Τι έχει να μας πει σήμερα ο Διαφωτισμός ή ακριβέστερα τι νόημα μπορεί να διαθέτει μια φιλοσοφία της γνώσης και της ζωής, που έδωσε τις μάχες της τον 18ο αιώνα, σε σχέση με τα προβλήματα και τις ανησυχίες που προσδιορίζουν την ανθρώπινη ευαισθησία στη χαραυγή του 21ου αιώνα; Είναι όντως ρητορικό το ερώτημα, αλλά μόνο ένα ερωτηματικό μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία του προβληματισμού μας.
Ο ίδιος ο Διαφωτισμός κυρίως έθετε ερωτηματικά, ήταν ο ίδιος ως πνευματική στάση ένα ερώτημα: Τι είναι Διαφωτισμός; αναρωτήθηκε ο Ιμάνουελ Καντ, θέτοντας ακριβώς το ερώτημα της αυτογνωσίας και της δυνατότητας της γνώσης. Η συγγένεια με τον Σωκράτη δεν είναι τυχαία, αλλά αυτή η σχέση και η ιστορική της θεμελίωση δεν θα μας απασχολήσει εδώ.
Ας επανέλθουμε στο αρχικό μας ερώτημα: Εμπεριέχει ο Διαφωτισμός ένα μήνυμα βιώσιμο και κατανοητό για τον σύγχρονο άνθρωπο ή δεν αποτελεί πλέον παρά ένα απλό πεδίο ιστορικής, φιλολογικής και φιλοσοφικής έρευνας, μεγάλης εξειδίκευσης, υψηλού επαγγελματισμού και εντυπωσιακής δραστηριότητας σε διεθνές επίπεδο, που όμως ως επιστημονική ενασχόληση παραμένει απόμακρο από τις φροντίδες της ζωής και τα διλήμματα της ανθρώπινης πράξης;
Ο προβληματισμός αυτός ανακύπτει από την ίδια τη σημερινή κατάσταση της έρευνας, όπου κυριαρχούν οι συζητήσεις για την πολλαπλότητα του Διαφωτισμού και την αμφισβήτηση της ύπαρξης ενός ενιαίου πολιτισμικού φαινομένου Διαφωτισμού, με ενότητα πνευματικών χαρακτηριστικών και αξιών. Αντίθετα υποστηρίζεται ότι υπήρξαν «πολλοί Διαφωτισμοί», παράλληλα κινήματα διανοητικής αλλαγής που δεν συμμερίζονται κάποιο κοινό υπόβαθρο.
Η άποψη αυτή οφείλεται σε έναν από τους πρυτάνεις σήμερα της σπουδής του Διαφωτισμού, τον καθηγητή John Ρocock. Αν η θέση αυτή ισχύει, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να εξακολουθήσουμε να μιλούμε για τον Διαφωτισμό ως ευδιάκριτο σύστημα αρχών και αξιών στην ιστορία του ανθρώπινου στοχασμού και ως εκ τούτου αποβαίνει σχεδόν αδύνατη λογικά η συνδιάλεξη με τον Διαφωτισμό – ποιον Διαφωτισμό; – ως σημείο αναφοράς κατά την εξέταση σημερινών προβλημάτων.
Στο σημείο αυτό βρίσκονται σήμερα τα ζητήματα μελέτης και ερμηνείας του Διαφωτισμού. Αφού θέσαμε λοιπόν τα ερωτηματικά, ας επιχειρήσουμε, με την αναγκαία συντομία που επιβάλλουν οι περιορισμοί του διαθέσιμου χώρου, να σχεδιάσουμε κάποιες απαντήσεις. Ας μου επιτραπεί να θεμελιώσω τις απαντήσεις μου σε μια προσωπική κατάθεση.
Έχοντας αφιερώσει την επιστημονική μου ζωή για περισσότερα από τριάντα χρόνια στη μελέτη του Διαφωτισμού και στις εκδηλώσεις του στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην ελληνική παιδεία, είμαι πεπεισμένος ότι οι ισχυρισμοί του Ρocock δεν ευσταθούν. Αν ίσχυαν, θα έπρεπε να είχαμε εγκαταλείψει τη χρήση του όρου «Διαφωτισμός» και να αναφερόμαστε γενικά στη συγκριτική διανοητική και πολιτισμική ιστορία της Ευρώπης και των υπερπόντιων παραφυάδων της κατά τον 18ο αιώνα.
Κατά τη γνώμη μου αυτό θα αποτελούσε μια ριζική, μάλλον περιττή και πάντως ιστορικά αστήρικτη, αναθεώρηση της ιστορίας του πολιτισμού. Για όλους μας, όσοι ασχολούμαστε με την ιστορία της παιδείας και των ιδεών κατά τον 18ο αιώνα, είναι προφανής στις πηγές η ύπαρξη κάποιων κοινών ιδεών και διανοητικών και ηθικών αιτημάτων, που είναι αισθητά και διάχυτα ανεξάρτητα από τη γλώσσα και την τοπική ή πολιτισμική παράδοση από την οποία προέρχονται οι πηγές.
Πρόκειται για την πνευματική χειραφέτηση από την αυθεντία, την απελευθέρωση της ατομικής κρίσης και σκέψης, την κριτική της κοινωνίας από τη σκοπιά της Δικαιοσύνης, την ελευθερία της προσωπικής έκφρασης, την ανοχή και τον σεβασμό της διαφωνίας και της ετερότητας. Και σε πολιτικό επίπεδο για την καταγγελία του δεσποτισμού και της αυθαιρεσίας της εξουσίας και τη διεκδίκηση της ισότητας των ανθρώπων. Αυτά τα αιτήματα συνθέτουν τον Διαφωτισμό και σε αυτά αναφερόμαστε όταν τον μελετάμε στις πηγές και όταν επικαλούμαστε τον κώδικα των αξιών που κληροδότησε στην ανθρωπότητα.
Κατά τη γνώμη μου τα αιτήματα αυτά και ο κώδικας των αξιών του Διαφωτισμού διατηρούν αλώβητη την επικαιρότητά τους. Παρά τη μανιοκαταθλιπτική κριτική της Σχολής της Φραγκφούρτης που καταλόγισε στον Διαφωτισμό, τελείως αναχρονιστικά, όλα τα δεινά της ιστορίας του 20ού αιώνα και παρά τη δυσφήμηση και τις επιθέσεις κατά του Διαφωτισμού από ανθρώπους που δεν διαβάζουν ή δεν μπορούν να καταλάβουν τι λέγεται στις πηγές και ποια είναι τα όρια που θέτει ο ίδιος ο Διαφωτισμός στις αξιώσεις και στους ισχυρισμούς του, αυτή η κληρονομιά αρχών και αξιών αποτελεί μια από τις ηθικά στερεότερες βάσεις πάνω στις οποίες η ανθρωπότητα μπορεί να ξαναχτίσει τις ελπίδες της και να ξαναβρεί τη συνοχή της πνευματικής ζωής που έχει τόσο διαβρωθεί από τις υπερβολές και τη σύγχυση που επέφερε η επιθετική εξύμνηση της σχετικότητας, η περιφρόνηση της αναζήτησης της αλήθειας και της συνέπειας των αξιών, στάσεις που χαρακτήρισαν διάφορους συρμούς του τέλους του 20ού αιώνα.
Η αξία της κληρονομιάς του Διαφωτισμού καταφαίνεται σε αντιπαραβολή προς τις ηχηρές ιδεολογίες της ηθικής μερικότητας, που είναι σήμερα τόσο επώδυνα αισθητές και κυρίαρχες σε μεγάλα τμήματα του πλανήτη (τους ποικίλους φονταμενταλισμούς και τις σοβινιστικές ιδεολογίες), αλλά και προς την ηθική πενία των εργαλειακών συστημάτων ιδεών που έχουν επικρατήσει στις δυτικές κοινωνίες. Στην Ελλάδα όλα αυτά απλώς υπόκεινται στη μεταμφίεση της υποκρισίας του δημόσιου λόγου.
Ο Διαφωτισμός ως κριτικός στοχασμός, ως επαγγελία της ελευθερίας, ως κοινωνική κριτική και ως σύστημα οικουμενικών αξιών μπορεί να προσφέρει εναλλακτικές επιλογές απέναντι σε αυτήν τη στείρα και αδιέξοδη πραγματικότητα. Εχουμε άραγε την ικανότητα να αναδεχθούμε την πρόκληση αλλά και την ελπίδα; Δεν διαθέτω την απάντηση. Μπορώ μόνο, καταλήγοντας, να εκφράσω μιαν ευχή ως προς την Ελλάδα: να ξαναδιαβαστεί η πολιτική και ηθική παρακαταθήκη του Διαφωτισμού, χωρίς τις παρωπίδες μεταγενέστερων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και χωρίς θρησκευτικό φανατισμό, και να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού κυρίως ως προς τις δυνατότητες που μας προσφέρει για την κριτική κατανόηση του συλλογικού μας εαυτού και την καλλιέργεια του δημόσιου ήθους της ανοχής και της ευθύνης.
Ο ίδιος ο Διαφωτισμός κυρίως έθετε ερωτηματικά, ήταν ο ίδιος ως πνευματική στάση ένα ερώτημα: Τι είναι Διαφωτισμός; αναρωτήθηκε ο Ιμάνουελ Καντ, θέτοντας ακριβώς το ερώτημα της αυτογνωσίας και της δυνατότητας της γνώσης. Η συγγένεια με τον Σωκράτη δεν είναι τυχαία, αλλά αυτή η σχέση και η ιστορική της θεμελίωση δεν θα μας απασχολήσει εδώ.
Ας επανέλθουμε στο αρχικό μας ερώτημα: Εμπεριέχει ο Διαφωτισμός ένα μήνυμα βιώσιμο και κατανοητό για τον σύγχρονο άνθρωπο ή δεν αποτελεί πλέον παρά ένα απλό πεδίο ιστορικής, φιλολογικής και φιλοσοφικής έρευνας, μεγάλης εξειδίκευσης, υψηλού επαγγελματισμού και εντυπωσιακής δραστηριότητας σε διεθνές επίπεδο, που όμως ως επιστημονική ενασχόληση παραμένει απόμακρο από τις φροντίδες της ζωής και τα διλήμματα της ανθρώπινης πράξης;
Ο προβληματισμός αυτός ανακύπτει από την ίδια τη σημερινή κατάσταση της έρευνας, όπου κυριαρχούν οι συζητήσεις για την πολλαπλότητα του Διαφωτισμού και την αμφισβήτηση της ύπαρξης ενός ενιαίου πολιτισμικού φαινομένου Διαφωτισμού, με ενότητα πνευματικών χαρακτηριστικών και αξιών. Αντίθετα υποστηρίζεται ότι υπήρξαν «πολλοί Διαφωτισμοί», παράλληλα κινήματα διανοητικής αλλαγής που δεν συμμερίζονται κάποιο κοινό υπόβαθρο.
Η άποψη αυτή οφείλεται σε έναν από τους πρυτάνεις σήμερα της σπουδής του Διαφωτισμού, τον καθηγητή John Ρocock. Αν η θέση αυτή ισχύει, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να εξακολουθήσουμε να μιλούμε για τον Διαφωτισμό ως ευδιάκριτο σύστημα αρχών και αξιών στην ιστορία του ανθρώπινου στοχασμού και ως εκ τούτου αποβαίνει σχεδόν αδύνατη λογικά η συνδιάλεξη με τον Διαφωτισμό – ποιον Διαφωτισμό; – ως σημείο αναφοράς κατά την εξέταση σημερινών προβλημάτων.
Στο σημείο αυτό βρίσκονται σήμερα τα ζητήματα μελέτης και ερμηνείας του Διαφωτισμού. Αφού θέσαμε λοιπόν τα ερωτηματικά, ας επιχειρήσουμε, με την αναγκαία συντομία που επιβάλλουν οι περιορισμοί του διαθέσιμου χώρου, να σχεδιάσουμε κάποιες απαντήσεις. Ας μου επιτραπεί να θεμελιώσω τις απαντήσεις μου σε μια προσωπική κατάθεση.
Έχοντας αφιερώσει την επιστημονική μου ζωή για περισσότερα από τριάντα χρόνια στη μελέτη του Διαφωτισμού και στις εκδηλώσεις του στη Νοτιοανατολική Ευρώπη και στην ελληνική παιδεία, είμαι πεπεισμένος ότι οι ισχυρισμοί του Ρocock δεν ευσταθούν. Αν ίσχυαν, θα έπρεπε να είχαμε εγκαταλείψει τη χρήση του όρου «Διαφωτισμός» και να αναφερόμαστε γενικά στη συγκριτική διανοητική και πολιτισμική ιστορία της Ευρώπης και των υπερπόντιων παραφυάδων της κατά τον 18ο αιώνα.
Κατά τη γνώμη μου αυτό θα αποτελούσε μια ριζική, μάλλον περιττή και πάντως ιστορικά αστήρικτη, αναθεώρηση της ιστορίας του πολιτισμού. Για όλους μας, όσοι ασχολούμαστε με την ιστορία της παιδείας και των ιδεών κατά τον 18ο αιώνα, είναι προφανής στις πηγές η ύπαρξη κάποιων κοινών ιδεών και διανοητικών και ηθικών αιτημάτων, που είναι αισθητά και διάχυτα ανεξάρτητα από τη γλώσσα και την τοπική ή πολιτισμική παράδοση από την οποία προέρχονται οι πηγές.
Πρόκειται για την πνευματική χειραφέτηση από την αυθεντία, την απελευθέρωση της ατομικής κρίσης και σκέψης, την κριτική της κοινωνίας από τη σκοπιά της Δικαιοσύνης, την ελευθερία της προσωπικής έκφρασης, την ανοχή και τον σεβασμό της διαφωνίας και της ετερότητας. Και σε πολιτικό επίπεδο για την καταγγελία του δεσποτισμού και της αυθαιρεσίας της εξουσίας και τη διεκδίκηση της ισότητας των ανθρώπων. Αυτά τα αιτήματα συνθέτουν τον Διαφωτισμό και σε αυτά αναφερόμαστε όταν τον μελετάμε στις πηγές και όταν επικαλούμαστε τον κώδικα των αξιών που κληροδότησε στην ανθρωπότητα.
Κατά τη γνώμη μου τα αιτήματα αυτά και ο κώδικας των αξιών του Διαφωτισμού διατηρούν αλώβητη την επικαιρότητά τους. Παρά τη μανιοκαταθλιπτική κριτική της Σχολής της Φραγκφούρτης που καταλόγισε στον Διαφωτισμό, τελείως αναχρονιστικά, όλα τα δεινά της ιστορίας του 20ού αιώνα και παρά τη δυσφήμηση και τις επιθέσεις κατά του Διαφωτισμού από ανθρώπους που δεν διαβάζουν ή δεν μπορούν να καταλάβουν τι λέγεται στις πηγές και ποια είναι τα όρια που θέτει ο ίδιος ο Διαφωτισμός στις αξιώσεις και στους ισχυρισμούς του, αυτή η κληρονομιά αρχών και αξιών αποτελεί μια από τις ηθικά στερεότερες βάσεις πάνω στις οποίες η ανθρωπότητα μπορεί να ξαναχτίσει τις ελπίδες της και να ξαναβρεί τη συνοχή της πνευματικής ζωής που έχει τόσο διαβρωθεί από τις υπερβολές και τη σύγχυση που επέφερε η επιθετική εξύμνηση της σχετικότητας, η περιφρόνηση της αναζήτησης της αλήθειας και της συνέπειας των αξιών, στάσεις που χαρακτήρισαν διάφορους συρμούς του τέλους του 20ού αιώνα.
Η αξία της κληρονομιάς του Διαφωτισμού καταφαίνεται σε αντιπαραβολή προς τις ηχηρές ιδεολογίες της ηθικής μερικότητας, που είναι σήμερα τόσο επώδυνα αισθητές και κυρίαρχες σε μεγάλα τμήματα του πλανήτη (τους ποικίλους φονταμενταλισμούς και τις σοβινιστικές ιδεολογίες), αλλά και προς την ηθική πενία των εργαλειακών συστημάτων ιδεών που έχουν επικρατήσει στις δυτικές κοινωνίες. Στην Ελλάδα όλα αυτά απλώς υπόκεινται στη μεταμφίεση της υποκρισίας του δημόσιου λόγου.
Ο Διαφωτισμός ως κριτικός στοχασμός, ως επαγγελία της ελευθερίας, ως κοινωνική κριτική και ως σύστημα οικουμενικών αξιών μπορεί να προσφέρει εναλλακτικές επιλογές απέναντι σε αυτήν τη στείρα και αδιέξοδη πραγματικότητα. Εχουμε άραγε την ικανότητα να αναδεχθούμε την πρόκληση αλλά και την ελπίδα; Δεν διαθέτω την απάντηση. Μπορώ μόνο, καταλήγοντας, να εκφράσω μιαν ευχή ως προς την Ελλάδα: να ξαναδιαβαστεί η πολιτική και ηθική παρακαταθήκη του Διαφωτισμού, χωρίς τις παρωπίδες μεταγενέστερων ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και χωρίς θρησκευτικό φανατισμό, και να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού κυρίως ως προς τις δυνατότητες που μας προσφέρει για την κριτική κατανόηση του συλλογικού μας εαυτού και την καλλιέργεια του δημόσιου ήθους της ανοχής και της ευθύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου