Η ψυχή μας έχει παγώσει, και μαζί της ο
κόσμος ολόκληρος, οι σχέσεις, ο Λόγος, τα περιεχόμενα, οι επιθυμίες, η
θεραπευτική επιρροή του φυσικού κόσμου, η νοσταλγία των αστεριών, η ικανότητα να
πενθούμε, να συμπονάμε, να διαχειριζόμαστε τα αγαθά, να αναγνωρίζουμε το ιερό,
να θαυμάζουμε την ομορφιά ανεξαρτήτως χρησιμότητας, να γινόμαστε εγγυητές της
αλήθειας και δεν ξέρω τι άλλο.
Το τέλος της ανθρωπολογίας
«Ετσι ερμηνεύονται, άλλωστε, οι επιθέσεις που δέχεται η ψυχανάλυση στις ΗΠΑ με όπλο τις θεωρίες περί DNA: το μυστικό βρίσκεται, λένε, εγγεγραμμένο εκεί -όχι στο ασυνείδητο αλλά στο αντεστραμμένο του είδωλο, στον γενετικό κώδικα. Και ιδού πώς εξαφανίζεται, επίσης, η ευθύνη απ’ τη ζωή, αφού δεν είσαι υπεύθυνος για τα γονίδιά σου, δεν είσαι υπεύθυνος για τίποτα».
Αυτή ήταν η καταληκτική παράγραφος των προηγουμένων. Χρειάζεται να προσθέσω πως, εκεί απ’ όπου λείπει η θέληση για ζωή, η διεύθυνση της προσομοιωμένης ζωής μοιάζει να ανατίθεται όλο και πιο σταθερά στο προστάγματα; Δίχως επιθυμία, πόσο μάλλον ικανότητα, προσοδοφόρου ανταλλαγής με την ενεργό συμβολική αλήθεια των πραγμάτων, ο προγραμματισμός έρχεται σε θέση ρυθμιστή.
Οχι μόνον δεν ήξεραν οι εθελοντές της Ολυμπιάδας της κ. Δασκαλάκη και των πολυεθνικών σε ποιαν ακριβώς υπόθεση ήταν στρατευμένοι αλλά η μαζική συναίνεση στην τηλεοπτική προπαγάνδα του επικείμενου χολιγουντιανού γεγονότος ξεπέρασε πανηγυρικά κάθε ευρωβαλκανικό προηγούμενο μεταμοντέρνου παλιμπαιδισμού, του είδους «το φοράω και πετάω».
Βαθμηδόν, εδώ, όπως και παντού στη σύγχρονη Δύση, αν παραβλέψουμε ορισμένες τριτοκοσμικές ιδιαιτερότητες, το εκάστοτε συλλογικό «καθήκον» υποκαθιστά τον γνήσιο αλτρουισμό των συνειδήσεων (π.χ. τη δυναμική της παρέας) και η ευθύνη του ανθρώπου απέναντι στο είδος του, στο ανθρώπινο είδος, ξεκομμένη από κάθε διαπροσωπικό άγγιγμα, γίνεται ομοψυχία άνευ ψυχής, αγελαία υπακοή στη ρευστή αλλά αδυσώπητη θεαματικότητα της κοινωνικής τάσης (trend) που διαπερνά το αριθμήσιμο πλήθος.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι απομιμήσεις καλλιτεχνών φεστιβάλ, όπου ο λιπόθυμος φανατισμός των εθελοντών δίνει και πάλι το «παρών» υπό τύπον νευρικής υπνοβασίας, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται μόλις η τέχνη έχασε τον ψυχαγωγικό ρόλο της, περίπου όπως οι ζωολογικοί κήποι όταν η σχέση ανθρώπου /φύσης πήρε την κάτω βόλτα. Εξού και η επαλήθευση του post coitum omne animal triste (μετά τη συνουσία κάθε ζώο είναι θλιμμένο) ή, αλλιώς, η μετα-Ολυμπιακή κατάθλιψη.
Αυτή, πράγματι, από το ύψος του αστεροσκοπείου του Ράμφου, δεν είναι ορατή· για να τη δεις, πρέπει να πλησιάσεις τα πρόσωπα.
Αλλη τεράστια παρανόηση αφορά την επιθυμία του υποκειμένου και την υποτιθέμενη διατύπωσή της στο επίπεδο της αβαθούς και αισχρής εξωστρέφειας. «Η ειλικρίνεια» λέει ο Ράμφος, εννοώντας την κυκλοφορία της «επιθυμίας» για βιομηχανικά αγαθά και τεχνολογικές εξυπηρετήσεις, «είναι η νέα ανακάλυψη του ανθρώπου στις ΗΠΑ». Συμπέρασμα πάρα πολύ χονδροειδές για να το σχολιάσει κανείς δίχως μειδίαμα.
Επειδή και οι πρωτόγονοι ακόμη ξέρουν πως η σκέψη, η ανθρώπινη σκέψη, ισοδυναμεί με την αναβολή της άμεσης ικανοποίησης της ενόρμησης, η οποία, έτσι, δηλαδή αναβαλλόμενη, μεσολαβείται από τον πολιτισμό και γίνεται, υποχρεωτικά, ποιοτική και «ανειλικρινής». Αν τα ζώα, για παράδειγμα, εκδηλώνουν την «επιθυμία» τους (ας πούμε για τροφή ή σεξ) χωρίς να τη λογοκρίνουν, αυτό καθόλου δεν συνιστά ειλικρίνεια! Αναφέρθηκα ήδη στο παράδοξο του πράγματος, θυμίζοντάς σας ότι, προκειμένου να πεις την αλήθεια, πρέπει κατ’ αρχάς να την ξέρεις.
Είναι μάταιο να μπει κανείς στη συζήτηση για το αν η τυφλή και βλακώδης συλλογική κινητικότητα της καταναλωτικής κοινωνίας γύρω απ’ τα αντικείμενα μίας χρήσης αποτελεί ή όχι μετωνυμία επιθυμίας ή ουσιαστική επιθυμία αυτή καθεαυτήν. Το γεγονός ότι το καταναλωτικό αντικείμενο δεν ικανοποιεί ποτέ το άγχος αρπαγής, το οποίο απλώς μετακυλίεται στο επόμενο αντικείμενο, καταυγάζει σε τέτοιο βαθμό, παντού γύρω μας, ώστε θα ήταν παράλογο να αποπειραθώ να το φωτίσω εδώ, λες και πρόκειται για κανένα βαθύ αίνιγμα.
Αχαλιναγώγητη από τη σκέψη, η βιασύνη να σκοτώσω τον άλλον και να αρπάξω το έχειν του αναβάλλοντας προς στιγμήν τη δική μου αιώνια έλλειψη, όχι μόνον δεν ισούται με ειλικρίνεια, αλλά οι λύκοι, σε σχηματισμούς αγέλης, με κανόνες και αρχηγούς, ξέρουν να την ελέγχουν πολύ καλύτερα, για όποιον διάβασε Κίπλινγκ στα νιάτα του.
Ακόμη πιο βασανιστική, η προσήλωση του δυτικού ανθρώπου στο πλεονέκτημα της στιγμιαίας διασημότητας, τι άλλο είναι αν όχι η αυτόματη ανταπόκριση στις απαιτήσεις ενός φαίνεσθαι που γίνεται επιτακτικό ελλείψει Είναι; Ενώ κινείται ιλιγγιωδώς μέσα στο τρελό της γίγνεσθαι, η δυτική κοινωνία νοσταλγεί παράφορα το χαμένο Είναι, ζητώντας έτσι την παλινδρόμηση σ’ ένα όριο εκείθεν οιασδήποτε αντίληψης, εν ολίγοις σ’ αυτό που ο Λακάν αποκαλούσε Πραγματικό, ζωική ενύπαρξη.
Η σκέψη, ο Λόγος, καταπιέζει αφόρητα αυτή την κοινωνία της φρενίτιδας.
Η ανάγκη να υποκαταστήσει την επιστήμη με τις στατιστικές επιβεβαιώσεις κυριολεκτικά βοά. Μήπως δεν βλέπουμε όλοι ότι σ’ αυτό το πυρετικό και ζωώδες φαίνεσθαι ενυπάρχει ένα στοιχείο μεταθανάτιας επιβίωσης, η σιωπηλή παραίτηση από τον συναισθηματικά δραστήριο εαυτό και τον χωροχρόνο των ιδιωτικών αντηχήσεών του; Με συνέπεια την ολοκλήρωση της απολίθωσής του, το υποκείμενο μετατρέπεται σε αυτιστικό αξιοθέατο μεταξύ άλλων απολιθωμάτων και, καθιστάμενο εικόνα του εαυτού του, απορροφημένο από τις προσποιήσεις, απολαμβάνει ένα είδος θανάτου πριν τον θάνατο, σαν ανακουφιστική απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που θέτει το Είναι, οριστικά απαρηγόρητο.
