Σε μεταφορικό επίπεδο, υπάρχει η πεποίθηση ότι το μυαλό και η καρδιά εκφράζουν αντίστοιχα κάποια σημαντικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενός ατόμου. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι το μυαλό ενσωματώνει τη λογική και την πνευματικότητα, ενώ η καρδιά είναι η έδρα των συναισθημάτων, της φροντίδας και της συμπόνιας. Επιπλέον, πολλοί άνθρωποι ταυτίζονται πιο έντονα είτε με το μυαλό είτε με την καρδιά τους.
Έτσι, για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να «χρησιμοποιεί τη λογική του» ή να διαθέτει «μεγάλη καρδιά». Διάφορες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για το ζήτημα αυτό έδειξαν ότι αν ένα άτομο ταυτίζεται περισσότερο με το λογική ή το συναίσθημα, στην πραγματικότητα αυτό δείχνει πολλά για την προσωπικότητά του. Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν πιο πολύ το μυαλό τους συνήθως είναι πιο πνευματικοί αλλά πιο ψυχροί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, ενώ όσοι λειτουργούν με το συναίσθημα εκφράζουν περισσότερο αυτά που νιώθουν και είναι πιο θερμοί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Επίσης, οι συντάκτες της συγκεκριμένης μελέτης παρουσιάζουν στοιχεία για το ότι η πρώτη κατηγορία ανθρώπων έχει περισσότερες γνώσεις σε σχέση με την άλλη κατηγορία. Αυτή η διάκριση λογικής / συναισθήματος μπορεί να ρίξει λίγο φως στην αιτία που οι άνθρωποι έχουν την τάση να συνδέουν μια πιο ευχάριστη προσωπικότητα με χαμηλότερη νοημοσύνη. Οι συγγραφείς της μελέτης αναφέρουν ότι υπάρχει η δυνατότητα να επηρεαστούν εύκολα οι άνθρωποι στο να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή είτε στη λογική είτε στο συναίσθημα. Αυτό ίσως σημαίνει ότι όσοι άνθρωποι εστιάζουν πιο πολύ είτε στο ένα είτε στο άλλο θα μπορούσαν να μάθουν να γίνονται πιο ευέλικτοι όταν χρειαστεί.
Πολλές από τις μεταφορικές φράσεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή αποτελούν κάτι περισσότερο από απλά σχήματα λόγου και παρέχουν ενδείξεις για το τι οι άνθρωποι πιστεύουν πραγματικά. Για παράδειγμα, ορισμένες φράσεις όπως «χρησιμοποιώ το μυαλό ή την καρδιά μου» θα μπορούσε να παρέχει ενδείξεις για το πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη δική τους προσωπικότητα.
Αυτή η αντίληψη έχει αναλυθεί σε μια σειρά πρωτότυπων μελετών (Fetterman & Robinson, 2013). Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν αν θεωρούν ότι συνδέονται πιο στενά με το μυαλό ή την καρδιά τους. Στην πρώτη ομάδα οι συμμετέχοντες εντόπιζαν τη λογική ως το σημαντικότερο σημείο πάνω τους, ενώ στη δεύτερη το συναίσθημα. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι δυο ομάδες διέφεραν σε αρκετά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους. Όσοι θεωρούσαν το συναίσθημα ως σημαντικότερο, περιέγραφαν τον εαυτό τους με πιο έντονα συναισθήματα, μεγαλύτερη διαίσθηση, πιο ανοιχτό και με περισσότερο ενδιαφέρον για τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την οικειότητα. Από την άλλη πλευρά, όσοι εντόπιζαν τη νοητική διεργασία ως πιο σημαντική, περιέγραφαν τον εαυτό τους με περισσότερη λογική, πιο ψυχρές διαπροσωπικές σχέσεις και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις διανοητικές δραστηριότητες. Οι πιο συναισθηματικοί διέθεταν πιο ευχάριστη προσωπικότητα σε σύγκριση με τους πιο λογικούς, αλλά οι δύο ομάδες δεν παρουσίασαν διαφορές στις νευρώσεις, τη σχολαστικότητα ή το πόσο ανοιχτοί ήταν σε καινούριες εμπειρίες. (Για λόγους που δεν διευκρινίστηκαν, οι διαφορές στην εξωστρέφεια δεν μελετήθηκαν).
Ένα αποτέλεσμα που προσωπικά βρήκα πιο εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι οι λογικοί φάνηκε ότι εκτελούσαν πραγματικά καλύτερα τις νοητικές δραστηριότητες. Σε όλους τους συμμετέχοντες δόθηκε ένα σύντομο τεστ γενικών γνώσεων και τους ζητήθηκε να αναφέρουν τις βαθμολογίες τους από το σχολείο και το πανεπιστήμιο αντίστοιχα. Όσοι χρησιμοποιούσαν περισσότερο τη λογική πράγματι διέθεταν ελαφρώς περισσότερες γνώσεις και είχαν υψηλότερες βαθμολογίες σε σύγκριση με τους πιο συναισθηματικούς. Οι ερευνητές υπέθεσαν ότι οι πιο έξυπνοι άνθρωποι λειτουργούν περισσότερο με τον νου παρά με την καρδιά τους και αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τα αποτελέσματα.
Οι άνθρωποι συνήθως συσχετίζουν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που αφορούν την εμπιστοσύνη, την ειλικρίνεια και την υπακοή με τη μειωμένη ευφυΐα ανεξαρτήτως από το αν αυτό είναι αντικειμενικά αληθές. Πιο συγκεκριμένα, όσοι βαθμολόγησαν τον εαυτό τους ως ιδιαίτερα ευφυή θεωρούσαν επίσης ότι είναι πιο εσωστρεφείς και όχι ιδιαίτερα συμπαθείς. Αυτά τα ευρήματα είναι παράλληλα με τα αποτελέσματα της έρευνας των Fetterman και Robinson, οι οποίοι συμπέραναν ότι οι άνθρωποι που θεωρούν πιο σημαντικό το νου τους είναι πιο λογικοί και ψυχροί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, ενώ οι πιο συναισθηματικοί είναι πιο θερμοί κι ευχάριστοι. Αυτό πιθανόν υποδηλώνει ότι το να λειτουργεί κάποιος περισσότερο με το συναίσθημα θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος των διανοητικών του επιτευγμάτων ή, αντιστρόφως, ότι όσοι επικεντρώνονται στα διανοητικά θέματα δημιουργούν προβλήματα στη συναισθηματική τους ζωή και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Ίσως λοιπόν οι άνθρωποι θεωρούν ότι όσοι είναι πιο πρόθυμοι κι ευχάριστοι χαρακτήρες είναι πιο συναισθηματικοί και υποθέτουν ότι διαθέτουν λιγότερη νοημοσύνη. Το φύλο επίσης παίζει τον ρόλο του. Οι Fetterman και Robinson ανακάλυψαν ότι οι πιο συναισθηματικοί ανέφεραν πως διέθεταν περισσότερο «γυναικεία» χαρακτηριστικά όσον αφορά την ψυχολογία τους καθώς και ότι ήταν πιθανότερο να είναι όντως γυναίκες παρά άντρες. Άλλες έρευνες έδειξαν ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να θεωρούν την υψηλή νοημοσύνη στερεότυπα ως «αρσενικό» χαρακτηριστικό (Petrides, Furnham, & Martin, 2004). Ως εκ τούτου, οι άνθρωποι θεωρούν ότι η ευγένεια και η προθυμία είναι γυναικείο χαρακτηριστικό και γι? αυτό το συνδέουν με χαμηλότερη νοημοσύνη.
Ωστόσο, σε άλλες έρευνες αναφέρεται ότι ο ευχάριστος χαρακτήρας δεν έχει καμία σχέση με τον δείκτη νοημοσύνης ή τις γενικές γνώσεις. Από την άλλη πλευρά, είναι πιθανό ότι οι εξαιρετικά ευχάριστοι χαρακτήρες θα μπορούσαν να έχουν μειονεκτήματα, όπως το γεγονός ότι θεωρούνται λιγότερο ευφυείς. Αν τα ευρήματα των Fetterman και Robinson, ότι δηλαδή οι συναισθηματικοί έχουν λιγότερες γνώσεις και χαμηλότερη σχολική βαθμολογία σε σύγκριση με όσους χρησιμοποιούν τη λογική ισχύουν σε γενικές γραμμές, αυτό θα μπορούσε να οφείλεται και σε άλλους παράγοντες. Διαφορετικά ενδιαφέροντα και κίνητρα θα μπορούσαν να δώσουν μια εξήγηση για τις διαφορές στα διανοητικά επιτεύγματα ανεξαρτήτως από το πόσο ευχάριστος χαρακτήρας είναι κάποιος.
Τα ευρήματα που έχουν αναφερθεί μέχρι στιγμής σχετίζονται με τη φύση και έτσι δεν προσδιορίζουν αν το γεγονός ότι κάποιος λειτουργεί περισσότερο με το συναίσθημα ή τη λογική έχει κάποια αιτιώδη επίδραση στα συμπεράσματα που έχουν αναλυθεί μέχρι στιγμής. Για να ελέγξουν αν η αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας μπορεί να έχει αιτιώδη επιρροή, οι Fetterman και Robinson πραγματοποίησαν ένα έξυπνο πείραμα για να καθοδηγήσουν διακριτικά την προσοχή των συμμετεχόντων είτε στη λογική είτε στο συναίσθημα. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία και τους δόθηκε εντολή να τοποθετήσουν τον δείκτη του κυρίαρχου χεριού τους είτε στο κεφάλι τους είτε ή στο μέρος της καρδιάς. Τους εξήγησαν επίσης ότι το πείραμα αφορούσε τον τρόπο που απαντούσαν στις ερωτήσεις χρησιμοποιώντας είτε το κυρίαρχο είτε το μη-κυρίαρχο χέρι τους ενώ οι λέξεις «λογική» και «συναίσθημα» αποφεύχθηκαν σκόπιμα έτσι ώστε να μην καταλάβουν τον πραγματικό σκοπό του πειράματος.
Στη συνέχεια κλήθηκαν να απαντήσουν σε μια σειρά από δύσκολες ερωτήσεις γενικών γνώσεων καθώς και σε μια σειρά από ηθικά διλήμματα μέσω ενός υπολογιστή χρησιμοποιώντας το μη-κυρίαρχο χέρι τους. Όπως είχε προβλεφθεί, οι συμμετέχοντες που χρησιμοποιούσαν περισσότερο τη λογική απάντησαν σωστά στις ερωτήσεις γενικών γνώσεων ενώ οι πιο συναισθηματικοί ανταποκρίθηκαν στα ηθικά διλήμματα με πιο συναισθηματικό και λιγότερο λογικό τρόπο. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πρώτη ομάδα είχε μεγαλύτερη ευκολία στην επίλυση των προβλημάτων που απαιτούσαν διανοητική εργασία, ενώ η δεύτερη έδωσε μεγαλύτερο βάρος στο συναίσθημα για τη λήψη αποφάσεων.
Το πείραμα των Fetterman και Robinson αποτελεί παράδειγμα ενός φαινομένου γνωστού ως μηχανισμός επιρροής συμπεριφοράς, το οποίο περιλαμβάνει συνήθως καθοδήγηση της συμπεριφοράς ή αμυδρά σημάδια στο περιβάλλον που υποτίθεται ότι επηρεάζουν τη μετέπειτα συμπεριφορά των συμμετεχόντων με τρόπο που δεν γίνεται αντιληπτός. Τα πειράματα συμπεριφοράς έχουν δημιουργήσει μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στους ψυχολόγους τα τελευταία χρόνια λόγω των δυσκολιών στην επαλήθευση των αποτελεσμάτων (Cesario, 2014). Αυτό δεν σημαίνει ότι και τα αποτελέσματα των Fetterman και Robinson θα πρέπει να αγνοηθούν χωρίς περαιτέρω έρευνα, μόνο που θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπιστούν με κάποια προσοχή μέχρι να επαληθευτούν σε ένα μεγαλύτερο δείγμα πληθυσμού.
Επίσης, διατηρώ ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με τα τεστ γενικών γνώσεων που χρησιμοποιήθηκαν (και αυτό ισχύει εξίσου και για την έρευνα συσχετισμού που αναφέρθηκε νωρίτερα). Συγκεκριμένα, στα πειράματα χρησιμοποιήθηκαν λίγες ερωτήσεις (10 στη μελέτη συσχετισμού και 8 στην πειραματική μελέτη) είτε σε αληθινή είτε σε ψεύτικη μορφή. Μια τέτοια μορφή επιτρέπει στους συμμετέχοντες να μαντέψουν τις απαντήσεις τους αυξάνοντας το στοιχείο της τύχης. Σε ένα τεστ στο οποίο οι συμμετέχοντες θα έπρεπε να δώσουν οι ίδιοι απαντήσεις θα επέτρεπε μια πιο αξιόπιστη εκτίμηση της απόδοσής τους.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, το πείραμα των Fetterman και Robinson προσφέρει ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι κάθε είδος αυτοαντίληψης έχει τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν περισσότερο τη λογική τους μπορεί να είναι πιο έξυπνοι και πιο ορθολογικοί από ορισμένες πλευρές, αλλά είναι συνήθως και ψυχροί με αποτέλεσμα να στερούνται κοινωνικών σχέσεων. Όσοι λειτουργούν με το συναίσθημα είναι πιο ευχάριστοι στους γύρω τους, αλλά μπορεί επίσης να αντιδρούν υπερβολικά στο στρες. Αν είναι αλήθεια ότι η μετατόπιση της προσοχής είτε προς τη λογική είτε προς το συναίσθημα μπορεί να αλλάξει προσωρινά τη σκέψη και τη συμπεριφορά κάποιου, τότε αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους να είναι πιο ευέλικτοι στον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της καθημερινότητας.
Η Ψυχολογία της Προσωπικότητας επικεντρώνεται στους τρόπους με τους οποίους τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου παραμένουν σταθερά με την πάροδο του χρόνου. Αυτό θα μπορούσε να ληφθεί από την απαισιόδοξη πλευρά του υποδηλώνοντας ότι οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να αλλάξουν σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, ακόμη κι αν οι άνθρωποι φαίνεται ότι είναι αρκετά σταθεροί στη συμπεριφορά τους μακροπρόθεσμα, στην καθημερινή τους ζωή διαθέτουν σημαντική ικανότητα να ενεργούν διαφορετικά από τον συνηθισμένο τρόπο όταν είναι απαραίτητο. Έτσι λοιπόν, δεν χρειάζεται να νιώθουν ότι είναι κολλημένοι είτε στη λογική είτε στο συναίσθημα, αλλά να ξέρουν ότι είναι σε θέση να κάνουν αλλαγές μέχρι ένα βαθμό ανάλογα με τις απαιτήσεις.
Έτσι, για παράδειγμα, ένα άτομο μπορεί να «χρησιμοποιεί τη λογική του» ή να διαθέτει «μεγάλη καρδιά». Διάφορες μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για το ζήτημα αυτό έδειξαν ότι αν ένα άτομο ταυτίζεται περισσότερο με το λογική ή το συναίσθημα, στην πραγματικότητα αυτό δείχνει πολλά για την προσωπικότητά του. Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν πιο πολύ το μυαλό τους συνήθως είναι πιο πνευματικοί αλλά πιο ψυχροί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, ενώ όσοι λειτουργούν με το συναίσθημα εκφράζουν περισσότερο αυτά που νιώθουν και είναι πιο θερμοί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Επίσης, οι συντάκτες της συγκεκριμένης μελέτης παρουσιάζουν στοιχεία για το ότι η πρώτη κατηγορία ανθρώπων έχει περισσότερες γνώσεις σε σχέση με την άλλη κατηγορία. Αυτή η διάκριση λογικής / συναισθήματος μπορεί να ρίξει λίγο φως στην αιτία που οι άνθρωποι έχουν την τάση να συνδέουν μια πιο ευχάριστη προσωπικότητα με χαμηλότερη νοημοσύνη. Οι συγγραφείς της μελέτης αναφέρουν ότι υπάρχει η δυνατότητα να επηρεαστούν εύκολα οι άνθρωποι στο να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή είτε στη λογική είτε στο συναίσθημα. Αυτό ίσως σημαίνει ότι όσοι άνθρωποι εστιάζουν πιο πολύ είτε στο ένα είτε στο άλλο θα μπορούσαν να μάθουν να γίνονται πιο ευέλικτοι όταν χρειαστεί.
Πολλές από τις μεταφορικές φράσεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή αποτελούν κάτι περισσότερο από απλά σχήματα λόγου και παρέχουν ενδείξεις για το τι οι άνθρωποι πιστεύουν πραγματικά. Για παράδειγμα, ορισμένες φράσεις όπως «χρησιμοποιώ το μυαλό ή την καρδιά μου» θα μπορούσε να παρέχει ενδείξεις για το πώς οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη δική τους προσωπικότητα.
Αυτή η αντίληψη έχει αναλυθεί σε μια σειρά πρωτότυπων μελετών (Fetterman & Robinson, 2013). Οι συμμετέχοντες ρωτήθηκαν αν θεωρούν ότι συνδέονται πιο στενά με το μυαλό ή την καρδιά τους. Στην πρώτη ομάδα οι συμμετέχοντες εντόπιζαν τη λογική ως το σημαντικότερο σημείο πάνω τους, ενώ στη δεύτερη το συναίσθημα. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι δυο ομάδες διέφεραν σε αρκετά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους. Όσοι θεωρούσαν το συναίσθημα ως σημαντικότερο, περιέγραφαν τον εαυτό τους με πιο έντονα συναισθήματα, μεγαλύτερη διαίσθηση, πιο ανοιχτό και με περισσότερο ενδιαφέρον για τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την οικειότητα. Από την άλλη πλευρά, όσοι εντόπιζαν τη νοητική διεργασία ως πιο σημαντική, περιέγραφαν τον εαυτό τους με περισσότερη λογική, πιο ψυχρές διαπροσωπικές σχέσεις και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις διανοητικές δραστηριότητες. Οι πιο συναισθηματικοί διέθεταν πιο ευχάριστη προσωπικότητα σε σύγκριση με τους πιο λογικούς, αλλά οι δύο ομάδες δεν παρουσίασαν διαφορές στις νευρώσεις, τη σχολαστικότητα ή το πόσο ανοιχτοί ήταν σε καινούριες εμπειρίες. (Για λόγους που δεν διευκρινίστηκαν, οι διαφορές στην εξωστρέφεια δεν μελετήθηκαν).
Ένα αποτέλεσμα που προσωπικά βρήκα πιο εντυπωσιακό ήταν το γεγονός ότι οι λογικοί φάνηκε ότι εκτελούσαν πραγματικά καλύτερα τις νοητικές δραστηριότητες. Σε όλους τους συμμετέχοντες δόθηκε ένα σύντομο τεστ γενικών γνώσεων και τους ζητήθηκε να αναφέρουν τις βαθμολογίες τους από το σχολείο και το πανεπιστήμιο αντίστοιχα. Όσοι χρησιμοποιούσαν περισσότερο τη λογική πράγματι διέθεταν ελαφρώς περισσότερες γνώσεις και είχαν υψηλότερες βαθμολογίες σε σύγκριση με τους πιο συναισθηματικούς. Οι ερευνητές υπέθεσαν ότι οι πιο έξυπνοι άνθρωποι λειτουργούν περισσότερο με τον νου παρά με την καρδιά τους και αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει τα αποτελέσματα.
Οι άνθρωποι συνήθως συσχετίζουν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που αφορούν την εμπιστοσύνη, την ειλικρίνεια και την υπακοή με τη μειωμένη ευφυΐα ανεξαρτήτως από το αν αυτό είναι αντικειμενικά αληθές. Πιο συγκεκριμένα, όσοι βαθμολόγησαν τον εαυτό τους ως ιδιαίτερα ευφυή θεωρούσαν επίσης ότι είναι πιο εσωστρεφείς και όχι ιδιαίτερα συμπαθείς. Αυτά τα ευρήματα είναι παράλληλα με τα αποτελέσματα της έρευνας των Fetterman και Robinson, οι οποίοι συμπέραναν ότι οι άνθρωποι που θεωρούν πιο σημαντικό το νου τους είναι πιο λογικοί και ψυχροί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, ενώ οι πιο συναισθηματικοί είναι πιο θερμοί κι ευχάριστοι. Αυτό πιθανόν υποδηλώνει ότι το να λειτουργεί κάποιος περισσότερο με το συναίσθημα θα μπορούσε να αποβεί εις βάρος των διανοητικών του επιτευγμάτων ή, αντιστρόφως, ότι όσοι επικεντρώνονται στα διανοητικά θέματα δημιουργούν προβλήματα στη συναισθηματική τους ζωή και τις διαπροσωπικές τους σχέσεις.
Ίσως λοιπόν οι άνθρωποι θεωρούν ότι όσοι είναι πιο πρόθυμοι κι ευχάριστοι χαρακτήρες είναι πιο συναισθηματικοί και υποθέτουν ότι διαθέτουν λιγότερη νοημοσύνη. Το φύλο επίσης παίζει τον ρόλο του. Οι Fetterman και Robinson ανακάλυψαν ότι οι πιο συναισθηματικοί ανέφεραν πως διέθεταν περισσότερο «γυναικεία» χαρακτηριστικά όσον αφορά την ψυχολογία τους καθώς και ότι ήταν πιθανότερο να είναι όντως γυναίκες παρά άντρες. Άλλες έρευνες έδειξαν ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να θεωρούν την υψηλή νοημοσύνη στερεότυπα ως «αρσενικό» χαρακτηριστικό (Petrides, Furnham, & Martin, 2004). Ως εκ τούτου, οι άνθρωποι θεωρούν ότι η ευγένεια και η προθυμία είναι γυναικείο χαρακτηριστικό και γι? αυτό το συνδέουν με χαμηλότερη νοημοσύνη.
Ωστόσο, σε άλλες έρευνες αναφέρεται ότι ο ευχάριστος χαρακτήρας δεν έχει καμία σχέση με τον δείκτη νοημοσύνης ή τις γενικές γνώσεις. Από την άλλη πλευρά, είναι πιθανό ότι οι εξαιρετικά ευχάριστοι χαρακτήρες θα μπορούσαν να έχουν μειονεκτήματα, όπως το γεγονός ότι θεωρούνται λιγότερο ευφυείς. Αν τα ευρήματα των Fetterman και Robinson, ότι δηλαδή οι συναισθηματικοί έχουν λιγότερες γνώσεις και χαμηλότερη σχολική βαθμολογία σε σύγκριση με όσους χρησιμοποιούν τη λογική ισχύουν σε γενικές γραμμές, αυτό θα μπορούσε να οφείλεται και σε άλλους παράγοντες. Διαφορετικά ενδιαφέροντα και κίνητρα θα μπορούσαν να δώσουν μια εξήγηση για τις διαφορές στα διανοητικά επιτεύγματα ανεξαρτήτως από το πόσο ευχάριστος χαρακτήρας είναι κάποιος.
Τα ευρήματα που έχουν αναφερθεί μέχρι στιγμής σχετίζονται με τη φύση και έτσι δεν προσδιορίζουν αν το γεγονός ότι κάποιος λειτουργεί περισσότερο με το συναίσθημα ή τη λογική έχει κάποια αιτιώδη επίδραση στα συμπεράσματα που έχουν αναλυθεί μέχρι στιγμής. Για να ελέγξουν αν η αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας μπορεί να έχει αιτιώδη επιρροή, οι Fetterman και Robinson πραγματοποίησαν ένα έξυπνο πείραμα για να καθοδηγήσουν διακριτικά την προσοχή των συμμετεχόντων είτε στη λογική είτε στο συναίσθημα. Οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία και τους δόθηκε εντολή να τοποθετήσουν τον δείκτη του κυρίαρχου χεριού τους είτε στο κεφάλι τους είτε ή στο μέρος της καρδιάς. Τους εξήγησαν επίσης ότι το πείραμα αφορούσε τον τρόπο που απαντούσαν στις ερωτήσεις χρησιμοποιώντας είτε το κυρίαρχο είτε το μη-κυρίαρχο χέρι τους ενώ οι λέξεις «λογική» και «συναίσθημα» αποφεύχθηκαν σκόπιμα έτσι ώστε να μην καταλάβουν τον πραγματικό σκοπό του πειράματος.
Στη συνέχεια κλήθηκαν να απαντήσουν σε μια σειρά από δύσκολες ερωτήσεις γενικών γνώσεων καθώς και σε μια σειρά από ηθικά διλήμματα μέσω ενός υπολογιστή χρησιμοποιώντας το μη-κυρίαρχο χέρι τους. Όπως είχε προβλεφθεί, οι συμμετέχοντες που χρησιμοποιούσαν περισσότερο τη λογική απάντησαν σωστά στις ερωτήσεις γενικών γνώσεων ενώ οι πιο συναισθηματικοί ανταποκρίθηκαν στα ηθικά διλήμματα με πιο συναισθηματικό και λιγότερο λογικό τρόπο. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πρώτη ομάδα είχε μεγαλύτερη ευκολία στην επίλυση των προβλημάτων που απαιτούσαν διανοητική εργασία, ενώ η δεύτερη έδωσε μεγαλύτερο βάρος στο συναίσθημα για τη λήψη αποφάσεων.
Το πείραμα των Fetterman και Robinson αποτελεί παράδειγμα ενός φαινομένου γνωστού ως μηχανισμός επιρροής συμπεριφοράς, το οποίο περιλαμβάνει συνήθως καθοδήγηση της συμπεριφοράς ή αμυδρά σημάδια στο περιβάλλον που υποτίθεται ότι επηρεάζουν τη μετέπειτα συμπεριφορά των συμμετεχόντων με τρόπο που δεν γίνεται αντιληπτός. Τα πειράματα συμπεριφοράς έχουν δημιουργήσει μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στους ψυχολόγους τα τελευταία χρόνια λόγω των δυσκολιών στην επαλήθευση των αποτελεσμάτων (Cesario, 2014). Αυτό δεν σημαίνει ότι και τα αποτελέσματα των Fetterman και Robinson θα πρέπει να αγνοηθούν χωρίς περαιτέρω έρευνα, μόνο που θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπιστούν με κάποια προσοχή μέχρι να επαληθευτούν σε ένα μεγαλύτερο δείγμα πληθυσμού.
Επίσης, διατηρώ ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με τα τεστ γενικών γνώσεων που χρησιμοποιήθηκαν (και αυτό ισχύει εξίσου και για την έρευνα συσχετισμού που αναφέρθηκε νωρίτερα). Συγκεκριμένα, στα πειράματα χρησιμοποιήθηκαν λίγες ερωτήσεις (10 στη μελέτη συσχετισμού και 8 στην πειραματική μελέτη) είτε σε αληθινή είτε σε ψεύτικη μορφή. Μια τέτοια μορφή επιτρέπει στους συμμετέχοντες να μαντέψουν τις απαντήσεις τους αυξάνοντας το στοιχείο της τύχης. Σε ένα τεστ στο οποίο οι συμμετέχοντες θα έπρεπε να δώσουν οι ίδιοι απαντήσεις θα επέτρεπε μια πιο αξιόπιστη εκτίμηση της απόδοσής τους.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, το πείραμα των Fetterman και Robinson προσφέρει ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι κάθε είδος αυτοαντίληψης έχει τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν περισσότερο τη λογική τους μπορεί να είναι πιο έξυπνοι και πιο ορθολογικοί από ορισμένες πλευρές, αλλά είναι συνήθως και ψυχροί με αποτέλεσμα να στερούνται κοινωνικών σχέσεων. Όσοι λειτουργούν με το συναίσθημα είναι πιο ευχάριστοι στους γύρω τους, αλλά μπορεί επίσης να αντιδρούν υπερβολικά στο στρες. Αν είναι αλήθεια ότι η μετατόπιση της προσοχής είτε προς τη λογική είτε προς το συναίσθημα μπορεί να αλλάξει προσωρινά τη σκέψη και τη συμπεριφορά κάποιου, τότε αυτό θα μπορούσε να βοηθήσει τους ανθρώπους να είναι πιο ευέλικτοι στον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της καθημερινότητας.
Η Ψυχολογία της Προσωπικότητας επικεντρώνεται στους τρόπους με τους οποίους τα χαρακτηριστικά ενός ατόμου παραμένουν σταθερά με την πάροδο του χρόνου. Αυτό θα μπορούσε να ληφθεί από την απαισιόδοξη πλευρά του υποδηλώνοντας ότι οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να αλλάξουν σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, ακόμη κι αν οι άνθρωποι φαίνεται ότι είναι αρκετά σταθεροί στη συμπεριφορά τους μακροπρόθεσμα, στην καθημερινή τους ζωή διαθέτουν σημαντική ικανότητα να ενεργούν διαφορετικά από τον συνηθισμένο τρόπο όταν είναι απαραίτητο. Έτσι λοιπόν, δεν χρειάζεται να νιώθουν ότι είναι κολλημένοι είτε στη λογική είτε στο συναίσθημα, αλλά να ξέρουν ότι είναι σε θέση να κάνουν αλλαγές μέχρι ένα βαθμό ανάλογα με τις απαιτήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου