Ερώτηση: O νους μας γνωρίζει μόνο το γνωστό. Τι είναι εκείνο μέσα μας που μας αναγκάζει να βρούμε το άγνωστο, την αλήθεια, το φως;
Κρισναμούρτι: Σας παροτρύνει ο νους σας να βρείτε το άγνωστο; Υπάρχει μέσα μας παρότρυνση για το άγνωστο, για την αλήθεια, για το φως; Σας παρακαλώ, σκεφτείτε το σοβαρά αυτό, δεν είναι θεωρητική η ερώτηση. Ας δοκιμάσουμε πραγματικά να βρούμε την απάντηση. Υπάρχει παρότρυνση μέσα στον καθέναν από εμάς για να βρει το άγνωστο; Υπάρχει; Πώς μπορείς να βρεις το άγνωστο; Αν δεν το γνωρίζετε, πώς μπορείτε να το βρείτε; Υπάρχει μια παρόρμηση για την πραγματικότητα ή είναι απλώς μια επέκταση της επιθυμίας για το γνωστό; Καταλαβαίνετε τι εννοώ; «Έχω γνωρίσει πολλά πράγματα, αλλά δεν μου έδωσαν την ευτυχία, την ικανοποίηση, τη χαρά που ζητάω. Θέλω λοιπόν τώρα κάτι άλλο, που θα μου δώσει μεγαλύτερη ευτυχία, μεγαλύτερη χαρά, μεγαλύτερη ζωτικότητα…» – ή δεν ξέρω τι άλλο θέλετε.
Μπορεί το γνωστό, που είναι ο νους μου -γιατί ο νους μου είναι το γνωστό, το αποτέλεσμα του γνωστού, το αποτέλεσμα του παρελθόντος- μπορεί αυτός ο νους να αναζητήσει το άγνωστο; Αν δεν γνωρίζω την αλήθεια, το άγνωστο, πώς μπορώ να το αναζητήσω; Σίγουρα εκείνο θα πρέπει να έρθει σ’ εμένα, δεν μπορώ εγώ να τρέξω πίσω του. Αν το κυνηγήσω, κυνηγάω κάτι που είναι το γνωστό, κάτι που είναι προβολή μου.
Το πρόβλημά μας δεν είναι τι μας αναγκάζει μέσα μας να βρούμε το άγνωστο – αυτό είναι αρκετά ξεκάθαρο: είναι η δική μας η επιθυμία να νιώθουμε πιο ασφαλείς μέσα μας, πιο στέρεοι, πιο ευτυχισμένοι, και να ξεφύγουμε από την αναστάτωση, τον πόνο, τη σύγχυσή μας. Σίγουρα αυτή είναι η προφανής μας παρόρμηση. Και όταν υπάρχει αυτή η προτροπή, αυτή η παρόρμηση, θα βρεις μια υπέροχη φυγή, ένα υπέροχο καταφύγιο στον Βούδα, στον Χριστό ή σε διάφορα πολιτικά συνθήματα – και όλα τα υπόλοιπα του είδους. Αυτό δεν είναι η αλήθεια, δεν είναι το άγνωστο. Επομένως η παρόρμηση για το άγνωστο πρέπει να φτάσει σ’ ένα τέλος- η αναζήτηση του άγνωστου πρέπει να σταματήσει• αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει κατανόηση του συσσωρευμένου γνωστού, που είναι ο νους. Ο νους πρέπει να κατανοήσει τον εαυτό του ως το γνωστό, γιατί αυτό είναι όλο κι όλο εκείνο που ξέρει. Δεν μπορείς να σκεφτείς για κάτι που δεν ξέρεις. Μπορείς να σκεφτείς μόνο για κάτι που ξέρεις.
Η δυσκολία μας είναι να μην προχωράει ο νους μέσα στο γνωστό, κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο όταν ο νους κατανοεί τον εαυτό του και το πώς όλη του η κίνηση είναι το παρελθόν που μέσα από το παρόν προβάλλει τον εαυτό του στο μέλλον. Είναι μια συνεχής κίνηση του γνωστού. Μπορεί αυτή η κίνηση να φτάσει σ’ ένα τέλος; Ναι, μπορεί να φτάσει σ’ ένα τέλος, μόνο όταν κατανοηθεί από το νου ο μηχανισμός της ίδιας του της λειτουργίας, μόνο όταν ο νους κατανοήσει τον εαυτό του και όσα κάνει, τους δρόμους που ακολουθεί, τους σκοπούς του, τις επιδιώξεις του, τις απαιτήσεις του – όχι μόνο τις επιφανειακές του απαιτήσεις, αλλά και τα βαθύτερα κίνητρα και τις παρορμήσεις μέσα του.
Αυτή είναι μια αρκετά κοπιαστική δουλειά. Δεν πρόκειται να το ανακαλύψετε σε κάποια συγκέντρωση ομάδας ή σε κάποια διάλεξη ή διαβάζοντας ένα βιβλίο. Αντιθέτως, χρειάζεται αδιάκοπη προσοχή, αδιάκοπη επίγνωση της κάθε κίνησης της σκέψης, όχι μόνο όταν είσαι ξύπνιος, αλλά και όταν κοιμάσαι. Πρέπει να είναι μία διαδικασία συνολική και όχι σποραδική, μερική.
Επίσης, πρέπει και η πρόθεση να είναι σωστή. Που σημαίνει ότι πρέπει να μπει τέλος στην προκατάληψη ότι όλοι μέσα μας θέλουμε το άγνωστο. Είναι ψευδαίσθηση να νομίζουμε ότι όλοι μας αναζητάμε το φως – δεν το αναζητάμε. Δεν χρειάζεται να ψάξουμε για φως. Θα υπάρξει φως όταν δεν θα υπάρχει πια σκοτάδι- και μέσα από το σκοτάδι δεν μπορούμε να βρούμε το φως. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να εξαφανίσουμε εκείνα τα εμπόδια που δημιουργούν σκοτάδι- και η εξαφάνισή τους εξαρτάται από την πρόθεσή μας. Αν τα εξαφανίσεις για να δεις φως, τότε δεν εξαφανίζεις τίποτα, απλώς αντικαθιστάς τη λέξη «σκοτάδι» με τη λέξη «φως». Ακόμα και το να κοιτάς πέρα από το σκοτάδι, είναι απλώς φυγή από το σκοτάδι.
Εκείνο που έχουμε να συλλογιστούμε είναι όχι το τι μας παροτρύνει, αλλά γιατί υπάρχει μέσα μας τέτοια σύγχυση, τέτοια αναστάτωση, τέτοια πάλη και ανταγωνισμός – όλα αυτά τα ανόητα δεινά της ύπαρξής μας. Όταν δεν υπάρχουν αυτά, υπάρχει φως, δεν χρειάζεται να ψάξουμε γι’ αυτό. Όταν φύγει η ανοησία, υπάρχει νοημοσύνη. Ο άνθρωπος που είναι ανόητος και προσπαθεί να γίνει έξυπνος, εξακολουθεί να είναι ανόητος. Είναι σίγουρο ότι η ανοησία δεν μπορεί ποτέ να γίνει σοφία- μόνο όταν σταματάει η ανοησία υπάρχει σοφία, νοημοσύνη. Για να γνωρίσει κάνεις τι είναι ανοησία, πρέπει να την εξετάσει βαθιά, όχι επιφανειακά αλλά ολοκληρωτικά, απόλυτα, ουσιαστικά- να μπει σε όλα τα διαφορετικά επίπεδά της- και όταν μπει τέλος στη ανοησία, υπάρχει νοημοσύνη.
Επομένως είναι πολύ σημαντικό να ανακαλύψουμε όχι αν υπάρχει κάτι περισσότερο, κάτι μεγαλύτερο από το γνωστό, που μας σπρώχνει προς το άγνωστο, αλλά να δούμε τι είναι εκείνο μέσα μας που δημιουργεί τη σύγχυση, τους πολέμους, τις διαφορές των τάξεων, την κενοδοξία, το κυνήγι της διασημότητας, τη συσσώρευση γνώσεων, τη φυγή μέσα από τη μουσική, την τέχνη και μέσα από τόσους άλλους τρόπους. Είναι σίγουρα σημαντικό να τα δούμε όλα έτσι όπως είναι και να γυρίσουμε πίσω στον εαυτό μας, σ’ αυτό που πραγματικά είμαστε. Από εκεί μπορούμε να προχωρήσουμε. Τότε η απόρριψη του γνωστού είναι σχετικά εύκολη. Όταν ο νους είναι σιωπηλός, όταν δεν προβάλλει πια τον ίδιο του τον εαυτό στο μέλλον, στο αύριο, επιθυμώντας κάτι, όταν ο νους είναι πραγματικά ήσυχος, βαθιά γαλήνιος, τότε εμφανίζεται το άγνωστο. Δεν χρειάζεται να το αναζητήσεις. Δεν μπορείς να το προσκαλέσεις. Εκείνο που μπορείς να καλέσεις είναι μόνο εκείνο που ξέρεις. Δεν μπορείς να καλέσεις έναν άγνωστο- μπορείς να καλέσεις μόνο κάποιον που γνωρίζεις Δεν γνωρίζεις όμως το άγνωστο, το φως, την αλήθεια – ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το- εκείνο πρέπει να έρθει. Και μπορεί να έρθει μόνο όταν το χωράφι είναι έτοιμο, όταν η γη έχει οργωθεί- αλλά αν οργώνεις με σκοπό να έρθει αυτό, τότε δεν θα το συναντήσεις.
Το πρόβλημά μας δεν είναι να ψάξουμε για το άγνωστο, αλλά να κατανοήσουμε τη διαδικασία συσσώρευσης του νου, που έχει πάντα σχέση με το γνωστό. Και αυτό είναι μία κοπιαστική δουλειά- απαιτεί αδιάκοπη προσοχή, απαιτεί αδιάκοπη επίγνωση, χωρίς την ύπαρξη αφηρημάδας, ταύτισης ή επίκρισης, πράγμα που σημαίνει να είσαι με «εκείνο που είναι» χωρίς να θέλεις να ήταν κάτι άλλο από αυτό που είναι, χωρίς να θέλεις να το αλλάξεις. Τότε μόνο ο νους είναι ήσυχος. Όσο και να διαλογιστείς, όσο και να πειθαρχήσεις, δεν μπορείς να κάνεις το νου να είναι ήσυχος, με την πραγματική έννοια αυτής της λέξης. Μόνο όταν το αεράκι σταματήσει η λίμνη ησυχάζει. Δεν μπορείς να κάνεις τη λίμνη να είναι ήσυχη. Η δουλειά μας λοιπόν δεν είναι να κυνηγάμε το άγνωστο, αλλά να κατανοήσουμε τη σύγχυση, την ταραχή, τη δυστυχία μέσα μας• και τότε το άγνωστο εμφανίζεται μυστηριωδώς και σ’ αυτό υπάρχει χαρά.
Κρισναμούρτι “Η χαρά της ελευθερίας”
Κρισναμούρτι: Σας παροτρύνει ο νους σας να βρείτε το άγνωστο; Υπάρχει μέσα μας παρότρυνση για το άγνωστο, για την αλήθεια, για το φως; Σας παρακαλώ, σκεφτείτε το σοβαρά αυτό, δεν είναι θεωρητική η ερώτηση. Ας δοκιμάσουμε πραγματικά να βρούμε την απάντηση. Υπάρχει παρότρυνση μέσα στον καθέναν από εμάς για να βρει το άγνωστο; Υπάρχει; Πώς μπορείς να βρεις το άγνωστο; Αν δεν το γνωρίζετε, πώς μπορείτε να το βρείτε; Υπάρχει μια παρόρμηση για την πραγματικότητα ή είναι απλώς μια επέκταση της επιθυμίας για το γνωστό; Καταλαβαίνετε τι εννοώ; «Έχω γνωρίσει πολλά πράγματα, αλλά δεν μου έδωσαν την ευτυχία, την ικανοποίηση, τη χαρά που ζητάω. Θέλω λοιπόν τώρα κάτι άλλο, που θα μου δώσει μεγαλύτερη ευτυχία, μεγαλύτερη χαρά, μεγαλύτερη ζωτικότητα…» – ή δεν ξέρω τι άλλο θέλετε.
Μπορεί το γνωστό, που είναι ο νους μου -γιατί ο νους μου είναι το γνωστό, το αποτέλεσμα του γνωστού, το αποτέλεσμα του παρελθόντος- μπορεί αυτός ο νους να αναζητήσει το άγνωστο; Αν δεν γνωρίζω την αλήθεια, το άγνωστο, πώς μπορώ να το αναζητήσω; Σίγουρα εκείνο θα πρέπει να έρθει σ’ εμένα, δεν μπορώ εγώ να τρέξω πίσω του. Αν το κυνηγήσω, κυνηγάω κάτι που είναι το γνωστό, κάτι που είναι προβολή μου.
Το πρόβλημά μας δεν είναι τι μας αναγκάζει μέσα μας να βρούμε το άγνωστο – αυτό είναι αρκετά ξεκάθαρο: είναι η δική μας η επιθυμία να νιώθουμε πιο ασφαλείς μέσα μας, πιο στέρεοι, πιο ευτυχισμένοι, και να ξεφύγουμε από την αναστάτωση, τον πόνο, τη σύγχυσή μας. Σίγουρα αυτή είναι η προφανής μας παρόρμηση. Και όταν υπάρχει αυτή η προτροπή, αυτή η παρόρμηση, θα βρεις μια υπέροχη φυγή, ένα υπέροχο καταφύγιο στον Βούδα, στον Χριστό ή σε διάφορα πολιτικά συνθήματα – και όλα τα υπόλοιπα του είδους. Αυτό δεν είναι η αλήθεια, δεν είναι το άγνωστο. Επομένως η παρόρμηση για το άγνωστο πρέπει να φτάσει σ’ ένα τέλος- η αναζήτηση του άγνωστου πρέπει να σταματήσει• αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξει κατανόηση του συσσωρευμένου γνωστού, που είναι ο νους. Ο νους πρέπει να κατανοήσει τον εαυτό του ως το γνωστό, γιατί αυτό είναι όλο κι όλο εκείνο που ξέρει. Δεν μπορείς να σκεφτείς για κάτι που δεν ξέρεις. Μπορείς να σκεφτείς μόνο για κάτι που ξέρεις.
Η δυσκολία μας είναι να μην προχωράει ο νους μέσα στο γνωστό, κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνο όταν ο νους κατανοεί τον εαυτό του και το πώς όλη του η κίνηση είναι το παρελθόν που μέσα από το παρόν προβάλλει τον εαυτό του στο μέλλον. Είναι μια συνεχής κίνηση του γνωστού. Μπορεί αυτή η κίνηση να φτάσει σ’ ένα τέλος; Ναι, μπορεί να φτάσει σ’ ένα τέλος, μόνο όταν κατανοηθεί από το νου ο μηχανισμός της ίδιας του της λειτουργίας, μόνο όταν ο νους κατανοήσει τον εαυτό του και όσα κάνει, τους δρόμους που ακολουθεί, τους σκοπούς του, τις επιδιώξεις του, τις απαιτήσεις του – όχι μόνο τις επιφανειακές του απαιτήσεις, αλλά και τα βαθύτερα κίνητρα και τις παρορμήσεις μέσα του.
Αυτή είναι μια αρκετά κοπιαστική δουλειά. Δεν πρόκειται να το ανακαλύψετε σε κάποια συγκέντρωση ομάδας ή σε κάποια διάλεξη ή διαβάζοντας ένα βιβλίο. Αντιθέτως, χρειάζεται αδιάκοπη προσοχή, αδιάκοπη επίγνωση της κάθε κίνησης της σκέψης, όχι μόνο όταν είσαι ξύπνιος, αλλά και όταν κοιμάσαι. Πρέπει να είναι μία διαδικασία συνολική και όχι σποραδική, μερική.
Επίσης, πρέπει και η πρόθεση να είναι σωστή. Που σημαίνει ότι πρέπει να μπει τέλος στην προκατάληψη ότι όλοι μέσα μας θέλουμε το άγνωστο. Είναι ψευδαίσθηση να νομίζουμε ότι όλοι μας αναζητάμε το φως – δεν το αναζητάμε. Δεν χρειάζεται να ψάξουμε για φως. Θα υπάρξει φως όταν δεν θα υπάρχει πια σκοτάδι- και μέσα από το σκοτάδι δεν μπορούμε να βρούμε το φως. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να εξαφανίσουμε εκείνα τα εμπόδια που δημιουργούν σκοτάδι- και η εξαφάνισή τους εξαρτάται από την πρόθεσή μας. Αν τα εξαφανίσεις για να δεις φως, τότε δεν εξαφανίζεις τίποτα, απλώς αντικαθιστάς τη λέξη «σκοτάδι» με τη λέξη «φως». Ακόμα και το να κοιτάς πέρα από το σκοτάδι, είναι απλώς φυγή από το σκοτάδι.
Εκείνο που έχουμε να συλλογιστούμε είναι όχι το τι μας παροτρύνει, αλλά γιατί υπάρχει μέσα μας τέτοια σύγχυση, τέτοια αναστάτωση, τέτοια πάλη και ανταγωνισμός – όλα αυτά τα ανόητα δεινά της ύπαρξής μας. Όταν δεν υπάρχουν αυτά, υπάρχει φως, δεν χρειάζεται να ψάξουμε γι’ αυτό. Όταν φύγει η ανοησία, υπάρχει νοημοσύνη. Ο άνθρωπος που είναι ανόητος και προσπαθεί να γίνει έξυπνος, εξακολουθεί να είναι ανόητος. Είναι σίγουρο ότι η ανοησία δεν μπορεί ποτέ να γίνει σοφία- μόνο όταν σταματάει η ανοησία υπάρχει σοφία, νοημοσύνη. Για να γνωρίσει κάνεις τι είναι ανοησία, πρέπει να την εξετάσει βαθιά, όχι επιφανειακά αλλά ολοκληρωτικά, απόλυτα, ουσιαστικά- να μπει σε όλα τα διαφορετικά επίπεδά της- και όταν μπει τέλος στη ανοησία, υπάρχει νοημοσύνη.
Επομένως είναι πολύ σημαντικό να ανακαλύψουμε όχι αν υπάρχει κάτι περισσότερο, κάτι μεγαλύτερο από το γνωστό, που μας σπρώχνει προς το άγνωστο, αλλά να δούμε τι είναι εκείνο μέσα μας που δημιουργεί τη σύγχυση, τους πολέμους, τις διαφορές των τάξεων, την κενοδοξία, το κυνήγι της διασημότητας, τη συσσώρευση γνώσεων, τη φυγή μέσα από τη μουσική, την τέχνη και μέσα από τόσους άλλους τρόπους. Είναι σίγουρα σημαντικό να τα δούμε όλα έτσι όπως είναι και να γυρίσουμε πίσω στον εαυτό μας, σ’ αυτό που πραγματικά είμαστε. Από εκεί μπορούμε να προχωρήσουμε. Τότε η απόρριψη του γνωστού είναι σχετικά εύκολη. Όταν ο νους είναι σιωπηλός, όταν δεν προβάλλει πια τον ίδιο του τον εαυτό στο μέλλον, στο αύριο, επιθυμώντας κάτι, όταν ο νους είναι πραγματικά ήσυχος, βαθιά γαλήνιος, τότε εμφανίζεται το άγνωστο. Δεν χρειάζεται να το αναζητήσεις. Δεν μπορείς να το προσκαλέσεις. Εκείνο που μπορείς να καλέσεις είναι μόνο εκείνο που ξέρεις. Δεν μπορείς να καλέσεις έναν άγνωστο- μπορείς να καλέσεις μόνο κάποιον που γνωρίζεις Δεν γνωρίζεις όμως το άγνωστο, το φως, την αλήθεια – ή όπως αλλιώς θέλετε πείτε το- εκείνο πρέπει να έρθει. Και μπορεί να έρθει μόνο όταν το χωράφι είναι έτοιμο, όταν η γη έχει οργωθεί- αλλά αν οργώνεις με σκοπό να έρθει αυτό, τότε δεν θα το συναντήσεις.
Το πρόβλημά μας δεν είναι να ψάξουμε για το άγνωστο, αλλά να κατανοήσουμε τη διαδικασία συσσώρευσης του νου, που έχει πάντα σχέση με το γνωστό. Και αυτό είναι μία κοπιαστική δουλειά- απαιτεί αδιάκοπη προσοχή, απαιτεί αδιάκοπη επίγνωση, χωρίς την ύπαρξη αφηρημάδας, ταύτισης ή επίκρισης, πράγμα που σημαίνει να είσαι με «εκείνο που είναι» χωρίς να θέλεις να ήταν κάτι άλλο από αυτό που είναι, χωρίς να θέλεις να το αλλάξεις. Τότε μόνο ο νους είναι ήσυχος. Όσο και να διαλογιστείς, όσο και να πειθαρχήσεις, δεν μπορείς να κάνεις το νου να είναι ήσυχος, με την πραγματική έννοια αυτής της λέξης. Μόνο όταν το αεράκι σταματήσει η λίμνη ησυχάζει. Δεν μπορείς να κάνεις τη λίμνη να είναι ήσυχη. Η δουλειά μας λοιπόν δεν είναι να κυνηγάμε το άγνωστο, αλλά να κατανοήσουμε τη σύγχυση, την ταραχή, τη δυστυχία μέσα μας• και τότε το άγνωστο εμφανίζεται μυστηριωδώς και σ’ αυτό υπάρχει χαρά.
Κρισναμούρτι “Η χαρά της ελευθερίας”
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου