ΠΛ Πολιτ 294a–295b
Ο νόμος αποτελεί εμπόδιο για όποιον κατέχει την αληθινή βασιλική επιστήμη
Κατά τον Ξένο (βλ. σχετικά και ΠΛ Πολιτ 271a–272b), ο αληθινός πολιτικός άνδρας διακρίνεται για τη γνώση και τη σοφία του και δικαιούται να επιβάλλει με κάθε τρόπο τη θέλησή του στους πολίτες. Τα συνήθη πολιτεύματα είναι απλές απομιμήσεις του μόνου ορθού, όπου η εξουσία ασκείται από αυτόν τον σοφό άνδρα, ο οποίος για την καλή διοίκηση της πόλης αδιαφορεί ακόμη και για την τήρηση των νόμων. Αυτός ο ισχυρισμός προκάλεσε, ωστόσο, την αντίδραση του νεότερου Σωκράτη, στον οποίο ο Ξένος απαντά με το παρακάτω επιχείρημα:
ΞΕ. Τρόπον τινὰ μέντοι δῆλον ὅτι τῆς βασιλικῆς ἐστιν
ἡ νομοθετική· τὸ δ’ ἄριστον οὐ τοὺς νόμους ἐστὶν ἰσχύειν
ἀλλ’ ἄνδρα τὸν μετὰ φρονήσεως βασιλικόν. οἶσθ’ ὅπῃ;
ΝΕ. ΣΩ. Πῇ δὴ λέγεις;
ΞΕ. Ὅτι νόμος οὐκ ἄν ποτε δύναιτο τό τε ἄριστον καὶ
[294b] τὸ δικαιότατον ἀκριβῶς πᾶσιν ἅμα περιλαβὼν τὸ βέλτιστον
ἐπιτάττειν· αἱ γὰρ ἀνομοιότητες τῶν τε ἀνθρώπων καὶ τῶν
πράξεων καὶ τὸ μηδέποτε μηδὲν ὡς ἔπος εἰπεῖν ἡσυχίαν
ἄγειν τῶν ἀνθρωπίνων οὐδὲν ἐῶσιν ἁπλοῦν ἐν οὐδενὶ περὶ
ἁπάντων καὶ ἐπὶ πάντα τὸν χρόνον ἀποφαίνεσθαι τέχνην
οὐδ’ ἡντινοῦν. ταῦτα δὴ συγχωροῦμέν που;
ΝΕ. ΣΩ. Τί μήν;
ΞΕ. Τὸν δέ γε νόμον ὁρῶμεν σχεδὸν ἐπ’ αὐτὸ τοῦτο
[294c] συντείνοντα, ὥσπερ τινὰ ἄνθρωπον αὐθάδη καὶ ἀμαθῆ καὶ
μηδένα μηδὲν ἐῶντα ποιεῖν παρὰ τὴν ἑαυτοῦ τάξιν, μηδ’
ἐπερωτᾶν μηδένα, μηδ’ ἄν τι νέον ἄρα τῳ συμβαίνῃ βέλτιον
παρὰ τὸν λόγον ὃν αὐτὸς ἐπέταξεν.
ΝΕ. ΣΩ. Ἀληθῆ· ποιεῖ γὰρ ἀτεχνῶς καθάπερ εἴρηκας
νῦν ὁ νόμος ἡμῖν ἑκάστοις.
ΞΕ. Οὐκοῦν ἀδύνατον εὖ ἔχειν πρὸς τὰ μηδέποτε ἁπλᾶ
τὸ διὰ παντὸς γιγνόμενον ἁπλοῦν;
ΝΕ. ΣΩ. Κινδυνεύει.
ΞΕ. Διὰ τί δή ποτ’ οὖν ἀναγκαῖον νομοθετεῖν, ἐπειδήπερ
[294d] οὐκ ὀρθότατον ὁ νόμος; ἀνευρετέον τούτου τὴν αἰτίαν.
ΝΕ. ΣΩ. Τί μήν;
ΞΕ. Οὐκοῦν καὶ παρ’ ὑμῖν εἰσί τινες οἷαι καὶ ἐν ἄλλαις
πόλεσιν ἁθρόων ἀνθρώπων ἀσκήσεις, εἴτε πρὸς δρόμον εἴτε
πρὸς ἄλλο τι, φιλονικίας ἕνεκα;
ΝΕ. ΣΩ. Καὶ πάνυ γε πολλαί.
ΞΕ. Φέρε νῦν ἀναλάβωμεν πάλιν μνήμῃ τὰς τῶν τέχνῃ
γυμναζόντων ἐπιτάξεις ἐν ταῖς τοιαύταις ἀρχαῖς.
ΝΕ. ΣΩ. Τὸ ποῖον;
ΞΕ. Ὅτι λεπτουργεῖν οὐκ ἐγχωρεῖν ἡγοῦνται καθ’ ἕνα
ἕκαστον, τῷ σώματι τὸ προσῆκον ἑκάστῳ προστάττοντες,
[294e] ἀλλὰ παχύτερον οἴονται δεῖν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ καὶ ἐπὶ πολ-
λοὺς τὴν τοῦ λυσιτελοῦντος τοῖς σώμασι ποιεῖσθαι τάξιν.
ΝΕ. ΣΩ. Καλῶς.
ΞΕ. Διὸ δή γε καὶ ἴσους πόνους νῦν διδόντες ἁθρόοις
ἅμα μὲν ἐξορμῶσιν, ἅμα δὲ καὶ καταπαύουσι δρόμου καὶ
πάλης καὶ πάντων τῶν κατὰ τὰ σώματα πόνων.
ΝΕ. ΣΩ. Ἔστι ταῦτα.
ΞΕ. Καὶ τὸν νομοθέτην τοίνυν ἡγώμεθα, τὸν ταῖσιν
ἀγέλαις ἐπιστατήσοντα τοῦ δικαίου πέρι καὶ τῶν πρὸς ἀλλή-
[295a] λους συμβολαίων, μή ποθ’ ἱκανὸν γενήσεσθαι πᾶσιν ἁθρόοις
προστάττοντα ἀκριβῶς ἑνὶ ἑκάστῳ τὸ προσῆκον ἀποδιδόναι.
ΝΕ. ΣΩ. Τὸ γοῦν εἰκός.
ΞΕ. Ἀλλὰ τὸ τοῖς πολλοῖς γε οἶμαι καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ
καί πως οὑτωσὶ παχυτέρως ἑκάστοις τὸν νόμον θήσει, καὶ ἐν
γράμμασιν ἀποδιδοὺς καὶ ἐν ἀγραμμάτοις, πατρίοις δὲ ἔθεσι
νομοθετῶν.
ΝΕ. ΣΩ. Ὀρθῶς.
ΞΕ. Ὀρθῶς μέντοι. πῶς γὰρ ἄν τις ἱκανὸς γένοιτ’ ἄν
[295b] ποτε, ὦ Σώκρατες, ὥστε διὰ βίου ἀεὶ παρακαθήμενος ἑκάστῳ
δι’ ἀκριβείας προστάττειν τὸ προσῆκον; ἐπεὶ τοῦτ’ ἂν δυνατὸς
ὤν, ὡς οἶμαι, τῶν τὴν βασιλικὴν ὁστισοῦν ὄντως ἐπιστήμην
εἰληφότων σχολῇ ποτ’ ἂν ἑαυτῷ θεῖτ’ ἐμποδίσματα γράφων
τοὺς λεχθέντας τούτους νόμους.
ΝΕ. ΣΩ. Ἐκ τῶν νῦν γοῦν, ὦ ξένε, εἰρημένων.
***
ΞΕ. Είναι φανερό όμως ότι με κάποιο τρόπο η νομοθεσία είναι έργο βασιλικό· και το άριστο είναι να ισχύουν όχι οι νόμοι, αλλ' ο βασιλικός άνδρας, ο προικισμένος με σύνεση. Ξέρεις γιατί;
ΝΕ. ΣΩ. Ποιο λοιπόν είναι αυτό το γιατί;
ΞΕ. Είναι ότι, ο νόμος δε θα μπορούσε ποτέ, αφού περιλάβη συγχρόνως ό,τι υπάρχει για όλους άριστο και δικαιότατο, να νομοθετή το πιο ωφέλιμο· γιατί οι ανομοιότητες των ανθρώπων και των πράξεων και το γεγονός ότι κανένα ανθρώπινο πράγμα, για να πούμε το σωστό, δεν είναι ποτέ σε ησυχία, δεν αφήνουν θέση σε καμιά τέχνη για ένα απόλυτο που να αξίζη για όλες τις περιπτώσεις και για όλους τους χρόνους. Σ' αυτά λοιπόν είμαστε σύμφωνοι, φαντάζομαι.
ΝΕ. ΣΩ. Βεβαίως.
ΞΕ. Και ο νόμος βλέπουμε ότι σχεδόν σ' αυτό το ίδιο απόλυτο τείνει, όπως ένας άνθρωπος αυθάδης και αμαθής που δεν επιτρέπει σε κανένα να κάνη κάτι ενάντιο στην απαγόρευση που έχει δημοσιεύσει, μήτε επιτρέπει καμιά ερώτηση, ακόμη και αν συμβαίνη σε κάποιον να εχη προτείνη κάτι καλύτερο, παρά την εντολή που αυτός έδωσε.
ΝΕ. ΣΩ. Είναι αλήθεια. Γιατί ο νόμος ενεργεί ως προς τον καθένα μας ακριβώς όπως αυτή τη στιγμή είπες.
ΞΕ. Είναι λοιπόν αδύνατο εκείνο, που παραμένει πάντα απόλυτο, να προσαρμόζεται σ' εκείνα που ποτέ δεν είναι απόλυτα;
ΝΕ. ΣΩ. Έτσι φαίνεται.
ΞΕ. Γιατί λοιπόν είναι αναγκαίο να νομοθετούμε, αν ο νόμος δεν είναι το πιο τέλειο; Πρέπει να βρούμε την αιτία του.
ΝΕ. ΣΩ. Βέβαια.
ΞΕ. Λοιπόν και σε σας, όπως και σε άλλες πόλεις, υπάρχουν μερικές ασκήσεις ανθρώπων όλων μαζί, είτε στο τρέξιμο, είτε σε τίποτ' άλλο, από απλή άμιλλα;
ΝΕ. ΣΩ. Και πάρα πολλές.
ΞΕ. Έλα τώρα ας ξαναφέρουμε στη μνήμη μας τα παραγγέλματα εκείνων που γυμνάζουν με επιστημονικούς κανόνες στις τέτοιες αρχές.
ΝΕ. ΣΩ. Ποια παραγγέλματα;
ΞΕ. Ότι νομίζουν πως δεν επιτρέπεται να μπουν στις λεπτομέρειες ατομικών περιπτώσεων, διατυπώνοντας για κάθε ιδιαίτερο σώμα ειδικά παραγγέλματα, αλλά νομίζουν ότι πρέπει να βλέπουν τα πράγματα καλύτερα χονδρικώς ως επί το πολύ και να εξετάζουν την πλειονότητα των περιπτώσεων και των αντικειμένων, δημοσιεύοντας τα παραγγέλματα που θα είναι ωφέλιμα στα σώματα γενικώς.
ΝΕ.ΣΩ. Καλά.
ΞΕ. Γι' αυτό πραγματικά επιβάλλουν σε όλους μαζί τους ίδιους κόπους και τους κάνουν ν' αρχίζουν τον ίδιο χρόνο και να σταματούν στην ίδια στιγμή το τρέξιμο και την πάλη και όλες τις άλλες ασκήσεις του σώματος.
ΝΕ. ΣΩ. Είναι αλήθεια.
ΞΕ. Ας νομίζουμε λοιπόν ότι και ο νομοθέτης, αυτός που οφείλει να παραγγέλλη στις αγέλες τις υποχρεώσεις τους για τη δικαιοσύνη και τις αμοιβαίες συμφωνίες δε θα γίνη ποτέ ικανός, υπαγορεύοντας διαταγές για όλους μαζί, να προσδιορίζη σε κάθε άτομο ό,τι ακριβώς του ταιριάζει.
ΝΕ. ΣΩ. Είναι τουλάχιστο πιθανό.
ΞΕ. Αλλά θα θέση εκείνο το νόμο που ταιριάζει στην πλειονότητα των ατόμων, νομίζω, και στην πλειονότητα των περιπτώσεων και έτσι κάπως χονδρικώς θα νομοθετήση για τον καθένα, είτε γράφοντας νόμους είτε χωρίς να γράψη και δίνοντας ισχύ νόμου στα αρχαία έθιμα των προγόνων.
ΝΕ. ΣΩ. Σωστά.
ΞΕ. Βέβαια σωστά. Γιατί πώς θα γίνονταν ποτέ ικανός, Σωκράτη μου, να καθίση σε κάθε στιγμή της ζωής του κοντά σε κάθε ιδιώτη και να του ορίζη ακριβώς τι οφείλει να κάνη; Επειδή, αν ήταν ικανός οποιοσδήποτε, καθώς νομίζω, ανάμεσα σ' εκείνους που κατέχουν την αληθινή βασιλική επιστήμη, δε θα 'βαζε ποτέ στον εαυτό του εμπόδια, γράφοντας αυτούς τους νόμους που είπαμε.
ΝΕ. ΣΩ. Βέβαια, ξένε μου, σύμφωνα τουλάχιστο με εκείνα που έχομε πει.
ΞΕ. Είναι φανερό όμως ότι με κάποιο τρόπο η νομοθεσία είναι έργο βασιλικό· και το άριστο είναι να ισχύουν όχι οι νόμοι, αλλ' ο βασιλικός άνδρας, ο προικισμένος με σύνεση. Ξέρεις γιατί;
ΝΕ. ΣΩ. Ποιο λοιπόν είναι αυτό το γιατί;
ΞΕ. Είναι ότι, ο νόμος δε θα μπορούσε ποτέ, αφού περιλάβη συγχρόνως ό,τι υπάρχει για όλους άριστο και δικαιότατο, να νομοθετή το πιο ωφέλιμο· γιατί οι ανομοιότητες των ανθρώπων και των πράξεων και το γεγονός ότι κανένα ανθρώπινο πράγμα, για να πούμε το σωστό, δεν είναι ποτέ σε ησυχία, δεν αφήνουν θέση σε καμιά τέχνη για ένα απόλυτο που να αξίζη για όλες τις περιπτώσεις και για όλους τους χρόνους. Σ' αυτά λοιπόν είμαστε σύμφωνοι, φαντάζομαι.
ΝΕ. ΣΩ. Βεβαίως.
ΞΕ. Και ο νόμος βλέπουμε ότι σχεδόν σ' αυτό το ίδιο απόλυτο τείνει, όπως ένας άνθρωπος αυθάδης και αμαθής που δεν επιτρέπει σε κανένα να κάνη κάτι ενάντιο στην απαγόρευση που έχει δημοσιεύσει, μήτε επιτρέπει καμιά ερώτηση, ακόμη και αν συμβαίνη σε κάποιον να εχη προτείνη κάτι καλύτερο, παρά την εντολή που αυτός έδωσε.
ΝΕ. ΣΩ. Είναι αλήθεια. Γιατί ο νόμος ενεργεί ως προς τον καθένα μας ακριβώς όπως αυτή τη στιγμή είπες.
ΞΕ. Είναι λοιπόν αδύνατο εκείνο, που παραμένει πάντα απόλυτο, να προσαρμόζεται σ' εκείνα που ποτέ δεν είναι απόλυτα;
ΝΕ. ΣΩ. Έτσι φαίνεται.
ΞΕ. Γιατί λοιπόν είναι αναγκαίο να νομοθετούμε, αν ο νόμος δεν είναι το πιο τέλειο; Πρέπει να βρούμε την αιτία του.
ΝΕ. ΣΩ. Βέβαια.
ΞΕ. Λοιπόν και σε σας, όπως και σε άλλες πόλεις, υπάρχουν μερικές ασκήσεις ανθρώπων όλων μαζί, είτε στο τρέξιμο, είτε σε τίποτ' άλλο, από απλή άμιλλα;
ΝΕ. ΣΩ. Και πάρα πολλές.
ΞΕ. Έλα τώρα ας ξαναφέρουμε στη μνήμη μας τα παραγγέλματα εκείνων που γυμνάζουν με επιστημονικούς κανόνες στις τέτοιες αρχές.
ΝΕ. ΣΩ. Ποια παραγγέλματα;
ΞΕ. Ότι νομίζουν πως δεν επιτρέπεται να μπουν στις λεπτομέρειες ατομικών περιπτώσεων, διατυπώνοντας για κάθε ιδιαίτερο σώμα ειδικά παραγγέλματα, αλλά νομίζουν ότι πρέπει να βλέπουν τα πράγματα καλύτερα χονδρικώς ως επί το πολύ και να εξετάζουν την πλειονότητα των περιπτώσεων και των αντικειμένων, δημοσιεύοντας τα παραγγέλματα που θα είναι ωφέλιμα στα σώματα γενικώς.
ΝΕ.ΣΩ. Καλά.
ΞΕ. Γι' αυτό πραγματικά επιβάλλουν σε όλους μαζί τους ίδιους κόπους και τους κάνουν ν' αρχίζουν τον ίδιο χρόνο και να σταματούν στην ίδια στιγμή το τρέξιμο και την πάλη και όλες τις άλλες ασκήσεις του σώματος.
ΝΕ. ΣΩ. Είναι αλήθεια.
ΞΕ. Ας νομίζουμε λοιπόν ότι και ο νομοθέτης, αυτός που οφείλει να παραγγέλλη στις αγέλες τις υποχρεώσεις τους για τη δικαιοσύνη και τις αμοιβαίες συμφωνίες δε θα γίνη ποτέ ικανός, υπαγορεύοντας διαταγές για όλους μαζί, να προσδιορίζη σε κάθε άτομο ό,τι ακριβώς του ταιριάζει.
ΝΕ. ΣΩ. Είναι τουλάχιστο πιθανό.
ΞΕ. Αλλά θα θέση εκείνο το νόμο που ταιριάζει στην πλειονότητα των ατόμων, νομίζω, και στην πλειονότητα των περιπτώσεων και έτσι κάπως χονδρικώς θα νομοθετήση για τον καθένα, είτε γράφοντας νόμους είτε χωρίς να γράψη και δίνοντας ισχύ νόμου στα αρχαία έθιμα των προγόνων.
ΝΕ. ΣΩ. Σωστά.
ΞΕ. Βέβαια σωστά. Γιατί πώς θα γίνονταν ποτέ ικανός, Σωκράτη μου, να καθίση σε κάθε στιγμή της ζωής του κοντά σε κάθε ιδιώτη και να του ορίζη ακριβώς τι οφείλει να κάνη; Επειδή, αν ήταν ικανός οποιοσδήποτε, καθώς νομίζω, ανάμεσα σ' εκείνους που κατέχουν την αληθινή βασιλική επιστήμη, δε θα 'βαζε ποτέ στον εαυτό του εμπόδια, γράφοντας αυτούς τους νόμους που είπαμε.
ΝΕ. ΣΩ. Βέβαια, ξένε μου, σύμφωνα τουλάχιστο με εκείνα που έχομε πει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου