μεταφέρεις μονάχα τη σκιά της. Δεν μεταφέρεις τη θεραπεία αλλά την αρρώστια. Στην ουσία, είσαι καταδικασμένος με τη γνώση ενός πράγματος που δεν γίνεται να βιωθεί από κανέναν άλλο».
«Άρα η αναζήτηση είναι μια μοναχική υπόθεση;», τον ρώτησε.
«Εάν είσαι σε ένα μεγάλο δάσος, όπως αυτό, μόνος, ζώντας μια παράξενη ζωή σε έναν παράξενο κόσμο, αυτό που θα βρεις αρμόζει στο δάσος. Γυρνώντας στην πόλη όλο αυτό δεν έχει αξία για κανέναν άλλο. Παραμένει όμως απόκτημά σου. Είναι πολύτιμο αλλά μόνο για σένα. Αν το εξομολογηθείς στο φίλο σου θα σε ακούσει με συμπάθεια αλλά θα πει: ‘ήρθε από το δάσος μισότρελος και λέει τρελά πράγματα’. Δείχνεις σαν εξωγήινος που βρέθηκε ξαφνικά σε έναν αλλόκοτο πλανήτη. Δεν είναι ο πλανήτης όμως αλλόκοτος. Είσαι εσύ ο ξένος. Οι μεγάλοι σοφοί, οι αληθινά μεγάλοι, έμειναν μόνοι γιατί ξημερώθηκαν σε ένα στερέωμα με έναν άλλο ήλιο. Αυτόν που λέμε ποιητικά ‘μαύρο ήλιο της ύπαρξης’. Μπορεί να μην είναι ολότελα ποιητική η απόδοση. Συνδέεται με πράγματα που τώρα δεν έχει σημασία να αναλυθούν. Γιατί δηλαδή αυτός ο ήλιος είναι ‘μαύρος’ ενώ ποτέ ένας ήλιος δεν είναι βέβαια σκοτεινός. Σημασία έχει όμως ότι τα όντα αυτά βυθίστηκαν στη σιωπή έκτοτε. Ό,τι είδαν δεν μπορεί να ειδωθεί από κανέναν άλλο που ζει και πεθαίνει κάτω από το συμβατικό ήλιο της ύπαρξης. Γι αυτό και δεν έγραψαν τίποτα, στην ουσία δεν είπαν τίποτα. Πέθαναν με τη γλώσσα των ανθρώπων και ξαναγεννήθηκαν με σύμβολα. Δίδαξαν σύμβολα και τα σύμβολα είναι ακατανόητα σε όλους»
«Μα, τότε, πώς θα βοηθηθεί η ανθρωπότητα;», διαμαρτυρήθηκε ήπια εκείνη. «Αν η ‘φώτιση’ είναι ατομική, μοναχική υπόθεση, είμαστε όλοι καταδικασμένοι στην άγνοια;»
«Αυτή είναι μια συζήτηση. Αυτό που κάνουμε όλοι. Είναι συζήτηση. Καμιά φορά ξεπέφτει σε κουβέντα. Δεν είναι αναζήτηση. Όταν ψάχνεις το χαμένο παιδί σου που απήχθη ή εξαφανίστηκε, όταν αναζητάς κάτι αγαπημένο που έχασες, όταν τολμήσεις να αναζητήσεις τον εαυτό σου που δεν ξέρεις, δεν έχεις κανέναν συντροφιά. Κανένας δεν δίνει δεκάρα για το παιδί σου, το σκύλο σου ή τον εαυτό σου. Μονάχα εσύ νοιάζεσαι. Κάποια στιγμή μπορεί να πάψεις ακόμα κι εσύ να νοιάζεσαι. Και τότε είναι που φωνασκείς και διαμαρτύρεσαι: ‘Τι κάνει το κράτος; Τι κάνει ο ένας ή ο άλλος; Γιατί με εγκατέλειψαν όλοι; Γιατί είμαι τόσο αδυσώπητα μόνος σ’αυτό το άγριο μονοπάτι αυτές τις άγριες ώρες;’ Θυμήσου πως αυτή την τρομερή μοναξιά τη βίωσε ως κι ο Ιησούς. Κανείς δεν τολμά να φανταστεί πώς ένιωσε εκείνες τις ώρες της αβύσσου στο σιωπηλό ελαιώνα της δικής Του ύπαρξης»
«Και η απάντηση;»
«Η απάντηση είναι η ηχώ της φωνής του ορειβάτη πάνω απ’το γκρεμό. Πάνω απ’το χάος. Πάνω απ’την άβυσσο. Αυτό που του επιστρέφεται είναι η φωνή του πολλαπλασιασμένη, αλλοιωμένη, αλλόκοτη, τρομακτική. Όμως είναι κάτι. Είναι η επιβεβαίωση πως η φωνή του ακούγεται, υπάρχει, η ψυχή του είναι ζωντανή και παλεύει»
«Διαρκής μοναξιά λοιπόν; Πώς μπορεί να ζήσει κανείς έτσι;»
«Η απάντηση είναι απλή. Δεν μπορεί. Και μ’αυτή τη γνώση συνεχίζει την περπατησιά του. Πριν δεν ήξερε. Δεν ήταν ευτυχισμένος αλλά δεν τον ένοιαζε και τόσο. Τώρα ξέρει. Τώρα τον θλίβει το φορτίο. Όχι των άλλων, μονάχα το δικό του. Και το φορτίο αυτό περιέχει την συγκλονιστική επίγνωση. Πάντα ήταν μόνος ανάμεσα στους μόνους. Κάποτε δεν το έβλεπε. Τώρα έχει μάτια και βλέπει. Γιατί βλέπει η ψυχή, βλέπει το είναι, βλέπει το Αχανές μέσα απ’αυτόν»
«Κι έτσι σιωπά…», είπε εκείνη στοχαστικά.
«Και μονάχα μέσα απ’τη σιωπή συμπονά βαθιά και απέραντα τους ανθρώπους και τον εαυτό του ανάμεσά τους. Και μέσα απ’αυτή την ωκεάνια συμπόνια αγαπά. Όχι πια από επιλογή αλλά από γνώση.
Όχι έναν αλλά όλους.
Όχι τώρα αλλά πάντα»
Πέρασε λίγη ώρα ακόμη. Σηκώθηκαν αργά και πήραν το δρόμο επιστροφής.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου