Αν κάποιος θέλει να περιγράψει την Αθήνα πριν ξεκινήσει το Ελληνικό Κράτος, δηλαδή πριν από το 1834, θα πρέπει να απαλλαγεί τελείως από τις σημερινές εικόνες και απλά να σκεφτεί πως είναι ένα μεγάλο χωριό....
Η Αθήνα είχε γύρω στους 2.000 κατοίκους και περίπου 400 σπίτια. Όλα ήταν κάτω από την Ακρόπολη εκεί που σήμερα είναι η πλάκα και το Μοναστηράκι.
Η υπόλοιπη περιοχή ήταν ακαλλιέργητα χωράφια και κακοτράχαλα υψώματα! Δρόμοι δεν υπήρχαν.
Οι κάτοικοι περπατούσαν μέσα από μονοπάτια και έπρεπε να βάζουν πέτρες για να βρουν τρόπο να γυρίσουν στα σπίτια τους, ακόμα και την ημέρα.
Οι Αθηναιογράφοι πιστεύουν ότι και γι΄ αυτό το λόγο, οι γυναίκες δεν μπορούσαν να περπατήσουν και κάθονταν σπίτι. Τα σπίτια ήταν χαμηλά χωρίς κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ταυτότητα και οι πόρτες ήταν μικρές.
Οι πιο εύποροι πίσω από τις πόρτες έβαζαν ένα χοντρό ξύλο για επιπλέον ασφάλεια. Όχι από κλέφτες αλλά από μεθυσμένους Τούρκους που μπορεί να ασκούσαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα σε βάρος των ραγιάδων.
Γενικά πάντως η συμβίωση ήταν σε καλό επίπεδο και οι Τούρκοι αργότερα εγκατέλειψαν την πόλη με πίκρα και συγκίνηση. Το ξύλο, με το οποίο ασφάλιζαν την πόρτα λεγόταν «Γκάγκαρος».
Επειδή αρχικά το ξύλο το έβαζαν οι πιο πλούσιοι, η φράση Γκάγκαρος, έγινε συνώνυμο της αρχοντικής τάξης.
Από κάποια περίοδο και μετά βέβαια, άρχισαν να βάζουν όλοι και έγινε συνώνυμο των Αθηναίων, δηλαδή αυτών που γεννήθηκαν στην πόλη.
Έτσι λοιπόν Γκάγκαρος ήταν ο γηγενής Αθηναίος και όλοι άλλοι που ερχόντουσαν από την επαρχία ήταν οι «μπρουτσόβλάχοι».
Η Αθήνα είχε γύρω στους 2.000 κατοίκους και περίπου 400 σπίτια. Όλα ήταν κάτω από την Ακρόπολη εκεί που σήμερα είναι η πλάκα και το Μοναστηράκι.
Η υπόλοιπη περιοχή ήταν ακαλλιέργητα χωράφια και κακοτράχαλα υψώματα! Δρόμοι δεν υπήρχαν.
Οι κάτοικοι περπατούσαν μέσα από μονοπάτια και έπρεπε να βάζουν πέτρες για να βρουν τρόπο να γυρίσουν στα σπίτια τους, ακόμα και την ημέρα.
Οι Αθηναιογράφοι πιστεύουν ότι και γι΄ αυτό το λόγο, οι γυναίκες δεν μπορούσαν να περπατήσουν και κάθονταν σπίτι. Τα σπίτια ήταν χαμηλά χωρίς κάποια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ταυτότητα και οι πόρτες ήταν μικρές.
Οι πιο εύποροι πίσω από τις πόρτες έβαζαν ένα χοντρό ξύλο για επιπλέον ασφάλεια. Όχι από κλέφτες αλλά από μεθυσμένους Τούρκους που μπορεί να ασκούσαν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα σε βάρος των ραγιάδων.
Γενικά πάντως η συμβίωση ήταν σε καλό επίπεδο και οι Τούρκοι αργότερα εγκατέλειψαν την πόλη με πίκρα και συγκίνηση. Το ξύλο, με το οποίο ασφάλιζαν την πόρτα λεγόταν «Γκάγκαρος».
Επειδή αρχικά το ξύλο το έβαζαν οι πιο πλούσιοι, η φράση Γκάγκαρος, έγινε συνώνυμο της αρχοντικής τάξης.
Από κάποια περίοδο και μετά βέβαια, άρχισαν να βάζουν όλοι και έγινε συνώνυμο των Αθηναίων, δηλαδή αυτών που γεννήθηκαν στην πόλη.
Έτσι λοιπόν Γκάγκαρος ήταν ο γηγενής Αθηναίος και όλοι άλλοι που ερχόντουσαν από την επαρχία ήταν οι «μπρουτσόβλάχοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου