Πυθοκλείδης, (περ. 535-472 π.Χ.)· αυλητής και σοφιστής από την Κέα (από όπου και η επωνυμία Κείος). Υπήρξε δάσκαλος του Αγαθοκλή και του Περικλή και ιδρυτής μιας σημαντικής αθηναϊκής μουσικής σχολής.
Ο Πυθοκλείδης αναφέρεται από τον Πλάτωνα στον Πρωταγόρα (VIII, 316Ε) ανάμεσα στους σοφιστές που, όπως ο Αγαθοκλής και πολλοί άλλοι, “από φόβο για το φθόνο των άλλων,
χρησιμοποιούσαν τη μουσική σαν πρόσχημα και παραπέτασμα” Ο Πυθοκλείδης εισήγαγε τη μιξολυδική αρμονία στην τραγωδία, μετασχηματίζοντας τη σαπφική μιξολυδική αρμονία (sol – sol) στην τραγική μιξολυδική (si – si).
του Γιώργου Χαραλαμπόπουλου
Ένα από τα βασικά στηρίγματα της αθηναϊκής δημοκρατίας της εποχής του Χρυσού Αιώνα, ήταν η μέριμνα για την αγωγή των πολιτών στο χώρο της οπτικοακουστικής Μάλιστα, ο τομέας αυτός θεωρήθηκε τόσο ευαίσθητος ώστε, ο ίδιος ο ηγέτης της Αθήνας, ο Περικλής, ανέλαβε προσωπικά την αναβάθμιση των μουσικών και των θεατρικών παραστάσεων. Με επιχορηγήσεις και ειδικά κονδύλια δημιούργησε μια πρωτότυπη μουσικοθεατρική αντίληψη του “ευ ζειν”. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Πλάτωνα και άλλων αξιόλογων συγγραφέων και ιστορικών, η πρωτοβουλία αυτή προέρχεται από τις μουσικές αρχές μιας πρωτοποριακής σχολής στην οποία ηγείτο ο σοφιστής και αυλητής Πυθοκλείδης ο Κείος. Μια διερεύνηση της σχολής αυτής σε βάθος, μας οδηγεί στα αρχαϊκά συμπεράσματα των προγονών μας, οπού η μουσική ήταν φιλοσοφικός αλλά και πολιτικός τρόπος ζωής.Στο κείμενο που ακολουθεί αποκαλύπτεται η “εσωτερική σχολή” του Πυθοκλείδη και οι φορείς της μυστικής γνώσης της μουσικής.
Μια σκιαγράφηση των χαρακτήρων των ανθρώπων που συναναστρεφόταν ο Περικλής, θα μας οδηγήσει στην αθηναϊκή μουσική σχολή του Πυθοκλείδη του Κείου και σε μια “αλυσίδα μουσικών κλειδιών” που άνοιγαν τις πόρτες της σοφιστικής, της ψυχοσωματικής κάθαρσης και της “θείας χληδόνος” (του θείου εχου). Στο δυσνόητο κείμενο του Πλάτωνα με τον τίτλο “Πρωταγόρας”, αποκαλύπτεται ότι, ο Όμηρος, ο Ησίοδος και ο Σιμωνίδης χρησιμοποιούσαν την ποίηση, οι μαθητές του Ορφέα και του Μουσαίου τις τελετουργίες και τις προφητείες, και ο Ικκος ο Ταραντίνος και ο Ηρόδικος ο Μεγαρεύς τη γυμναστική, μόνο και μόνο σαν πρόσχημα για να περάσουν στους μαθητές τους μια ιδεολογία του “ευ ζειν”, η οποία ανήκε στον εξίσου δυσνόητο χώρο της σοφιστικής. Με το στόμα του Πρωταγόρα, ο Πλάτωνας αναφέρεται στο χώρο του ήχου και των ιδιοτήτων του, όταν ο Αβδηρίτης σοφιστής στο Σωκράτη και την παρέα του:
«Τη μουσική την πρόβαλε σαν πρόσχημα και ο Αγαθοκλής ο δικός σας (δηλαδή ο Αθηναίος), που ήταν μεγάλος σοφιστής, και ο Πυθοκλείδης ο Κείος και πολλοί άλλοι. Όλοι αυτοί, όπως είπα, επειδή φοβήθηκαν το φθόνο, άσκησαν τις τέχνες αυτές για προπετάσματα. Όσο γι’ αυτό όμως εγώ δε συμφωνώ με όλους αυτούς, γιατί νομίζω ότι αυτοί καθόλου δεν κατάφεραν να ξεγελάσουν που έχουν πολιτική δύναμη στις πόλεις, για τους οποίους ακριβώς προορίζονται αυτά τα πράγματα». (“Πρωταγόρας”,
Στα αρχαία κείμενα παραδίνεται μόνο μια πληροφορία σχετικά με τη μουσική προσφορά του Πυθοκλείδη (535-472 π.Χ.), σύμφωνα με την οποία, ο Κείος μουσικός δάσκαλος εισήγαγε τη μιξολυδική αρμονία στην τραγωδία (δηλαδή το οκτάχορδο SΙ-LΑ-SOL-FΑ-ΜΙ-ΡΕ-DΟ-SΙ στο διατονικό γένος), μετασχηματίζοντας έτσι τη σαπφική μιξολυδική αρμονία (SOL – SOL). Ωστόσο, υπήρξε ιδρυτής μιας από τις σπουδαιότερες αθηναϊκές σχολές μουσικής στην οποία φοίτησαν, μεταξύ άλλων, ο Αγαθοκλής και ο Περικλής. Ο Αγαθοκλής (τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα) δίδαξε με τη σειρά του μουσική στο Λαμπροκλή (αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα) και σύμφωνα με μερικούς συγγραφείς και τον Πίνδαρο. Μαθητής του Λαμπροκλή υπήρξε ο φίλος και σύμβουλος του Περικλή Δάμωνας (5ος π.Χ. αιώνας),
ο οποίος παρέδωσε μαθήματα μουσικής στο Σωκράτη (Διογένης Λαέρτιος β, 5, 19) και στο Δράκοντα (τέλος 5ου – αρχές 4ου π.Χ. αιώνα). Ο Δράκοντας, που δε γνωρίζουμε τίποτα για τη ζωή του, αναφέρεται από τον Πλούταρχο σαν μουσικοδιδάσκαλος του Πλάτωνα. Όλοι αυτοί οι πνευματικοί άνδρες είναι φορείς μιας αρχαιότερης μουσικής κατάρτισης που, όπως φαίνεται στον “Πρωταγόρα”, ανάγεται στην εποχή του Ορφέα και του Μουσαίου. Με βάση τα στοιχεία που μας παραδίνουν τα ιστορικά κείμενα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι αρχαίες αυτές μουσικές γνώσεις διατηρήθηκαν σε ορισμένα ιερατικά κέντρα και κάποια συγκεκριμένη περίοδο διοχετεύτηκαν κατάλληλα στους καλύτερους δέκτες. Ένα τέτοιο ιερατικό κέντρο υπήρχε στην Κέα από την εποχή του Αρισταίου, στα μέσα της 2ης π.Χ. χιλιετίας, και, όπως αναφέρει ο ποιητής Απολλώνιος ο Ρόδιος, συνέχιζε να λειτουργεί μέχρι τις μέρες του, το 2ο π.Χ. αιώνα. Το κέντρο αυτό, χτισμένο στην κορυφή του ψηλότερου βουνού του νησιού, ήταν αφιερωμένο στον Ικμαίο Δία και στο χώρο του τελούνταν κάθε χρόνο θυσίες στον Απόλλωνα – Κύνα (Σείριο) με την υπόκρουση παρακλητικής μουσικής. Σύμφωνα με τα ευρήματα των τελευταίων ανασκαφών, στην Ιούλη της Κέας, διαπιστώνεται η ύπαρξη προϊστορικού πολιτισμού, ο οποίος άνθισε την 5η π.Χ. χιλιετία. Όλα αυτά τα στοιχεία, που παραδίνονται από τον Ηρακλείδη τον Ποντικό (4ος π.Χ. αιώνας), το ημερολόγιο του Γκαίτε και τις έρευνες του Γάλλου ιστορικού Ζαν Ρισέρ, σε αντιπαράθεση με τα κυκλαδικά μουσικά ειδώλια της 2ης π.Χ. χιλιετίας, είναι μερικές από τις ενδείξεις που στηρίζουν τον άγνωστο πλούτο των γνώσεων του Πυθοκλείδη. Αν και δε γνωρίζουμε πολλά για τη μορφή και το είδος της προϊστορικής κυκλαδικής μουσικής, η σχολή του Πυθοκλείδη και η παρακαταθήκη των πολιτιστικών επιτευγμάτων της Κέας, μας δίνουν κάποια ιδέα για την εξέλιξη της. Το ζητούμενο στην έρευνα μας ωστόσο, δηλαδή η άγνωστη μουσική πορεία που επέτρεψε στον Πυθοκλείδη να μεταλαμπαδεύσει όλες τις γνώσεις γύρω από τον ήχο και την ακουστική στην Αθήνα του Χρυσού Αιώνα, είναι αρκετά πολύπλοκο και έχει τις ρίζες του στη σοφιστική και στο ιερατικό κέντρο της Κέας. Ο σοφιστής Πρόδικος ο Κείος και ο Θρηνωδός Σιμωνίδης ο Λεωπρέπους είναι δύο από τους κύριους παράγοντες που καθόρισαν τη φύση της πυθοκλείδιας σχολής.
Η ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ
Η τρίτη πολιτιστική ακμή της Κέας συμπίπτει με την εμφάνιση σπουδαίων ανδρών όπως ο Πυθοκλείδης, οι ποιητές και συνθέτες Σιμωνίδης και Βακχυλίδης και ο σοφιστής Πρόδικος. Στους τέσσερις αυτούς διανοουμένους, που έδρασαν στο τέλος του 6ου και στη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα, προσδιορίζεται η αναγέννηση και η νέα μουσική ταυτότητα της Κέας. Η χρονολογική απόσταση που υπήρχε μεταξύ τους ήταν τόσο περιορισμένη ώστε η δράση τους ταυτιζόταν. Ο Πυθοκλείδης (535-472 π.Χ.) ήταν σύγχρονος του Σιμωνίδη (556-467 π.Χ.) και κατά είκοσι χρόνια μικρότερος του. Σύγχρονοι επίσης ήταν μεταξύ τους ο ποιητής Βακχυλίδης (518-431 π.Χ.) και ο σοφιστής Πρόδικος, ο οποίος γεννήθηκε την ίδια εποχή με το Βακχυλίδη και ζούσε ακόμα, όταν ο Σωκράτης πέθαινε στη φυλακή (399 π.Χ.). Μάλιστα ο Βακχυλίδης, που ήταν ανιψιός του Σιμωνίδη, έζησε για ένα διάστημα μαζί με το θείο του στην αυλή του Ιέρωνα των Συρακουσών, γύρω στο 472 π.Χ. Στη συγγενή σχέση του Βακχυλίδη με το Σιμωνίδη, προηγείται ο παππούς του τελευταίου Σιμωνίδης ο Πρεσβύτερος, τα ποιητικά έργα του οποίου λέγεται ότι χάθηκαν. Η ταυτόχρονη ακμή των παραπάνω ανδρών ήταν φυσικό να δημιουργήσει την πνευματική ακμή της Κέας, από την οποία προήλθαν, η μουσική σχολή του Πυθοκλείδη, η σχολή χορού του Σιμωνίδη, η σχολή μελοποιητικής τέχνης του Βακχυλίδη και η σχολή ρητορικής του Πρόδικου. Ο Σιμωνίδης προερχόταν από ιερατική οικογένεια και κατείχε κληρονομικό αξίωμα σχετικό με τη λατρεία του Διόνυσου. Για το λόγο αυτό φοίτησε από μικρός στο ιερατικό κέντρο του θεού, από τις γιορτές του οποίου αργότερα τιμήθηκε με δεκάδες βραβεία (56 τρίποδες και 56 ταύρους). Σε ένα επίγραμμα του μας πληροφορεί ότι διδάχτηκε την ποίηση και τη μουσική και ότι ασκούσε το επάγγελμα του χοροδιδασκάλου, προετοιμάζοντας τη χορωδία που έψαλλε στις γιορτές του Απόλλωνα. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας και ένας γόνιμος συνθέτης ύμνων, εγκωμίων, παιάνων, υπορχημάτων, ελεγείων, παρθενίων, επιγραμμάτων και θρήνων, θεωρείται από τους ιστορικούς σαν εφευρέτης του επίνικου και εισηγητής του θρήνου στο χορικό τραγούδι. Στο τελευταίο οφείλει την ιδιότητα του σαν συνθέτη, γιατί κατά την όρχηση, οι αρχαίοι συνήθιζαν να εκφράζουν τα αισθήματα τους πρώτα με αναφωνήσεις, ύστερα με ολόκληρες φράσεις και στο τέλος με τραγούδια. Το χορικό τραγούδι εξελίχθηκε στα πλαίσια των θρησκευτικών τελετών προς τιμή διαφόρων θεών και περιλάμβανε και κάποια μιμική όρχηση. Έτσι παρέμεινε βασικός παράγοντας του διθυράμβου και του δράματος. Η θρηνητική μελωδία και οι παρακλητικές ωδές που προέρχονται από τη 2η π.Χ. χιλιετία, στις συνθέσεις του Σιμωνίδη, φαίνεται να είναι αλληλένδετες με την εξέλιξη του χορικού μέρους του δράματος (πάροδος, στάσιμο, εξόδιο), των χορικών ωδών, της χορωδιακής μουσικής και των χορικών αυλών.
Από τις συνθέσεις του Σιμωνίδη, τις περισσότερες από τις οποίες έψαλλε μόνος του, σπουδαιότερες θεωρούνται, η θρηνητική μελωδία του μύθου της Δανάης και το επιτάφιο επίγραμμα των πεσόντων στις Θερμοπύλες,
“Ω ξειν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι”,
που τον καθιέρωσε σαν εθνικό ποιητή της αρχαίας Ελλάδας. Ο ανταγωνισμός, και σε μερικές περιπτώσεις η έχθρα, του συγχρόνου Θηβαίου συνθέτη Πινδάρου κατά των Κείων συνθετών, δε μείωσε καθόλου τη φήμη των τελευταίων. Μάλιστα αναφέρεται ότι ο Σιμωνίδης πρόσθεσε την όγδοη χορδή στη λύρα (λεξικό Σουίδα), προσθήκη που διεκδικούν και οι Σάμιοι Πυθαγόρας και Λυκάονας, ενώ στον ποιητικό αγώνα που έγινε μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, νίκησε τον τραγικό ποιητή Αισχύλο. Τα έργα του Βακχυλίδη που βρέθηκαν μόλις τον περασμένο αιώνα (1896), δικαίωσαν κάποιο επίγραμμα του στο οποίο αυτοαποκαλείται “λάλος σειρήν”. Η σχέση του με το Σιμωνίδη, η αδελφή του οποίου ήταν μητέρα του, ήταν φυσικό να τον στρέψει στον ίδιο χώρο δράσης και να τον κάνει κορυφαίο θρηνοποιό και μελοποιό. Στο “Εγκώμιο της Ειρήνης” διαβάζουμε:
«Η ειρήνη είναι πρόξενος μεγάλων
καλών στους ανθρώπους, σε αυτήν
ανήκουν ο πλούτος και τα άνθη των
μελιγλώσσων ασμάτων… οι νέοι
μόνο μέλημα έχουν τα γυμνάσια,
τους αυλούς και τους κώμους… οι
χάλκινες σάλπιγγες δεν ηχούν
πλέον, τους δρόμους τους γεμίζουν
τα τερπνά συμπόσια και οι ύμνοι των
νέων ηχούν στον αέρα.»
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο σχολιαστής του Πινδάρου, αναφέρει τις προτιμήσεις του Ιέρωνα των Συρακουσών στις συνθέσεις του Βακχυλίδη. Αν θυμηθούμε ότι ο Ιέρωνας δημιούργησε στην αυλή του το ονομαστότερο για την εποχή του πανεπιστήμιο (5ος π.Χ. αιώνας), στο οποίο βρέθηκαν οι δυο Κείοι συνθέτες, ή την επίδραση του Βακχυλίδη στον Οράτιο, θα καταλάβουμε ευκολότερα το πνεύμα μέσα στο οποίο κυοφορήθηκε η μουσική σχολή του Πυθοκλείδη. Η ποιητική αυτή εξέλιξη που ξεπήδησε μέσα από το χώρο του ιερατείου της Κέας, είχε σαν επακόλουθο τη μελοποίηση και τη μουσική επένδυση των στίχων, δηλαδή βασικό στοιχείο που αποτέλεσε κίνητρο για την παραπέρα εξέλιξη της μουσικής. Την ίδια περίοδο κάνει την εμφάνιση του και το κίνημα των σοφιστών. Όσο και αν η αρχαία παράδοση δεν χαρακτηρίζει σαν φιλοσόφους τους στοχαστές που προηγήθηκαν του Σωκράτη και τους αποκαλεί σοφιστές, οι διανοοούμενοι που ανήκαν στην ενδιάμεση αυτή σχολή, πρόσφεραν πολλά στην πνευματική κίνηση του 5ου π.Χ. αιώνα. Ειδικά στο χώρο που εξετάζουμε, εμβάθυναν στους παράγοντες που διαμόρφωναν την ψυχοσωματική ηρεμία. Επαγγελματικά, ήταν δάσκαλοι της ρητορικής τέχνης. Ταξίδευαν από πόλη σε πόλη, μιλούσαν στις δημόσιες γιορτές και τελετές, έβγαζαν πανηγυρικούς λόγους για τις πόλεις, επιταφίους, καθώς επίσης και εγκωμιαστικούς σε πρόσωπα που είχαν δημόσια δράση. Στο χώρο αυτό ανήκε και ο Πρόδικος ο Κείος, ο οποίος περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα και μετά δημιούργησε μια σπουδαία σχολή ρητορικής στην Αθήνα. Μαζί με τον Πρωταγόρα θεωρούνται θεμελιωτές της γλωσσολογικής επιστήμης και της γραμματικής τέχνης. Σύγχρονος και εφάμιλλος του Πρόδικου ήταν μόνο ο Σωκράτης και οι μαθητές του Ξενοφώντας και Πλάτωνας. Οι τελευταίοι, είναι οι μόνοι που μας δίνουν κάποιες πληροφορίες για τον Πρόδικο. Χαρακτηριστικό είναι ότι η φήμη του Πρόδικου αναγνωρίζεται και από αυτόν τον ίδιο το Σωκράτη, ο οποίος ονομάζει τον εαυτό του μαθητή του Κείου σοφού.
Μαθητές του επίσης υπήρξαν και οι, Ευρυπίδης, Ισοκράτης, Θουκυδίδης, Ξενοφώντας, καθώς επίσης και οι μουσικοί Αγάθωνας και Δάμωνας. Μάλιστα, ο τελευταίος, που ταυτόχρονα ήταν και σοφιστής, διετέλεσε σύμβουλος του Περικλή στα θέματα της μουσικής. Από τη σοφιστική του Πρόδικου μέχρι τη μουσική σχολή του Πυθοκλείδη, ο χώρος αποτελείται από μία ομάδα μουσικών δασκάλων. Είναι φανερό ότι η αλληλοεπίδραση και αλληλοεξάρτηση των έργων τους δημιούργησε τη συνισταμένη πάνω στην οποία ο Περικλής στήριζε την πολιτική δραστηριότητα του με την οπτικοακουστική.
ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΟΝ ΠΥΘΟΚΛΕΙΔΗ
Ενας διακεκριμένος μαθητής του Πυθοκλείδη ήταν ο Αγαθοκλής (τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα), ο οποίος μετέδωσε τις γνώσεις του Κείου μουσικού στο Λαμπροκλή. Ο Λαμπροκλής (αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα) έγινε γνωστός από τη σύνθεση του “Ύμνος Στην Αθηνά”, που δυστυχώς σώθηκε μόνο η αρχή. Κατά το φιλόσοφο Λύσι, ήταν ο πρώτος που επιβεβαίωσε ότι η μιξολυδική αρμονία (51-51, από την παραμέση μέχρι την υπάτη υπατών). Πολλοί ερμηνευτές τον ταυτίζουν με το μουσικό Λάμπρο. Ο Λάμπρος, που δε γνωρίζουμε πότε έζησε, χαρακτηρίζεται από τον Αριστόξενο σαν διάσημος λυρικός ποιητής και δημιουργικός μουσικοσυνθέτης. Στον Αθηναίο αναφέρεται σαν δάσκαλος όρχησης και μουσικής του Σοφοκλή (“Δειπνοσοφιστές” Α, 20,37), ενώ ο Φρύνιχος τον κατατάσσει στους ποιητές των θρηνητικών μελωδιών. Κοντά στο Λαμπροκλή διδάχτηκε τη μουσική ο σοφιστής και διανοούμενος Δάμωνας. Γεννημένος στο δήμο Όα, της Αθήνας, έζησε και έδρασε γύρω στο 430 π.Χ. Υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς θεωρητικούς της μουσικής. Διδάχτηκε τη σοφιστική τέχνη κοντά στον Πρόδικο και στις μουσικές του παραδόσεις είχε μεταξύ των μαθητών του το Σωκράτη, τον
Περικλή και το μουσικό Δράκοντα. Αυτός, ο τελευταίος, υπήρξε μουσικοδιδάσκαλος του Πλάτωνα (Πλούταρχος, “Περί Μουσικής” 1136, 17). Ο Δάμωνας ήταν εξαιρετικά και πλατιά καλλιεργημένος και άσκησε μεγάλη επίδραση στους σοφούς της εποχής του. Στην “Πολιτεία” (Δ, 424) αναφέρεται από το Σωκράτη σε μια ιδιαίτερης προσοχής παρατήρηση: «Γιατί πουθενά δε θα μπορούσαν να αλλάξουν οι τρόποι (τα στιλ) της μουσικής, χωρίς να κλονιστούν οι θεμελιώδεις νόμοι της πολιτείας, όπως λέει ο Δάμωνας και το πιστεύω και εγώ.»
Ο Αθηναίος επίσης αναφέρει τις απόψεις του Δάμωνα σχετικά με την εσωτερική σχέση της μουσικής προς την ψυχή (14, 164), ενώ ο Πλούταρχος στη βιογραφία του Περικλή μας δίνει και άλλες πληροφορίες, στις οποίες διαβάζουμε:
«Οι πιο πολλοί λένε πως δάσκαλος του (του Περικλή) στη μουσική ήταν ο Δάμωνας, για τον οποίο μάλιστα λένε ότι το όνομα του πρέπει να προφέρεται χωρίς να τονίζεται η πρώτη συλλαβή. Ο Αριστοτέλης όμως αναφέρει πως ο Περικλής σπούδασε τη μουσική κοντά στον Πυθοκλείδη. Ωστόσο, φαίνεται πως ο Δάμωνας ήταν εξαιρετικός φιλόσοφος και παρίστανε το μουσικοδιδάσκαλο, απλά για να κρύβει από τους ανθρώπους την πραγματική του ειδικότητα. Με τον Περικλή όμως συναναστρεφόταν με την οικειότητα που συναναστρέφεται ο προπονητής με τοναθλητή του. Τελικά, όμως ο Δάμωνας
με το κάλυμμα αυτό της λύρας δενμπόρεσε να κρυφτεί.»
(Πλούταρχος, “Περικλής”4)
Στο ίδιο κείμενο διαβάζουμε και την παρακάτω, σοφιστικού τύπου, παρατήρηση του Πλούταρχου:
«Όσο γι’αυτούς που υποστηρίζουν πως όταν βρούμε την αιτία ενός φαινομένου, τότε τα σημάδια δεν έχουν καμιά αξία, αυτοί δεν καταλαβαίνουν πως έτσι παραγνωρίζουν όχι μόνο τα σημάδια που στέλνουν οι θεοί αλλά και αυτά που δημιουργεί ο άνθρωπος, όπως για παράδειγμα ο ήχος του δίσκου (του δισκοβόλου).» (Περικλής, 6)
Όπως βλέπουμε, η σοφιστική και ρητορική ήταν αλληλένδετες με τη μουσική. Τη σχέση αυτή θα είχε υπόψη του ο Πλάτωνας όταν έγραφε ότι, «η ρητορική είναι αυτή που χειραγωγεί τις διαθέσεις των ανθρώπων και το πιο σπουδαίο έργο της είναι η μέθοδος με την οποία αντιμετωπίζονται οι συνήθειες και τα πάθη τους». Για το ίδιο θέμα, αργότερα, ο Πλούταρχος, αναφερόμενος στα πάθη και τις συνήθειες, παρομοίασε τις δύο αυτές εκδηλώσεις σαν “χορδές της ψυχής που πρέπει να ξέρει κανείς να τις αγγίζει και να τις χτυπάει”.
Ο Πυθοκλείδης αναφέρεται από τον Πλάτωνα στον Πρωταγόρα (VIII, 316Ε) ανάμεσα στους σοφιστές που, όπως ο Αγαθοκλής και πολλοί άλλοι, “από φόβο για το φθόνο των άλλων,
χρησιμοποιούσαν τη μουσική σαν πρόσχημα και παραπέτασμα” Ο Πυθοκλείδης εισήγαγε τη μιξολυδική αρμονία στην τραγωδία, μετασχηματίζοντας τη σαπφική μιξολυδική αρμονία (sol – sol) στην τραγική μιξολυδική (si – si).
του Γιώργου Χαραλαμπόπουλου
Ένα από τα βασικά στηρίγματα της αθηναϊκής δημοκρατίας της εποχής του Χρυσού Αιώνα, ήταν η μέριμνα για την αγωγή των πολιτών στο χώρο της οπτικοακουστικής Μάλιστα, ο τομέας αυτός θεωρήθηκε τόσο ευαίσθητος ώστε, ο ίδιος ο ηγέτης της Αθήνας, ο Περικλής, ανέλαβε προσωπικά την αναβάθμιση των μουσικών και των θεατρικών παραστάσεων. Με επιχορηγήσεις και ειδικά κονδύλια δημιούργησε μια πρωτότυπη μουσικοθεατρική αντίληψη του “ευ ζειν”. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Πλάτωνα και άλλων αξιόλογων συγγραφέων και ιστορικών, η πρωτοβουλία αυτή προέρχεται από τις μουσικές αρχές μιας πρωτοποριακής σχολής στην οποία ηγείτο ο σοφιστής και αυλητής Πυθοκλείδης ο Κείος. Μια διερεύνηση της σχολής αυτής σε βάθος, μας οδηγεί στα αρχαϊκά συμπεράσματα των προγονών μας, οπού η μουσική ήταν φιλοσοφικός αλλά και πολιτικός τρόπος ζωής.Στο κείμενο που ακολουθεί αποκαλύπτεται η “εσωτερική σχολή” του Πυθοκλείδη και οι φορείς της μυστικής γνώσης της μουσικής.
Μια σκιαγράφηση των χαρακτήρων των ανθρώπων που συναναστρεφόταν ο Περικλής, θα μας οδηγήσει στην αθηναϊκή μουσική σχολή του Πυθοκλείδη του Κείου και σε μια “αλυσίδα μουσικών κλειδιών” που άνοιγαν τις πόρτες της σοφιστικής, της ψυχοσωματικής κάθαρσης και της “θείας χληδόνος” (του θείου εχου). Στο δυσνόητο κείμενο του Πλάτωνα με τον τίτλο “Πρωταγόρας”, αποκαλύπτεται ότι, ο Όμηρος, ο Ησίοδος και ο Σιμωνίδης χρησιμοποιούσαν την ποίηση, οι μαθητές του Ορφέα και του Μουσαίου τις τελετουργίες και τις προφητείες, και ο Ικκος ο Ταραντίνος και ο Ηρόδικος ο Μεγαρεύς τη γυμναστική, μόνο και μόνο σαν πρόσχημα για να περάσουν στους μαθητές τους μια ιδεολογία του “ευ ζειν”, η οποία ανήκε στον εξίσου δυσνόητο χώρο της σοφιστικής. Με το στόμα του Πρωταγόρα, ο Πλάτωνας αναφέρεται στο χώρο του ήχου και των ιδιοτήτων του, όταν ο Αβδηρίτης σοφιστής στο Σωκράτη και την παρέα του:
«Τη μουσική την πρόβαλε σαν πρόσχημα και ο Αγαθοκλής ο δικός σας (δηλαδή ο Αθηναίος), που ήταν μεγάλος σοφιστής, και ο Πυθοκλείδης ο Κείος και πολλοί άλλοι. Όλοι αυτοί, όπως είπα, επειδή φοβήθηκαν το φθόνο, άσκησαν τις τέχνες αυτές για προπετάσματα. Όσο γι’ αυτό όμως εγώ δε συμφωνώ με όλους αυτούς, γιατί νομίζω ότι αυτοί καθόλου δεν κατάφεραν να ξεγελάσουν που έχουν πολιτική δύναμη στις πόλεις, για τους οποίους ακριβώς προορίζονται αυτά τα πράγματα». (“Πρωταγόρας”,
Στα αρχαία κείμενα παραδίνεται μόνο μια πληροφορία σχετικά με τη μουσική προσφορά του Πυθοκλείδη (535-472 π.Χ.), σύμφωνα με την οποία, ο Κείος μουσικός δάσκαλος εισήγαγε τη μιξολυδική αρμονία στην τραγωδία (δηλαδή το οκτάχορδο SΙ-LΑ-SOL-FΑ-ΜΙ-ΡΕ-DΟ-SΙ στο διατονικό γένος), μετασχηματίζοντας έτσι τη σαπφική μιξολυδική αρμονία (SOL – SOL). Ωστόσο, υπήρξε ιδρυτής μιας από τις σπουδαιότερες αθηναϊκές σχολές μουσικής στην οποία φοίτησαν, μεταξύ άλλων, ο Αγαθοκλής και ο Περικλής. Ο Αγαθοκλής (τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα) δίδαξε με τη σειρά του μουσική στο Λαμπροκλή (αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα) και σύμφωνα με μερικούς συγγραφείς και τον Πίνδαρο. Μαθητής του Λαμπροκλή υπήρξε ο φίλος και σύμβουλος του Περικλή Δάμωνας (5ος π.Χ. αιώνας),
ο οποίος παρέδωσε μαθήματα μουσικής στο Σωκράτη (Διογένης Λαέρτιος β, 5, 19) και στο Δράκοντα (τέλος 5ου – αρχές 4ου π.Χ. αιώνα). Ο Δράκοντας, που δε γνωρίζουμε τίποτα για τη ζωή του, αναφέρεται από τον Πλούταρχο σαν μουσικοδιδάσκαλος του Πλάτωνα. Όλοι αυτοί οι πνευματικοί άνδρες είναι φορείς μιας αρχαιότερης μουσικής κατάρτισης που, όπως φαίνεται στον “Πρωταγόρα”, ανάγεται στην εποχή του Ορφέα και του Μουσαίου. Με βάση τα στοιχεία που μας παραδίνουν τα ιστορικά κείμενα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι αρχαίες αυτές μουσικές γνώσεις διατηρήθηκαν σε ορισμένα ιερατικά κέντρα και κάποια συγκεκριμένη περίοδο διοχετεύτηκαν κατάλληλα στους καλύτερους δέκτες. Ένα τέτοιο ιερατικό κέντρο υπήρχε στην Κέα από την εποχή του Αρισταίου, στα μέσα της 2ης π.Χ. χιλιετίας, και, όπως αναφέρει ο ποιητής Απολλώνιος ο Ρόδιος, συνέχιζε να λειτουργεί μέχρι τις μέρες του, το 2ο π.Χ. αιώνα. Το κέντρο αυτό, χτισμένο στην κορυφή του ψηλότερου βουνού του νησιού, ήταν αφιερωμένο στον Ικμαίο Δία και στο χώρο του τελούνταν κάθε χρόνο θυσίες στον Απόλλωνα – Κύνα (Σείριο) με την υπόκρουση παρακλητικής μουσικής. Σύμφωνα με τα ευρήματα των τελευταίων ανασκαφών, στην Ιούλη της Κέας, διαπιστώνεται η ύπαρξη προϊστορικού πολιτισμού, ο οποίος άνθισε την 5η π.Χ. χιλιετία. Όλα αυτά τα στοιχεία, που παραδίνονται από τον Ηρακλείδη τον Ποντικό (4ος π.Χ. αιώνας), το ημερολόγιο του Γκαίτε και τις έρευνες του Γάλλου ιστορικού Ζαν Ρισέρ, σε αντιπαράθεση με τα κυκλαδικά μουσικά ειδώλια της 2ης π.Χ. χιλιετίας, είναι μερικές από τις ενδείξεις που στηρίζουν τον άγνωστο πλούτο των γνώσεων του Πυθοκλείδη. Αν και δε γνωρίζουμε πολλά για τη μορφή και το είδος της προϊστορικής κυκλαδικής μουσικής, η σχολή του Πυθοκλείδη και η παρακαταθήκη των πολιτιστικών επιτευγμάτων της Κέας, μας δίνουν κάποια ιδέα για την εξέλιξη της. Το ζητούμενο στην έρευνα μας ωστόσο, δηλαδή η άγνωστη μουσική πορεία που επέτρεψε στον Πυθοκλείδη να μεταλαμπαδεύσει όλες τις γνώσεις γύρω από τον ήχο και την ακουστική στην Αθήνα του Χρυσού Αιώνα, είναι αρκετά πολύπλοκο και έχει τις ρίζες του στη σοφιστική και στο ιερατικό κέντρο της Κέας. Ο σοφιστής Πρόδικος ο Κείος και ο Θρηνωδός Σιμωνίδης ο Λεωπρέπους είναι δύο από τους κύριους παράγοντες που καθόρισαν τη φύση της πυθοκλείδιας σχολής.
Η ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ
Η τρίτη πολιτιστική ακμή της Κέας συμπίπτει με την εμφάνιση σπουδαίων ανδρών όπως ο Πυθοκλείδης, οι ποιητές και συνθέτες Σιμωνίδης και Βακχυλίδης και ο σοφιστής Πρόδικος. Στους τέσσερις αυτούς διανοουμένους, που έδρασαν στο τέλος του 6ου και στη διάρκεια του 5ου π.Χ. αιώνα, προσδιορίζεται η αναγέννηση και η νέα μουσική ταυτότητα της Κέας. Η χρονολογική απόσταση που υπήρχε μεταξύ τους ήταν τόσο περιορισμένη ώστε η δράση τους ταυτιζόταν. Ο Πυθοκλείδης (535-472 π.Χ.) ήταν σύγχρονος του Σιμωνίδη (556-467 π.Χ.) και κατά είκοσι χρόνια μικρότερος του. Σύγχρονοι επίσης ήταν μεταξύ τους ο ποιητής Βακχυλίδης (518-431 π.Χ.) και ο σοφιστής Πρόδικος, ο οποίος γεννήθηκε την ίδια εποχή με το Βακχυλίδη και ζούσε ακόμα, όταν ο Σωκράτης πέθαινε στη φυλακή (399 π.Χ.). Μάλιστα ο Βακχυλίδης, που ήταν ανιψιός του Σιμωνίδη, έζησε για ένα διάστημα μαζί με το θείο του στην αυλή του Ιέρωνα των Συρακουσών, γύρω στο 472 π.Χ. Στη συγγενή σχέση του Βακχυλίδη με το Σιμωνίδη, προηγείται ο παππούς του τελευταίου Σιμωνίδης ο Πρεσβύτερος, τα ποιητικά έργα του οποίου λέγεται ότι χάθηκαν. Η ταυτόχρονη ακμή των παραπάνω ανδρών ήταν φυσικό να δημιουργήσει την πνευματική ακμή της Κέας, από την οποία προήλθαν, η μουσική σχολή του Πυθοκλείδη, η σχολή χορού του Σιμωνίδη, η σχολή μελοποιητικής τέχνης του Βακχυλίδη και η σχολή ρητορικής του Πρόδικου. Ο Σιμωνίδης προερχόταν από ιερατική οικογένεια και κατείχε κληρονομικό αξίωμα σχετικό με τη λατρεία του Διόνυσου. Για το λόγο αυτό φοίτησε από μικρός στο ιερατικό κέντρο του θεού, από τις γιορτές του οποίου αργότερα τιμήθηκε με δεκάδες βραβεία (56 τρίποδες και 56 ταύρους). Σε ένα επίγραμμα του μας πληροφορεί ότι διδάχτηκε την ποίηση και τη μουσική και ότι ασκούσε το επάγγελμα του χοροδιδασκάλου, προετοιμάζοντας τη χορωδία που έψαλλε στις γιορτές του Απόλλωνα. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους λυρικούς ποιητές της αρχαίας Ελλάδας και ένας γόνιμος συνθέτης ύμνων, εγκωμίων, παιάνων, υπορχημάτων, ελεγείων, παρθενίων, επιγραμμάτων και θρήνων, θεωρείται από τους ιστορικούς σαν εφευρέτης του επίνικου και εισηγητής του θρήνου στο χορικό τραγούδι. Στο τελευταίο οφείλει την ιδιότητα του σαν συνθέτη, γιατί κατά την όρχηση, οι αρχαίοι συνήθιζαν να εκφράζουν τα αισθήματα τους πρώτα με αναφωνήσεις, ύστερα με ολόκληρες φράσεις και στο τέλος με τραγούδια. Το χορικό τραγούδι εξελίχθηκε στα πλαίσια των θρησκευτικών τελετών προς τιμή διαφόρων θεών και περιλάμβανε και κάποια μιμική όρχηση. Έτσι παρέμεινε βασικός παράγοντας του διθυράμβου και του δράματος. Η θρηνητική μελωδία και οι παρακλητικές ωδές που προέρχονται από τη 2η π.Χ. χιλιετία, στις συνθέσεις του Σιμωνίδη, φαίνεται να είναι αλληλένδετες με την εξέλιξη του χορικού μέρους του δράματος (πάροδος, στάσιμο, εξόδιο), των χορικών ωδών, της χορωδιακής μουσικής και των χορικών αυλών.
Από τις συνθέσεις του Σιμωνίδη, τις περισσότερες από τις οποίες έψαλλε μόνος του, σπουδαιότερες θεωρούνται, η θρηνητική μελωδία του μύθου της Δανάης και το επιτάφιο επίγραμμα των πεσόντων στις Θερμοπύλες,
“Ω ξειν αγγέλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι”,
που τον καθιέρωσε σαν εθνικό ποιητή της αρχαίας Ελλάδας. Ο ανταγωνισμός, και σε μερικές περιπτώσεις η έχθρα, του συγχρόνου Θηβαίου συνθέτη Πινδάρου κατά των Κείων συνθετών, δε μείωσε καθόλου τη φήμη των τελευταίων. Μάλιστα αναφέρεται ότι ο Σιμωνίδης πρόσθεσε την όγδοη χορδή στη λύρα (λεξικό Σουίδα), προσθήκη που διεκδικούν και οι Σάμιοι Πυθαγόρας και Λυκάονας, ενώ στον ποιητικό αγώνα που έγινε μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, νίκησε τον τραγικό ποιητή Αισχύλο. Τα έργα του Βακχυλίδη που βρέθηκαν μόλις τον περασμένο αιώνα (1896), δικαίωσαν κάποιο επίγραμμα του στο οποίο αυτοαποκαλείται “λάλος σειρήν”. Η σχέση του με το Σιμωνίδη, η αδελφή του οποίου ήταν μητέρα του, ήταν φυσικό να τον στρέψει στον ίδιο χώρο δράσης και να τον κάνει κορυφαίο θρηνοποιό και μελοποιό. Στο “Εγκώμιο της Ειρήνης” διαβάζουμε:
«Η ειρήνη είναι πρόξενος μεγάλων
καλών στους ανθρώπους, σε αυτήν
ανήκουν ο πλούτος και τα άνθη των
μελιγλώσσων ασμάτων… οι νέοι
μόνο μέλημα έχουν τα γυμνάσια,
τους αυλούς και τους κώμους… οι
χάλκινες σάλπιγγες δεν ηχούν
πλέον, τους δρόμους τους γεμίζουν
τα τερπνά συμπόσια και οι ύμνοι των
νέων ηχούν στον αέρα.»
Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο σχολιαστής του Πινδάρου, αναφέρει τις προτιμήσεις του Ιέρωνα των Συρακουσών στις συνθέσεις του Βακχυλίδη. Αν θυμηθούμε ότι ο Ιέρωνας δημιούργησε στην αυλή του το ονομαστότερο για την εποχή του πανεπιστήμιο (5ος π.Χ. αιώνας), στο οποίο βρέθηκαν οι δυο Κείοι συνθέτες, ή την επίδραση του Βακχυλίδη στον Οράτιο, θα καταλάβουμε ευκολότερα το πνεύμα μέσα στο οποίο κυοφορήθηκε η μουσική σχολή του Πυθοκλείδη. Η ποιητική αυτή εξέλιξη που ξεπήδησε μέσα από το χώρο του ιερατείου της Κέας, είχε σαν επακόλουθο τη μελοποίηση και τη μουσική επένδυση των στίχων, δηλαδή βασικό στοιχείο που αποτέλεσε κίνητρο για την παραπέρα εξέλιξη της μουσικής. Την ίδια περίοδο κάνει την εμφάνιση του και το κίνημα των σοφιστών. Όσο και αν η αρχαία παράδοση δεν χαρακτηρίζει σαν φιλοσόφους τους στοχαστές που προηγήθηκαν του Σωκράτη και τους αποκαλεί σοφιστές, οι διανοοούμενοι που ανήκαν στην ενδιάμεση αυτή σχολή, πρόσφεραν πολλά στην πνευματική κίνηση του 5ου π.Χ. αιώνα. Ειδικά στο χώρο που εξετάζουμε, εμβάθυναν στους παράγοντες που διαμόρφωναν την ψυχοσωματική ηρεμία. Επαγγελματικά, ήταν δάσκαλοι της ρητορικής τέχνης. Ταξίδευαν από πόλη σε πόλη, μιλούσαν στις δημόσιες γιορτές και τελετές, έβγαζαν πανηγυρικούς λόγους για τις πόλεις, επιταφίους, καθώς επίσης και εγκωμιαστικούς σε πρόσωπα που είχαν δημόσια δράση. Στο χώρο αυτό ανήκε και ο Πρόδικος ο Κείος, ο οποίος περιόδευσε σε όλη την Ελλάδα και μετά δημιούργησε μια σπουδαία σχολή ρητορικής στην Αθήνα. Μαζί με τον Πρωταγόρα θεωρούνται θεμελιωτές της γλωσσολογικής επιστήμης και της γραμματικής τέχνης. Σύγχρονος και εφάμιλλος του Πρόδικου ήταν μόνο ο Σωκράτης και οι μαθητές του Ξενοφώντας και Πλάτωνας. Οι τελευταίοι, είναι οι μόνοι που μας δίνουν κάποιες πληροφορίες για τον Πρόδικο. Χαρακτηριστικό είναι ότι η φήμη του Πρόδικου αναγνωρίζεται και από αυτόν τον ίδιο το Σωκράτη, ο οποίος ονομάζει τον εαυτό του μαθητή του Κείου σοφού.
Μαθητές του επίσης υπήρξαν και οι, Ευρυπίδης, Ισοκράτης, Θουκυδίδης, Ξενοφώντας, καθώς επίσης και οι μουσικοί Αγάθωνας και Δάμωνας. Μάλιστα, ο τελευταίος, που ταυτόχρονα ήταν και σοφιστής, διετέλεσε σύμβουλος του Περικλή στα θέματα της μουσικής. Από τη σοφιστική του Πρόδικου μέχρι τη μουσική σχολή του Πυθοκλείδη, ο χώρος αποτελείται από μία ομάδα μουσικών δασκάλων. Είναι φανερό ότι η αλληλοεπίδραση και αλληλοεξάρτηση των έργων τους δημιούργησε τη συνισταμένη πάνω στην οποία ο Περικλής στήριζε την πολιτική δραστηριότητα του με την οπτικοακουστική.
ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΟΝ ΠΥΘΟΚΛΕΙΔΗ
Ενας διακεκριμένος μαθητής του Πυθοκλείδη ήταν ο Αγαθοκλής (τέλη του 6ου π.Χ. αιώνα), ο οποίος μετέδωσε τις γνώσεις του Κείου μουσικού στο Λαμπροκλή. Ο Λαμπροκλής (αρχές του 5ου π.Χ. αιώνα) έγινε γνωστός από τη σύνθεση του “Ύμνος Στην Αθηνά”, που δυστυχώς σώθηκε μόνο η αρχή. Κατά το φιλόσοφο Λύσι, ήταν ο πρώτος που επιβεβαίωσε ότι η μιξολυδική αρμονία (51-51, από την παραμέση μέχρι την υπάτη υπατών). Πολλοί ερμηνευτές τον ταυτίζουν με το μουσικό Λάμπρο. Ο Λάμπρος, που δε γνωρίζουμε πότε έζησε, χαρακτηρίζεται από τον Αριστόξενο σαν διάσημος λυρικός ποιητής και δημιουργικός μουσικοσυνθέτης. Στον Αθηναίο αναφέρεται σαν δάσκαλος όρχησης και μουσικής του Σοφοκλή (“Δειπνοσοφιστές” Α, 20,37), ενώ ο Φρύνιχος τον κατατάσσει στους ποιητές των θρηνητικών μελωδιών. Κοντά στο Λαμπροκλή διδάχτηκε τη μουσική ο σοφιστής και διανοούμενος Δάμωνας. Γεννημένος στο δήμο Όα, της Αθήνας, έζησε και έδρασε γύρω στο 430 π.Χ. Υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς θεωρητικούς της μουσικής. Διδάχτηκε τη σοφιστική τέχνη κοντά στον Πρόδικο και στις μουσικές του παραδόσεις είχε μεταξύ των μαθητών του το Σωκράτη, τον
Περικλή και το μουσικό Δράκοντα. Αυτός, ο τελευταίος, υπήρξε μουσικοδιδάσκαλος του Πλάτωνα (Πλούταρχος, “Περί Μουσικής” 1136, 17). Ο Δάμωνας ήταν εξαιρετικά και πλατιά καλλιεργημένος και άσκησε μεγάλη επίδραση στους σοφούς της εποχής του. Στην “Πολιτεία” (Δ, 424) αναφέρεται από το Σωκράτη σε μια ιδιαίτερης προσοχής παρατήρηση: «Γιατί πουθενά δε θα μπορούσαν να αλλάξουν οι τρόποι (τα στιλ) της μουσικής, χωρίς να κλονιστούν οι θεμελιώδεις νόμοι της πολιτείας, όπως λέει ο Δάμωνας και το πιστεύω και εγώ.»
Ο Αθηναίος επίσης αναφέρει τις απόψεις του Δάμωνα σχετικά με την εσωτερική σχέση της μουσικής προς την ψυχή (14, 164), ενώ ο Πλούταρχος στη βιογραφία του Περικλή μας δίνει και άλλες πληροφορίες, στις οποίες διαβάζουμε:
«Οι πιο πολλοί λένε πως δάσκαλος του (του Περικλή) στη μουσική ήταν ο Δάμωνας, για τον οποίο μάλιστα λένε ότι το όνομα του πρέπει να προφέρεται χωρίς να τονίζεται η πρώτη συλλαβή. Ο Αριστοτέλης όμως αναφέρει πως ο Περικλής σπούδασε τη μουσική κοντά στον Πυθοκλείδη. Ωστόσο, φαίνεται πως ο Δάμωνας ήταν εξαιρετικός φιλόσοφος και παρίστανε το μουσικοδιδάσκαλο, απλά για να κρύβει από τους ανθρώπους την πραγματική του ειδικότητα. Με τον Περικλή όμως συναναστρεφόταν με την οικειότητα που συναναστρέφεται ο προπονητής με τοναθλητή του. Τελικά, όμως ο Δάμωνας
με το κάλυμμα αυτό της λύρας δενμπόρεσε να κρυφτεί.»
(Πλούταρχος, “Περικλής”4)
Στο ίδιο κείμενο διαβάζουμε και την παρακάτω, σοφιστικού τύπου, παρατήρηση του Πλούταρχου:
«Όσο γι’αυτούς που υποστηρίζουν πως όταν βρούμε την αιτία ενός φαινομένου, τότε τα σημάδια δεν έχουν καμιά αξία, αυτοί δεν καταλαβαίνουν πως έτσι παραγνωρίζουν όχι μόνο τα σημάδια που στέλνουν οι θεοί αλλά και αυτά που δημιουργεί ο άνθρωπος, όπως για παράδειγμα ο ήχος του δίσκου (του δισκοβόλου).» (Περικλής, 6)
Όπως βλέπουμε, η σοφιστική και ρητορική ήταν αλληλένδετες με τη μουσική. Τη σχέση αυτή θα είχε υπόψη του ο Πλάτωνας όταν έγραφε ότι, «η ρητορική είναι αυτή που χειραγωγεί τις διαθέσεις των ανθρώπων και το πιο σπουδαίο έργο της είναι η μέθοδος με την οποία αντιμετωπίζονται οι συνήθειες και τα πάθη τους». Για το ίδιο θέμα, αργότερα, ο Πλούταρχος, αναφερόμενος στα πάθη και τις συνήθειες, παρομοίασε τις δύο αυτές εκδηλώσεις σαν “χορδές της ψυχής που πρέπει να ξέρει κανείς να τις αγγίζει και να τις χτυπάει”.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου