Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

ΟΙ 5+1 ΕΠΟΧΕΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ


Ι. Η ΑΥΓΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

Έρχομαι από μία μακρινή εποχή όπου οι άνθρωποι υπήρξαμε γυμνοί
μέσα στην παγωμένη έρημο της άγνοιας.
Μία εποχή που δεν ξεχώριζες το θήραμα από τον θηρευτή.
Τότε που δεν υπήρχαν ακόμη οι νόμοι των ανθρώπων.
Και η σάρκα μας ήταν βορά στα δόντια των άγριων θηρίων και στην οργή της φύσης.
Tότε που αντικρίζαμε τον ήλιο με δέος και το σκοτάδι με τρόμο.
Μέσα στην απέραντη μοναξιά μας και στην άγονη σιωπή της σκέψης,
βρήκαμε την ζωή και τον θάνατο.
Κι ύστερα τα συναισθήματά μας εξαπλώθηκαν στην οικουμένη.
Σάν πελώριο κύμα ορμήξαμε πάνω στην άγνωστη πλάση
εδραιώνοντας την κυριαρχία μας μέσα από αίμα και φωτιά.
Βαδίσαμε στην αιωνιότητα ως δυνατοί.
Κι από κατατρεγμένοι γίναμε κατατρέχοντες.
Ο κόσμος ολόκληρος υποκλινόταν μπροστά στην αδυσώπητη βούλησή μας.
Χαράξαμε μία πορεία θριάμβου μέσα στο άγνωστο φώς των εκατομμυρίων χρόνων
και αγωνιστήκαμε ενάντια στα τρομερά θηρία και τα ανυπέρβλητα στοιχεία της φύσης.
Θέσαμε τις βάσεις του μελλοντικού κόσμου πάνω στα κουφάρια του εχθρού,
εξαφανίζοντας τα ανόητα διλήμματα του είδους μας.

ΙΙ.Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑΣ

Έρχομαι από μία μακρινή εποχή όπου οι άνθρωποι υπήρξαμε οι απεσταλμένοι
των αρχόντων του Σύμπαντος.
Ερμηνευτές των μεγάλων μυστικών, των νόμων της ψυχής και της σοφίας.
Μία εποχή όπου δοξάζονταν οι μεγάλοι άντρες και τα επιτεύγματά τους.
Τότε που οι θεοί περπάτησαν ανάμεσα στους ανθρώπους.
Και μας δίδαξαν πώς να υποτάσσουμε αλλά κυρίως πώς να υποτασσόμαστε
σε δυνάμεις που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε.
Τότε που οι άνθρωποι προσκυνούσανε το μεγαλείο βασιλιάδων και βασιλισσών.
Και χάρη στην ιερή μας υποταγή και την τυφλή μας υπακοή,
δημιουργήσαμε τα μεγαλύτερα των ανθρώπινων αριστουργημάτων.
Δώρα της ύπαρξής μας και της ευγνωμοσύνης μας στον προαιώνιο κριτή
της άδολης μοίρας μας.
Μέσα από τους παλαιούς νόμους και τις προφητείες ξεχυθήκαμε
να κατακτήσουμε αυτό που ποτέ δεν μας ανήκε.
Να υμνήσουμε τους νεκρούς μας συντρόφους που τώρα βρίσκονται
στο πάνθεον των ηρώων.
Και πάνω σε θεόρατα λευκά μάρμαρα,πάνω σε χρυσοποίκιλτα ιμάτια
κάτω από τα ξίφη και τα δόρατά μας.
Εκεί στα πέρατα του κόσμου που σκορπίσαμε τα σπλάχνα μας.
Μείναμε στην Ιστορία ως Αθάνατοι, αφήνοντας στις επόμενες γενιές την
κληρονομιά του αίματος και της κτήσης.

ΙΙΙ.ΤΟ ΑΓΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

‘Ερχομαι από μία μακρινή εποχή όπου οι άνθρωποι υπήρξαμε απόστολοι
ενός θεού που ποτέ δεν γνωρίσαμε.
Μία εποχή όπου τα πάθη και οι ακολασίες των ανθρώπων,
κρύβονταν επιμελώς κάτω από τον μανδύα της πίστης.
Τότε που κάθε νόμος και κάθε γνώση ανθρώπινη ήτανε στην υπηρεσία του ιερατείου.
Τότε που κάτω από τα πανίσχυρα σύμβολα της ιεροσύνης
βασίλευε ο λόγος του θεού των βασιλιάδων και των δυνατών.
Και ήμαστε πάντα δίκαιοι,επιτελώντας το θεάρεστο έργο μας.
Κάτω από την ιερή σεμνοτυφία μας αναστέναξαν οι άγριοι,οι άπιστοι.
Στις πέντε ηπείρους διαδόθηκε το μεγαλείο της πίστης μας.
Και τα σύμβολά μας καρφώθηκαν με μανία στην καρδιά των τεράτων.
Χαρίσαμε την θεϊκή μας ευγένεια με αντάλλαγμα την αιώνια υποδούλωση.
Πάνω στα κάστρα των φυλών του κόσμου έτρεχε ποτάμι
το αίμα των απίστων .
Ποιός άραγε να τολμήσει ν’αρνηθεί την θεϊκή μας παρέμβαση.
Ακόμα και σε αυτούς τους ευλογημένους τόπους,
που μεριμνούν οι άριστοι.
Φωτιά και βάσανο περιμένει αυτούς που χλευάζουν την βούληση του θεού.
Οι ναοί μας, απομεινάρια της ιερής αποστολής μας
και οδηγητές για τον πολιτισμό μας.
Τα λόγια και τα έργα μας έμελλε να σημαδέψουν
τα αμόρφωτα εκείνα πλάσματα του θεού.
Οι πνευματικές αλυσίδες είναι απείρως καλύτερες
ακόμη κι από τα φονικότερα των όπλων.
Το όραμα του παραδείσου επί της γής μπορεί τώρα να συντελεστεί.

IV.Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Έρχομαι από μία μακρινή εποχή όπου οι άνθρωποι γνωρίσαμε καινούριους κόσμους.
Ανεξερεύνητα βουνά και εύφορες πεδιάδες.
Μακρινές θάλασσες με σπάνια πουλιά και ψάρια.
Μία εποχή όπου δοκιμάσαμε τα όρια του γνωστού κόσμου μας.
Τότε που ανακαλύψαμε τον χαμένο πλούτο που μας περίμενε.
Τότε που περπατήσαμε θριαμβευτικά μέσα στην πράσινη ζούγκλα.
Και στην καυτή έρημο έφτασε η χάρη μας
με τις ευλογίες του θεού πάντα.
Κι όλοι οι μύθοι και οι θρύλοι ζωντάνεψαν κάτω απο το βλέμμα
των αγροίκων.
Έπρεπε να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες και τις ελπίδες των βασιλιάδων μας.
Αδράξαμε την ευκαιρία να μεταδώσουμε τον πολιτισμό μας
εκεί που υπήρχε μόνο γη κι ελευθερία.
Μοχθήσαμε με πανοπλίες,καραβέλες και οβίδες.
Κανένα βέλος,κανένα δόρυ δέν έφτασε
να αμφισβητήσει την θεϊκή μας αποστολή.
Τώρα πλέον τα λάβαρά μας ανεμίζουν περήφανα
πάνω από τα κεφάλια των απίστων.
Είναι η στιγμή που ο λευκός άνθρωπος παίρνει ό,τι του ανήκει.
Κανένα σύνορο,κανένα όριο.
Μονάχα χρυσός και χέρια.
Μιά με την πιστόλα,μιά με την Βίβλο.
Γνωρίσαμε τον κόσμο και εκείνος μας γνώρισε.
Τώρα η γη και η θάλασσα κι ο ουρανός είχαν νέους αφέντες.
Και εκείνες οι παλιές παραδόσεις και οι θρησκείες,
έμελλε ν’αλλάξουν παντοτινά.
Και οι κίτρινοι να υπακούν τους άσπρους.
Και οι μαύροι να υπακούν τους άσπρους.
Και οι κόκκινοι να υπακούν τους άσπρους.
Και οι άσπροι να υπακούν τους άσπρους.
Κι όλοι κάτω από την πίστη και την υποταγή
να διαιωνίζουμε την τυραννία και τον θάνατο.
Χωρίς σύνορα,χωρίς όρια.Μονάχα χρυσάφι και αίμα.

V.Ο ΘΑΥΜΑΣΤΟΣ ΜΑΣ ΚΟΣΜΟΣ

Έρχομαι από μία εποχή όπου οι άνθρωποι βασιλεύουμε
σε όλα τα μήκη και πλάτη της οικουμένης.
Μία εποχή όπου τίποτε δέν έμεινε ανεξερεύνητο.
Και όλες οι σοφίες και οι γνώσεις του παρελθόντος,
τέθηκαν στην υπηρεσία των ανθρώπων.
Θεόρατα κτήρια υψώθηκαν εκεί που ήταν καλύβες.
Και ατελείωτοι δρόμοι στρώθηκαν εκεί που το χώμα κι η λάσπη
έθαβαν τα όνειρα και τις ελπίδες των φτωχών.
Τώρα πλέον την πολύχρωμη χαρά που ξεπροβάλλει
από τις οθόνες της πλήξης,μπορούν να την χαίρονται.
Οι αποχαυνωμένοι της καθημερινότητας.
Και να την απολαμβάνουν οι εκλεκτοί της τυραννίας.
Και εκεί που κάποτε στενάζανε οι ατμομηχανές και ανέμιζε η καρβούνα,
τώρα αρκούν οι εργάτες-πιόνια να δίνουν χαρά στα σόγια των αρίστων.
Σε ανακαινισμένους ναούς της σκλαβιάς
εξαγοράζεται η ελπίδα.
Κάτω απο την μπότα του καλοντυμένου αφέντη.
Κι ανάμεσα σε σοκάκια με βιτρίνες,
πεθαίνει κι η τελευταία πνοή της ελευθερίας.
Σε αυτά τα θαύματα του σήμερα,στις αχανείς λεωφόρους
και στους δαιδαλώδεις δρόμους.
Αποκοιμιέται η χαρά της ζωής και το πάθος των συντρόφων.
Αργοσβήνει ο άνθρωπος μέσα σε λαμπερές επαύλεις,
και στα μουχλιασμένα χαμόσπιτα.
Στέκει ακίνητος μπροστά στην συμφορά που έρχεται.
Αμήχανος στο καθημερινό του βάσανο,
περιμένει μάταια την λύτρωσή του
Και όλος ο κόσμος καταρρέει μέσα σε ένα εντυπωσιακό ψέμα.
Μάταια τα χαμόγελα των περασμένων δεκαετιών.
Και απατηλή η χαρά του πατέρα για το παιδί του.
Σάν σκόνη χάνεται στον άνεμο η επίπλαστη ευμάρεια.
Η πρόσκαιρη ηδονή του Εγώ.
Τώρα μόνος ο καθένας προσπαθεί
ανάμεσα στα δισεκατομμύρια των πλανημένων.
Να πορευτεί στο μαύρο μέλλον,να σταθεί.
Αντάξιος των προγόνων του.
Μα η μεγάλη μάχη δέν δίνεται στους ναούς της απληστίας.
Παρά στις πληγωμένες καρδιές και στις αλλοτριωμένες συνειδήσεις.
Ευλογημένοι οι έχοντες και καταραμένοι οι μή έχοντες.
Για να θριαμβεύσει το αληθινό αύριο,πρέπει να σβήσει το απατηλό σήμερα.

 VI.Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ

Έρχομαι από μία μακρινή εποχή όπου οι άνθρωποι δέν υπάρχουμε πιά.
Μονάχα οι σκιές τους απομείνανε να γυρνάνε στους ερειπωμένους δρόμους,
ανάμεσα στα χαλάσματα της πεπερασμένης δόξας της ανθρώπινης λαίλαπας.
Μία εποχή όπου η παγερή σιωπή ο καυτός άνεμος και το καπνισμένο τσιμέντο
είναι ό,τι απέμεινε από την δίψα των ανθρώπων.
Τότε που όλο το μεγαλείο του κόσμου,σωριάστηκε σάν χάρτινος πύργος.
Τότε που η ελπίδα εξαϋλώθηκε μέσα στην πύρινη κόλαση.
Και ο κόσμος τώρα δέν θα είναι ποτέ πιά ίδιος.
Μονάχα οι πέτρες που αντέχουν στον χρόνο μπορούν να μιλήσουν για τον μεγάλο χαμό.
Και στα παλάτια της απληστίας που κάποτε όριζαν τις τύχες των ανθρώπων,
τώρα σιγοψιθυρίζουν οι νεκρές μνήμες των αρχόντων του παλιού κόσμου.
Ποτέ πιά ο θάνατος δέν θα ήταν τόσο ευλογημένος,τόσο κυρίαρχος.
Μα η πλάση βρίσκει την δύναμη και συνεχίζει.
Μέσα στην μαύρη σκοτωμένη γή ανθίζουν οι καμέλιες.
Ανάμεσα στα σκελετωμένα χαμογελαστά κουφάρια της χαμένης νιότης μας.
Πάνω από νεκρούς ιστούς απλώνεται η αρχέγονη φύση.
Και σε τούτο το κοσμοδρόμιο του αύριο μπαίνουν οι παρακαταθήκες του σήμερα.
Εκεί που ο χρόνος ανακατεύεται με τις εξαφανισμένες υπάρξεις.
Αυτό που ζητάνε πλέον τα δισεκατομμύρια των πεθαμένων,
να τους θυμούνται οι ζωντανοί στην λαμπρότητα της μανίας τους
και στην αδαή χαρά τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου