H Νίκη στην ελληνική μυθολογία είναι η φτερωτή θεά που συμβολίζει αυτό που λέει το όνομα της, τη νίκη. Ειδικό χαρακτηριστικό της είναι τα φτερά της που απλώνει θριαμβευτικά πάνω απó τα εγκóσμια.
Η Νίκη εμφανίζεται στην λογοτεχνία για πρώτη φορά στον Ησίοδο, ενώ οι πρωιμότητες αναπαραστάσεις της χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 6ου π. Χ. αιώνα. Ο Ησίοδος την θεωρεί κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Στύγας, αδελφή του Ζήλου, του Κράτους και της Βίας, ενώ κατά μία άλλη παράδοση ήταν θυγατέρα του Άρη.
Ανήκει στην πρώτη θεϊκή γενιά και είναι παλαιότερη από τους ολύμπιους θεούς. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, την είχε αναθρέψει ο Πάλλας, ο οποίος της είχε αφιερώσει έναν ναό στην κορυφή του Παλατίνου λόφου στη Ρώμη. Ο μύθος αυτός γεννήθηκε από τις σχέσεις που συνδέουν στην Αθήνα τη θεά Αθηνά με τη Νίκη, καθώς και από την ομωνυμία του Τιτάνα Πάλλαντα και της θεάς Αθηνάς Παλλάδας.
Ο ρόλος της ήταν να φέρνει τη νίκη και να την αναγγέλλει. Με αυτήν την ιδιότητα όμως, εικονίζεται συχνά στην τέχνη για να εκθειάσει τους νικητές.
Ορφικός ύμνος Νίκης (θυμίαμα μάνναν)
Την Νίκην προσκαλώ την πολυδύναμη, την περιπόθητη στους ανθρώπους, πού μόνο αυτή απαλλάσσει τους ανθρώπους από την αγωνιώδη όρμην καί από την οδυνηράν αντίθεσιν κατά τάς μάχας μεταξύ αντιπάλων, διότι συ αποφασίζεις στους πολέμους με τα νικηφόρα έργα, προς τα οποια, όταν ορμάς φέρεις γλυκύτατον καύχημα, διότι είσαι των πάντων κυρίαρχος· καί εις κάθε διαμάχην εναπόκειται είς εσέ από εσέ εξαρτάται ή ένδοξος Νίκη το καλό αποτέλεσμα, πού χαίρεται ό νικητής αλλά, ώ μακαρία, είθε να μας έλθης με περιπόθητο φαιδρό μάτι καί να μας φέρης πάντοτε καλήν φήμην για τα ένδοξα έργα.
Στους ρωμαϊκούς χρόνους αντίστοιχη θεά ήταν η Victoria με ειδικό τομέα την πολιτική έκφραση της κρατικής εξουσίας. Συνδέεται με τη Νέμεση, που αντιπροσωπεύει την εκδικητική και προειδοποιητική πλευρά της αυτοκρατορικής Νίκης.
Ρωμαίοι συγγραφείς, όπως ο Ιμέριος την ονομάζουν κόρη του Δία. Στην εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου οι ομοιότητες μεταξύ της ρωμαϊκής Victoria και της ελληνικής Νίκης ήταν πολύ μεγάλες.
Στην Ρώμη, η θεά Victoria έγινε το σύμβολο της αυτοκρατορικής εξουσίας. Ο ναός της χρονολογείται από το 294 π. Χ. και πιθανώς ταυτιζόταν με τον ομώνυμο ναό στον Παλατίνο λόφο. Στην ρωμαϊκή δημοκρατία, η Victoria ήταν σχεδόν αποκλειστικά στρατιωτική θεότητα, συνδεδεμένη με τη Ρώμη και τη στρατιωτική της δόξα. Ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου ανακήρυξε τη θεότητα προστάτρια του νέου πολιτεύματος.
Η Victoria εμφανίζεται κυρίως ως θεά της πολιτικής και στρατιωτικής νίκης. Η ρωμαϊκή θεότητα είναι συνδεδεμένη τόσο με την πολιτική και με τις ιστορικές αλλαγές που συνέβαιναν, όσο και με τον πόλεμο. Σχετίζεται στενά με τον ρωμαίο αυτοκράτορα, και αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά στηρίγματα της θέσης του και της νομιμοποίησης της εξουσίας του.
Η ξεχωριστή ιδιότητα αυτής της θεότητας είναι ότι έγκειται στη στενή κα μια διαχώριστη σύνδεσή της ως Αρετής με τα πρόσωπα των αυτοκρατόρων, στην αρχή με τον Αύγουστο και τους διαδόχους του και έπειτα με όλους τους υπόλοιπους αυτοκράτορες. Ιδιαίτερα ο Αύγουστος ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε τόσο πολύ με την εικόνα της και τα σύμβολα που θα κρατούσε και την χρησιμοποίησε για την εξυπηρέτηση των σκοπών του σε όλες τις μορφές τέχνης.
Η εικόνα της Νίκης για τους ρωμαίους πολίτες ήταν καθημερινή και στα δημόσια γλυπτά και στα νομίσματα. Έτσι η Νίκη συνδέθηκε με την εδραίωση και την εξάπλωση της αυτοκρατορίας στα μάτια όλων.
Η απεικόνιση της Νίκης έχει προπαγανδιστικό και αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα. Εξυπηρετεί τον σκοπό της τιμητικής προβολής προσώπων, γεγονότων ή ιδεών και συχνά πολιτικών γεγονότων η καταστάσεων. Το πνεύμα λοιπόν της συγκεκριμένης θεάς είναι κατά κάποιον τρόπο τελείως αντικαλλιτεχνικό, παρόλο που αυτό δεν γίνεται εμφανές στις αναπαραστάσεις της.
Η λατρεία της επικράτησε στην αυτοκρατορία μέχρι την έλευση του χριστιανισμού. Η Victoria Αugusta προσέλαβε μια κεντρική θέση στην πολιτική ιδεολογία της αυτοκρατορίας. Κάθε Ρωμαίος αυτοκράτορας τιμούσε την προσωπική του Victoria: Victoria Αugusti, Victoria Caesaris και συχνά της έδιναν γεωγραφικά επίθετα που σημειώνουν τις χώρες που κατακτήθηκαν: Victoria Αrmenica, Βritannica, Germanica, Parthica, Pontica. Ακóμη της προσέδιδαν τα λατρευτικά επίθετα Sancta, Aeterna και Maxima που προέρχονταν από ανατολική επίδραση.
Η απεικóνιση της Νίκης συμβóλιζε τρία είδη νίκης στη ρωμαϊκή και βυζαντινή τέχνη:
α) τη στρατιωτική νίκη και την ισχύ της αυτοκρατορίας
β) τη νίκη στην επικράτηση του χριστιανισμού έναντι της ειδωλολατρείας και
γ) τη νίκη επί του θανάτου.
Η επικράτηση του Χριστιανισμού οδήγησε σε μια μεγάλη διαμάχη για το βωμό της Νίκης στη Ρώμη, που τελικά καταστράφηκε το 382 μ. Χ. Η εικόνα της Νίκης πάραυτα συνέχισε να είναι οικεία και προσιτή στους πολίτες. Στις αρχές του 5ου μ. Χ. αιώνα, η λατρεία της Νίκης ήταν ακόμη ζωντανή στη Ρώμη.
Με την καθιέρωση της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσα της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 324 μ. Χ., η Νίκη στεφανώνει την νέα πρωτεύουσα, όπως ακριβώς σε παλαιοτέρα νομίσματα η Νίκη στεφάνωνε τη Ρώμη. Αυτό εικονίζεται σε χρυσό νόμισμα Αρκαδίου του 397- 402 μ. Χ., όπου η προσωποποίηση της Κωνσταντινούπολης κρατάει στο χέρι της τη Νίκη πάνω σε σφαίρα, η οποία με τη σειρά της την στεφανώνει.
Σε χρυσό νόμισμα Πουλχερίας του 414-419 μ. Χ. η Νίκη κάθεται σε πλώρη πλοίου και κρατάει ασπίδα στην οποία χαράσσει χριστóγραμμα. Ο παλιός τύπος της απεικόνισης της Νίκης να γράφει σε ασπίδα (votum), τώρα αποκτά ένα νέο ιδεολογικó περιεχόμενο.
Η Νίκη χαράσσει το σύμβολο της νέας θρησκείας. Παραλλαγή του τύπου αυτού συναντούμε σε σιμίσιο του 491-498 μ. Χ., όπου η Νίκη γράφει σε ασπίδα και δίπλα της βρίσκεται σταυρóς με χριστóγραμμα, Σε χρυσó νóμισμα του 491-518 μ. Χ., η Νίκη στέκεται óρθια στραμμένη προς τα αριστερά και κρατάει ψηλó σταυρó στο δεξί της χέρι.
Σε χρυσό νόμισμα Ιουστίνου του 519-527 μ. Χ. η Νίκη – Άγγελος óρθια και μετωπική κρατάει στο δεξί της χέρι ψηλó σταυρό και στο αριστερó της χέρι κρατάει σταυροφóρο σφαίρα. Παρ’ óτι η απεικóνιση αυτή είναι εντελώς στατική, φέρνει μία νέα δυναμική, την μετατροπή της Νίκης σε άγγελο. Αυτή η απεικόνιση είναι πλέον η συνήθης απεικόνιση της Νίκης. Ο άγγελος με τα ίδια σύμβολα απαντάται σε χρυσά νομίσματα του Ιουστινιανού Ι.
Η νίκη της Σαμοθράκης
Ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής αρχαιότητας που είχαμε την τύχη να σιασωθεί είναι η Νίκη της Σαμοθράκης.Πολύ γνωστό είναι το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης , το οποίο είναι ένα ελληνιστικό γλυπτό του 2ου π.Χ. αιώνα σκαλισμένο σε παριανό μάρμαρο, που παριστάνει τη θεά Νίκη. Το γλυπτό βρέθηκε στη Σαμοθράκη το 1863, σπασμένο σε πολλά κομμάτια, και μεταφέρθηκε στο Μουσείο του Λούβρου. Το κεφάλι και το αριστερό χέρι της Νίκης δε βρέθηκαν ποτέ. Το άγαλμα ήταν στημένο πάνω σε μια βάση με μορφή πλώρης πλοίου, βασικά κομμάτια της οποίας έχουν βρεθεί.
Το ιερό της Σαμοθράκης ήταν αφιερωμένο στους Καβείρους, θεότητες της γονιμότητας, οι οποίοι προστάτευαν τους ναυτικούς και έδιναν δύναμη σε όσους πολεμούσαν. Η τοποθέτηση του αγάλματος της Νίκης σε ένα ακρόπλωρο αποτελούσε θρησκευτική πράξη απόδοσης φόρου τιμής σ’ αυτές τις θεότητες για τη βοήθεια που προσέφεραν στους νικητές-αναθέτες.
Ο καλλιτέχνης που δημιούργησε το γλυπτό δεν είναι γνωστός με βεβαιότητα, αν και ένα απόσπασμα από την επιγραφή στη βάση του γλυπτού περιλαμβάνει τη λέξη «Ρόδιος».
Πιστεύεται ότι το έργο ήταν ανάθημα της Ρόδου, της πιο μεγάλης ναυτικής δύναμης εκείνης της εποχής στο Αιγαίο, προς ανάμνηση μιας συγκεκριμένης νίκης σε ναυμαχία. Το χρώμα του μαρμάρου και ο τύπος του πλοίου που αποτελεί τη βάση του γλυπτού παραπέμπουν σε έργο που πιθανόν να προέρχεται από τη Ρόδο.
Σύμφωνα με άλλες πηγές, το γλυπτό ήταν αφιέρωμα του Μακεδόνα στρατηγού Δημητρίου του Πολιορκητή έπειτα από μια νικηφόρα ναυμαχία στην Κύπρο.
Η θεά Νίκη παρουσιάζεται με τη μορφή μιας φτερωτής γυναίκας η οποία κατέβηκε από τον ουρανό, για να αναγγείλει τη νίκη στον στόλο που κέρδισε τη μάχη. Αναπαριστάνεται η στιγμή ακριβώς της προσγείωσης της θεάς, λίγο πριν αυτή σταθεί τελικά στην πλώρη του πλοίου, ενάντια στον δυνατό άνεμο που κάνει τα ενδύματά της να κυματίζουν. Το άγαλμα σμιλεύτηκε σε παριανό μάρμαρο, σε μέγεθος μεγαλύτερο από το φυσικό.
Στο δεξί χέρι της κρατούσε μάλλον μια σάλπιγγα, που θα την έφερε κοντά στα χείλη, ενώ στο αριστερό κρατούσε ίσως κάποιο λάφυρο ή τρόπαιο από τη μάχη.
Το πτυχωτό ένδυμα κολλά πάνω στο σώμα της σαν να είναι βρεγμένο. Το ένδυμα, που γλιστρά από τους ώμους της, κυματίζει πίσω της και τυλίγεται γύρω από τα πόδια της.
Τα δυνατά φτερά της θεάς μοιάζουν έτοιμα να την απογειώσουν ξανά. Παρά τους αιώνες που έχουν περάσει διατηρούν ακόμη και σήμερα μια αξιοθαύμαστη αναπαραστατική ακρίβεια.
Η κίνηση του έργου είναι σπειροειδής και η σύνθεσή του δίνει την εντύπωση ότι ανοίγεται οπτικά προς διάφορες κατευθύνσεις. Αυτό το πετυχαίνει ο καλλιτέχνης με τις οξείες γωνίες των φτερών, την προβολή του αριστερού ποδιού και την έμφαση που δίνει στο ένδυμα το οποίο κυματίζει ανάμεσα στα πόδια της θεότητας. Ο γλύπτης, από τον τρόπο με τον οποίο σκαλίζει το μάρμαρο, αποκαλύπτει το γυναικείο σώμα με μεγάλη δεξιοτεχνία και δίνει με έξοχο τρόπο την εντύπωση του λεπτού και βρεγμένου υφάσματος, που άλλοτε κολλάει στο σώμα και άλλοτε κυματίζει στον άνεμο.
Το μεγάλο αυτό έργο, το οποίο πιθανόν να χρησιμοποιούνταν ως βωμός, ήταν τοποθετημένο σε ανοιχτό και ψηλό χώρο κοντά στο ιερό. Σ’ αυτή τη θέση ίσως να υπήρχε μια μικρή τεχνητή λίμνη, μέσα στην οποία το πλοίο έμοιαζε να πλέει.
Το πρωινό της 15ης Απριλίου του 1865 ο Έλληνας εργάτης που δούλευε στις ανασκαφές της αρχαιολογικής αποστολής του Γάλλου υποπρόξενου Καρόλου Σαμπουαζό είπε «Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα»! .
Μόλις είχε βρει τα πόδια και τον κορμό της Νίκης της Σαμοθράκης. Μιας και η Σαμοθράκη βρισκόταν ακόμα υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Σαμπουαζό ζήτησε και πήρε την άδεια της Υψηλής Πύλης, για να μεταφέρει το γλυπτό στη Γαλλία, αφήνοντας πίσω την πλώρη γιατί πίστευε ότι ανήκει σε κάποιο άλλο γλυπτό. Ένα μήνα αργότερα , 11 Μαΐου ο άγαλμα έφτασε στο Λούβρο....
Η Νίκη εμφανίζεται στην λογοτεχνία για πρώτη φορά στον Ησίοδο, ενώ οι πρωιμότητες αναπαραστάσεις της χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 6ου π. Χ. αιώνα. Ο Ησίοδος την θεωρεί κόρη του Τιτάνα Πάλλαντα και της Στύγας, αδελφή του Ζήλου, του Κράτους και της Βίας, ενώ κατά μία άλλη παράδοση ήταν θυγατέρα του Άρη.
Ανήκει στην πρώτη θεϊκή γενιά και είναι παλαιότερη από τους ολύμπιους θεούς. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, την είχε αναθρέψει ο Πάλλας, ο οποίος της είχε αφιερώσει έναν ναό στην κορυφή του Παλατίνου λόφου στη Ρώμη. Ο μύθος αυτός γεννήθηκε από τις σχέσεις που συνδέουν στην Αθήνα τη θεά Αθηνά με τη Νίκη, καθώς και από την ομωνυμία του Τιτάνα Πάλλαντα και της θεάς Αθηνάς Παλλάδας.
Ο ρόλος της ήταν να φέρνει τη νίκη και να την αναγγέλλει. Με αυτήν την ιδιότητα όμως, εικονίζεται συχνά στην τέχνη για να εκθειάσει τους νικητές.
Ορφικός ύμνος Νίκης (θυμίαμα μάνναν)
Την Νίκην προσκαλώ την πολυδύναμη, την περιπόθητη στους ανθρώπους, πού μόνο αυτή απαλλάσσει τους ανθρώπους από την αγωνιώδη όρμην καί από την οδυνηράν αντίθεσιν κατά τάς μάχας μεταξύ αντιπάλων, διότι συ αποφασίζεις στους πολέμους με τα νικηφόρα έργα, προς τα οποια, όταν ορμάς φέρεις γλυκύτατον καύχημα, διότι είσαι των πάντων κυρίαρχος· καί εις κάθε διαμάχην εναπόκειται είς εσέ από εσέ εξαρτάται ή ένδοξος Νίκη το καλό αποτέλεσμα, πού χαίρεται ό νικητής αλλά, ώ μακαρία, είθε να μας έλθης με περιπόθητο φαιδρό μάτι καί να μας φέρης πάντοτε καλήν φήμην για τα ένδοξα έργα.
Στους ρωμαϊκούς χρόνους αντίστοιχη θεά ήταν η Victoria με ειδικό τομέα την πολιτική έκφραση της κρατικής εξουσίας. Συνδέεται με τη Νέμεση, που αντιπροσωπεύει την εκδικητική και προειδοποιητική πλευρά της αυτοκρατορικής Νίκης.
Ρωμαίοι συγγραφείς, όπως ο Ιμέριος την ονομάζουν κόρη του Δία. Στην εποχή του αυτοκράτορα Αυγούστου οι ομοιότητες μεταξύ της ρωμαϊκής Victoria και της ελληνικής Νίκης ήταν πολύ μεγάλες.
Στην Ρώμη, η θεά Victoria έγινε το σύμβολο της αυτοκρατορικής εξουσίας. Ο ναός της χρονολογείται από το 294 π. Χ. και πιθανώς ταυτιζόταν με τον ομώνυμο ναό στον Παλατίνο λόφο. Στην ρωμαϊκή δημοκρατία, η Victoria ήταν σχεδόν αποκλειστικά στρατιωτική θεότητα, συνδεδεμένη με τη Ρώμη και τη στρατιωτική της δόξα. Ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου ανακήρυξε τη θεότητα προστάτρια του νέου πολιτεύματος.
Η Victoria εμφανίζεται κυρίως ως θεά της πολιτικής και στρατιωτικής νίκης. Η ρωμαϊκή θεότητα είναι συνδεδεμένη τόσο με την πολιτική και με τις ιστορικές αλλαγές που συνέβαιναν, όσο και με τον πόλεμο. Σχετίζεται στενά με τον ρωμαίο αυτοκράτορα, και αποτελεί ένα από τα πιο ισχυρά στηρίγματα της θέσης του και της νομιμοποίησης της εξουσίας του.
Η ξεχωριστή ιδιότητα αυτής της θεότητας είναι ότι έγκειται στη στενή κα μια διαχώριστη σύνδεσή της ως Αρετής με τα πρόσωπα των αυτοκρατόρων, στην αρχή με τον Αύγουστο και τους διαδόχους του και έπειτα με όλους τους υπόλοιπους αυτοκράτορες. Ιδιαίτερα ο Αύγουστος ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε τόσο πολύ με την εικόνα της και τα σύμβολα που θα κρατούσε και την χρησιμοποίησε για την εξυπηρέτηση των σκοπών του σε όλες τις μορφές τέχνης.
Η εικόνα της Νίκης για τους ρωμαίους πολίτες ήταν καθημερινή και στα δημόσια γλυπτά και στα νομίσματα. Έτσι η Νίκη συνδέθηκε με την εδραίωση και την εξάπλωση της αυτοκρατορίας στα μάτια όλων.
Η απεικόνιση της Νίκης έχει προπαγανδιστικό και αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα. Εξυπηρετεί τον σκοπό της τιμητικής προβολής προσώπων, γεγονότων ή ιδεών και συχνά πολιτικών γεγονότων η καταστάσεων. Το πνεύμα λοιπόν της συγκεκριμένης θεάς είναι κατά κάποιον τρόπο τελείως αντικαλλιτεχνικό, παρόλο που αυτό δεν γίνεται εμφανές στις αναπαραστάσεις της.
Η λατρεία της επικράτησε στην αυτοκρατορία μέχρι την έλευση του χριστιανισμού. Η Victoria Αugusta προσέλαβε μια κεντρική θέση στην πολιτική ιδεολογία της αυτοκρατορίας. Κάθε Ρωμαίος αυτοκράτορας τιμούσε την προσωπική του Victoria: Victoria Αugusti, Victoria Caesaris και συχνά της έδιναν γεωγραφικά επίθετα που σημειώνουν τις χώρες που κατακτήθηκαν: Victoria Αrmenica, Βritannica, Germanica, Parthica, Pontica. Ακóμη της προσέδιδαν τα λατρευτικά επίθετα Sancta, Aeterna και Maxima που προέρχονταν από ανατολική επίδραση.
Η απεικóνιση της Νίκης συμβóλιζε τρία είδη νίκης στη ρωμαϊκή και βυζαντινή τέχνη:
α) τη στρατιωτική νίκη και την ισχύ της αυτοκρατορίας
β) τη νίκη στην επικράτηση του χριστιανισμού έναντι της ειδωλολατρείας και
γ) τη νίκη επί του θανάτου.
Η επικράτηση του Χριστιανισμού οδήγησε σε μια μεγάλη διαμάχη για το βωμό της Νίκης στη Ρώμη, που τελικά καταστράφηκε το 382 μ. Χ. Η εικόνα της Νίκης πάραυτα συνέχισε να είναι οικεία και προσιτή στους πολίτες. Στις αρχές του 5ου μ. Χ. αιώνα, η λατρεία της Νίκης ήταν ακόμη ζωντανή στη Ρώμη.
Με την καθιέρωση της Κωνσταντινούπολης ως πρωτεύουσα της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 324 μ. Χ., η Νίκη στεφανώνει την νέα πρωτεύουσα, όπως ακριβώς σε παλαιοτέρα νομίσματα η Νίκη στεφάνωνε τη Ρώμη. Αυτό εικονίζεται σε χρυσό νόμισμα Αρκαδίου του 397- 402 μ. Χ., όπου η προσωποποίηση της Κωνσταντινούπολης κρατάει στο χέρι της τη Νίκη πάνω σε σφαίρα, η οποία με τη σειρά της την στεφανώνει.
Σε χρυσό νόμισμα Πουλχερίας του 414-419 μ. Χ. η Νίκη κάθεται σε πλώρη πλοίου και κρατάει ασπίδα στην οποία χαράσσει χριστóγραμμα. Ο παλιός τύπος της απεικόνισης της Νίκης να γράφει σε ασπίδα (votum), τώρα αποκτά ένα νέο ιδεολογικó περιεχόμενο.
Η Νίκη χαράσσει το σύμβολο της νέας θρησκείας. Παραλλαγή του τύπου αυτού συναντούμε σε σιμίσιο του 491-498 μ. Χ., όπου η Νίκη γράφει σε ασπίδα και δίπλα της βρίσκεται σταυρóς με χριστóγραμμα, Σε χρυσó νóμισμα του 491-518 μ. Χ., η Νίκη στέκεται óρθια στραμμένη προς τα αριστερά και κρατάει ψηλó σταυρó στο δεξί της χέρι.
Σε χρυσό νόμισμα Ιουστίνου του 519-527 μ. Χ. η Νίκη – Άγγελος óρθια και μετωπική κρατάει στο δεξί της χέρι ψηλó σταυρό και στο αριστερó της χέρι κρατάει σταυροφóρο σφαίρα. Παρ’ óτι η απεικóνιση αυτή είναι εντελώς στατική, φέρνει μία νέα δυναμική, την μετατροπή της Νίκης σε άγγελο. Αυτή η απεικόνιση είναι πλέον η συνήθης απεικόνιση της Νίκης. Ο άγγελος με τα ίδια σύμβολα απαντάται σε χρυσά νομίσματα του Ιουστινιανού Ι.
Η νίκη της Σαμοθράκης
Ένα από τα σημαντικότερα έργα της ελληνικής αρχαιότητας που είχαμε την τύχη να σιασωθεί είναι η Νίκη της Σαμοθράκης.Πολύ γνωστό είναι το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης , το οποίο είναι ένα ελληνιστικό γλυπτό του 2ου π.Χ. αιώνα σκαλισμένο σε παριανό μάρμαρο, που παριστάνει τη θεά Νίκη. Το γλυπτό βρέθηκε στη Σαμοθράκη το 1863, σπασμένο σε πολλά κομμάτια, και μεταφέρθηκε στο Μουσείο του Λούβρου. Το κεφάλι και το αριστερό χέρι της Νίκης δε βρέθηκαν ποτέ. Το άγαλμα ήταν στημένο πάνω σε μια βάση με μορφή πλώρης πλοίου, βασικά κομμάτια της οποίας έχουν βρεθεί.
Το ιερό της Σαμοθράκης ήταν αφιερωμένο στους Καβείρους, θεότητες της γονιμότητας, οι οποίοι προστάτευαν τους ναυτικούς και έδιναν δύναμη σε όσους πολεμούσαν. Η τοποθέτηση του αγάλματος της Νίκης σε ένα ακρόπλωρο αποτελούσε θρησκευτική πράξη απόδοσης φόρου τιμής σ’ αυτές τις θεότητες για τη βοήθεια που προσέφεραν στους νικητές-αναθέτες.
Ο καλλιτέχνης που δημιούργησε το γλυπτό δεν είναι γνωστός με βεβαιότητα, αν και ένα απόσπασμα από την επιγραφή στη βάση του γλυπτού περιλαμβάνει τη λέξη «Ρόδιος».
Πιστεύεται ότι το έργο ήταν ανάθημα της Ρόδου, της πιο μεγάλης ναυτικής δύναμης εκείνης της εποχής στο Αιγαίο, προς ανάμνηση μιας συγκεκριμένης νίκης σε ναυμαχία. Το χρώμα του μαρμάρου και ο τύπος του πλοίου που αποτελεί τη βάση του γλυπτού παραπέμπουν σε έργο που πιθανόν να προέρχεται από τη Ρόδο.
Σύμφωνα με άλλες πηγές, το γλυπτό ήταν αφιέρωμα του Μακεδόνα στρατηγού Δημητρίου του Πολιορκητή έπειτα από μια νικηφόρα ναυμαχία στην Κύπρο.
Η θεά Νίκη παρουσιάζεται με τη μορφή μιας φτερωτής γυναίκας η οποία κατέβηκε από τον ουρανό, για να αναγγείλει τη νίκη στον στόλο που κέρδισε τη μάχη. Αναπαριστάνεται η στιγμή ακριβώς της προσγείωσης της θεάς, λίγο πριν αυτή σταθεί τελικά στην πλώρη του πλοίου, ενάντια στον δυνατό άνεμο που κάνει τα ενδύματά της να κυματίζουν. Το άγαλμα σμιλεύτηκε σε παριανό μάρμαρο, σε μέγεθος μεγαλύτερο από το φυσικό.
Στο δεξί χέρι της κρατούσε μάλλον μια σάλπιγγα, που θα την έφερε κοντά στα χείλη, ενώ στο αριστερό κρατούσε ίσως κάποιο λάφυρο ή τρόπαιο από τη μάχη.
Το πτυχωτό ένδυμα κολλά πάνω στο σώμα της σαν να είναι βρεγμένο. Το ένδυμα, που γλιστρά από τους ώμους της, κυματίζει πίσω της και τυλίγεται γύρω από τα πόδια της.
Τα δυνατά φτερά της θεάς μοιάζουν έτοιμα να την απογειώσουν ξανά. Παρά τους αιώνες που έχουν περάσει διατηρούν ακόμη και σήμερα μια αξιοθαύμαστη αναπαραστατική ακρίβεια.
Η κίνηση του έργου είναι σπειροειδής και η σύνθεσή του δίνει την εντύπωση ότι ανοίγεται οπτικά προς διάφορες κατευθύνσεις. Αυτό το πετυχαίνει ο καλλιτέχνης με τις οξείες γωνίες των φτερών, την προβολή του αριστερού ποδιού και την έμφαση που δίνει στο ένδυμα το οποίο κυματίζει ανάμεσα στα πόδια της θεότητας. Ο γλύπτης, από τον τρόπο με τον οποίο σκαλίζει το μάρμαρο, αποκαλύπτει το γυναικείο σώμα με μεγάλη δεξιοτεχνία και δίνει με έξοχο τρόπο την εντύπωση του λεπτού και βρεγμένου υφάσματος, που άλλοτε κολλάει στο σώμα και άλλοτε κυματίζει στον άνεμο.
Το μεγάλο αυτό έργο, το οποίο πιθανόν να χρησιμοποιούνταν ως βωμός, ήταν τοποθετημένο σε ανοιχτό και ψηλό χώρο κοντά στο ιερό. Σ’ αυτή τη θέση ίσως να υπήρχε μια μικρή τεχνητή λίμνη, μέσα στην οποία το πλοίο έμοιαζε να πλέει.
Το πρωινό της 15ης Απριλίου του 1865 ο Έλληνας εργάτης που δούλευε στις ανασκαφές της αρχαιολογικής αποστολής του Γάλλου υποπρόξενου Καρόλου Σαμπουαζό είπε «Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα»! .
Μόλις είχε βρει τα πόδια και τον κορμό της Νίκης της Σαμοθράκης. Μιας και η Σαμοθράκη βρισκόταν ακόμα υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Σαμπουαζό ζήτησε και πήρε την άδεια της Υψηλής Πύλης, για να μεταφέρει το γλυπτό στη Γαλλία, αφήνοντας πίσω την πλώρη γιατί πίστευε ότι ανήκει σε κάποιο άλλο γλυπτό. Ένα μήνα αργότερα , 11 Μαΐου ο άγαλμα έφτασε στο Λούβρο....
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου