Παρασκευή 6 Μαΐου 2016

O Νεοελληνικός Διαφωτισμός

Μια  σύντομη  ιστορική  επισκόπηση
O Νεοελληνικός Διαφωτισμός αποτελεί  παρακλάδι της ευρύτερης φιλοσοφικής, επιστημονικής, πολιτικής,  και  γενικότερα  ιδεολογικής  κίνησης  που έλαβε  χώρα στον Ευρωπαϊκό  χώρο  κατά  τη  διάρκεια  του  18ου  αιώνα, και που ονομάζεται με τον όρο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός. Ο όρος Διαφωτισμός αποτελεί νεολογισμό που εισήχθη στην ελληνική  γλώσσα  στα  μέσα του  19ου  αι. κατά  αναλογία  με  τους  αντίστοιχους όρους  από τα αγγλικά, τα  γερμανικά, και τα ιταλικά  (Enlightenment,  Aufklärung, Illuminismo). (Κ.Θ Δημαράς, 1993). Κύρια  χαρακτηριστικά  αυτής  της  κίνησης  ήταν: 

  • Η  εμπιστοσύνη στη δύναμη του ορθού λόγου και πίστη στη δυνατότητα  βελτίωσης του ανθρώπου  και  απεριόριστης  προόδου  του  πολιτισμού.
  • Ο  κριτικός  έλεγχος  και  η  άρνηση  της  παράδοσης  και  κάθε  αυθεντίας που  πηγάζει  από  αυτή.  Για  τους  φιλοσόφους  του  Διαφωτισμού,  ο  ορθός λόγος  είναι  ισχυρότερος από οποιαδήποτε παράδοση και οποιαδήποτε  αυθεντία.  Ειδικότερα:
  • Ο Διαφωτισμός άσκησε αμείλικτη κριτική στις επικρατούσες  θεωρίες  για  τη  φύση,  για  τη  γνώση,  για την κοινωνία, τη θρησκεία, την πολιτική οργάνωση  και  καλλιέργησε  την  ελεύθερη  κριτική  έρευνα,  τη  γνώση  του  φυσικού  κόσμου  μέσω  της  εμπειρικής  παρατήρησης και του  πειράματος,  κήρυξε την ανεξιθρησκεία  και  την  αξιοπρέπεια  του  ανθρώπου.
  • Η προσδοκία αναμόρφωσης των κοινωνικών  θεσμών και κατ’  επέκταση  της  κοινωνίας  στο  σύνολό της με τη  δύναμη της ανθρώπινης  λογικής.
  • Στη  βάση  όλων των παραπάνω ο Διαφωτισμός είναι αισιόδοξος· αποδίδει  κατά  συνέπεια  ιδιάζουσα  σημασία  στα  ζητήματα  της  Αγωγής.  Στο  πλαίσιο αυτό προάγει τις ζωντανές γλώσσες και ιδιαίτερα τα εθνικά ιδιώματα  σε  βάρος των νεκρών γλωσσών (αρχαία  ελληνικά,  λατινικά).
Οι  απαρχές του Διαφωτισμού ανάγονται στην Αγγλία  κατά  τις  τελευταίες  δύο  δεκαετίες  του  17ου  αιώνα.  Στην  Αγγλία  έζησαν  οι  δύο  σπουδαιότεροι  πρόδρομοι  του  κινήματος:  ο  Isaak  Newton (1642 – 1727), που  με  τις  πα-ρατηρήσεις  του  και  την  εφαρμογή  της  νέας  επιστημονικής  μεθόδου  διατύπωσε  με  τη  θεωρία  της  Βαρύτητας  ένα  μοντέλο  του  κόσμου  που  έγινε  αποδεκτό  από  την  επιστήμη  για  τους  δύο  επόμενους  αιώνες,  και  ο  John  Locke (1632 – 1704), ο  οποίος  θεμελίωσε  φιλοσοφικά  τον  πολιτικό  φιλελευθερισμό  και  το  νεότερο  εμπειρισμό.  Ο  δρόμος  προς  το  διαφωτισμό  άνοιξε  με  τον  προβληματισμό  γύρω  από  τη  φύση,  τις  πηγές  και  τα  όρια  της  γνώσης,  που  είχε  εισαγάγει  ο  J. Locke  στο  έργο  του  Δοκίμιο  για  την  ανθρώπινη  νόηση.
 
Η  πρόοδος  της  σύγχρονης  επιστήμης,  η  επίκληση  του  ορθού  λόγου,  η  εμπειρική  γνωσιολογία  και  η  φυσική  θρησκεία  των  ελεύθερων  στοχαστών  διαμόρφωσαν  τις  φιλοσοφικές  προϋποθέσεις  του  διαφωτισμού.  Η  νέα  γνωσιολογία  είχε  εξισωτικό  χαρακτήρα.  Σύμφωνα  με  τον  Διαφωτισμό  οι  άνθρωποι  διαθέτουν  δυνάμει  ίσες  γνωστικές  δυνατότητες  που  θα  μπορούσαν  να  καλλιεργηθούν  και  να  βελτιωθούν  με  την  κατάλληλη  αγωγή.  Κατά  συνέπεια,  ο  καθένας  θα  μπορούσε  να  διεκδικήσει  ίσα  πολιτικά  δικαιώματα.  Έτσι,  ο  πολιτικός  φιλελευθερισμός  που  αναγνωρίζει  την  αυτονομία  και  τα  δικαιώματα  του  ατόμου  αποτέλεσε  την  πολιτική  έκφραση  της  νέας  φιλοσοφίας.  Εκτός  από  την  καινούρια  γνωσιολογία  ο  φιλελευθερισμός  του  Διαφωτισμού  ενισχύθηκε  και  από  τη  θεωρία  του  φυσικού  δικαίου,  η  οποία  καθιέρωνε  την  αρχή  των  ανθρωπίνων  δικαιωμάτων,  ως  βασικό  συστατικό  της  ιδέας  της  ελευθερίας.  (Π. Κιτρομηλίδη,  Νεοελληνικός  Διαφωτισμός,  Αθήνα: 1996).
 
Κατά  των  18ο  αιώνα  επίκεντρο  του  Διαφωτισμού  έγινε  η  Γαλλία  λόγω  των  κοινωνικών  συνθηκών  που  επικρατούσαν  τότε  στη  χώρα. Κυριότεροι εκπρόσωποι   του  γαλλικού  Διαφωτισμού  είναι  ο  Montesquieu,  (ο  οποίος  με  το  βιβλίο  του  Το  Πνεύμα  των  Νόμων  καταγγέλλει  τον  δεσποτισμό  και  θεμελιώνει  την  κυριαρχία  των  Νόμων),  ο  Rousseau,  ο  Voltaire ,  ο  κύκλος  των  εγκυκλοπαιδιστών,  (Diderot,  D’ Alembert κ.α.).  Ο  Διαφωτισμός  όμως  δεν  περιχαρακώθηκε  στις  δύο  αυτές  χώρες,  την  Αγγλία  και  τη  Γαλλία.  Η  ακτινοβολία  του  απλώθηκε  σχεδόν  σε  όλη  την  Ευρώπη  και  μέσω  του  παροικιακού  Ελληνισμού  έφτασε  μέχρι  την  Τουρκοκρατούμενη  Ελλάδα  και  τον  ευρύτερο  χώρο  της  Βαλκανικής  και  της  Ανατολικής  Μεσογείου  που  πολιτικά  αποτελούσαν  έναν  ενιαίο  χώρο  μια  και  ήταν  τμήματα  της  Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας.
 
  Η  σκέψη  και  η  παιδεία  στην  Τουρκοκρατούμενη  Ελλάδα.  17ος  αι:  Το  κίνημα  του  θρησκευτικού  ουμανισμού. 
Μετά  την  Άλωση  της  Κωνσταντινούπολης  και  την  ολοκλήρωση  της  Οθωμανικής  κατάκτησης  στον  Ελλαδικό  χώρο, -αλλά και  στον  χώρο  της  Βαλκανικής  και  της  Ανατολικής  Μεσογείου  κατά  τις  επόμενες  δεκαετίες,-  η  παιδεία  εγκαταλείπεται  και  πέφτει  σε  παρακμή.  Ενώ  την  ίδια  χρονική  περίοδο  (15ος – 16ος  αι.)  στη  Δύση  έχουμε  την  Αναγέννηση,  στο  χώρο  της  «καθ’  ημάς»   Ανατολής  η  παιδεία  πέφτει  σε  μαρασμό  μετά  και  τη  μετανάστευση  των  Βυζαντινών  λογίων  στη  Δύση,  και  ιδιαίτερα  στην  Ιταλία,  όπου  προσέφεραν  σημαντικές  υπηρεσίες  και  τόνωσαν  το  ενδιαφέρον  για  τη  μελέτη  της  Αρχαίας  Ελληνικής  Γραμματείας  με  τα  χειρόγραφα  που  έφεραν  μαζί  τους.  Στην  Ελληνική  Ανατολή  αυτούς  τους  δύο  αιώνες,  στις  Τουρκοκρατούμενες  περιοχές  παραμένουν  ελάχιστες  εστίες  παιδείας,  κυρίως  υπό  την  φροντίδα  της  Εκκλησίας.  Μόνο  στις  περιοχές  που  παραμένουν  ακόμα  στα  χέρια  των  Βενετών  ή  άλλων  πόλεων  της  Ιταλίας  (Επτάνησα,  Χίος,  Κρήτη,  Κύπρος),  έχουμε  αξιόλογη  πνευματική  κίνηση  που  συντηρείται  μέσω  της  επαφής  αυτών  των  περιοχών  με  τη  Βενετία,  μέσω  της  οποίας  φτάνουν  οι  απόηχοι  της  Αναγέννησης  στις  περιοχές  αυτές.
 
Σημαντικό  ρόλο  στην  παιδεία  των  λατινοκρατούμενων  περιοχών  θα  παίξει  το  Πανεπιστήμιο  της  Πάδοβας,  το  επίσημο  πανεπιστήμιο  της  Βενετικής  Πολιτείας,  στο  οποίο  συνέρρεαν  Έλληνες  σπουδαστές  από  τα  βενετοκρατούμενα  εδάφη  της  Ελληνικής  Ανατολής.  Στη  φιλοσοφία  το  πανεπιστήμιο  της  Πάδοβας  είχε  γίνει  το  κατεξοχήν  κέντρο  του  νεοαριστοτελισμού.  Οι  νεοαριστοτελικοί  εγκαταλείπουν  τη  μεσαιωνική  παράδοση  του  σχολαστικού  αριστοτελισμού  και  προτείνουν  μια  φυσιοκρατική  ερμηνεία  της  αριστοτελικής  φιλοσοφίας,   επιχειρώντας  να  διαχωρίσουν  το  θρησκευτικό  δόγμα  από  τη  φυσική  φιλοσοφία.  Η  αναζήτηση  των  αιτίων  για  τα  φαινόμενα  του  φυσικού  κόσμου  ανάγεται  σε  έννοιες  του  υλικού  κόσμου  και  όχι  της  μεταφυσικής.  Αυτή  η  φιλοσοφία  μεταδόθηκε  στην  Ελληνική  Ανατολή  από  τους  Έλληνες  σπουδαστές  της  Πάδοβας  με  σημαντικότερο  από  αυτούς  τον  Αθηναίο  Θεόφιλο  Κορυδαλλέα (1570 – 1646).  (Π. Κιτρομηλίδης,  1996)
 
Γύρω  στο  1600,  ηγετικά  στελέχη  της  Ορθοδοξίας  με  σπουδές  στην  Πάδοβα  στελεχώνουν  το  Οικουμενικό  Πατριαρχείο  και  αναλαμβάνουν  μια  προσπάθεια  για  την  αναγέννηση  της  ελληνικής  παιδείας.  Το  1624  ο  Οικουμενικός  Πατριάρχης  Κύριλλος  Λούκαρης  καλεί  στην  Κωνσταντινούπολη  τον  Κορυδαλλέα  και  του  αναθέτει  το  έργο  της  αναδιοργάνωσης  της  Πατριαρχικής  Ακαδημίας,  με  τη  μετατροπή  της  σε  κεντρικό  ίδρυμα  ανώτερης  παιδείας  για  ολόκληρη  την  Ελληνική  Ανατολή.  Η  πρωτοβουλία  αυτή  του  Λούκαρη  στο  πρώτο  τέταρτο  του  17ου  αιώνα  αποτελεί  το  πρώτο  συνειδητό  πρόγραμμα  πολιτισμικής  αναμόρφωσης  που  ανέλαβε  η  ηγεσία  του  Ελληνισμού  από  την  εποχή  της  Άλωσης.  Τα  κίνητρα  του  Λούκαρη  πήγαζαν  κυρίως  από  την  επιθυμία  του  για  ανάσχεση  του  Καθολικισμού  που  επιχειρούσε  να  διεισδύσει  στο  χώρο  της  Ορθοδοξίας  εκείνη  την  εποχή·  είχαν  όμως  σαν      αποτέλεσμα  να  εισαχθεί  από  τον  Κορυδαλλέα  ο  νεοαριστοτελισμός  στην  ελληνική  παιδεία.
 
Ο  Κορυδαλλέας  ήταν  αυστηρός  επικριτής  του  μεσαιωνικού  σχολαστικι-σμού  και  οπαδός  του  ορθού  λόγου.  Από  τον  πιο  έγκυρο  βιογράφο  του  έχει  χαρακτηριστεί  ως  ο  πρώτος  «επαναστατικός»  στοχαστής  στην  Ελληνική  Ανατο-λή  και  ως  ο  εισηγητής  του  ελεύθερου  στοχασμού  στη  Νοτιοανατολική  Ευρώπη.  Το  πρότυπο  της  ανώτερης  παιδείας  που  εισήγαγε  ο  Κορυδαλλέας  στην  Κωνσταντινούπολη  έγινε  αντικείμενο  μίμησης  για  τη  δημιουργία  νέων  ακαδημαϊκών  ιδρυμάτων  στο  Ιάσιο  και  στο  Βουκουρέστι,  στην  Τραπεζούντα,  στην  Πάτμο,  στη  Χίο  κ.α.  (Π. Κιτρομηλίδης,  1996)  Η  προσπάθεια  για  αναγέννηση  της  ελληνικής  παιδείας  κατά  το  17ο  αιώνα,  η  οποία  εκπορεύτηκε  από  το  Πατριαρχείο  και  στηρίχτηκε  στον  Κορυδαλλέα  και  μια  πλειάδα  άλλων  λογίων  με  σπουδές  στην  Ιταλία,  οι  οποίοι  συνδύαζαν  στο  έργο  τους  τα  ιερά  γράμματα  με  την  καλλιέργεια  της  κλασικής  παιδείας  θα  μείνει  γνωστή  στην  Ιστορία  ως  θρησκευτικός  ουμανισμός.
 
Νεοελληνικός  Διαφωτισμός: Η  παιδεία  και  η σκέψη  στην  Ελλάδα  το  18ο  και  στις  αρχές  του  19ου  αιώνα. 
Από  τις  αρχές  του  18ου  αιώνα  συμβαίνουν  στην  Ελληνική  κοινωνία  αλλαγές  που  επηρεάζουν  την  ελληνική  ζωή  σε  πολλά  επίπεδα  και  όπως  είναι  φυσικό  δεν  θα  μπορούσε  να  μείνει  ανεπηρέαστος  ο  τομέας  της  παιδείας  και  της  σκέψης  γενικότερα.  Οι  αλλαγές  αυτές  οφείλονται  στις  μεταβολές  των  διεθνών  πολιτικών  συνθηκών  στον  χώρο  της  Νοτιανατολικής  Ευρώπης  που  οδηγούν  στην  κάμψη  της  επιθετικότητας  της  Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας  και  εν  τέλει  στην  εξασθένισή  της.  Η  μεταβολή  αυτή  των  διεθνών  συνθηκών  ευνοεί   την  άνοδο  στο  προσκήνιο  νέων  δυναμικών  στρωμάτων  της  ελληνικής  κοινωνίας.
 
Συνοπτικά  θα  αναφέρω  ότι  λόγω  αυτών  των  μεταβολών  στη  διεθνή  θέση  της  Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας,  η  Οθωμανική  Διοίκηση  από  τα  τέλη  του  17ου  αιώνα  αρχίζει  να  αξιοποιεί  σε  υψηλές  θέσεις  της  Διπλωματίας  (αξίωμα  του  Μεγάλου  Διερμηνέα),  τους  Φαναριώτες.  Το  1699  ο  Αλέξανδρος  Μαυροκορδάτος  συμμετέχει  στις  διαπραγματεύσεις  της  συνθήκης  του  Κάρλοβιτς,  συνθήκη  που  συνετέλεσε  ουσιαστικά  στην  προαγωγή  των  οικονομικών  συνθηκών  του  υπόδουλου  Ελληνισμού.  Το  1709  ο  γιος  του  Αλέξανδρου  Νικόλαος  Μαυροκορδάτος  ανακηρύσσεται  ο  πρώτος  Έλληνας  ηγεμόνας  στη  Μολδαβία.  Αρχίζει  έτσι  η  μακρά  σειρά  των  Ελλήνων  ηγεμόνων  που  διοίκησαν  τις  παραδουνάβιες  ηγεμονίες  ως  την  έναρξη  της  Επανάστασης.  Οι  Έλληνες  ηγεμόνες  των  παραδουνάβιων  ηγεμονιών  ακολουθώντας  τα  πρότυπα  της  «φωτισμένης  δεσποτείας»,  γίνονται  φίλοι  των  γραμμάτων,  τιμούν  και  βοηθούν  τους  λογίους,  ιδρύουν  σχολεία  στα  οποία  καλλιεργείται  η  ελληνική  γλώσσα  και  παιδεία. (Κ. Θ. Δημαράς, 1993)
 
Τον  18ο  αιώνα  έχουμε  σημαντική  βελτίωση  των  οικονομικών  συνθηκών  των  υπόδουλων  Ελλήνων  και  τη  δημιουργία  μιας  αστικής  τάξης  από  ανθρώπους  που  ασχολούνται  και  πλουτίζουν  με  το  εμπόριο  και  τη  ναυτιλία.  Τον  αιώνα  αυτό  το  ελληνικό  εμπόριο  και  η  ναυτιλία  θα  γνωρίσουν  μεγάλη  άνθηση.  Έλληνες  έμποροι  θα  επεκτείνουν  τις  δραστηριότητές  τους  και  θα  ιδρύσουν  εμπορικούς  οίκους  στα  Βαλκάνια,  την  Κεντρική  και  τη  Δυτική  Ευρώπη  καθώς  και  στα  λιμάνια  της  Μεσογείου.  Μ’  αυτό  τον  τρόπο  ιδρύονται  και  ακμάζουν  ελληνικές  παροικίες  από  τη  Βενετία,  την  Τεργέστη  και  τη  Μασσαλία  ως  την  Οδησσό.  Στις  παροικίες  οι  Έλληνες  έρχονται  σε  επαφή  με  τα  σύγχρονα  ρεύματα  της  ευρωπαϊκής  σκέψης,  στη  Βενετία,  στη  Βιέννη  και  τη  Λειψία  ιδρύουν  τυπογραφία  και  εκδοτικούς  οίκους.  Στη  Βιέννη  μάλιστα  εκδίδονται  οι  πρώτες  ελληνικές  εφημερίδες,  (η  «Εφημερίς»  από  τους  Σιατιστινούς  αδελφούς  Μαρκίδες  Πούλιους  και  «ο  Λόγιος  Ερμής»),  που  γίνονται  ανάρπαστες.  Την  ίδια  ανάπτυξη  με  το  εμπόριο  γνωρίζει  και  η  ναυτιλία  των  νησιών  του  Αιγαίου.  Μετά  μάλιστα  από  τη  λήξη  του  Ρωσοτουρκικού  πολέμου  του  1768 – 1774  και  την  υπογραφή  της  συνθήκης  του  Κιουτσούκ  Καϊναρτζή  το  1774,  τα  ελληνικά  πλοία  αποκτούν  το  δικαίωμα  να  διαπλέουν  ελεύθερα  τις  θάλασσες  υπό  ρωσική  σημαία.
 
Ο  πλούτος  που  δημιουργήθηκε  είχε  θετικό  αντίκτυπο  και  στη  βελτίωση  της  παιδείας  των  Ελλήνων.  Πλούσιοι  έμποροι  που  πλουτίζουν  με  το  εξωτερικό  εμπόριο  προσφέρουν  τα  απαραίτητα  χρήματα  για  την  ίδρυση  και  συντήρηση  σχολείων  στις  ιδιαίτερες  πατρίδες  τους.  Στο  «Υπόμνημά»  του  το  1803  ο  Κοραής  γράφει:  «Και  οι  νησιώται,  οίτινες  κατά  το  πλείστον  μέρος  ήσαν  οι  αμαθέστεροι  του  Έθνους,  αρχίζουν  ήδη  να  αισθάνωνται  την  χρείαν  και  την  αξίαν  των  φώτων,  και  σπεύδουσι  προθύμως  αμμιλλώμενοι  να  συστήσωσι  σχολεία  και  γυμνάσια  εις  τας  πατρίδας  των».
 
Έτσι,  από  τις  αρχές  κιόλας  του  18ου  αιώνα,  έχουμε  τέτοια  τόνωση  της  πνευματικής  κίνησης,  που  αρχίζουν  να  διαφαίνονται  τα  σημάδια  της  πολιτιστικής  ανανέωσης,  κατ’  αρχήν  στα  Ιόνια  Νησιά,  στις  παραδουνάβιες  ηγεμονίες,  στα  Ιωάννινα  και  τις  πόλεις  της  Δυτικής  Μακεδονίας  που,  μέσω  του  χερσαίου  εμπορίου,  διατηρούν  στενές  εμπορικές  σχέσεις  με  την  Κεντρική  Ευρώπη (Π. Κιτρομηλίδης,  1996).  Γρήγορα  όμως  τα  σημάδια  αυτής  της  πολιτισμικής  ανανέωσης  αρχίζουν  να  διαχέονται  σε  ολόκληρο  το  χώρο  της  Ελληνικής  Ανατολής  και  να  συνιστούν  αυτό  που  σήμερα  ονομάζουμε  Νεοελληνικό  Διαφωτισμό.
 
Η  εξέλιξη  του  Διαφωτισμού  στον  ελληνικό  χώρο  θα  μπορούσε  να  διακριθεί  σε  τρεις  περιόδους.  Η  πρώτη  περίοδος  είναι  από  τις  αρχές  ως  τα  μέσα  του  18ου  αιώνα  που  έχουμε  τις  πρώτες  ανολοκλήρωτες  αναζητήσεις  της  ορθολογικής  κοσμοθεωρίας.  Στη  δεκαετία  του  1760  η  ελληνική  ανανεωτική  σκέψη  άρχισε  να  συγκλίνει  προς  την  επεξεργασία  των  φιλοσοφικών  προϋποθέσεων  της  φιλελεύθερης  σκέψης.  Την  περίοδο  αυτή  η  πρώτη  γενιά  του  ελληνικού  Διαφωτισμού,  κυριότεροι  εκπρόσωποι  της  οποίας  ήταν  ο  Νικηφόρος  Θεοτόκης  και  ο  Ευγένιος  Βούλγαρης  έχει  φτάσει  στην  ωριμότητά  της.  Ο  Βούλγαρης  υπήρξε  η  κεντρική  μορφή  στην  υπό  διαμόρφωση  νέα  πνευματική  παράδοση. (Π. Κιτρομηλίδης,  1996)
Στην  επόμενη  περίοδο,  από  τα  μέσα  του  18ου  αιώνα  ως  την  Γαλλική  Επανάσταση  του  1789,  κεντρικό  ρόλο  θα  διαδραματίσουν  οι  μαθητές  του  Βούλγαρη  με  σημαντικότερο  εξ’  αυτών  τον  Ιώσηπο  Μοισιόδακα.  Σ’  αυτή  την  περίοδο  ανήκει  και  ο  Δημήτριος  Καταρτζής,  ο  λαμπρότερος  εκπρόσωπος  του  φαναριώτικου  Διαφωτισμού. Ισχυρή  επίδραση  σ’  αυτή  την  περίοδο  άσκησε  στον  ελληνικό  χώρο,  όπως  φαίνεται  από  ελληνικά  κείμενα,  η  Γαλλική  Εγκυκλοπαίδεια (Κ. Θ. Δημαράς, 1993).
 
Η  τρίτη  περίοδος  μετά  τη  Γαλλική  Επανάσταση  και  ως  τις  δύο  πρώτες  δεκαετίες  του  19ου  αιώνα,  είναι  η  ωριμότερη  περίοδος  του  Νεοελληνικού  Διαφωτισμού.  Σ’  αυτή  την  περίοδο  ξεχωρίζουν  ο  Γρηγόριος  Κωνσταντάς,  ο  Δανιήλ  Φιλιππίδης,  ο  Ρήγας  Βελεστινλής,  που  μαζί  με  άλλους  αποτελούν  την  παραδουνάβια  ομάδα  της  τρίτης  γενιάς  του  Νεοελληνικού  Διαφωτισμού.  Η  ελληνική  διανόηση  της  Βιέννης  αποτελεί  προέκταση  της  ομάδας  που  ζούσε  στο  περιβάλλον  των  παραδουνάβιων  ηγεμονιών.  Την  ίδια  περίοδο,  δύο  ακόμα  κύκλοι  διανοουμένων  βρίσκονται  ο  ένας  στο  Παρίσι  γύρω  από  τον  Αδαμάντιο  Κοραή  και  ο  άλλος  στα  Ιωάννινα  γύρω  από  τον  Αθανάσιο  Ψαλίδα.  Από  αυτούς  τους  πνευματικούς  κύκλους  πρόβαλαν  νεότεροι  μαθητές  και  οπαδοί  του  Διαφωτισμού,  οι  οποίοι  στελέχωναν  τα  νέα  σχολεία  και  μετέφεραν  το  μήνυμα  του  Διαφωτισμού  σε  όλο  τον  ελληνικό  κόσμο.  Χαρακτηριστικό  είναι  το  παράδειγμα  του  παρισινού  κύκλου  του  Κοραή,  με  την  καθοδήγηση  του  οποίου,  μια  σημαντική  νέα  περιοχή  προστέθηκε  στη  γεωγραφία  του  Διαφωτισμού.  Πρόκειται  για  την  περιοχή  του  Ανατολικού  Αιγαίου  και  συγκεκριμένα  τη  Χίο,  τη  Σμύρνη  και  τις  Κυδωνίες  (Αϊβαλί),  που  ως  τις  αρχές  του  19ου  αιώνα  ήταν  προπύργια  της  παραδοσιακής  παιδείας  (Π. Κιτρομηλίδης,  1996).
 
Τα  πιο  σημαντικά  προβλήματα  που  απασχόλησαν  τους  λογίους  του  Διαφωτισμού  ήταν  η  σχέση  των  σύγχρονων  Ελλήνων  με  την  πνευματική  κληρονομιά  της  αρχαίας  Ελλάδας  και  η  αφύπνιση  της  εθνικής  συνείδησης,  η  γλώσσα,  η  θέση  των  νέων  φιλοσοφικών  ιδεών  και  των  φυσικών  επιστημών  στην  νεοελληνική  παιδεία.
 
Οι  προοδευτικοί  λόγιοι  επηρεασμένοι  από  τις  ιδέες  του  ευρωπαϊκού  Διαφωτισμού  και  τη  Γαλλική  Επανάσταση,  επιθυμούν  παιδεία  για  όλους,  χρήση  της  απλής  γλώσσας,  «μετακένωση»  των  επιστημονικών  κατακτήσεων  της  ευρωπαϊκής  σκέψης  και  δημιουργική  αφομοίωση  του  πνεύματος  των  αρχαίων  κλασικών  συγγραφέων.  Οι  συντηρητικοί  αντίθετα,  αντιμετωπίζουν  με  επιφύλαξη  τις  επιδράσεις  της  Ευρώπης  και  δυσπιστούν  απέναντι  στις  φυσικές  επιστήμες  και  στις  θεωρίες  της  νεότερης  φιλοσοφίας.  Εμπιστεύονται  μόνο  την  πολιτιστική  παράδοση  του  Ελληνισμού  και,  όσον  αφορά  το  γλωσσικό  ζήτημα,  είναι  οπαδοί  της  αρχαΐζουσας.  Ανάμεσα  στις  δύο  τάσεις  αναπτύσσεται  και  μια  τρίτη  μέση  τάση  εκπρόσωπος  της  οποίας  είναι  ο  Κοραής.  Η  τάση  αυτή  της  μέσης  οδού  εμφορείται  από  το  προοδευτικό  πνεύμα  του  Διαφωτισμού,  φοβάται  όμως  τις  ακραίες  επαναστατικές  ιδέες.  Χαρακτηριστικά  είναι  τα  λόγια  του  ίδιου  του  Κοραή:  «μακράν  από  την  Σκύλλαν  της  αθεΐας  και  την  Χάρυβδην  της  δεισιδαιμονίας»·  και  αλλού  αναφέρει:  «μήτε  τύραννοι  των  χυδαίων, (δηλαδή  του  λαού),  μήτε  δούλοι  της  χυδαιότητας  αυτών». Ο  Κοραής  δηλαδή  έδινε  διμέτωπο  αγώνα  τόσο  εναντίον  των  ριζοσπαστικών  τάσεων  όσο  και  εναντίον  των  συντηρητικών  (Κ. Θ. Δημαράς, 1993).
---------------
Βιβλιογραφία
  1. Δημαράς,  Κ. Θ. (1993)  Νεοελληνικός  Διαφωτισμός,  Αθήνα:  Εκδόσεις  Ερμής,  6η  Έκδοση.
  2. Κιτρομηλίδης,  Πασχάλης (1985)  Ιώσηπος  Μοισιόδαξ.  Οι  συντεταγμένες  της  βαλκανικής  σκέψης  τον  18ο  αιώνα,  Αθήνα:  Μορφωτικό  Ίδρυμα  Εθνικής  Τραπέζης.
  3. Κιτρομηλίδης,  Πασχάλης (1996)  Νεοελληνικός  Διαφωτισμός,  Αθήνα:  Μορφωτικό  Ίδρυμα  Εθνικής  Τραπέζης
  4. Μοισιόδακας,  Ιώσηπος (1779)  Πραγματεία  περί  Παίδων  Αγωγής  ή  Παιδαγωγία,  Επανέκδοση  του  1998,  Κοζάνη:  Ινστιτούτο  Βιβλίου  &  Ανάγνωσης  Κοζάνης.