Οποιος έχει μάτια, βλέπει γύρω του, αλλιώς ξεφυλλίζει τη βιβλιογραφία.
Για να μη μακρηγορώ, ξαναμπαίνουμε στη μήτρα (matrix), όπου και πεθαίνουμε: ιδού η καλπάζουσα φαντασίωση της Δύσης. Το να ζεις σαν νεκρός είναι η τάση της εποχής, αλλά, επαναλαμβάνω, πολύ δύσκολα θα συγκρίναμε αυτή την τάση με φιλαλήθεια, πολύ δύσκολα θα λέγαμε ότι το να παραδίδεσαι αμαχητί στην υπαγόρευση του ενστίκτου του θανάτου, το να γίνεσαι οικειοθελώς πράγμα, αποτελεί την πεμπτουσία μιας ειλικρινούς υπαρξιακής στάσης μόνον και μόνον επειδή το ένστικτο του θανάτου είναι αληθινό!
Οπως σε όλους τους απλοϊκούς συλλογισμούς τέτοιου διαμετρήματος, εκείνο που λείπει από δω είναι ο έλεγχος του διακυβεύματος: ως προς τι είμαι ελικρινής: Ποιο είναι το περιεχόμενο της ειλικρίνειας. Τι ριψοκινδυνεύω; Συνολικά, η δυτική κοινωνία μοιάζει να εκφράζει μια πιεστική, επείγουσα ανάγκη για επιστροφή στην κατάσταση του ζώου, την οποία προεξοφλεί το κοινωνικό θέαμα, αυτός ο παραισθητικός αναδιπλασιασμός της πραγματικότητας, όπου το ανθρώπινο ζώο καθρεπτίζεται ναρκωμένο σαν μετά από λοβοτομή.
Εχουμε άραγε το δικαίωμα να πούμε πως αυτό συνιστά την εκφορά της αλήθειας της; Ενα κομμάτι ξύλο, μια πέτρα, ένα φυτό είναι ποτέ δυνατόν να θεωρηθούν σαν οντότητες που ομολογούν την αλήθεια τους, απλώς και μόνον επειδή δεν ψεύδονται; Δεν ψεύδονται διότι σωπαίνουν, απλούστατα. Το ζήτημα του Είναι παίζεται ακριβώς στο κατώφλι αυτής της αμφισημίας όπου, εντέλει, το βάρος της καταδίκης μας από την εξουδετέρωση της αλήθειας (του νοήματος) πρέπει διαρκώς να καμουφλάρεται με το παραλήρημα της ελαφρότητας τα πάντα πρέπει να είναι «διάφανα» κι ελαφρά («light») αιωρούμενα, ανυπόστατα, φασματικά και φαντασματικά.
Αυτό, εννοείται, καθιστά το Είναι ακόμη πιο ελλειματικό, οπότε η ανάγκη της φαινομενικότητας υπερθεματίζεται, και ούτω καθεξής, σαν σε φαύλο κύκλο. Δεν θα ‘ταν λάθος να πούμε ότι, σε γενικές γραμμές, το Είναι υπήρξε το υπαρξιακό πεπρωμένο της Ανατολής, ενώ το γίγνεσθαι ήταν το λογικό πεπρωμένο της Δύσης. Οτι διανύσαμε αβίαστα την απόσταση από το Είναι στο Εχειν (και όχι όπως το φροϊδικό υποκείμενο, ας πούμε, κατά τον ευνουχισμό) και από εκεί στο Φαίνεσθαι, ήταν δώρον άδωρον εφόσον το Είναι, στον αγώνα ταχύτητας για την εκχέρσωση όλων των συμβολικών εμποδίων, σ’ αυτή την αλληλουχία των ιστορικών υποβιβασμών, άρχισε να εξαφανίζεται ως κατάσταση του ενσυνείδητου όντος, της οποίας μνημειακό ίχνος είναι σήμερα η προσομοίωση του κόσμου στις οθόνες.
Δεν μου φαίνονται συμπτωματικές οι απόπειρες του Ράμφου να συγκρίνει την ώς τώρα ιστορική συνθήκη του πολιτισμού μας με τη νηπιακή ηλικία του ανθρώπου, δηλαδή μια σχέση προς την κοινότητα ανάλογη εκείνης του μωρού προς τη μητέρα (κατά τον Ράμφο, πηδώντας στο τελευταίο βαγόνι του τρένου της μετανεωτερικότητας, ενηλικιωνόμαστε!).
Ενώ επρόκειτο περί του αντιθέτου. Μέχρι χτες, ο Νόμος ήταν αυτός της πατρότητας και του πολιτισμού του Λόγου, ο Νόμος του οιδιποδείου, του συμβολικού συστήματος, πείτε το όπως θέλετε. Συνεπώς, η νηπιακή παρομοίωση του Ράμφου καταλήγει αθέλητα ρεαλιστική από την ανάποδη, δηλαδή από την άποψη ότι η παρούσα στιγμή σημαδεύεται όντως από την ευρείας κλίμακας υποτροπή της ανθρωπότητας στο πρώιμο στάδιο μιας αμιγώς υλικής σχέσης με την αιθέρια, άψυχη πυκνότητα των πραγμάτων, ξένη προς κάθε λειτουργία της σημασίας. Με απόλαυση που, ομολογουμένως, δεν κρύβεται, επιστρέφουμε σ’ αυτό που οι λαοί ανέκαθεν περιέγραφαν αναφερόμενοι στις τρεις βασικές ανάγκες του βρέφους, φαγητό, αφόδευση και ύπνο.
Ο Ράμφος μιλάει λες και το καθεστώς της μητρότητας θα μπορούσε ποτέ να κριθεί σαν σχέση λανθασμένη ή αφύσικη, που ο άνθρωπος είναι προορισμένος να εγκαταλείψει, όπως τα οικόσιτα ζώα στον τρίτο μήνα της ζωής τους. Εκείνο που αποσιωπάται και πάλι εδώ είναι το προφανές, δηλαδή ότι η μητρότητα δεν είναι αφύσικη αλλά λειψή: εκείνο που θα ερχόταν να τη συμπληρώσει ήταν η πατρότητα -αυτό που χάσαμε. Μ’ άλλα λόγια, αντί να λέμε πως η μητρότητα (η Ανατολή) μας κρατάει αιχμάλωτους στη νηπιακή ηλικία, πιο έντιμο θα ‘ταν να παραδεχτούμε πως η εξαφάνιση του Πατέρα ως εγγυητή της συμβολικής πραγματικότητας (η Δύση) μας οδηγεί πίσω σ’ αυτήν.
Καθώς δεν υπάρχει πλέον Πατέρας ή Θεός, δηλαδή Νόμος, η επανενσωμάτωση του παιδιού απ’ τη Μητέρα σπάει ταμεία: αυτή ακριβώς η συλλογική παραίσθηση ελευθερίας είναι ο μεταμοντερνισμός. Με δυο λόγια, δεν εξακολουθούμε να είμαστε νήπια, όπως πιστεύει ο Ράμφος αλλά ξαναγινόμαστε νήπια, επιστρέφουμε στον δίχως συνείδηση θηλασμό. Προσπάθησα να δείξω, και συγχωρήστε μου το λογοπαίγνιο, ότι ο Μαστός είναι πλέον το must της σεζόν.
Να υποθέσω ότι ο Ράμφος έχει αντιληφθεί τη δυναμική που αναπτύσσεται στη Δύση με τις νεομυθολογίες τύπου Matrix κ.τ.λ., θα παραήταν αισιόδοξο. Για όσους διαισθάνονται τι είδους παιγνίδι παίζεται εδώ και τι εξυπηρετούν οι ξαναζεσταμένες θεωρίες υπέρ της άρον άρον εκχώρησης του εαυτού στην παραληρηματική έκρηξη ρομποτικής ατομικότητας της Δύσης, δεν έχω λόγο να συνεχίσω αυτή την ανάλυση.
Η ψυχή μας έχει παγώσει, και μαζί της ο κόσμος ολόκληρος, οι σχέσεις, ο Λόγος, τα περιεχόμενα, οι επιθυμίες, η θεραπευτική επιρροή του φυσικού κόσμου, η νοσταλγία των αστεριών, η ικανότητα να πενθούμε, να συμπονάμε, να διαχειριζόμαστε τα αγαθά, να αναγνωρίζουμε το ιερό, να θαυμάζουμε την ομορφιά ανεξαρτήτως χρησιμότητας, να γινόμαστε εγγυητές της αλήθειας και δεν ξέρω τι άλλο.
Θυμίζω ότι, σε θερμοκρασία κάτω από μια οριακή τιμή, η ηλεκτρική αντίσταση ορισμένων υλικών μηδενίζεται· το ρεύμα ρέει χωρίς απώλειες, το μαγνητικό πεδίο απαλείφεται, η δε βαρύτητα παρομοίως. Αυτό εξηγεί την επιτάχυνση του κόσμου μας, τη «διαφάνεια», την «ελαφρότητα», την απροσδιοριστία την έλλειψη βάρους και βάθους, τον απλοϊκό φετιχισμό των ανέσεων, το εικονικό σεξ, την επέλαση του φαντασιακού σε όλα τα μέτωπα: το υλικό που έχασε σήμερα τις αντιστάσεις του είναι η ίδια η έννοια Ανθρωπος.
Το τέλος της ανθρωπολογίας
«Ετσι ερμηνεύονται, άλλωστε, οι επιθέσεις που δέχεται η ψυχανάλυση στις ΗΠΑ με όπλο τις θεωρίες περί DNA: το μυστικό βρίσκεται, λένε, εγγεγραμμένο εκεί -όχι στο ασυνείδητο αλλά στο αντεστραμμένο του είδωλο, στον γενετικό κώδικα. Και ιδού πώς εξαφανίζεται, επίσης, η ευθύνη απ’ τη ζωή, αφού δεν είσαι υπεύθυνος για τα γονίδιά σου, δεν είσαι υπεύθυνος για τίποτα».
Αυτή ήταν η καταληκτική παράγραφος των προηγουμένων. Χρειάζεται να προσθέσω πως, εκεί απ’ όπου λείπει η θέληση για ζωή, η διεύθυνση της προσομοιωμένης ζωής μοιάζει να ανατίθεται όλο και πιο σταθερά στο προστάγματα; Δίχως επιθυμία, πόσο μάλλον ικανότητα, προσοδοφόρου ανταλλαγής με την ενεργό συμβολική αλήθεια των πραγμάτων, ο προγραμματισμός έρχεται σε θέση ρυθμιστή.
Οχι μόνον δεν ήξεραν οι εθελοντές της Ολυμπιάδας της κ. Δασκαλάκη και των πολυεθνικών σε ποιαν ακριβώς υπόθεση ήταν στρατευμένοι αλλά η μαζική συναίνεση στην τηλεοπτική προπαγάνδα του επικείμενου χολιγουντιανού γεγονότος ξεπέρασε πανηγυρικά κάθε ευρωβαλκανικό προηγούμενο μεταμοντέρνου παλιμπαιδισμού, του είδους «το φοράω και πετάω».
Βαθμηδόν, εδώ, όπως και παντού στη σύγχρονη Δύση, αν παραβλέψουμε ορισμένες τριτοκοσμικές ιδιαιτερότητες, το εκάστοτε συλλογικό «καθήκον» υποκαθιστά τον γνήσιο αλτρουισμό των συνειδήσεων (π.χ. τη δυναμική της παρέας) και η ευθύνη του ανθρώπου απέναντι στο είδος του, στο ανθρώπινο είδος, ξεκομμένη από κάθε διαπροσωπικό άγγιγμα, γίνεται ομοψυχία άνευ ψυχής, αγελαία υπακοή στη ρευστή αλλά αδυσώπητη θεαματικότητα της κοινωνικής τάσης (trend) που διαπερνά το αριθμήσιμο πλήθος.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι απομιμήσεις καλλιτεχνών φεστιβάλ, όπου ο λιπόθυμος φανατισμός των εθελοντών δίνει και πάλι το «παρών» υπό τύπον νευρικής υπνοβασίας, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται μόλις η τέχνη έχασε τον ψυχαγωγικό ρόλο της, περίπου όπως οι ζωολογικοί κήποι όταν η σχέση ανθρώπου /φύσης πήρε την κάτω βόλτα. Εξού και η επαλήθευση του post coitum omne animal triste (μετά τη συνουσία κάθε ζώο είναι θλιμμένο) ή, αλλιώς, η μετα-Ολυμπιακή κατάθλιψη.
Αυτή, πράγματι, από το ύψος του αστεροσκοπείου του Ράμφου, δεν είναι ορατή· για να τη δεις, πρέπει να πλησιάσεις τα πρόσωπα.
Αλλη τεράστια παρανόηση αφορά την επιθυμία του υποκειμένου και την υποτιθέμενη διατύπωσή της στο επίπεδο της αβαθούς και αισχρής εξωστρέφειας. «Η ειλικρίνεια» λέει ο Ράμφος, εννοώντας την κυκλοφορία της «επιθυμίας» για βιομηχανικά αγαθά και τεχνολογικές εξυπηρετήσεις, «είναι η νέα ανακάλυψη του ανθρώπου στις ΗΠΑ». Συμπέρασμα πάρα πολύ χονδροειδές για να το σχολιάσει κανείς δίχως μειδίαμα.
Επειδή και οι πρωτόγονοι ακόμη ξέρουν πως η σκέψη, η ανθρώπινη σκέψη, ισοδυναμεί με την αναβολή της άμεσης ικανοποίησης της ενόρμησης, η οποία, έτσι, δηλαδή αναβαλλόμενη, μεσολαβείται από τον πολιτισμό και γίνεται, υποχρεωτικά, ποιοτική και «ανειλικρινής». Αν τα ζώα, για παράδειγμα, εκδηλώνουν την «επιθυμία» τους (ας πούμε για τροφή ή σεξ) χωρίς να τη λογοκρίνουν, αυτό καθόλου δεν συνιστά ειλικρίνεια! Αναφέρθηκα ήδη στο παράδοξο του πράγματος, θυμίζοντάς σας ότι, προκειμένου να πεις την αλήθεια, πρέπει κατ’ αρχάς να την ξέρεις.
Είναι μάταιο να μπει κανείς στη συζήτηση για το αν η τυφλή και βλακώδης συλλογική κινητικότητα της καταναλωτικής κοινωνίας γύρω απ’ τα αντικείμενα μίας χρήσης αποτελεί ή όχι μετωνυμία επιθυμίας ή ουσιαστική επιθυμία αυτή καθεαυτήν. Το γεγονός ότι το καταναλωτικό αντικείμενο δεν ικανοποιεί ποτέ το άγχος αρπαγής, το οποίο απλώς μετακυλίεται στο επόμενο αντικείμενο, καταυγάζει σε τέτοιο βαθμό, παντού γύρω μας, ώστε θα ήταν παράλογο να αποπειραθώ να το φωτίσω εδώ, λες και πρόκειται για κανένα βαθύ αίνιγμα.
Αχαλιναγώγητη από τη σκέψη, η βιασύνη να σκοτώσω τον άλλον και να αρπάξω το έχειν του αναβάλλοντας προς στιγμήν τη δική μου αιώνια έλλειψη, όχι μόνον δεν ισούται με ειλικρίνεια, αλλά οι λύκοι, σε σχηματισμούς αγέλης, με κανόνες και αρχηγούς, ξέρουν να την ελέγχουν πολύ καλύτερα, για όποιον διάβασε Κίπλινγκ στα νιάτα του.
Ακόμη πιο βασανιστική, η προσήλωση του δυτικού ανθρώπου στο πλεονέκτημα της στιγμιαίας διασημότητας, τι άλλο είναι αν όχι η αυτόματη ανταπόκριση στις απαιτήσεις ενός φαίνεσθαι που γίνεται επιτακτικό ελλείψει Είναι; Ενώ κινείται ιλιγγιωδώς μέσα στο τρελό της γίγνεσθαι, η δυτική κοινωνία νοσταλγεί παράφορα το χαμένο Είναι, ζητώντας έτσι την παλινδρόμηση σ’ ένα όριο εκείθεν οιασδήποτε αντίληψης, εν ολίγοις σ’ αυτό που ο Λακάν αποκαλούσε Πραγματικό, ζωική ενύπαρξη.
Η σκέψη, ο Λόγος, καταπιέζει αφόρητα αυτή την κοινωνία της φρενίτιδας.
Η ανάγκη να υποκαταστήσει την επιστήμη με τις στατιστικές επιβεβαιώσεις κυριολεκτικά βοά. Μήπως δεν βλέπουμε όλοι ότι σ’ αυτό το πυρετικό και ζωώδες φαίνεσθαι ενυπάρχει ένα στοιχείο μεταθανάτιας επιβίωσης, η σιωπηλή παραίτηση από τον συναισθηματικά δραστήριο εαυτό και τον χωροχρόνο των ιδιωτικών αντηχήσεών του; Με συνέπεια την ολοκλήρωση της απολίθωσής του, το υποκείμενο μετατρέπεται σε αυτιστικό αξιοθέατο μεταξύ άλλων απολιθωμάτων και, καθιστάμενο εικόνα του εαυτού του, απορροφημένο από τις προσποιήσεις, απολαμβάνει ένα είδος θανάτου πριν τον θάνατο, σαν ανακουφιστική απάντηση σε όλα τα ερωτήματα που θέτει το Είναι, οριστικά απαρηγόρητο.
Οποιος έχει μάτια, βλέπει γύρω του, αλλιώς ξεφυλλίζει τη βιβλιογραφία.
Για να μη μακρηγορώ, ξαναμπαίνουμε στη μήτρα (matrix), όπου και πεθαίνουμε: ιδού η καλπάζουσα φαντασίωση της Δύσης. Το να ζεις σαν νεκρός είναι η τάση της εποχής, αλλά, επαναλαμβάνω, πολύ δύσκολα θα συγκρίναμε αυτή την τάση με φιλαλήθεια, πολύ δύσκολα θα λέγαμε ότι το να παραδίδεσαι αμαχητί στην υπαγόρευση του ενστίκτου του θανάτου, το να γίνεσαι οικειοθελώς πράγμα, αποτελεί την πεμπτουσία μιας ειλικρινούς υπαρξιακής στάσης μόνον και μόνον επειδή το ένστικτο του θανάτου είναι αληθινό!
Οπως σε όλους τους απλοϊκούς συλλογισμούς τέτοιου διαμετρήματος, εκείνο που λείπει από δω είναι ο έλεγχος του διακυβεύματος: ως προς τι είμαι ελικρινής: Ποιο είναι το περιεχόμενο της ειλικρίνειας. Τι ριψοκινδυνεύω; Συνολικά, η δυτική κοινωνία μοιάζει να εκφράζει μια πιεστική, επείγουσα ανάγκη για επιστροφή στην κατάσταση του ζώου, την οποία προεξοφλεί το κοινωνικό θέαμα, αυτός ο παραισθητικός αναδιπλασιασμός της πραγματικότητας, όπου το ανθρώπινο ζώο καθρεπτίζεται ναρκωμένο σαν μετά από λοβοτομή.
Εχουμε άραγε το δικαίωμα να πούμε πως αυτό συνιστά την εκφορά της αλήθειας της; Ενα κομμάτι ξύλο, μια πέτρα, ένα φυτό είναι ποτέ δυνατόν να θεωρηθούν σαν οντότητες που ομολογούν την αλήθεια τους, απλώς και μόνον επειδή δεν ψεύδονται; Δεν ψεύδονται διότι σωπαίνουν, απλούστατα. Το ζήτημα του Είναι παίζεται ακριβώς στο κατώφλι αυτής της αμφισημίας όπου, εντέλει, το βάρος της καταδίκης μας από την εξουδετέρωση της αλήθειας (του νοήματος) πρέπει διαρκώς να καμουφλάρεται με το παραλήρημα της ελαφρότητας τα πάντα πρέπει να είναι «διάφανα» κι ελαφρά («light») αιωρούμενα, ανυπόστατα, φασματικά και φαντασματικά.
Αυτό, εννοείται, καθιστά το Είναι ακόμη πιο ελλειματικό, οπότε η ανάγκη της φαινομενικότητας υπερθεματίζεται, και ούτω καθεξής, σαν σε φαύλο κύκλο. Δεν θα ‘ταν λάθος να πούμε ότι, σε γενικές γραμμές, το Είναι υπήρξε το υπαρξιακό πεπρωμένο της Ανατολής, ενώ το γίγνεσθαι ήταν το λογικό πεπρωμένο της Δύσης. Οτι διανύσαμε αβίαστα την απόσταση από το Είναι στο Εχειν (και όχι όπως το φροϊδικό υποκείμενο, ας πούμε, κατά τον ευνουχισμό) και από εκεί στο Φαίνεσθαι, ήταν δώρον άδωρον εφόσον το Είναι, στον αγώνα ταχύτητας για την εκχέρσωση όλων των συμβολικών εμποδίων, σ’ αυτή την αλληλουχία των ιστορικών υποβιβασμών, άρχισε να εξαφανίζεται ως κατάσταση του ενσυνείδητου όντος, της οποίας μνημειακό ίχνος είναι σήμερα η προσομοίωση του κόσμου στις οθόνες.
Δεν μου φαίνονται συμπτωματικές οι απόπειρες του Ράμφου να συγκρίνει την ώς τώρα ιστορική συνθήκη του πολιτισμού μας με τη νηπιακή ηλικία του ανθρώπου, δηλαδή μια σχέση προς την κοινότητα ανάλογη εκείνης του μωρού προς τη μητέρα (κατά τον Ράμφο, πηδώντας στο τελευταίο βαγόνι του τρένου της μετανεωτερικότητας, ενηλικιωνόμαστε!).
Ενώ επρόκειτο περί του αντιθέτου. Μέχρι χτες, ο Νόμος ήταν αυτός της πατρότητας και του πολιτισμού του Λόγου, ο Νόμος του οιδιποδείου, του συμβολικού συστήματος, πείτε το όπως θέλετε. Συνεπώς, η νηπιακή παρομοίωση του Ράμφου καταλήγει αθέλητα ρεαλιστική από την ανάποδη, δηλαδή από την άποψη ότι η παρούσα στιγμή σημαδεύεται όντως από την ευρείας κλίμακας υποτροπή της ανθρωπότητας στο πρώιμο στάδιο μιας αμιγώς υλικής σχέσης με την αιθέρια, άψυχη πυκνότητα των πραγμάτων, ξένη προς κάθε λειτουργία της σημασίας. Με απόλαυση που, ομολογουμένως, δεν κρύβεται, επιστρέφουμε σ’ αυτό που οι λαοί ανέκαθεν περιέγραφαν αναφερόμενοι στις τρεις βασικές ανάγκες του βρέφους, φαγητό, αφόδευση και ύπνο.
Ο Ράμφος μιλάει λες και το καθεστώς της μητρότητας θα μπορούσε ποτέ να κριθεί σαν σχέση λανθασμένη ή αφύσικη, που ο άνθρωπος είναι προορισμένος να εγκαταλείψει, όπως τα οικόσιτα ζώα στον τρίτο μήνα της ζωής τους. Εκείνο που αποσιωπάται και πάλι εδώ είναι το προφανές, δηλαδή ότι η μητρότητα δεν είναι αφύσικη αλλά λειψή: εκείνο που θα ερχόταν να τη συμπληρώσει ήταν η πατρότητα -αυτό που χάσαμε. Μ’ άλλα λόγια, αντί να λέμε πως η μητρότητα (η Ανατολή) μας κρατάει αιχμάλωτους στη νηπιακή ηλικία, πιο έντιμο θα ‘ταν να παραδεχτούμε πως η εξαφάνιση του Πατέρα ως εγγυητή της συμβολικής πραγματικότητας (η Δύση) μας οδηγεί πίσω σ’ αυτήν.
Καθώς δεν υπάρχει πλέον Πατέρας ή Θεός, δηλαδή Νόμος, η επανενσωμάτωση του παιδιού απ’ τη Μητέρα σπάει ταμεία: αυτή ακριβώς η συλλογική παραίσθηση ελευθερίας είναι ο μεταμοντερνισμός. Με δυο λόγια, δεν εξακολουθούμε να είμαστε νήπια, όπως πιστεύει ο Ράμφος αλλά ξαναγινόμαστε νήπια, επιστρέφουμε στον δίχως συνείδηση θηλασμό. Προσπάθησα να δείξω, και συγχωρήστε μου το λογοπαίγνιο, ότι ο Μαστός είναι πλέον το must της σεζόν.
Να υποθέσω ότι ο Ράμφος έχει αντιληφθεί τη δυναμική που αναπτύσσεται στη Δύση με τις νεομυθολογίες τύπου Matrix κ.τ.λ., θα παραήταν αισιόδοξο. Για όσους διαισθάνονται τι είδους παιγνίδι παίζεται εδώ και τι εξυπηρετούν οι ξαναζεσταμένες θεωρίες υπέρ της άρον άρον εκχώρησης του εαυτού στην παραληρηματική έκρηξη ρομποτικής ατομικότητας της Δύσης, δεν έχω λόγο να συνεχίσω αυτή την ανάλυση.
Η ψυχή μας έχει παγώσει, και μαζί της ο κόσμος ολόκληρος, οι σχέσεις, ο Λόγος, τα περιεχόμενα, οι επιθυμίες, η θεραπευτική επιρροή του φυσικού κόσμου, η νοσταλγία των αστεριών, η ικανότητα να πενθούμε, να συμπονάμε, να διαχειριζόμαστε τα αγαθά, να αναγνωρίζουμε το ιερό, να θαυμάζουμε την ομορφιά ανεξαρτήτως χρησιμότητας, να γινόμαστε εγγυητές της αλήθειας και δεν ξέρω τι άλλο.
Θυμίζω ότι, σε θερμοκρασία κάτω από μια οριακή τιμή, η ηλεκτρική αντίσταση ορισμένων υλικών μηδενίζεται· το ρεύμα ρέει χωρίς απώλειες, το μαγνητικό πεδίο απαλείφεται, η δε βαρύτητα παρομοίως. Αυτό εξηγεί την επιτάχυνση του κόσμου μας, τη «διαφάνεια», την «ελαφρότητα», την απροσδιοριστία την έλλειψη βάρους και βάθους, τον απλοϊκό φετιχισμό των ανέσεων, το εικονικό σεξ, την επέλαση του φαντασιακού σε όλα τα μέτωπα: το υλικό που έχασε σήμερα τις αντιστάσεις του είναι η ίδια η έννοια Ανθρωπος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου