Άμα θες να φύγεις, φύγε: Να σου πω την αλήθεια, κουράστηκα. Από μικρός θυμάμαι τον εαυτό μου με μια βαλίτσα στο χέρι, καθώς αλλάζουμε συνεχώς μέρη, σπίτια, φίλους, αγάπες, γειτονιές. Το έχουμε στην οικογένεια αυτό το συνήθειο. Λες και ανέκαθεν γουστάραμε κατά βάθος τη διαρκή μετάβαση από τόπο σε τόπο. Λες και φοβόμαστε να δεθούμε πολύ με το χώμα και τα πρόσωπα που έχουν φυτρώσει γύρω του και αποχωρούμε ακριβώς την ώρα που οι σχέσεις πάνε να ριζώσουν για τα καλά. Ήμουν, δεν ήμουν, πέντε χρονών, όταν οικογενειακώς αφήσαμε το χωριό μας για να έρθουμε στην πρωτεύουσα.Ήταν τότε που ακόμα οι ευκαιρίες ήταν χιλιάδες και χιλιάδες οι Έλληνες άφηναν τα πατρικά τους πίσω, τραβώντας για την Αθήνα, για μια ζωή καλύτερη, με φόντο την Ακρόπολη. Έτσι κι εμείς, φύγαμε όπως τα αποδημητικά πουλιά, ένα δειλινό του φθινοπώρου, φορτώνοντας με βαλίτσες και γδαρμένα έπιπλα το φορτηγό που θα μετακόμιζε τα όνειρά μας. Ακόμα θυμάμαι τα μπερδεμένα χρώματα που είχε πάρει ο ουρανός τη στιγμή εκείνη, ανάμεσα σε μοβ και γαλανό και γκρίζο, ένας ουρανός συγχυσμένος, ένας ουρανός που είχε φορτιστεί, όπως ακριβώς η ψυχή μου, τη στιγμή που είχα αγκαλιάσει σφιχτά τον καλύτερο, τον παιδικό μου φίλο.
Θυμάμαι πόσο είχα κλάψει και με πόσα ασταμάτητα αναφιλητά είχα πενθήσει για το ότι θα χανόμασταν, για το ότι θα βλέπω τα επιτραπέζια παιχνίδια μας και θα τον φέρνω στο νου μου αλλά δεν θα είναι πια κοντά μου για να παίξουμε. “Πρέπει να πάψεις να δένεσαι”, έλεγε ο πατέρας μου, όταν με έβλεπε να κάνω έτσι.
“Η ζωή είναι ένας κόμπος που διαρκώς πρέπει να θυμάσαι πώς λύνεται, γιατί αλλιώς θα σε πνίξει”. Κόμποι λυμένοι, βίρα τις άγκυρες!
Στην πορεία, ακόμα και σ’ αυτήν την ίδια τη μεγάλη την πρωτεύουσα, αλλάζαμε ανά τακτές πενταετίες συνοικία και μεταφερόμασταν αλλού. Άλλοτε στο Βορρά, άλλοτε στο Νότο, ανάλογα με το ποια προάστια είχαν τις κατάλληλες υποδομές και την πιο ιδανική ατμόσφαιρα για να εγκατασταθούμε οικονομικά, επαγγελματικά, κοινωνικά. Άντε πάλι να πηγαίνω σε καινούργιες τάξεις, σε άλλα θρανία, με άλλους δασκάλους και συμμαθητές που κάνουν άλλα αστεία.
Το χειρότερό μου ήταν όταν μόλις που προλάβαινα να ερωτευτώ και να νιώσω εντός μου τα πρώτα δυνατά σκιρτήματα, ακριβώς τότε δηλαδή που η ζωή μοιάζει ατέλειωτη, τότε που η ανθρώπινη έλξη σκάει μέσα σου σαν το πιο ανθεκτικό λουλούδι στη φύση, τότε που είσαι έτοιμος να διανύσεις με τα πόδια ξυπόλυτος τον κόσμο ολόκληρο, αρκεί να βρεθείς κοντά στο άλλο σου μισό, τότε που με το νου σου κάνεις τα πιο ριψοκίνδυνα άλματα για να νιώσεις ανίκητος και νικητής μαζί.
Τότε που κάνεις πλάνα μακροπρόθεσμα για εσένα και για εκείνη, τότε που αν και Νοέμβρης ακόμα, εσύ σκέφτεσαι το πώς θα περάσετε μαζί το καλοκαίρι, σε ποιο νησί θα την ξελογιάσεις, σε ποιο βράχο επάνω θα γράψεις τα αρχικά από τα μικρά σας τα ονόματα, με την πρόσθεση ανάμεσα και το άθροισμα να μην είναι μαθηματικώς ποτέ τίποτε άλλο παρά μόνο μαζί για πάντα. Εκείνη τη στιγμή, πρέπει να φύγεις, να αλλάξεις σχολειό, να αλλάξεις τμήμα, από το Γ2 να πας στο Γ7, τότε που ενώ ο κόσμος που έφτιαξες καταρρέει μέσα σ’ ένα μεσημέρι, έρχονται οι γύρω σου και σου λένε ότι θα κάνεις κι άλλες γνωριμίες, πως κάνεις έτσι, σαν πολύ κλαψιάρης μας βγήκες, πρέπει να κρατάς πισινές, δεν τελειώσαν και όλα!
Και φτου κι απ’ την αρχή.
Μετά, να φτιάχνω αιτήσεις και μηχανογραφικά και να μου λένε όλοι ότι σχετικά με το αντικείμενο των σπουδών που έχω επιλέξει το καλύτερο θα ήταν να φύγω για το εξωτερικό, να πάω σε προηγμένες σχολές, με υποδομές και έντονη ερευνητική δραστηριότητα και ότι, όπως και να ‘χει, θα κάνει καλό στο βιογράφικό μου, θα προσθέσει προσόντα για κάθε μελλοντική μου συνέντευξη και ότι ο ανταγωνισμός είναι αμείλικτος και για να σταθείς όρθιος αργότερα στον τόπο σου, μπορεί να χρειαστεί να φτάσεις πρώτα μέχρι και την Αμερική.
Άντε πάλι να φτιάχνω πράγματα, καλοκαιρινά, χειμωνιάτικα, βλέπεις εδώ έχει πάντα ήλιο και σε μπερδεύει όταν προγραμματίζεις ταξίδια για χώρες μακρινές, ανήλιες. Ότι όλο αυτό θα με κάνει να μάθω την επιστημονική ορολογία σε ξένες γλώσσες και ότι θα παίξει και αυτό το ρόλο του όταν αύριο θα εμφανιστώ απέναντι σε έναν απαιτητικό εργοδότη μαζί με άλλους υποψήφιους που απλά θα έχουν τελειώσει ένα ΤΕΙ της κωλοπετινίτσας.
Και δεν έχει σημασία που θα αφήσεις για μια ακόμη φορά πίσω έρωτες και φίλους, εκεί εξάλλου που θα πας θα κάνεις νέες φιλίες, εξάλλου ούτε και αυτές σημαίνει ότι θα αντέξουν στο χρόνο, αφού θα πρέπει κάποια στιγμή να φύγεις ξανά, ενδεχομένως για ακόμα πιο μακρινές χώρες, να πας να κάνεις το μεταπτυχιακό σου, που κι αυτό είναι σχεδόν αυτονόητο στην ανοιχτή αγορά, αφού από μόνο του το πτυχίο λέει πολλά αλλά δεν λέει και τίποτα, άρα γενικώς καλό θα είναι να έχεις το μυαλό σου στους στόχους σου και όχι να έχεις στόχο το μυαλό σου, την καρδιά σου, αμάν πια μ’ αυτούς τους συναισθηματισμούς, καρδούλες και βελάκια είσαι μόνο.
Θα μου λείψεις, Ζωή.
Από τον κόμπο, η ψυχολογία μου έχει σταδιακά περάσει στο λάστιχο. Είναι γιατί ύστερα από όλα αυτά τα πέρα-δώθε, θες κάποια στιγμή να κατασταλάξεις, να σταματήσεις πια να στριμώχνεις τις ημέρες σου όλες μέσα σε μια βαλίτσα και σε ελέγχους ασφαλείας σε δεκάδες αεροδρόμια και σε κουράζει πια αυτή η μόνιμη ευχή για καλό ταξίδι και που μετά από λίγο γίνεται καλωσόρισμα και ξεπροβόδισμα και αναχώρηση ξανά και φόβος μήπως τελικά έχεις παραφορτωθεί με δώρα για όλους όσους δεν ήθελες να ξεχάσεις και πληρώσεις το έξτρα υπέρβαρο για τις επιλογές σου.
Θες επιτέλους όλα αυτά που είδες, που έμαθες, να τα εφαρμόσεις στη χώρα σου, στη γειτονιά σου, να νιώσεις σημαντικός, να πεις ότι χαλάλι όλα αυτά τα κοσμογυρίσματα, χαλάλι οι φιλίες και οι έρωτες που ξεριζώθηκαν την ώρα που ανθίζαν, να δείξεις στην πράξη ότι έμαθες πια να λειτουργείς με την ψυχρή λογική και όχι με ρομαντικές μαθητικές προσθεσούλες. Και την ώρα που εσύ έρχεσαι, οι άλλοι φεύγουν. Αν είναι δυνατόν. Κρίση, σου λέει, τι να κάνει ο κόσμος.
Οι δουλειές τελειώσαν, η ανεργία πέταξε στα ύψη, οι θεσμοί δεν λειτουργούνε εδώ και καιρό, έχουμε κυβερνήσεις που θέλουμε να τις αλλάξουμε και δεν αλλάζουνε, το σύστημα σάπισε και τώρα έχει παντού μπόχα που παίρνει και εσένα μαζί της και σε βρομίζει και λες τι κάνω εδώ ρε γαμώτο, τι κάνω σε αυτή τη χώρα που διαλύεται, με πανεπιστήμια που μένουν κλειστά για μήνες, με πορείες και απεργίες και ξύλο και δακρυγόνα στους δρόμους, με άκρα, ναζιστές και μπαχαλάκηδες, με νεκρά παιδιά που πέφτουν κάτω από σφαίρες κομματικές, με νέους και γέρους που έχουν τάσεις φυγής. Όπου φύγει, φύγει, μου λες.
Δηλαδή, για να καταλάβω, μου λες να φύγουμε πάλι; Πάλι στη μετανάστευση; Πάλι στα ξεριζώματα; Εντάξει, ξέρω ότι τα έχεις χαμένα με όλα αυτά και ότι δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει εδώ πέρα. Μου λες ότι αυτό το κράτος δεν έκανε τίποτα για ‘σένα, για εμάς. Ότι δεν έχει νόημα να μείνουμε εδώ και να αφήσουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουνε σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Ότι στο εξωτερικό υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη, ότι ανά πάσα στιγμή έχεις εξασφαλισμένες υπηρεσίες υγείας και περίθαλψης, ότι δεν υπάρχουν τόσοι παράλογοι φόροι, όπως εδώ, ότι όλα είναι σταθερά, δεδομένα και δεν αιφνιδιάζεσαι ως πολίτης.
Και η πατρίδα; Σε ρωτάω να μου πεις, τι σημαίνει για ‘σένα, για ‘μένα, για τα παιδιά μας, η πατρίδα; Η πατρίδα είναι μόνο τσίπουρα, μεζεδάκια και Μελίνα Μερκούρη; Είναι ένα πλοίο που βουλιάζει η πατρίδα μου. Και εσύ μου λες ότι δεν πειράζει, τι να κάνουμε που θα το αφήσουμε τούτη την ώρα, ότι δεν δίνεις δεκάρα για το αν θα φτάσει στο βυθό, στον πάτο, ότι φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από εσένα, ενώ ξέρεις ότι δεν κάνεις τίποτα για να αλλάξει όλο αυτό, πέρα από το να γκρινιάζεις.
Ξέρω, θα μου πεις ότι όλα αυτά που λέω είναι πάλι συναισθηματικές μαλακίες και ότι καλό είναι να κοιτάει ο καθένας το συμφέρον του και ότι δεν έχει νόημα να αγωνιστούμε για να σώσουμε μια κατάσταση που έχει κολλήσει στα βράχια της ύφεσης και της παρακμής και ότι αν μείνουμε εδώ θα μας πάρει μαζί του το ναυάγιο και ότι η ζωή περνάει, πίσω δεν γυρνάει. Ωραία, λοιπόν, ας κοιτάξει ο καθένας το συμφέρον του.
Θυμάμαι πόσο είχα κλάψει και με πόσα ασταμάτητα αναφιλητά είχα πενθήσει για το ότι θα χανόμασταν, για το ότι θα βλέπω τα επιτραπέζια παιχνίδια μας και θα τον φέρνω στο νου μου αλλά δεν θα είναι πια κοντά μου για να παίξουμε. “Πρέπει να πάψεις να δένεσαι”, έλεγε ο πατέρας μου, όταν με έβλεπε να κάνω έτσι.
“Η ζωή είναι ένας κόμπος που διαρκώς πρέπει να θυμάσαι πώς λύνεται, γιατί αλλιώς θα σε πνίξει”. Κόμποι λυμένοι, βίρα τις άγκυρες!
Στην πορεία, ακόμα και σ’ αυτήν την ίδια τη μεγάλη την πρωτεύουσα, αλλάζαμε ανά τακτές πενταετίες συνοικία και μεταφερόμασταν αλλού. Άλλοτε στο Βορρά, άλλοτε στο Νότο, ανάλογα με το ποια προάστια είχαν τις κατάλληλες υποδομές και την πιο ιδανική ατμόσφαιρα για να εγκατασταθούμε οικονομικά, επαγγελματικά, κοινωνικά. Άντε πάλι να πηγαίνω σε καινούργιες τάξεις, σε άλλα θρανία, με άλλους δασκάλους και συμμαθητές που κάνουν άλλα αστεία.
Το χειρότερό μου ήταν όταν μόλις που προλάβαινα να ερωτευτώ και να νιώσω εντός μου τα πρώτα δυνατά σκιρτήματα, ακριβώς τότε δηλαδή που η ζωή μοιάζει ατέλειωτη, τότε που η ανθρώπινη έλξη σκάει μέσα σου σαν το πιο ανθεκτικό λουλούδι στη φύση, τότε που είσαι έτοιμος να διανύσεις με τα πόδια ξυπόλυτος τον κόσμο ολόκληρο, αρκεί να βρεθείς κοντά στο άλλο σου μισό, τότε που με το νου σου κάνεις τα πιο ριψοκίνδυνα άλματα για να νιώσεις ανίκητος και νικητής μαζί.
Τότε που κάνεις πλάνα μακροπρόθεσμα για εσένα και για εκείνη, τότε που αν και Νοέμβρης ακόμα, εσύ σκέφτεσαι το πώς θα περάσετε μαζί το καλοκαίρι, σε ποιο νησί θα την ξελογιάσεις, σε ποιο βράχο επάνω θα γράψεις τα αρχικά από τα μικρά σας τα ονόματα, με την πρόσθεση ανάμεσα και το άθροισμα να μην είναι μαθηματικώς ποτέ τίποτε άλλο παρά μόνο μαζί για πάντα. Εκείνη τη στιγμή, πρέπει να φύγεις, να αλλάξεις σχολειό, να αλλάξεις τμήμα, από το Γ2 να πας στο Γ7, τότε που ενώ ο κόσμος που έφτιαξες καταρρέει μέσα σ’ ένα μεσημέρι, έρχονται οι γύρω σου και σου λένε ότι θα κάνεις κι άλλες γνωριμίες, πως κάνεις έτσι, σαν πολύ κλαψιάρης μας βγήκες, πρέπει να κρατάς πισινές, δεν τελειώσαν και όλα!
Και φτου κι απ’ την αρχή.
Μετά, να φτιάχνω αιτήσεις και μηχανογραφικά και να μου λένε όλοι ότι σχετικά με το αντικείμενο των σπουδών που έχω επιλέξει το καλύτερο θα ήταν να φύγω για το εξωτερικό, να πάω σε προηγμένες σχολές, με υποδομές και έντονη ερευνητική δραστηριότητα και ότι, όπως και να ‘χει, θα κάνει καλό στο βιογράφικό μου, θα προσθέσει προσόντα για κάθε μελλοντική μου συνέντευξη και ότι ο ανταγωνισμός είναι αμείλικτος και για να σταθείς όρθιος αργότερα στον τόπο σου, μπορεί να χρειαστεί να φτάσεις πρώτα μέχρι και την Αμερική.
Άντε πάλι να φτιάχνω πράγματα, καλοκαιρινά, χειμωνιάτικα, βλέπεις εδώ έχει πάντα ήλιο και σε μπερδεύει όταν προγραμματίζεις ταξίδια για χώρες μακρινές, ανήλιες. Ότι όλο αυτό θα με κάνει να μάθω την επιστημονική ορολογία σε ξένες γλώσσες και ότι θα παίξει και αυτό το ρόλο του όταν αύριο θα εμφανιστώ απέναντι σε έναν απαιτητικό εργοδότη μαζί με άλλους υποψήφιους που απλά θα έχουν τελειώσει ένα ΤΕΙ της κωλοπετινίτσας.
Και δεν έχει σημασία που θα αφήσεις για μια ακόμη φορά πίσω έρωτες και φίλους, εκεί εξάλλου που θα πας θα κάνεις νέες φιλίες, εξάλλου ούτε και αυτές σημαίνει ότι θα αντέξουν στο χρόνο, αφού θα πρέπει κάποια στιγμή να φύγεις ξανά, ενδεχομένως για ακόμα πιο μακρινές χώρες, να πας να κάνεις το μεταπτυχιακό σου, που κι αυτό είναι σχεδόν αυτονόητο στην ανοιχτή αγορά, αφού από μόνο του το πτυχίο λέει πολλά αλλά δεν λέει και τίποτα, άρα γενικώς καλό θα είναι να έχεις το μυαλό σου στους στόχους σου και όχι να έχεις στόχο το μυαλό σου, την καρδιά σου, αμάν πια μ’ αυτούς τους συναισθηματισμούς, καρδούλες και βελάκια είσαι μόνο.
Θα μου λείψεις, Ζωή.
Από τον κόμπο, η ψυχολογία μου έχει σταδιακά περάσει στο λάστιχο. Είναι γιατί ύστερα από όλα αυτά τα πέρα-δώθε, θες κάποια στιγμή να κατασταλάξεις, να σταματήσεις πια να στριμώχνεις τις ημέρες σου όλες μέσα σε μια βαλίτσα και σε ελέγχους ασφαλείας σε δεκάδες αεροδρόμια και σε κουράζει πια αυτή η μόνιμη ευχή για καλό ταξίδι και που μετά από λίγο γίνεται καλωσόρισμα και ξεπροβόδισμα και αναχώρηση ξανά και φόβος μήπως τελικά έχεις παραφορτωθεί με δώρα για όλους όσους δεν ήθελες να ξεχάσεις και πληρώσεις το έξτρα υπέρβαρο για τις επιλογές σου.
Θες επιτέλους όλα αυτά που είδες, που έμαθες, να τα εφαρμόσεις στη χώρα σου, στη γειτονιά σου, να νιώσεις σημαντικός, να πεις ότι χαλάλι όλα αυτά τα κοσμογυρίσματα, χαλάλι οι φιλίες και οι έρωτες που ξεριζώθηκαν την ώρα που ανθίζαν, να δείξεις στην πράξη ότι έμαθες πια να λειτουργείς με την ψυχρή λογική και όχι με ρομαντικές μαθητικές προσθεσούλες. Και την ώρα που εσύ έρχεσαι, οι άλλοι φεύγουν. Αν είναι δυνατόν. Κρίση, σου λέει, τι να κάνει ο κόσμος.
Οι δουλειές τελειώσαν, η ανεργία πέταξε στα ύψη, οι θεσμοί δεν λειτουργούνε εδώ και καιρό, έχουμε κυβερνήσεις που θέλουμε να τις αλλάξουμε και δεν αλλάζουνε, το σύστημα σάπισε και τώρα έχει παντού μπόχα που παίρνει και εσένα μαζί της και σε βρομίζει και λες τι κάνω εδώ ρε γαμώτο, τι κάνω σε αυτή τη χώρα που διαλύεται, με πανεπιστήμια που μένουν κλειστά για μήνες, με πορείες και απεργίες και ξύλο και δακρυγόνα στους δρόμους, με άκρα, ναζιστές και μπαχαλάκηδες, με νεκρά παιδιά που πέφτουν κάτω από σφαίρες κομματικές, με νέους και γέρους που έχουν τάσεις φυγής. Όπου φύγει, φύγει, μου λες.
Δηλαδή, για να καταλάβω, μου λες να φύγουμε πάλι; Πάλι στη μετανάστευση; Πάλι στα ξεριζώματα; Εντάξει, ξέρω ότι τα έχεις χαμένα με όλα αυτά και ότι δεν ξέρεις τι σου ξημερώνει εδώ πέρα. Μου λες ότι αυτό το κράτος δεν έκανε τίποτα για ‘σένα, για εμάς. Ότι δεν έχει νόημα να μείνουμε εδώ και να αφήσουμε τα παιδιά μας να μεγαλώνουνε σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Ότι στο εξωτερικό υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη, ότι ανά πάσα στιγμή έχεις εξασφαλισμένες υπηρεσίες υγείας και περίθαλψης, ότι δεν υπάρχουν τόσοι παράλογοι φόροι, όπως εδώ, ότι όλα είναι σταθερά, δεδομένα και δεν αιφνιδιάζεσαι ως πολίτης.
Και η πατρίδα; Σε ρωτάω να μου πεις, τι σημαίνει για ‘σένα, για ‘μένα, για τα παιδιά μας, η πατρίδα; Η πατρίδα είναι μόνο τσίπουρα, μεζεδάκια και Μελίνα Μερκούρη; Είναι ένα πλοίο που βουλιάζει η πατρίδα μου. Και εσύ μου λες ότι δεν πειράζει, τι να κάνουμε που θα το αφήσουμε τούτη την ώρα, ότι δεν δίνεις δεκάρα για το αν θα φτάσει στο βυθό, στον πάτο, ότι φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από εσένα, ενώ ξέρεις ότι δεν κάνεις τίποτα για να αλλάξει όλο αυτό, πέρα από το να γκρινιάζεις.
Ξέρω, θα μου πεις ότι όλα αυτά που λέω είναι πάλι συναισθηματικές μαλακίες και ότι καλό είναι να κοιτάει ο καθένας το συμφέρον του και ότι δεν έχει νόημα να αγωνιστούμε για να σώσουμε μια κατάσταση που έχει κολλήσει στα βράχια της ύφεσης και της παρακμής και ότι αν μείνουμε εδώ θα μας πάρει μαζί του το ναυάγιο και ότι η ζωή περνάει, πίσω δεν γυρνάει. Ωραία, λοιπόν, ας κοιτάξει ο καθένας το συμφέρον του.
Άμα θες να φύγεις, φύγε.
Άμα θες να κλάψεις, κλάψε.
Να γκρινιάζεις μόνο πάψε.
Δεν μπορώ να τ’ ανεχτώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου