Δευτέρα 13 Απριλίου 2015

ΠΕΡΙ ΧΡΟΝΟΥ - Η μέτρηση του χρόνου στην αρχαία Ελλάδα


 
Μια ασύλληπτη ως προς την ουσία της οντότητα, αγέννητη, αλλά και αθάνατη, πού διέπει το άπαν της ανθρώπινης διανόησης και δραστηριότητας, ο χρόνος , φέρνει εν τούτοις την γέννηση και τον θάνατο κάθε άλλης ύπαρξης. Δεν είναι τυχαίος εν προκειμένω ο μύθος των αρχαίων Ελλήνων, σύμφωνα με τον οποίο ο Κρόνος (=χρόνος) καταπίνει τα ίδια τα παιδιά του. Σ’ αυτή την περίπτωση όμως τι παριστάνει ο Δίας, ο οποίος την γλίτωσε επειδή η μητέρα του Ρέα έδωσε στον Κρόνο μια πέτρα αντί αυτού να καταπιεί; Τι είναι απρόσβλητο από τον χρόνο πλην του θείου; Απεικονίζεται δε φέρων δρεπάνι, με το οποίο θερίζει τις ζωές τερματίζοντας την ίδια την ροή του γι’ αυτές. Ακόμα και σήμερα διατηρείται ο συμβολισμός με τον δρεπανοφόρο θάνατο. Είναι άμεσα συνυφασμένος με την εξέλιξη του μικρόκοσμου, του μεσόκοσμου, του μακρόκοσμου, του σύμπαντος. Πανδαμάτωρ, πανολετήρ, πανθεραπευτής, πανδιδάκτωρ.

Ο ανθρώπινος νους αλαζονικά τον υποβάθμισε, θεωρώντας
τον δια της Φυσικής ως μια απλή διάσταση ενός τετραδιαστάτου χωροχρονικού συνεχούς. Τον όρισε, αλλά του διαφεύγει πάντα, όχι μόνο η ουσία, αλλά ακόμα η αρχή και το τέλος αυτής της διάστασης. Τον μετρά με μια ποικιλία φαινομένων και οργάνων. Με την βοήθεια των ουράνιων κινήσεων των άστρων, ή με τά υπερσύγχρονα ατομικά ρολόγια αμμωνίας ή καισίου_133. Δεν μπορεί όμως να πεί τι πραγματικά είναι. Αν πράγματι υπάρχει, ή απλώς είναι μια εικονική πραγματικότητα, όπως ενδεχομένως και αυτό πού μας περιβάλλει. Πάντως συνδέεται με αλληλουχία γεγονότων, τα οποία δίνουν την αίσθηση του χρονικού διαστήματος και των αφηρημένων εννοιών του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Έννοιες βεβαίως, μολονότι σαφείς εκ πρώτης όψεως και απόλυτα κατανοητές για την καθημερινότητα του απλού ανθρώπου, εν τούτοις καθαρά υποκειμενικές και απόλυτα συγκεχυμένες στον κόσμο της σύγχρονης Φυσικής όταν συνδυάζεται, υποχρεωτικά άλλωστε, με την Φιλοσοφία.

Οι αρχαίοι Έλληνες, εφευρέτες πασών των επιστημών και κυρίως της Φιλοσοφίας, δεν ήταν δυνατόν να αδιαφορήσουν για την αρχέγονη αυτή οντότητα, πού όλοι την διαισθάνονται, κανείς όμως δεν μπορεί πραγματικά να την «αγγίξει». Τον συσχέτισαν με την κίνηση και τον χώρο, αφού μ’ αυτά μετρείται, αλλά παραδόξως και η κίνηση μετρείται με τον χρόνο ενθυμίζοντας κατά κάποιο τρόπο το κλασσικό ερώτημα του αυγού και της κότας. Ο παμμέγιστος Αριστοτέλης έλεγε: «ούκ έστιν άνευ κινήσεως και μεταβολής χρόνος. Ούτε κίνησις ούτ’ άνευ κινήσεως ο χρόνος εστί… Μόνον δε την κίνησιν τώ χρόνω μετρούμεν , αλλά και τη κινήσει τον χρόνον διά το ορίζεσθαι υπ’ αλλήλων…Ο χρόνος αριθμός εστιν κινήσεως κατά το πρότερον και ύστερον και συνεχής… Ως ενδέχεται κίνησιν είναι την αυτήν και μίαν και πάλιν και πάλιν (περιοδική δηλαδή), ούτω και χρόνον, οίον ενιαυτόν ή έαρ ή μετόπωρον».

Ο χρόνος γι’ αυτόν όπως και για τον θείο Πλάτωνα εξελίσσεται προσανατολισμένα, ευθύγραμμα και χωρίς αναστροφή. Δεν επιδέχεται απόλυτη μέτρηση ενώ αυτό πού μετράμε είναι ένας εικονικός χρόνος, ο «γεννητός» χρόνος του Πλάτωνα, η εικόνα δηλαδή του ιδεατού χρόνου. Κατά τους Στωικούς τα πάντα υπόκεινται αενάως σε κυκλικές κινήσεις μεταξύ γέννησης και θανάτου. Η επιστροφή στην αρχική θέση σήμαινε και θάνατο, αλλά και αναγέννηση, κάτι πού συμφωνεί και με τις σημερινές αντιλήψεις στην επιστήμη, όπως θα δούμε στην συνέχεια. Οι Ελεάτες από την άλλη έλεγαν, ότι η κίνηση είναι αυταπάτη, άρα δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, και κοντά σ’ αυτή και ο χρόνος. Κατά τον ιερό Αυγουστίνο (354-403 μ.Χ.) πριν την δημιουργία του κόσμου δεν υπήρχε η αίσθηση του χρόνου. Αυτός αποτελεί μέρος της συνολικής Δημιουργίας του θεού, για τον οποίο άλλωστε οι έννοιες παρόν – παρελθόν - μέλλον δεν έχουν νόημα μέσα στην άχρονη αιωνιότητα. Οι αντιλήψεις του Αριστοτέλη κυριάρχησαν για αιώνες, μέχρις ότου ο Νεύτων (1642-1727) διακήρυξε το αμετάβλητο της ροής του απόλυτου χρόνου σε αντιδιαστολή με την κίνηση των σωμάτων πού μπορεί να είναι επιταχυνόμενη, επιβραδυνόμενη ή ομαλή, όπως απορρέει από τον θεμελιώδη νόμο του.

Και εκεί πού όλα φαινόταν κατανοητά και απλά, και η τεχνολογία των μηχανισμών χρονομέτρησης είχε φτάσει σε ύψη τελειότητας, έρχεται ο Αϊνστάιν (1879 – 1955) με την σημαντικότατη βεβαίως συμβολή του Καραθεοδωρή και διατυπώνει την Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας, πού ηχεί ως κεραυνός εν αιθρία στα επιστημονικά σαλόνια της εποχής. Το οικοδόμημα του Νεύτωνα γκρεμίζεται συθέμελα, ο χρόνος παύει να είναι μια αμετάβλητη και ακατάπαυστα ρέουσα ουσία Ο χρόνος εξαρτάται από τον παρατηρητή, από την ταχύτητα για την ακρίβεια , με την οποία αυτός κινείται. Διαστέλλεται σε μεγάλες ταχύτητες! Είναι δυνατόν πατέρας να εμφανίζεται νεώτερος από τον γιό του, ή ακόμα χειρότερα να έχει γεννηθεί μετά το παιδί του! Απίστευτο και όμως αληθινό! Η διαστολή του χρόνου έχει διαπιστωθεί πειραματικά. Και η χαριστική βολή ήλθε από την Γενική Θεωρία της Σχετικότητας και πάλι του Αϊνστάιν. Όχι μόνο η ταχύτητα, αλλά και η βαρύτητα επηρεάζει τον χρόνο.

Πάλι ο χρόνος διαστέλλεται σε ισχυρά πεδία βαρύτητας. Μέσα σε μια Μαύρη Τρύπα, για να αναφέρουμε μία ακραία περίπτωση, ένας φανταστικός ταξιδιώτης μπορεί να μεταπηδά στο παρελθόν ή στο μέλλον, χωρίς να διανύει κάποια χωρική ή χρονική απόσταση! Ένα νέο υπόβαθρο στήνεται για την έννοια του χρόνου, με το οποίο τα ταξίδια στον χρόνο, των συγγραφέων επιστημονικής φαντασίας, αποκτούν και αυτά επιστημονικό μανδύα, ενώ για άλλη μια φορά η εξέλιξη της επιστήμης οδηγεί τον άνθρωπο να διαπιστώσει, ότι παρά τα άλματά του παραμένει στο ίδιο σημείο. Τι είναι λοιπόν τελικά ο χρόνος; Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Ιστορική αναδρομή

Είναι μάλλον απλό να σκεφτεί κανείς ότι σχεδόν από την πρώτη στιγμή, πού άνοιξε τα μάτια του ο άνθρωπος, είδε τον ήλιο και τους λοιπούς αστερισμούς και άρχισε να τους παρακολουθεί. Έτσι βαθμιαία διαπίστωσε τις κινήσεις τους, επεσήμανε την περιοδικότητά τους και με τον καιρό άρχισε να συνδυάζει τις θέσεις τους με τις διάφορες αλλαγές στην φύση, πού συνέβαιναν γύρω του. Έτσι διαπίστωσε π.χ. ότι η διάρκεια της μέρας και της νύχτας, η ζέστη ή το κρύο και τα άλλα μετεωρολογικά φαινόμενα, είχαν άμεση σχέση με την πορεία του ηλίου, ή οι παλίρροιες με τις διάφορες φάσεις της σελήνης. Δεν άργησε λοιπόν να θεοποιήσει τον ήλιο, την σελήνη και τά άλλα ουράνια σώματα, αφού οι δυνάμεις αυτών του φαινόταν υπερφυσικές και προέβαινε και σε λατρευτικές δραστηριότητες. Η παρατήρηση του κύκλου των φυτών, άμεσα συνδεδεμένα και αυτά με τον ήλιο, οδήγησε στην διαπίστωση των εποχών και του έτους και στην έγκαιρη από μέρους του ανθρώπου εκτέλεση των γεωργικών εργασιών. Έτσι λοιπόν οι καθημερινές και θρησκευτικές ανάγκες οδήγησαν στην μεθοδικότερη παρατήρηση των ουρανίων σωμάτων (κυρίως του ηλίου, της σελήνης, του Σείριου, του Ωρίωνα και των Πλειάδων) και στον ακριβέστερο προσδιορισμό της διάρκειας των πρωταρχικών μονάδων μέτρησης της καινούριας έννοιας πού γεννήθηκε, του χρόνου, η ημέρα δηλαδή και το έτος.

Ειδικότερα στην αρχαία Ελλάδα, όπου αναπτύχθηκε τουλάχιστον από την 9η χιλιετία π.Χ. η ναυσιπλοΐα και πολύ σύντομα διαπιστώθηκε η χρησιμότητα των αστέρων και αστερισμών στην διεξαγωγή αυτής, η απλή παρατήρηση των ουρανίων σωμάτων μετετράπη σε επιστημονική καταγραφή και έτσι γεννήθηκε και συνεχώς έκτοτε αναπτύσσεται η Αστρονομία. Η ημερολογιακή γνώση μάλιστα φαίνεται ότι ξεκίνησε από την Ναυσιπλοΐα και από αυτή πέρασε στον γεωργικό τομέα. Ο Ησίοδος στο έργο του «Έργα και Ημέραι» παραγγέλλει. «Να αρχίζετε τον θέρο όταν ανατέλλουν οι κόρες του Άτλαντος Πλειάδες, και την σπορά όταν δύουν».

Σύμφωνα με τον Πολύβιο ο αστερισμός των Πλειάδων (η γνωστή μας Πούλια) ήταν τόσο σπουδαίος, ώστε οι Αχαιοί τον χρησιμοποιούσαν και σαν αρχή του πολιτικού τους έτους. Ακόμα και σήμερα οι Ινδιάνοι Τουκάνο της Βραζιλίας υπολογίζουν τις εποχές με την βοήθεια των Πλειάδων. Φαίνεται έχουν μείνει ακόμη στα στοιχεία πού πήραν από τους εκπολιτιστές του Πλανήτη, Έλληνες, κατά την προϊστορία. Στους άλλους λαούς οι παρατηρήσεις του ενάστρου ουρανού περιβεβλημένες με μανδύα δεισιδαιμονιών και μαγείας περιορίστηκαν μόνο σε εμπειρική στοιχειώδη αξιοποίηση, παρά την εντύπωση πού κυριαρχεί ότι τάχα οι Έλληνες δανείστηκαν τις αστρονομικές τους γνώσεις από τους λαούς αυτούς (Βαβυλωνίους, Χαλδαίους, κ.λ.π.). Όταν οι Έλληνες ναυσιπλοούσαν, αυτοί δεν υπήρχαν καν. Είναι αστείος επομένως ο παραπάνω ισχυρισμός.

Η ημέρα λοιπόν, θυγατέρα της Νύχτας και του Ερέβους, αδελφή του Αιθέρα και εγγονή του Χάους, κατά την θεογονία τού Ησίοδου, αποτέλεσε την πρώτη φυσική μονάδα μέτρησης του χρόνου (χρονική διάρκεια). Προκύπτει από την περιστροφή της Γής γύρω από τον άξονά της, και διαρκεί όσο και η περιστροφή. Είναι καλύτερα αντιληπτή με την φαινόμενη πορεία του Ηλίου από την ανατολή προς την δύση. Ο Όμηρος την διαιρούσε σε έξι τμήματα, ηώ – μέσον ήμαρ – δείλη για το φωτεινό τμήμα της ημέρας (μέρα), και εσπέρα – μέση νύχτα – αμφιλύκη για το σκοτεινό τμήμα (νύχτα). Αλλά και η Σελήνη, αδελφή του Ηλίου και της Ηούς και θυγατέρα των Τιτάνων Υπερίωνος και Θείας κατά τον Ησίοδο, χρησιμοποιήθηκε από την αρχαιότητα για την μέτρηση του χρόνου. Έτσι οι διάφορες φάσεις της Σελήνης προσδιόριζαν τον σεληνιακό μήνα, την δεύτερη φυσική μονάδα του χρόνου.

Τέλος ο αέναος κύκλος των εποχών οδήγησε στην τελευταία φυσική μονάδα μέτρησης, το έτος. Αυτό συνδέεται με την περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο. Έτσι άρχισε η ανάπτυξη ενός ημερολογιακού συστήματος σημαντικό ρόλο στο οποίο ίσως έπαιξε και ο μύθος της γέννησης του Απόλλωνος (=Ήλιος) στην νήσο Δήλο. Μόλις γεννήθηκε ο ακερσεκόμης θεός του φωτός, οι ιεροί κύκνοι της Μαιονίας, πού θα έσερναν μελλοντικά το άρμα του στα ταξίδια του, επτά φορές έκαναν τον γύρο του ιερού νησιού και επτά φορές τραγούδησαν προς τιμήν του προσδίδοντας σ’ αυτόν τον αριθμό μια μοναδική ιερότητα.

Κατά τον Όμηρο άλλωστε «επτά βοών αγέλας και επτά ποίμνια» είχε ο Ήλιος (πριν ταυτιστεί με τον Φοίβο Απόλλωνα), ενώ επτά ήταν οι γυιοί του και επτά οι κόρες του. Έκτοτε ο αριθμός επτά επαναλαμβάνεται σε πολλές θαυμαστές περιπτώσεις και μέχρι σήμερα διατηρεί τον συμβολισμό του. Σταχυολογούμε μερικές:

Τά επτά θαύματα του κόσμου, τις επτά πόλεις πού «μάρνανται σοφήν διά ρίζαν Ομήρου», τους επτά σοφούς της αρχαιότητος, τά επτά αρσενικά και επτά θηλυκά παιδιά της Νιόβης, τους επτά εφήβους και τις επτά παρθένες πού αποτελούσαν τον φόρο αίματος της Αθήνας στον Μινώταυρο, τις επτά ημέρες πού παρεμπόδιζε η Ήρα την γέννηση του Ηρακλή, τις επτά ημέρες πού επωάζει τον χειμώνα η Αλκυόνη τα αυγά της, τα επτά άστρα πού συνιστούν την Μεγάλη αλλά και την Μικρή Άρκτο και τις επτά Πλειάδες. Ακόμα επταφαείς ήταν κατά τους ορφικούς οι ζώνες του φωτός, επτάφωνος ήταν η ιερή στοά στην Ολυμπία, επτά ήταν οι εκστρατεύσαντες κατά της επτάπυλης και επτάπυργης Θήβας (επτά επί Θήβας).

Αλλά να αναφέρουμε και τα επτά φωνήεντα της θείας κατασκευής ελληνικής γλώσσας. Άλλωστε κατά τους Πυθαγορείους ο αριθμός επτά ήταν τέλειος αφού αποτελούσε το άθροισμα δύο τέλειων αριθμών, του τρία (τρίγωνο) και του τέσσερα (τετράγωνο). Είναι δε ο μοναδικός αριθμός της δεκάδας, πού ούτε διαιρείται ούτε πολλαπλασιάζεται για να δώσει κάποιον άλλο μέσα στην δεκάδα. Σήμερα μιλάμε για έβδομο ουρανό, επτάζυμο άρτο, επτάψυχες γάτες, επτασφράγιστο μυστικό κλπ., ενώ και η «Αποκάλυψη του Ιωάννου» βρίθει περιπτώσεων πού ο αριθμός επτά δεν μπορεί να είναι τυχαίος. Έτσι επτά επιστολές στις επτά εκκλησίες, επτά πύρινες λαμπάδες, επτά σφραγίδες, επτά σάλπιγγες, επτά σαλπίσματα κ.λ.π.

Έπειτα από όλα αυτά εύλογα κατανοεί κανείς γιατί ο αριθμός των ημερών της εβδομάδας είναι επτά, ενώ αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό την κυριαρχούσα άποψη, ότι δηλαδή η διαίρεση του μήνα σε επταήμερα είναι χαλδαϊκής προελεύσεως. Πάντως και οι αρχαίοι Έλληνες αφιέρωσαν την κάθε μέρα της εβδομάδος σε κάποιον θεό, κάνοντας ταυτόχρονα και την ονοματοθεσία τους.

 Έτσι η πρώτη ημέρα αφιερώθηκε στον Ήλιο, η δεύτερη στην Σελήνη, η τρίτη στον Άρη, η τέταρτη στον Ερμή, η πέμπτη στον Δία, η έκτη στην Αφροδίτη και η έβδομη στον Κρόνο. Οι Ρωμαίοι παρέλαβαν τα ονόματα και τα μετέφρασαν απλώς στην αιολική διάλεκτο, δηλαδή στα λατινικά, και δι’ αυτών, των Ρωμαίων, διαδόθηκαν στην Δύση και διατηρούνται σχεδόν αναλλοίωτα μέχρι σήμερα Στον παρακάτω πίνακα φαίνονται τά ονόματα των ημερών της Εβδομάδας

Με την επικράτηση του Χριστιανισμού οι Έλληνες Ορθόδοξοι εγκατέλειψαν τα ονόματα πού παρέπεμπαν στο Δωδεκάθεο. χρησιμοποιούν την Κυριακή, σε ανάμνηση της ανάστασης του Κυρίου. Αντίθετα οι λοιποί Ευρωπαίοι διατηρούν την ελληνική ονοματοθεσία μεταφρασμένη βεβαίως στην διάλεκτό τους. Η εβδομάδα αποτελεί την πρώτη τεχνητή μονάδα μέτρησης του χρόνου, η αξία της όμως μάλλον οφείλεται σέ θρησκευτικούς λόγους παρά στην επιστημονική της αναγκαιότητα.

Οι μήνες στην ελληνική αρχαιότητα έπαιρναν το όνομα από τις εορτές πού τελούνταν στην διάρκειά τους καί εποίκιλαν από πόλη σε πόλη , ενώ στους Ρωμαίους άλλοι φέρουν τα ονόματα θεών ή καισάρων και άλλοι τον αύξοντα αριθμό τους. Έτσι ο Ιανουάριος οφείλει το όνομά του στον διπρόσωπο θεό ή βασιλιά Ιανό, ο Φεβρουάριος στις εορτές προς τιμήν του Κρόνου, ο Μάρτιος στον θεό Άρη, ο Απρίλιος στην Αφροδίτη, ο Μάιος στην μητέρα του Ερμή, Μαία, ο Ιούνιος στην Ήρα, ο Ιούλιος στον ομώνυμο καίσαρα, ο Αύγουστος στον Οκταβιανό πού ονομάστηκε Αύγουστος (= σεβαστός), ενώ οι υπόλοιποι μήνες φέρουν ονόματα με βάση την αρίθμησή τους στα λατινικά και την θέση τους στους 10 αρχικούς μήνες επί Ρωμύλου.

Ο Ιανουάριος και Φεβρουάριος είναι μεταγενέστερες προσθήκες από τον Νουμά, τον Σαβίνο βασιλιά των Ρωμαίων, πού διαδέχτηκε τον Ρωμύλο. Από τά αρχαιοελληνικά αναφέρουμε ενδεικτικά τους μήνες σύμφωνα με το ηλιοσεληνιακό αττικό ημερολόγιο. Γαμηλιών (Ιαν/Φεβ), Άνθεστηριών (Φεβ/Μαρ), Ελαφηβολιών (Μαρ/Απρ), Μουνυχιών (Απρ/Μάι), Θαργηλιών (Μάι/Ιούν), Σκιροφοριών (Ιουν/Ιουλ), Εκατομβαιών (Ιουλ/Αυγ), Μεταγειτνιών (Αυγ/Σεπ), Βοηδρομίων (Σεπ/Οκτ), Πυανεψιών (Οκτ/Νοε), Μαιμακτηριών (Νοε/Δεκ) και Ποσειδεών (Δεκ/Ιαν). Ο μήνας άρχιζε με την πρώτη ορατότητα της Σελήνης και τελείωνε με την νέα Σελήνη, ενώ το έτος άρχιζε με την πρώτη ορατότητα της Σελήνης μετά το θερινό ηλιοστάσιο. Με την ρωμαϊκή κατάκτηση η Αθήνα και η υπόλοιπη Ελλάδα υιοθέτησε σταδιακά το ρωμαϊκό ηλιακό ημερολόγιο.

 Από την αρχαιότητα έγιναν πολλές προσπάθειες σύνδεσης του έτους με τους μήνες αλλά και τις ημέρες, παρά τις δυσκολίες πού ενέχει το γεγονός, ότι το έτος δεν περιέχει ακέραιο αριθμό ημερών (περίπου 365,25) ή μηνών, ούτε ο σεληνιακός μήνας περιέχει ακέραιο αριθμό ημερών (περίπου 29,5 κατά μέσο όρο). Έτσι προτεινόταν κατά καιρούς, κυρίως από τούς Έλληνες, διάφορες διορθώσεις ή και εμβόλιμοι μήνες ανά μερικά έτη. Για ιστορικούς λόγους αναφέρουμε την συμβολή του Αναξίμανδρου του Μιλήσιου, τού Κλεόστρατου τού Τενέδιου, του περίφημου Μέτωνα Παυσανίου από την Αθήνα ( Μέτωνος ενιαυτός), του Καλλίπου του Κυζικηνού (μέτοικος στην Αθήνα), του Αριστάρχου του Σαμίου και βεβαίως του Ιππάρχου.

Επίσης ο Ιούλιος καίσαρ το 46 π.Χ. επέφερε σημαντική μεταρρύθμιση στο ημερολόγιο δίδοντας μάλιστα το όνομά του (Ιουλιανό ημερολόγιο). Για την ακρίβεια επέβαλε την μεταρρύθμιση πού επεχείρησε δύο αιώνες πρίν, το 238 στην Αίγυπτο, ο Πτολεμαίος ο Ευεργέτης, αλλά η αντίδραση του ιερατείου τον εμπόδισε. Με την μεταρρύθμιση αυτή εισήχθη το δίσεκτο έτος. Το Ιουλιανό ημερολόγιο κάθε 400 χρόνια κέρδιζε 3 ημέρες. Την ανακρίβεια την διαπίστωσε ο βυζαντινός σοφός Νικηφόρος Γρηγοράς (1295-1359), αλλά την αίτησή του για διόρθωση του ημερολογίου την απέρριψε ο αυτοκράτωρ Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος, για να μην προκληθεί σκάνδαλο στις συνειδήσεις των πιστών.

Έτσι την νέα μεταρρύθμιση θα την κάνει ο πάπας Γρηγόριος ΙΓ΄ το 1582 με τις προτάσεις επιστημονικής επιτροπής, πού συνέστησε προς τούτο. Το νέο ημερολόγιο εκλήθη Γρηγοριανό και η ακρίβειά του είναι μια ημέρα κάθε 3.323 χρόνια. Το Γρηγοριανό ημερολόγιο καθιερώθηκε στην Ευρώπη με καθυστέρηση αιώνων. Στην Ελλάδα εισήχθη το 1923, οπότε η 16η Φεβρουαρίου μετονομάστηκε σε 1η Μαρτίου, η εκκλησία όμως το δέχθηκε το επόμενο έτος 1924. Σήμερα υπάρχουν κάποιοι πιστοί, πού ακόμα χρησιμοποιούν ως προς τα εκκλησιαστικά το Ιουλιανό ημερολόγιο, οι λεγόμενοι παλαιοημερολογίτες..

Εκτός από τις μονάδες χρονολόγησης των αστρονομικών κύκλων, παλαιότατο σύστημα και ευρέως χρησιμοποιούμενο ήταν οι Ολυμπιάδες. Ολυμπιάς ήταν το χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών μεταξύ δύο διοργανώσεων της εορτής των Ολυμπίων. Ως πρώτο έτος της πρώτης Ολυμπιάδος εθεωρείτο το 776 π.Χ., έτος αναβίωσης βεβαίως και όχι ιδρύσεως, των Ολυμπιακών Αγώνων. Τέλος αναφέρομε ότι στα ελληνιστικά χρόνια η χρονολόγηση γινόταν από θανάτου Αλεξάνδρου (του Μεγίστου), ενώ βεβαίως με την επικράτηση του Χριστιανισμού καθιερώθηκε ως βάση χρονομέτρησης η ημερομηνία γέννησης του Χριστού και ο χρόνος διακρίνεται σήμερα σε π.Χ και μ.Χ.

Τεχνητές μονάδες χρόνου

Με την εξέλιξη της αστρονομίας αλλά και την ανάγκη ακριβέστερου προσδιορισμού του χρόνου, πού επέβαλλαν οι νέες συνθήκες είτε της καθημερινής ζωής, είτε της ανάπτυξης των επιστημών, προέκυψαν αφ’ ενός οι μικρότερες υποδιαιρέσεις της ημέρας, ώρες, λεπτά , δευτερόλεπτα, χιλιοστά του δευτερολέπτου (μιλισεκόντ), μικροδευτερόλεπτα (1/1000 του μιλισεκόντ), αφ’ ετέρου η ίδια η ημέρα προσδιορίστηκε με μεγαλύτερη ακρίβεια, όπως και η σχέση της με το έτος. Αργότερα μάλιστα με τις διαστημικές πτήσεις και την πυρηνική διάσπαση δημιουργήθηκε η ανάγκη για μεγαλύτερη ακόμα ακρίβεια στην μέτρηση του χρόνου. Ο χρόνος ζωής π.χ. σωματιδίων πού παράγονται με πυρηνικές διεργασίες μπορεί να είναι αφάνταστα μικρός.

Εμφανίζονται και εξαφανίζονται μέσα σε νανοδευτερόλεπτα (1/1000 του μικροδευτερολέπτου) ή σε πικοδευτερόλεπτα (1/1000 του νανοδευτερολέπτου). Έτσι επετεύχθη μέθοδος μέτρησης του χρόνου με ακρίβεια 1 δευτερόλεπτο στα 3.000 χρόνια! Από την άλλη πλευρά πάλι, ακόμα και το έτος είναι κωμικά ανεπαρκές για τις μελέτες των αρχείων της Γής (αρχαιολογικά ευρήματα, γεωλογικά στρώματα, απολιθώματα, ραδιενεργά στοιχεία) από αρχαιολόγους, παλαιοντολόγους, γεωλόγους.

Εκεί πλέον, όπως και στο αμυδρό φως πού φτάνει στον πλανήτη μας από απομακρυσμένα άστρα, καταγράφονται συμβάντα, πού συνέβησαν πριν από αιώνες, χιλιετίες, εκατομμύρια ή και δισεκατομμύρια έτη, αφού μπορούμε να αναχθούμε ακόμα και στην στιγμή της δημιουργίας του σύμπαντος. Είναι αξιοζήλευτο το προνόμιο των αστρονόμων – αστροφυσικών, αλλά εξίσου εντυπωσιακό, αν αναλογισθεί κανείς, ότι εκείνο πού παρατηρούν, την στιγμή πού το παρατηρούν, είναι το παρελθόν των αστέρων. Και τούτο, διότι οι αποστάσεις του εξωτερικού διαστήματος είναι τόσο τεράστιες, πού ακόμα και το φως, το οποίο διανύει 9.5 τρισεκατομμύρια χιλιόμετρα το έτος, χρειάζεται δισεκατομμύρια χρόνια για να φτάσει στον παρατηρητή της Γής από άλλους γαλαξίες.

Εκείνο πού παρατηρείται λοιπόν, είναι το πώς ήταν ο αστέρας ή ο γαλαξίας, όταν το φως ξεκίνησε από αυτόν. Ενδεχομένως παρατηρούμε το παρελθόν, εν εξελίξει βεβαίως, ενός αστέρα, οποίος έχει προ πολλού πεθάνει.

Για να επανέλθουμε στις σημερινές μονάδες μέτρησης του χρόνου αναφέρουμε ότι το έτος έχει 365 ημέρες αλλά κάθε τέσσερα χρόνια έχει 366 μέρες (δίσεκτο έτος). Έχει δε 12 μήνες με διαφορετικό αριθμό ημερών, και διαιρείται σε τέσσερις εποχές άνισης διάρκειας. Συγκεκριμένα η άνοιξη αρχίζει στις 21 Μαρτίου (εαρινή ισημερία, διάρκεια μέρας ίση με της νύχτας) και τελειώνει στις 21 Ιουνίου (θερινό ηλιοστάσιο, μέγιστη διάρκεια μέρας-ελάχιστη νύχτας) με διάρκεια 92 ημέρες και 20.2 ώρες. Το καλοκαίρι αρχίζει στις 21 Ιουνίου και τελειώνει στις 22 Σεπτεμβρίου (φθινοπωρινή ισημερία, διάρκεια μέρας ίση με της νύχτας) με διάρκεια 93 ημέρες και 14.4 ώρες.

Το Φθινόπωρο αρχίζει στις 22 Σεπτεμβρίου και τελειώνει στις 22 Δεκεμβρίου (χειμερινό ηλιοστάσιο, μέγιστη διάρκεια νύχτας-ελάχιστη μέρας) με διάρκεια 89 ημέρες και 18.7 ώρες. Τέλος ο Χειμώνας αρχίζει στις 22 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις 21 Μαρτίου με διάρκεια 89 ημέρες και 0.5 ώρες. Οι σχέσεις ανάμεσα στο έτος και τις υποδιαιρέσεις του φαίνονται περίπλοκες αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι αστρονομικοί κύκλοι (περιστροφές Γής – Σελήνης) με τους οποίους προσδιορίζονται, είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους.

Μέθοδοι μέτρησης χρόνου
     
  Στην αρχή η μέτρηση του χρόνου γινόταν με συσκευές πού στηρίζονταν σε υλικά πού ρέουν, όπως το νερό πού τρέχει, άμμος πού γλιστρά λίθοι πού πέφτουν, αφού έπρεπε να μετρήσουν ένα μέγεθος, πού και αυτό αποτελεί μία ρέουσα πραγματικότητα. Αλλά και αναμμένα κεριά με διαβαθμίσεις ήταν συνηθισμένο χρονόμετρο. Έτσι υπήρχαν οι αμμοκλεψύδρες οι υδραυλικές κλεψύδρες, το υδραυλικό χρονόμετρο και τά κεριά χρονομέτρησης.

Το βασικό χρονομετρικό όργανο όμως από την αρχαιότητα μέχρι τον 16ο αιώνα ήταν το ηλιακό ρολόι διαφόρων μάλιστα τύπων, πού έδειχνε την ώρα με την βοήθεια της σκιάς του βασικού του εξαρτήματος (γνώμων) πού δημιουργούσε ο ήλιος. Ο γνώμων ήταν ειδικό ορθογώνιο τρίγωνο του οποίου η μία από τις οξείες γωνίες ήταν ίση με το γεωγραφικό πλάτος του τόπου στον οποίο χρησιμοποιείτο.

Σταθμό όμως αποτέλεσε στην … τεχνολογία της χρονομέτρησης και η κατασκευή του αστρολάβου (κατά πάσα πιθανότητα από τον Ίππαρχο, τον πατέρα της Αστρονομίας), με τον οποίο προσδιοριζόταν η ώρα με ακρίβεια λεπτού. Μόλις τον 13ο μ.Χ. αιώνα επινοήθηκαν τί μηχανικά ρολόγια ίσως από τους Κινέζους, έτσι τουλάχιστον πίστευαν, μέχρι πού κάποιοι σφουγγαράδες ανακάλυψαν το 1901 τον περίφημο πλέον μηχανισμό των Αντικυθήρων.

 Ο μηχανισμός αυτός έχει πάρα πολλά μεταλλικά κυκλικά γρανάζια τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να εξομοιώνεται η κίνηση κάποιων πλανητών. Ποιος και πώς τον κατασκεύασε με τέτοιες αστρονομικές γνώσεις και τέτοια κατασκευαστική ακρίβεια εκείνη την εποχή (χρονολογήθηκε στο 80 π.Χ.) παραμένει μυστήριο. Φαίνεται πάντως ότι πρόκειται μάλλον για αστρονομικό μηχανικό υπολογιστή παρά για έναν πιο περίπλοκο έστω αστρολάβο.

Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Σε αντίθεση με τις σύγχρονες αντιλήψεις καταγραφής του ετήσιου χρόνου και εφαρμογής του ημερολογίου, οι αρχαίοι Έλληνες δεν έκαναν χρήση ενός πανελλήνιου ετήσιου λειτουργικού κειμένου, το οποίο να ρυθμίζει την καθημερινή θρησκευτική και πολιτικοκοινωνική ζωή στο σύνολό της.

Η διάρθρωση του ετήσιου χρόνου στην αρχαία Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την εφαρμογή κοινών μεταξύ των πόλεων πρακτικών (υιοθέτηση του σεληνο-ηλιακού ημερολογίου, εφαρμογή εμβόλιμων μηνών) που εξασφάλιζαν, κατά τον Πλάτωνα, τη διευθέτηση της "τάξης" - δηλαδή της τακτοποίησης "των ημερών σε μήνες και των μηνών σε χρόνια"- με σκοπό κυρίως την εξίσωση του εορτασμού των λατρευτικών πράξεων με συγκεκριμένες εποχές του έτους.....

Μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια, η οργάνωση της καθημερινής θρησκευτικής και πολιτικής πραγματικότητας στην αρχαία Ελλάδα χαρακτηρίζεται από δύο παραμέτρους:
α) τη διαφοροποίηση των ονομάτων των μηνών από πόλη σε πόλη, την ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού τοπικών εορτών με αναφορά σε τοπικούς ήρωες και τοπικά ιστορικά γεγονότα που μέσω της ετήσιας ανακύκλωσής τους τονίζουν την ιδιαιτερότητα κάθε πόλης ή κοινότητας
β) τις διαρκείς αλλαγές και εμβολές νέων δεδομένων ανάλογα με την εκάστοτε ιστορική περίοδο. Σε αυτά προστίθενται, επίσης, ανορθόδοξες παρεμβολές στην κανονική ροή του χρόνου που επιβάλλονταν από τις εκάστοτε κοινωνικοπολιτικές συνθήκες.
Ειδικότερα, οι Έλληνες υιοθέτησαν το σεληνο-ηλιακό "ημερολόγιο" και έκαναν χρήση διαφόρων συστημάτων πρόσθεσης εμβόλιμων μηνών στη διάρκεια ενός κανονικού έτους (διητερίς, τετραετηρίς ή πενταετηρίς, οκταετηρίς και εννεακαιδεκαετηρίς), για να πετύχουν την αντιστοιχία των 12 σεληνιακών μηνών με ένα ηλιακό έτος (365, 242 ημέρες) ή με ένα πλήρη κύκλο των εποχών.
H σταθεροποίηση αυτής της αντιστοιχίας θα εξασφάλιζε κατ' επέκταση τη σταθερή σχέση των εορτών με τις εποχές.

Συνολικά, γνωρίζουμε πάνω από 130 τοπικά ονόματα μηνών και επιπλέον τις διαλεκτικές παραλλαγές τους, που συνήθως αποτελούσαν παράγωγα των ονομάτων των εορτών ή των θεϊκών επιθέτων και αντιστοιχούσαν σε ξεχωριστές πόλεις.

Oι εμβόλιμοι μήνες έπαιρναν συνήθως ένα από τα υπόλοιπα ονόματα με την πρόσθετη ένδειξη- "δεύτερος", "ύστερος" ή, όπως συμβαίνει στη Θεσσαλία, με την ένδειξη "εμβόλιμος".
Όπως επισημαίνει η κ.Κραβαρίτου, ο πρώτος μήνας κάθε έτους συνέπιπτε με το θερινό (π.χ. Aθήνα) ή το χειμερινό ηλιοστάσιο (π.χ. Δήλος), και με την εαρινή (π.χ. Δελφοί) ή τη φθινοπωρινή ισημερία (π.χ.΄Aργος).

Παράλληλα με το σεληνιακό μήνα, που χαρακτηρίζεται από τα επιγραφικά κείμενα ως "μήν κατά θεόν" ή "μήν κατά Σελήνην", η οργάνωση του ετήσιου χρόνου γινόταν επίσης με βάση τη θητεία των πολιτικών αρχόντων (π.χ. αττική οργάνωση και διαίρεση του ετήσιου χρόνου σε πρυτανείες) και σε αυτή την περίπτωση ο μήνας ονομάζονταν "μήν κατ' άρχονταν".

Τα διαφορετικά δε αυτά συστήματα ονομασίας και οργάνωσης του ετήσιου χρόνου λειτουργούσαν παράλληλα στην καθημερινή πραγματικότητα κάθε πόλης, όπως παράλληλα λειτουργούσε και η θρησκευτική με την πολιτική της έκφραση.

Ωστόσο, τα παραπάνω στοιχεία που αντιπροσωπεύουν την "τάξη" με την οποία διευθετούνταν κατά τον Πλάτωνα ο κυκλικός θρησκευτικός χρόνος στην Αρχαία Ελλάδα, έρχονται σε αντίθεση με τον Aριστοφάνη, ο οποίος επικαλείται δυσαρέσκεια των θεών -μεταξύ των οποίων και της Σελήνης- λόγω της άτακτης οργάνωσης των εορτών.

Διέφερε στην αρχαιότητα και η αντιστοιχία μεταξύ ομώνυμων μηνών διαφορετικών πόλεων. Για παράδειγμα, εάν στον 5ο αι. π.X. ο αττικός Eλαφηβολιών (Mάρτιος/Aπρίλιος) αντιστοιχούσε στον σπαρτιατικό Aρτεμίσιο, ο Aρτεμισιώνας της Δήλου αντιστοιχούσε στον αττικό Mουνυχιώνα (Aπρίλιο/Mάϊο).

Όμως, παρ' όλη την αναντιστοιχεία, παρατηρείται ότι και οι δύο ομώνυμοι μήνες Aρτεμίσιος και Aρτεμισιών αποτελούν ανοιξιάτικους μήνες, γεγονός που δικαιολογεί και την πρόταση του Θουκυδίδη.

Kατά την ελληνιστική όμως εποχή και έπειτα από άπειρες αλλαγές της ροής του κυκλικού χρόνου, οι ομώνυμοι μήνες διαφορετικών πόλεων μπορούσαν να ανήκουν σε διαφορετικές εποχές του έτους.
Η κ. Κραβαρίτου δεν παραλείπει να αναφέρει πως η οργάνωση του αρχαίου κυκλικού χρόνου-που βρισκόταν σε στενή συνάρτηση με το γεωγραφικό χώρο, αλλά και με το ιστορικό του πλαίσιο- επηρεαζόταν σαφέστατα από τα κοινωνικο-πολιτικά γεγονότα κάθε περιοχής.

ΠΟΛΙΤΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΕΠΗΡΕΑΖΑΝ ΕΜΦΑΝΩΣ ΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΚΑΠΟΙΩΝ ΕΟΡΤΩΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΑ ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΕ ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΤΕΛΟΥΝΤΑΝ.

Πολλά από τα πρωταρχικά αυτά γεγονότα, επισημαίνει, χάνονταν στο παρελθόν, στις αρχές δηλαδή της ιστορίας κάθε κοινότητας και ο ετήσιος εορτασμός τους ή η κατάργησή τους συνέβαλαν στη διαφύλαξη ή στη διατάραξη της ιστορικής μνήμης των τοπικών πληθυσμών.

Ο συνοικισμός, για παράδειγμα, των πόλεων της Μυκόνου έγινε τον 2ο αιώνα π.X., χωρίς παρεμβολή ξένης δύναμης και χωρίς να αλλάξουν τα ονόματα των μηνών, ούτε οι τοπικές λατρείες ηρώων και αρχηγετών, που παρέπεμπαν σε μυθικά γεγονότα του παρελθόντος, τα οποία συντηρούσαν την ιστορική μνήμη αυτών των φιλικά διακείμενων μεταξύ τους πόλεων.
Αντίθετα, ο τύραννος Διόνυσος των Συρακουσών, όταν κατέλαβε τον 4ο αιώνα π.X. τη Σικελική Νάξο άλλαξε τα Ιονικά ονόματα των μηνών σε Δωρικά, και μετονόμασε την πόλη σε Ταυρομένιο, προσπαθώντας να ανακατευθύνει την ιστορική της μνήμη.

 Aλλά και οι Mακεδόνες, στο θεσσαλικό χώρο, αφού άλλαξαν ριζικά τα ονόματα των μηνών των μαγνητικών πόλεων, αφενός διατήρησαν και εξωράισαν παλιές λατρείες που ευνοούσαν τη συνοχή του συνοικισμένου πληθυσμού, αφετέρου δε ίδρυσαν τη λατρεία των νέων αρχηγετών και κτιστών του συνοικισμού, γεγονός στο οποίο αντιτίθεται με ψήφισμά του ο μαγνητικός δήμος των Ιωλκίων, αποδεικνύοντας περίτρανα το ρόλο του "ημερολογίου" στη δημιουργία αλλά και στη διαφύλαξη της ιστορικής συνείδησης, καταλήγει η αρχαιολόγος.

Η ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ

     Ως έτος, ορίζεται από την αστρονομία το χρονικό διάστημα, το οποίο χρειάζεται η Γη για να κάνει μια περιστροφή γύρω από τον ήλιο. Το διάστημα αυτό ισούται με 365 μέρες, 6 ώρες, 9 λεπτά και 9,5 δευτερόλεπτα και ονομάζεται αστρικό έτος. Την βάση για τα ημερολόγια τόσο στην αρχαιότητα όσο και σήμερα δεν αποτελεί όμως το αστρικό, αλλά το λεγόμενο -τροπικό έτος-. Το τροπικό έτος είναι το διάστημα που χρειάζεται η Γη για να επανέλθει στο ίδιο σημείο της εκλειπτικής(της φαινομενικής τροχιάς που διαγράφει στον ουρανό). Το τροπικό έτος είναι μικρότερο κατά 20 λεπτά και 23,5 δευτερόλεπτα του αστρικού, ισούται δηλαδή με 365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά, 47,548 δευτερόλεπτα ή 362,242217 μέρες.

Εκτός από τον ήλιο, πολύτιμο σύμβουλο για τη μέτρηση του χρόνου απετέλεσε και η Σελήνη με τις διαδοχικές φάσεις της, που επαναλαμβάνονται κάθε 29μέρες, 12 ώρες, 44 λεπτά και 2,98 δευτερόλεπτα. Και δεδομένου του ότι μέσα σε ένα έτος η Σελήνη περιστρέφεται περίπου 12 φορές γύρω από τη Γη, ήταν φυσικό να ληφθεί η κίνηση της Σελήνης ως βάση για πολλά αρχαία ημερολόγια(άλλωστε μέχρι σήμερα οι Μουσουλμάνοι χρησιμοποιούν σεληνιακό έτος 354 ημερών).

     Τα ημερολόγια των αρχαίων Ελλήνων ήσαν σεληνο-ηλιακά, ελάμβαναν δηλαδή υπόψη τόσο τις φάσεις της Σελήνης, όσο και την κίνηση του ηλίου στην εκλειπτική.

Η ενασχόληση με το ημερολόγιο των αρχαίων Ελλήνων είναι δύσκολη υπόθεση, καθώς, σε κάθε πόλη σχεδόν, υπήρχε διαφορετικό σύστημα χρονολογήσεως, βασιζόμενο σε άρχοντες, ιερείς κ.τ.ο. Σαν να μην έφτανε αυτό, το ίδιο το έτος υπολογιζόταν με διαφορετικό τρόπο σε κάθε τόπο. Διαφορετική εποχή ενάρξεως(άλλοι άρχιζαν το χρόνο από το θερινό ηλιοστάσιο, άλλοι από την εαρινή ισημερία, άλλοι από το χειμερινό ηλιοστάσιο κ.τ.λ.), διαφορετικά ονόματα μηνών, διαφορετική αρίθμηση τους (όταν τύχαινε να έχουν τα ίδια ονόματα) και διαφορετική χρήση των εμβόλιμων μηνών, καθιστούσαν απαραίτητη την παράλληλη χρήση διαφόρων συστημάτων, για τη διασαφήνιση της χρονολογήσεως ενός γεγονότος σε ένα ευρύ σύνολο ακροατών ή αναγνωστών. Κοινή πάντως για όλους τους Έλληνες ήταν η χρήση του σεληνο-ηλιακού ημερολογίου, μια και η Σελήνη έπαιζε σημαντικότατο λατρευτικό ρόλο.

Ο μήνας(δηλαδή το χρονικό διάστημα μεταξύ δυο ομοίων φάσεων της Σελήνης) υπολογιζόταν χονδρικά στις 29,5 μέρες(με μικρή απόκλιση όπως είδαμε παραπάνω). Το ελληνικό έτος, λοιπόν, αποτελείτο από 12 μήνες εκ των οποίων οι μισοί ήσαν 29 ημερών(και ονομάζονταν κοίλοι). Πλήρεις και κοίλοι μήνες, εναλλάσσονταν στο ημερολόγιο και έτσι ένα πλήρες έτος είχε 354 ημέρες. Το σεληνιακό, όμως, αυτό έτος ήταν 11 ημέρες βραχύτερο του ηλιακού τροπικού. Αυτό είχε ως συνέπεια να μην αρχίζει πάντοτε την ίδια εποχή. Οι Αρχαίοι αντελήφθησαν γρήγορα το σφάλμα, διότι οι εορτές τους και η όλη λατρεία τους ήταν στενά συνδεδεμένες με τις εποχές του χρόνου.

      Έγιναν, λοιπόν, προσπάθειες να διορθωθούν τα λάθη και να βρεθεί τρόπος να συμπέσουν το σεληνιακό με το ηλιακό έτος, ώστε οι καθιερωμένες λατρευτικές πράξεις να γίνονται στην πρέπουσα εποχή. Κατ’αρχάς προσέθεταν ανά διετία έναν εμβόλιμο μήνα των 22 ημερών. Όμως, γρήγορα διαπιστώθηκε ότι λόγω της μεγαλύτερης διάρκειας του ηλιακού έτους κατά 0,25 περίπου ημέρες, πρέπει να προστίθεται μια ημέρα κάθε 4 χρόνια. Οι αρχαίοι χώριζαν λοιπόν την τετραετία σε δυο διετίες. Ο εμβόλιμος μήνας της πρώτης είχε 22 ημέρες και της δεύτερης 23. Και πάλι, όμως, διαφορά υπήρχε και δημιουργούσε προβλήματα.
Άρχισε, λοιπόν, να αναζητείται η λύση σε μεγαλύτερες χρονικές περιόδους ή «κύκλους».

 Μια τέτοια περίοδος ονομαζόταν από τους Αρχαίους ((μέγας ενιαυτός)). Μια πρώτη προσπάθεια για τον καθορισμό ενός μεγάλου ενιαυτού έγινε με την «οκταετηρίδα», όπως την ονόμαζαν, κατά τον 6ο αι. π.Χ. Τα 8 σεληνιακά έτη της εν λόγω περιόδου υπολείπονται περίπου 90 ημέρες των ηλιακών. Γι’αυτό προσέθεσαν σε τρία από τα σεληνιακά έτη(στο τρίτο, στο πέμπτο και στο όγδοο) έναν εμβόλιμο μήνα 30 ημερών, ώστε να συμπληρώνονται οι 90 μέρες που έλειπαν. Η οκταετηρίδα,όμως, με την πάροδο του χρόνου παρουσιάζει σημαντικό λάθος. Προσπάθησαν, λοιπόν, να το διορθώσουν με την δημιουργία της εκκαιδεκαετηρίδος, μιας περιόδου δηλαδή 16 ετών, η οποία αποτελείτο από 2 οκταετηρίδες και περιελάμβανε διορθωτική πρόσθεση τριών ημερών. Βασικό σφάλμα, όμως αποτελούσε το γεγονός ότι τις διορθώσεις τις έκαναν πάντοτε με πλήρεις μήνες. Και στην 16ετηρίδα αυτό το γεγονός κατέληγε σε απόκλιση ολόκληρου μηνός μετά πάροδο 160 ετών.

      Το πρόβλημα έλυσε ο αστρονόμος Μέτων ο Αθηναίος, ο οποίος κατά την 13η Σκιροφοριώνος, επί άρχοντος Αψευδούς(432 π.Χ.), άρχισε να εφαρμόζει στην Αθήνα την εννεακαιδεκατηρίδα, που έλαβε και το όνομα του, Μέτωνος ενιαυτός. Ο κύκλος του Μέτωνος αποτελείτο από 235 μήνες, εκ των οποίων 125 ήσαν πλήρεις και 110 κοίλοι. Για να υπάρχει καλύτερη αντιστοιχία στα φαινόμενα (δηλαδή κατά κύριο λόγο στις φάσεις της Σελήνης), από τους κοίλους μήνες δεν αφήρεσε την τριακοστή ημέρα, αλλά όρισε να αφαιρείται(να θεωρείται εξαιρέσιμος) μια μέρα ανά 64. Η μεταρρύθμιση του Μέτωνος έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το λαό των Αθηνών και ο μετώνειος κύκλος συνέχισε να χρησιμοποιείται από το λαό ακόμα και μετά από τις διορθώσεις, που του έγιναν από μεταγενέστερους αστρονόμους. Για την ακρίβεια, ο μετώνειος ενιαυτός είναι κατά επτάμισι περίπου ώρες μεγαλύτερος από τον κανονικό.

 Το λάθος αυτό επεχείρησε να διορθώσει ο κυζικηνός αστρονόμος Κάλλιπος, ο οποίος στις 28 ή 29 Ιουνίου του 330π.χ. έθεσε σε εφαρμογή στην Αθήνα, όπου είχε μετοικήσει, την εκκαιεβδομηκονταετηρίδα, μια περίοδο αποτελούμενη από 4 μετωνείους κύκλους(76 έτη) μειωμένη κατά μια ημέρα(μάλλον αφηρείτο η τελευταία ημέρα του εβδομηκοστού έκτου έτους). Μια περαιτέρω διόρθωση του Καλλιπείου συστήματος έγινε περί το 150π.Χ. από τον Ίππαρχο, αστρονόμο από την Βιθυνία, ο οποίος πρότεινε περίοδο 304 ετών (3760 μηνών, από τους οποίους οι 1795 πλήρεις και οι 1965 κοίλοι), η διαφορά όμως δεν εξαλείφθηκε πλήρως, καθώς πάλι προέκυπτε σφάλμα μιας ημέρας ανά 222 χρόνια. Αυτή ήταν η τελευταία διόρθωση που έγινε στο σεληνοηλιακό ημερολόγιο.

Με τον καιρό οι Έλληνες υιοθέτησαν το ηλιακό ημερολόγιο, όπως αυτό διαμορφώθηκε το 45 π.χ. από τον Σωσιγένη, τον Αλεξανδρινό αστρονόμο, για λογαριασμό του Ιουλίου Καίσαρος, ο οποίος ήθελε να βάλει τάξη στο χάος του Ρωμαϊκού ημερολογίου. Ο Σωσιγένης για την μεταρρύθμιση του βασίσθηκε στο ηλιακό έτος. Επιμήκυνε κατ’αρχάς το έτος 45π.χ. στις 445 μέρες, εξ ου και το έτος εκείνο ονομάσθηκε annum confusiosis (έτος συγχύσεως).

 Έπειτα προσέθεσε στους ρωμαϊκούς μήνες των 29 ή 30 ημερών μια ή δυο ημέρες, ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός των 365 ημερών. Κάθε 4 χρόνια, το έτος θα είχε διάρκεια 366 μέρες. Αυτό, διότι το τροπικό έτος υπολογιζόταν τότε ότι είχε 362,25 ημέρες, οπότε με την προσθήκη της μιας ημέρας ανά τετραετία, εξομαλυνόταν η διαφορά. Η επιπλέον ημέρα προστέθηκε στον Φεβρουάριο, ο οποίος για θρησκευτικούς λόγους είχε μείνει με 28 ημέρες(ήταν αφιερωμένος στους θεούς του κάτω κόσμου). Η ημέρα μπήκε μετά την έκτη προ των Καλενδών του Μαρτίου και ονομάστηκε «δις έκτη προ των Καλενδών». από εκεί ονομάστηκαν «δίσεκτα» και τα έτη με επιπλέον ημέρα.

Το «Ιουλιανό» ημερολόγιο, έγινε το επίσημο ημερολόγιο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και επικράτησε αργότερα σε ολόκληρη την Ευρώπη για πολλούς αιώνες, μέχρι τη διόρθωση και αντικατάσταση του από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄, το 1582. Η βασική διόρθωση συνίστατο στο εξής: Ο Σωσιγένης είχε υπολογίσει το έτος στις 362,25 μέρες αντί των 365,242217. Έτσι προσέθετε ανά 128 χρόνια μια σχεδόν μέρα παραπάνω. Στα χρόνια του Γρηγορίου η διαφορά είχε φθάσει τις 10 ημέρες. Ο πάπας(με τη συνεργασία του αστρονόμου Λίλιο από την Καλαβρία) προσπέρασε 10 μέρες το 1582 (μετά την 4η Φεβρουαρίου ήρθε η 15η και όχι η 5η) και όρισε από τα« επαιώνια έτη» (1400,1500, 1600 κ.ο.κ.) να ορίζονται ως δίσεκτα μόνο αυτά που διαιρούνται δια του 1400. Έτσι μειωνόταν ο αριθμός των δίσεκτων ετών και η απόκλιση από το τροπικό έτος. Πρέπει να σημειωθεί πάντως, ότι ήδη από τον 14ο αιώνα, ο Νικηφόρος Γρηγοράς είχε επισημάνει τις ατέλειες του Ιουλιανού ημερολογίου και είχε προτείνει τις διορθώσεις, που τελικά υιοθέτησαν από τον πάπα Γρηγόριο. Το νέο ημερολόγιο, που ονομάσθηκε γρηγοριανό, σταδιακά υιοθετήθηκε από όλα τα κράτη της Ευρώπης και τελικώς και από την Ελλάδα μόλις το 1923 (η καθυστέρηση οφειλόταν σε θρησκευτικά αίτια, τα οποία ακόμη δεν έπαψαν να οδηγούν ορισμένους στην άρνηση της μεταρρυθμίσεως).

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ

Στην αρχαία Ελλάδα, με το σύστημα της "πόλης κράτους" που επικρατούσε, κάθε κοινότητα είχε το δικό της ημερολόγιο. Όλα όμως τα ελληνικά ημερολόγια είχαν ένα κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα: ήταν σεληνιακά. Όλα επίσης χώριζαν το χρόνο σε 12 μήνες και για να κρατούνται σταθεροί κατέφευγαν στην ανάγκη να επαναλαμβάνουν ένα μήνα ή να έχουν και 13ο μήνα. Για τη μέτρηση του χρόνου προτίμησαν το "ρολόι νερού", την περίφημη κλεψύδρα. Η κλεψύδρα αργότερα εξελίχθηκε σε πολύπλοκο όργανο μέτρησης του χρόνου, αφού εκτός από τα δοχεία, συμπεριλάμβανε τροχούς, αυλάκια και μηχανισμούς ελέγχου της ροής του νερού.
Το αθηναϊκό ημερολόγιο περιλάμβανε τους ακόλουθους μήνες (ο αριθμός μέσα στην παρένθεση δείχνει τις ημέρες που είχε ο μήνας): Εκατομβαιώνας (30), Μεταγειτνιώνας (29), Βοηδρομιώνας (30), Πυανεψιώνας (29), Μαιμακτηριώνας (29), Ποσειδεώνας Α΄ (29), Ποσειδεώνας Β΄ (30), Γαμηλιώνας (30), Ανθεστηριώνας (29), Ελαφηβολεώνας (30), Μουνυχιώνας (29), Θαργηλιώνας (30) και Σκιροφοριώνας (29). Ο Ποσειδεώνας Β΄ ήταν ο 13ος μήνας, που με την προσθήκη του διατηρούνταν οι μήνες σταθεροί σε ορισμένες εποχές. Κάθε μήνας χωριζόταν σε τρία δεκαήμερα, από τα οποία το τελευταίο μπορεί να είχε 9 μόνο ημέρες. Ο καθορισμός των ημερών γινόταν αριθμητικά. Για την πρώτη δεκάδα αριθμούσαν 1-10 "αρχομένου" του μήνα, για τη δεύτερη 1-10 "ισταμένου" του μήνα και για την τελευταία 1-10 "φθίνοντος" του μήνα. Κάθε πρώτη του μήνα ονομαζόταν νουμηνία.

Τα ονόματα των μηνών στο μακεδονικό ημερολόγιο ήταν τα ακόλουθα: Δίος, Απελλαίος, Αυδυναίος, Περίτιος, Δίστρος, Ξανθικός, Αρτεμίσιος, Διαίσιος, Πάνεμος, Λώος, Γορπιαίος και Υπερβερεταίος. Οι Πτολεμαίοι με την κατάκτηση της Αιγύπτου και την εγκατάστασή τους σ' αυτήν, έφεραν μαζί τους και το σεληνιακό μακεδονικό ημερολόγιο. Για να μην προσκρούσουν όμως στις συνήθειες των κατακτημένων Αιγυπτίων διατήρησαν και το αιγυπτιακό ημερολόγιο.

ΤΟ ΡΩΜΑΪΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Το έτος του Ρωμύλου αποτελούνταν από 304 ημέρες, που τις χώριζαν σε 10 μήνες με πρώτο μήνα το Μάρτιο. Ο Νουμάς αργότερα πρόσθεσε δύο μήνες ακόμα, τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο, και καθιέρωσε το σεληνιακό ημερολόγιο. Έτσι η διάρκεια του έτους έγινε 355 ημέρες. Οι μήνες Μάρτιος, Μάιος, Κουιντίλις (Ιούλιος) και Οκτώβριος είχαν 31 ημέρες ο καθένας, οι μήνες Απρίλιος, Ιούνιος Σεξτίλις ( Αύγουστος), Σεπτέμβριος, Νοέμβριος, Δεκέμβριος και Ιανουάριος είχαν από 29 ημέρες, ενώ ο Φεβρουάριος είχε 28 ημέρες.

Το ρωμαϊκό ημερολόγιο δέχτηκε δύο σοβαρές μεταρρυθμίσεις, την πρώτη από τον Ιούλιο Καίσαρα, που έδωσε και το όνομά του στο μήνα Κουιντίλις, και η άλλη από τον Αύγουστο, που το όνομά του πήρε ο μήνας Σεξτίλις. Η πρώτη μεταρρύθμιση βασίστηκε στο εξής γεγονός: Η παρεμβολή του εμβόλιμου μήνα για τη σταθερότητα των μηνών σε ορισμένες περιόδους γινόταν αρχικά κάθε δύο χρόνια. Το δικαίωμα όμως παρεμβολής είχαν οι ιεράρχες. Έτσι πολύ συχνά εγκαταλείπονταν, με αποτέλεσμα να ξεφύγουν οι μήνες από την κανονική τους θέση στο φυσικό έτος. 

ΙΟΥΛΙΑΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Όταν έγινε μέγιστος ποντίφικας ο Ιούλιος Καίσαρας (63 π. Χ. ), πρόσθεσε, εκτός από τον εμβόλιμο μήνα που αντιστοιχούσε, και άλλους δύο, έτσι ώστε το έτος απέκτησε 355 ημέρες και ονομάστηκε έτος σύγχυσης. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να ξαναποκτήσουν οι μήνες την κανονική τους θέση. Πρόσθεσε επίσης 10 ημέρες, έτσι ώστε το έτος απέκτησε 365 ημέρες. Κάθε μήνας είχε "εκ περιτροπής" 30 και 31 ημέρες, εκτός από το Φεβρουάριο που είχε 28. Με διάταγμα καθόρισε να προστίθεται κάθε 4 χρόνια η εμβόλιμη ημέρα και να λογαριάζεται ως 29η Φεβρουαρίου. Από παρανόηση της συγκλήτου, στα 4 χρόνια λογαριαζόταν και το πρώτο, με αποτέλεσμα η παρεμβολή να γίνεται κάθε 3 χρόνια. Έτσι το έτος 8 π. Χ. έφτασε να αρχίζει τρεις ημέρες αργότερα. 

ΓΡΗΓΟΡΙΑΝΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Στο Ιουλιανό ημερολόγιο υπήρχε βαθμιαία μετάθεση των ημερολογιακών χρονολογιών των εποχών. Έτσι λοιπόν σε 11. 000 χρόνια ο Ιανουάριος θα έπαυε να ήταν χειμωνιάτικος μήνας. Η εαρινή ισημερία απομακρυνόταν από την 21η Μαρτίου και το 1581 η παρέκκλιση έφτασε τις δέκα ημέρες, πλησιάζοντας τη γιορτή του Πάσχα στο καλοκαίρι. Έτσι το 1582 ο πάπας Γρηγόριος ΧΙΙΙ δημοσίευσε διάταγμα για τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου, όπως αυτό σχεδιάστηκε από επιτροπή που είχε ορίσει. Για να φέρει την εαρινή ισημερία στην παλιά της θέση στις 21 Μαρτίου θέσπισε όπως η ημέρα μετά την 3η Οκτωβρίου ονομαστεί 15η Οκτωβρίου. Επιπλέον η μέρα που παρεμβαλλόταν κάθε 4 χρόνια έπρεπε να μην παρεμβάλλεται στις εκατονταετηρίδες των οποίων οι αριθμοί δε διαιρούνταν ακριβώς με το 400. Έτσι τα χρόνια 1700, 1800 και 1900 δεν ήταν δίσεκτα. Το Γρηγοριανό ημερολόγιο σαν ένα καθαρά ηλιακό ημερολόγιο δεν προσπαθεί να συγχρονίσει την έναρξη των μηνών με τις φάσεις της σελήνης. Αυτό το ημερολόγιο επικράτησε των υπολοίπων, αλλά για θρησκευτικούς λόγους δεν έγινε αμέσως αποδεκτό απ’ όλες τις δυτικές χώρες. Το Γρηγοριανό ημερολόγιο στην Ελλάδα υιοθετήθηκε από την Πολιτεία το 1923.

Η ΑΡΧΑΙΑ ΑΙΓΥΠΤΟΣ

  Το Αιγυπτιακό έτος αποτελείτο από 12 μήνες των 30 ημερών και από 5 συμπληρωματικές - επαγόμενες ημέρες, οι οποίες ακολουθούσαν τους 12 μήνες, ώστε το τελικό σύνολο ημερών να είναι 365 ημέρες.
Οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν αρχή του εικοσιτετραώρου την ανατολή του Ήλιου. Όπως και άλλοι αρχαίοι ανατολικοί λαοί, διαίρεσαν τη μέρα σε 12 ώρες (χαρού). Για την ακρίβεια, διαίρεσαν το χρονικό διάστημα από την ανατολή μέχρι τη δύση του Ήλιου σε 10 ώρες και κατόπιν πρόσθεσαν 2 ακόμα ώρες, που αντιστοιχούσαν μία για το πρωινό λυκαυγές και μία για το απογευματινό λυκόφως.
Όμοια διαίρεσαν και τη διάρκεια της νύχτας σε 12 ώρες. Αυτές οι εποχιακές ώρες, όπως τις ονόμασαν, μεταβάλλονταν σε διάρκεια κατά τις διάφορες εποχές του έτους, αφού η διάρκεια της φυσικής ημέρας αυξομειωνόταν από ηλιοστάσιο σε ηλιοστάσιο. Η ώρα δεν ήταν λοιπόν το 1/24 της όλης ημέρας. Η ημερήσια ώρα ήταν το 1/12 του χρονικού διαστήματος μεταξύ ανατολής και δύσης του Ήλιου, ενώ αντίστοιχα η νυχτερινή ώρα ήταν το 1/12 του χρόνου μεταξύ δύσης και ανατολής του Ήλιου. Λόγω της παρουσιαζόμενης διαφοράς στη χρονική διάρκεια μέρας και νύχτας μεταξύ καλοκαιριού και χειμώνα, η αιγυπτιακή ώρα άλλαζε συνεχώς, είχε δηλαδή μεταβλητή διάρκεια.
Οι Αιγύπτιοι μέτραγαν το πέρασμα του χρόνου με τα ηλιακά ρολόγια και τις κλεψύδρες, που ήταν έτσι κατασκευασμένες, ώστε να δείχνουν τις ώρες ανάλογα με τις εποχές του έτους.

Η σημασία του αρχαίου αιγυπτιακού ημερολογίου είναι πολύ σπουδαία, διότι σ' αυτό περιλαμβάνονταν, για πρώτη φορά στην ιστορία, οι βασικές αρχές που επεκράτησαν και στα νεότερα χρόνια. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι ήταν οι πρώτοι που αποδέσμευσαν το ημερολόγιό τους από τον συνοδικό σεληνιακό μήνα. Όπως είναι γνωστό από τα ευρήματα των ανασκαφών, αρχικά το αιγυπτιακό ημερολόγιο ήταν σεληνιακό.

Ο πάπυρος του Ιλλαχού αποδεικνύει τη χρήση σεληνιακού ημερολογίου με 12 μήνες διάρκειας 29 ή 30 ημερών, εφ' όσον η υπηρεσία των ιερέων στον ναό εναλλασσόταν κάθε 29 ή 30 μέρες. Εντούτοις υπάρχουν ημερολογιακοί πίνακες, που σ' αυτούς οι σεληνιακές χρονολογίες ανάγονται σε πολιτικές-ηλιακές. Παρόμοια διπλή χρονολόγηση παρατηρείται σε πολλά αιγυπτιακά κείμενα. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι συνέδεσαν επίσης τη διάρκεια του έτους τους με δύο σχεδόν συμπίπτοντα φυσικά φαινόμενα.

Τις ετήσιες πλημμύρες του Νείλου και την εμφάνιση του Σείριου λίγο πριν την ανατολή του Ήλιου. Ο Σείριος είναι το λαμπρότερο άστρο του ουρανού. Ανήκει στον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός και βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο του ουρανού. Είναι 23 φορές λαμπρότερο από τον Ήλιο και απέχει 8,6 έτη φωτός από μας. Η σχεδόν ταυτόχρονη ανατολή του Σείριου και του Ήλιου δεν συνέπιπταν στην ίδια πάντα χρονική περίοδο και ολοένα απέκλινε από την πραγματική, λόγω του γεγονότος ότι οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν προσεγγιστικό ηλιακό έτος διάρκειας 365 ημερών και όχι 365,25 ημερών.
Η πλημμύρα του ιερού ποταμού ήταν το σημαντικότερο γεγονός στη ζωή της αρχαίας Αιγύπτου. Αυτή συνέβαινε από τον μήνα Ιούνιο ως τον Οκτώβριο. Τότε οι παρόχθιες περιοχές καλύπτονταν με κοκκινωπά νερά, που για τους αρχαίους Αιγύπτιους ήταν το αίμα του μεγάλου θεού Όσιρι, ο οποίος δολοφονήθηκε από τον αδελφό του, τον θεό Σετ. Ο πολιτισμός της Αιγύπτου μπόρεσε και αναπτύχθηκε δίπλα στον Νείλο. Ήταν και ο λόγος που ο ζωδιακός αστερισμός του Λέοντα ήταν ιερός και λατρευόταν από τους αρχαίους Αιγύπτιους, γιατί η ευεργετικές για τη γεωργία πλημμύρες του Νείλου συνέπιπταν με την είσοδο του Ήλιου στον αστερισμό αυτό.

Οι Αιγύπτιοι δεν είχαν χρονολογική αφετηρία, αλλά ανέφεραν τα γεγονότα στο έτος της βασιλείας του εκάστοτε Φαραώ. Γι' αυτό το λόγο δεν υπήρχε ακριβέστατη χρονολογία των δυναστειών. Τα χρόνια αριθμούνταν σύμφωνα με τις βασιλείες των Φαραώ, πράγμα που διατηρήθηκε μέχρι την εποχή των Πτολεμαίων, οπότε και καθιερώθηκαν οι χρονολογικές εποχές. Ο Πτολεμαίος ο Ευεργέτης το 238 π. Χ. προσπάθησε να καθιερώσει μία ημέρα ακόμα στη διάρκεια του χρόνου ανά τέσσερα χρόνια, χωρίς να το καταφέρει. Τη μεταρρύθμιση αυτή επέβαλε αργότερα ο Αύγουστος το 26 - 23 π. Χ. Το αιγυπτιακό ημερολόγιο υιοθετήθηκε γύρω στο 500 π. Χ. από τους Πέρσες και επιζεί σε κάποια ελαφρά τροποποιημένη μορφή στο αρμενικό ημερολόγιο.


 Οι Έλληνες στους Ελληνιστικούς χρόνους είχαν δώσει ονόματα πλανητικών θεοτήτων στις 7 ημέρες της εβδομάδος.Προτού την υιοθέτηση της εβδομάδας υπήρχαν άλλοι τρόποι διαίρεσης του μήνα. Η προγενέστερη χρονική διαίρεση σην αρχαία Ελλάδα ήταν εκείνη των δέκα ημερών (τρία δεκαήμερα του μήνα).

Ήταν μία περίοδος ανανέωσης, κατά την οποία οι Έλληνες συναντάν τους πολιτισμούς της Ανατολής με τους οποίους βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση, από την οποία προκύπτει ο ελληνιστικός. Η ελληνιστική κοινή, δηλαδή τα απλοποιημένα ελληνικά κυριαρχούν σε όλη την ανατολική Mεσόγειο και αναδεικνύονται στη διεθνή γλώσσα της εποχής αυτής.

Είναι η εποχή των μεγάλων ελληνιστικών μοναρχιών και των συμπολιτειών, αλλά και της παρακμής και της πτώσης του πολιτικού συστήματος που είχε κυριαρχήσει και ακμάσει στην μητροπολιτική Ελλάδα και στις αποικίες της για περίπου 5 αιώνες, της πόλης-κράτους. Ωστόσο, εύλογα ανακύπτουν ορισμένα ερωτήματα. Όπως τι το ιδιαίτερο έχει η επταδική διαίρεση; Ή γιατί ένας συγκεκριμένος πλανήτης αντιστοιχεί σε μια συγκεκριμένη ημέρα και πώς έγινε η αρχή της έναρξης των ημερών της εβδομάδας.Η ονομασίες των ημερών πιστεύετε ότι επηρεάστηκαν από την Αστρολογία των Ελληνιστικών χρονών και τα κείμενα του Ερμή του Τρισμέγιστου.

Κατά την ελληνιστική και τη ρωμαϊκή εποχή οι διδασκαλίες του Ερμή του Τρισμέγιστου απέκτησαν έναν λιγότερο πρακτικό και πιο φιλοσοφικό χαρακτήρα, επικεντρωμένο στο μυστικισμό και την αλχημεία ως οδό για τη θεουργία. Έτσι προέκυψε ο Ερμητισμός, ως κίνημα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων της κατεχόμενης Αιγύπτου, το οποίο διαδόθηκε ευρύτατα στη ρωμαϊκή Ανατολή κατά τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.

Έτσι, η πρώτη ημέρα ήταν αφιερωμένη στον Ήλιο (Κυριακή), η δεύτερη στην Σελήνη (Δευτέρα), η τρίτη στον Άρη (Τρίτη), η τέταρτη στον Ερμή (Τετάρτη), η Πέμπτη στον Δία (Πέμπτη), η έκτη στην Αφροδίτη (Παρασκευή) και η έβδομη στον Κρόνο (Σάββατο).

Από τους Έλληνες οι ονομασίες των ημερών πέρασαν στους Ρωμαίους, χωρίς μεταβολές, αλλά μεταφρασμένες στην λατινική γλώσσα.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

Δευτέρα ………………………….…ΗΜΕΡΑ ΣΕΛΗΝΗΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ
Τρίτη ……………………………….ΗΜΕΡΑ ΑΡΕΩΣ
Τετάρτη …………………………….ΗΜΕΡΑ ΕΡΜΟΥ
Πέμπτη ………………………….….ΗΜΕΡΑ ΔΙΟΣ
Παρασκευή …………………….…..ΗΜΕΡΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ
Σάββατο ……………………………ΗΜΕΡΑ ΚΡΟΝΟΥ
Κυριακή ……………………………ΗΜΕΡΑ ΗΛΙΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ

ΟΙ ΜΗΝΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΕ ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΑΤΤΙΚΗ ΣΠΑΡΤΗ ΔΕΛΦΟΙ

Ιανουάριος .........................................ΓΑΜΗΛΙΩΝ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΔΑΔΑΦΟΡΙΟΣ
Φεβρουάριος...................................... ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΩΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙΟΣ ΠΟΙΤΡΟΠΙΟΣ
Μάρτιος............................................. ΕΛΑΦΗΒΟΛΙΩΝ ΓΕΡΑΣΤΙΟΣ ΒΥΣΙΟΣ
Απρίλιος............................................ ΜΟΥΝΥΧΙΩΝ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΣ ΑΡΤΕΜΙΣΙΟΣ
Μάιος .................................................ΘΑΡΓΗΛΙΩΝ ΔΕΛΧΙΝΙΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΟΣ
Ιούνιος ...............................................ΣΚΙΡΟΦΟΡΙΩΝ ΦΛΙΑΣΙΟΣ ΒΟΑΘΟΟΣ
Ιούλιος............................................... ΕΚΑΤΟΜΒΑΙΩΝ ΕΚΑΤΟΜΒΕΥΣ ΙΛΑΙΟΣ
Αύγουστος .........................................ΜΕΤΑΓΕΙΤΝΙΩΝ ΚΑΡΝΕΙΟΣ ΘΕΟΞΕΝΙΟΣ
Σεπτέμβριος .......................................ΒΟΗΔΡΟΜΙΩΝ ΠΑΝΑΜΟΣ ΒΟΥΚΑΤΙΟΣ
Οκτώβριος .........................................ΠΥΑΝΕΨΙΩΝ ΗΡΑΣΙΟΣ ΗΡΑΙΟΣ
Νοέμβριος .........................................ΜΑΙΜΑΚΤΗΡΙΩΝ ΑΠΕΛΛΑΙΟΣ ΑΠΕΛΛΑΙΟΣ
Δεκέμβριος ........................................ΠΟΣΕΙΔΕΩΝ ΔΙΟΣΘΥΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ

ΟΙ ΜΗΝΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δώδεκα (12) μήνες, όπως έχουμε και εμείς σήμερα. Στην αρχαία Αθήνα κάθε μήνας είχε 30 ημέρες (πλήρης μήνας) ή 29 ημέρες (κοίλος μήνας).Οι μήνες αυτοί και οι αντιστοιχίες τους με τους σημερινούς αναφέρονται παρακάτω:

ΑΤΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Εκατομβαίων .....................................(30 ημέρες) 16 Ιουλίου – 15 Αυγούστου
Μεταγειτνιών..................................... (29 ημέρες) 16 Αυγούστου – 15 Σεπτεμβρίου
Βοηοδρομιών..................................... (30 ημέρες) 16 Σεπτεμβρίου – 15 Οκτωβρίου
Πυανεψιών .........................................(29 ημέρες) 16 Οκτωβρίου – 15 Νοεμβρίου
Μαιμακτηριών ...................................(30 ημέρες) 16 Νοεμβρίου – 15 Δεκεμβρίου
Ποσειδεών ..........................................(29 ημέρες) 16 Δεκεμβρίου – 15 Ιανουαρίου
Γαμηλιών ............................................(30 ημέρες) 16 Ιανουαρίου – 15 Φεβρουαρίου
Ανθεστηριών ......................................(29 ημέρες) 16 Φεβρουαρίου – 15 Μαρτίου
Ελαφηβολιών...................................... (30 ημέρες) 16 Μαρτίου – 15 Απριλίου
Μουνιχιών ...........................................(29 ημέρες) 16 Απριλίου – 15 Μαϊου
Θαργηλιών ..........................................(30 ημέρες) 16 Μαϊου – 15 Ιουνίου
Σκιροφοριών........................................(29 ημέρες) 16 Ιουνίου – 15 Ιουλίου

Η πρώτη ημέρα κάθε μήνα ονομαζόταν νουμηνία.

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΧΡΟΝΟΛΌΓΗΣΗΣ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΔΩΝ


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου