Κάθε άνθρωπος που γεννιέται φέρει μαζί του ένα βιβλίο. Στο βιβλίο αυτό είναι γραμμένη κάθε εμπειρία της ζωής του, από κάθε του σημαντικό πρόσωπο, υπογεγραμμένη από το συναίσθημα που τη συνόδευσε. Έτσι, κάθε φορά που νιώθει μόνος ή που δεν ξέρει πώς να φερθεί σε μία δεδομένη ευκαιρία, το ανοίγει και διαβάζει. Πιστοί αναγνώστες του βιβλίου της ζωής μας, σπανίως παρεκκλίνουμε από την εξέλιξή του με εξαίρεση τη στιγμή που αντιληφθούμε ότι, το ανάγνωσμα, είναι ένα παραμύθι. Οι πρωταγωνιστές υπάρχουν – όπως και το κείμενο – όμως εμείς δεν είμαστε απλοί αναγνώστες… Από τη στιγμή που το συνειδητοποιήσουμε, από τη στιγμή που το ασυνείδητο γίνει συνειδητό, μπορούμε να γίνουμε συγγραφείς του.
Ποιος έγραψε, όμως, αρχικά στο βιβλίο αυτό; Ποιος έδεσε τον τόμο της ζωής μας, τον έντυσε με το εξώφυλλό του και έραψε τις σελίδες στη θέση τους; Μα φυσικά το πρόσωπο που φαντασιώθηκε την ιστορία μας, η πρωτόλεια φιγούρα της μητέρας. Στα πρώτο κεφάλαιο, λοιπόν, αυτό που συμβαίνει, είναι η εσωτερίκευση – ή καταγραφή, καλύτερα – της φιγούρας, αυτής, πάνω στην οποία δομείται ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία του έπους• το ρομαντικό. Η σχέση ενός βρέφους με τη μητέρα, τον πρώτο χρόνο ζωής του, προδιαγράφει σημαντικά τις μετέπειτα αναζητήσεις του. Η μονιμότητα της παρουσίας της διδάσκει την μετέπειτα μονιμότητα των ανθρώπων και αίρει το άγχος κάποιου στην εγκατάλειψη. Το χάδι της, αφήνει την αλόη της στο κορμί, η οποία προκαλεί την άνθιση των ψυχικών αντισωμάτων, κάνοντας κάποιον να νιώθει ασφαλής στο σώμα του και εν γένει ασφαλής στον εαυτό του.
Όσο καλύτερο το πρώτο κεφάλαιο, λοιπόν, όσο καλύτερη η “περιγραφή του πρωταγωνιστή” από τον αρχικό συγγραφέα, τόσο καλύτερη προαλείφεται η εξέλιξη της ιστορίας. Στο ταξίδι της ζωής μας, λοιπόν, κάποια στιγμή, συναντάμε τον έρωτα και τότε κάτι εκπληκτικό συμβαίνει… Ο έρωτας γίνεται ο σελιδοδείχτης που μας γυρνά σε εκείνες τις πρώτες σελίδες, όπου η πραϋντική φωνή της μητέρας μάς διηγείται όλο υπόσχεση τη ζωή που μας περιμένει. Το ηρωικό στοιχείο πηγάζει από μέσα μας και αυτομάτως οδηγούμαστε στη θέση ενός παιδιού χορτασμένου από αγάπη και μεστωμένου από ωριμότητα.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν δεν είναι όλα τόσο ιδανικά; Τι συμβαίνει όταν σε κάποιον δεν παράχθηκε αυτή η απαραίτητη αποδοχή και η αμφιθυμία ή η αποφυγή κυριάρχησαν; Τι συμβαίνει στο περιζήτητο ρομαντικό στοιχείο τότε; Σε αυτή την περίπτωση ξεκινά μία ατέρμονη αναζήτηση για την ιδανική μητέρα, στο πρόσωπο ενός συντρόφου. Ο άνθρωπος υπαναχωρεί, ασυνείδητα, στην πρώιμη ηλικία όπου φέρει την πεποίθηση ότι ο σύντροφός του οφείλει να φροντίζει όλες τις απαιτήσεις του, να καλύπτει όλες τις ανάγκες του και να ασκεί επάνω σε εκείνον έναν έλεγχο ο οποίος υπόσχεται την αιώνια προσκόλλησή του σε αυτόν.
Με λίγα λόγια, γινόμενος παιδί, μεταβιβάζει την εικόνα της μητέρας που θα ήθελε να είχε και περιμένει από τον άλλο να φερθεί ανάλογα. Αυτό που συμβαίνει, όμως, τις περισσότερες φορές είναι, ο σύντροφος, να λειτουργήσει αντιμεταβιβαστικά ενισχύοντας τους φόβους του. Να του φερθεί, δηλαδή, σαν το παιδί που παρουσιάζεται και να σχηματίσουν μία σχέση που πολύ απέχει από την ώριμη συντροφική, αναβιώνοντας καβγάδες και συγκρούσεις που θυμίζουν εφήβους. Τι μπορεί να συμβεί, όμως, για να σπάσει αυτή η αλυσίδα; Για να καταφέρει κάποιος να απολαύσει τον έρωτα στην πραγματική του διάσταση;
Η πιο σημαντική αρχή είναι η ειλικρίνεια ως προς τον εαυτό του. Χρειάζεται μεγάλο θάρρος για να αποδεχτεί κάποιος την ανάγκη του για μία ιδανική μητέρα πριν προσπαθήσει να γίνει ο ίδιος η ιδανική μητέρα του εαυτού του. Το θάρρος, όμως, αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στον πόνο που του προκαλεί η στρεβλή πεποίθηση του για τις σχέσεις, αφού για εκείνον – ακόμα και αν δεν το ορά – ο έρωτας είναι απλά η προσωρινή αναστολή μίας ποινής, που συνεχίζει να εκτίει γιατί οι δεσμοφύλακες του υποσχέθηκαν ότι θα τον αγαπήσουν στο τέλος της αναμόρφωσής του. Έτσι, συνεχίζει να εκτίει τα παιδικά του χρόνια και απαγορεύει στον εαυτό του να μεγαλώσει…
Η ειλικρίνεια προς τον εαυτό έρχεται όταν κάποιος αναγνωρίσει το πραγματικό του συναίσθημα και το επικοινωνήσει στην πρωταρχική, εκείνη, φιγούρα που του το προκάλεσε. Με αυτόν τον τρόπο, οδηγείται πιο κοντά στο να καταλάβει ότι ένας γονιός δεν είναι ένας αλάνθαστος θεός αλλά ένα ανθρώπινο ον που κάνει λάθη. Αίροντας την παντοδυναμία της φιγούρας, λοιπόν, αίρει και ένα σημαντικό κομμάτι ευθύνης από επάνω του και απελευθερώνει το από καιρό παγιδευμένο συναίσθημά του, καθιστώντας τον ίδιο περισσότερο ειλικρινή στο είδος της ανάγκης του για επαφή. Το παραπάνω είναι το πρώτο βήμα για να σταματήσει να γυρνάει κάποιος τις σελίδες του βιβλίου του, ξαναδιαβάζοντας τα ίδια κεφάλαια, και να αρπάξει το στυλό αρχίζοντας να γράφει τη συνέχεια όπως εκείνος επιθυμεί…
Κλείνοντας, ίσως το πιο σημαντικό που μπορούμε να κρατήσουμε είναι το εξής… Ο άνθρωπος όσο ωριμάζει τόσο ωριμάζει μαζί του και η ανάγκη της αφαίρεσης. Ανάγκη να αποτάξει κάθε τι περιττό και να απαλλαγεί από κάθε τι επιπλέον οδηγούμενος στην πιο απλή του σχέση• αυτή μεταξύ, μόνο, δύο ανθρώπων. Κι όλο αυτό γιατί περισσότερο απ’ όλα ο έρωτας είναι μία μαθηματική ταυτότητα…. Ακριβώς όπως σε μία μαθηματική ταυτότητα, της οποίας τα στοιχεία απλοποιούνται και μπαίνουν σε μία παρένθεση, έτσι και στον έρωτα ο περίπλοκος μηχανισμός του ανθρώπου συμπτύσσεται και απλοποιείται, ενσωματώνοντας εκατοντάδες κομμάτια σε μοναχά δύο μεταβλητές• εκείνον και τον άλλο ή το άλλο εγώ μας…
Ποιος έγραψε, όμως, αρχικά στο βιβλίο αυτό; Ποιος έδεσε τον τόμο της ζωής μας, τον έντυσε με το εξώφυλλό του και έραψε τις σελίδες στη θέση τους; Μα φυσικά το πρόσωπο που φαντασιώθηκε την ιστορία μας, η πρωτόλεια φιγούρα της μητέρας. Στα πρώτο κεφάλαιο, λοιπόν, αυτό που συμβαίνει, είναι η εσωτερίκευση – ή καταγραφή, καλύτερα – της φιγούρας, αυτής, πάνω στην οποία δομείται ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία του έπους• το ρομαντικό. Η σχέση ενός βρέφους με τη μητέρα, τον πρώτο χρόνο ζωής του, προδιαγράφει σημαντικά τις μετέπειτα αναζητήσεις του. Η μονιμότητα της παρουσίας της διδάσκει την μετέπειτα μονιμότητα των ανθρώπων και αίρει το άγχος κάποιου στην εγκατάλειψη. Το χάδι της, αφήνει την αλόη της στο κορμί, η οποία προκαλεί την άνθιση των ψυχικών αντισωμάτων, κάνοντας κάποιον να νιώθει ασφαλής στο σώμα του και εν γένει ασφαλής στον εαυτό του.
Όσο καλύτερο το πρώτο κεφάλαιο, λοιπόν, όσο καλύτερη η “περιγραφή του πρωταγωνιστή” από τον αρχικό συγγραφέα, τόσο καλύτερη προαλείφεται η εξέλιξη της ιστορίας. Στο ταξίδι της ζωής μας, λοιπόν, κάποια στιγμή, συναντάμε τον έρωτα και τότε κάτι εκπληκτικό συμβαίνει… Ο έρωτας γίνεται ο σελιδοδείχτης που μας γυρνά σε εκείνες τις πρώτες σελίδες, όπου η πραϋντική φωνή της μητέρας μάς διηγείται όλο υπόσχεση τη ζωή που μας περιμένει. Το ηρωικό στοιχείο πηγάζει από μέσα μας και αυτομάτως οδηγούμαστε στη θέση ενός παιδιού χορτασμένου από αγάπη και μεστωμένου από ωριμότητα.
Τι συμβαίνει, όμως, όταν δεν είναι όλα τόσο ιδανικά; Τι συμβαίνει όταν σε κάποιον δεν παράχθηκε αυτή η απαραίτητη αποδοχή και η αμφιθυμία ή η αποφυγή κυριάρχησαν; Τι συμβαίνει στο περιζήτητο ρομαντικό στοιχείο τότε; Σε αυτή την περίπτωση ξεκινά μία ατέρμονη αναζήτηση για την ιδανική μητέρα, στο πρόσωπο ενός συντρόφου. Ο άνθρωπος υπαναχωρεί, ασυνείδητα, στην πρώιμη ηλικία όπου φέρει την πεποίθηση ότι ο σύντροφός του οφείλει να φροντίζει όλες τις απαιτήσεις του, να καλύπτει όλες τις ανάγκες του και να ασκεί επάνω σε εκείνον έναν έλεγχο ο οποίος υπόσχεται την αιώνια προσκόλλησή του σε αυτόν.
Με λίγα λόγια, γινόμενος παιδί, μεταβιβάζει την εικόνα της μητέρας που θα ήθελε να είχε και περιμένει από τον άλλο να φερθεί ανάλογα. Αυτό που συμβαίνει, όμως, τις περισσότερες φορές είναι, ο σύντροφος, να λειτουργήσει αντιμεταβιβαστικά ενισχύοντας τους φόβους του. Να του φερθεί, δηλαδή, σαν το παιδί που παρουσιάζεται και να σχηματίσουν μία σχέση που πολύ απέχει από την ώριμη συντροφική, αναβιώνοντας καβγάδες και συγκρούσεις που θυμίζουν εφήβους. Τι μπορεί να συμβεί, όμως, για να σπάσει αυτή η αλυσίδα; Για να καταφέρει κάποιος να απολαύσει τον έρωτα στην πραγματική του διάσταση;
Η πιο σημαντική αρχή είναι η ειλικρίνεια ως προς τον εαυτό του. Χρειάζεται μεγάλο θάρρος για να αποδεχτεί κάποιος την ανάγκη του για μία ιδανική μητέρα πριν προσπαθήσει να γίνει ο ίδιος η ιδανική μητέρα του εαυτού του. Το θάρρος, όμως, αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στον πόνο που του προκαλεί η στρεβλή πεποίθηση του για τις σχέσεις, αφού για εκείνον – ακόμα και αν δεν το ορά – ο έρωτας είναι απλά η προσωρινή αναστολή μίας ποινής, που συνεχίζει να εκτίει γιατί οι δεσμοφύλακες του υποσχέθηκαν ότι θα τον αγαπήσουν στο τέλος της αναμόρφωσής του. Έτσι, συνεχίζει να εκτίει τα παιδικά του χρόνια και απαγορεύει στον εαυτό του να μεγαλώσει…
Η ειλικρίνεια προς τον εαυτό έρχεται όταν κάποιος αναγνωρίσει το πραγματικό του συναίσθημα και το επικοινωνήσει στην πρωταρχική, εκείνη, φιγούρα που του το προκάλεσε. Με αυτόν τον τρόπο, οδηγείται πιο κοντά στο να καταλάβει ότι ένας γονιός δεν είναι ένας αλάνθαστος θεός αλλά ένα ανθρώπινο ον που κάνει λάθη. Αίροντας την παντοδυναμία της φιγούρας, λοιπόν, αίρει και ένα σημαντικό κομμάτι ευθύνης από επάνω του και απελευθερώνει το από καιρό παγιδευμένο συναίσθημά του, καθιστώντας τον ίδιο περισσότερο ειλικρινή στο είδος της ανάγκης του για επαφή. Το παραπάνω είναι το πρώτο βήμα για να σταματήσει να γυρνάει κάποιος τις σελίδες του βιβλίου του, ξαναδιαβάζοντας τα ίδια κεφάλαια, και να αρπάξει το στυλό αρχίζοντας να γράφει τη συνέχεια όπως εκείνος επιθυμεί…
Κλείνοντας, ίσως το πιο σημαντικό που μπορούμε να κρατήσουμε είναι το εξής… Ο άνθρωπος όσο ωριμάζει τόσο ωριμάζει μαζί του και η ανάγκη της αφαίρεσης. Ανάγκη να αποτάξει κάθε τι περιττό και να απαλλαγεί από κάθε τι επιπλέον οδηγούμενος στην πιο απλή του σχέση• αυτή μεταξύ, μόνο, δύο ανθρώπων. Κι όλο αυτό γιατί περισσότερο απ’ όλα ο έρωτας είναι μία μαθηματική ταυτότητα…. Ακριβώς όπως σε μία μαθηματική ταυτότητα, της οποίας τα στοιχεία απλοποιούνται και μπαίνουν σε μία παρένθεση, έτσι και στον έρωτα ο περίπλοκος μηχανισμός του ανθρώπου συμπτύσσεται και απλοποιείται, ενσωματώνοντας εκατοντάδες κομμάτια σε μοναχά δύο μεταβλητές• εκείνον και τον άλλο ή το άλλο εγώ μας…