Τα πρώτα χρόνια του 7ου αιώνα ωστόσο, χαροκτηρίζονται από την αποτρόπαια δολοφονία του αυτοκράτορα Μαυρίκιου, τον οποίο, παρά το ότι οι σύγχρονοί του κατηγορούν για μαρκιονιστή ή μανιχαίο, μετά το θάνατό του ανακηρύχθηκε άγιος τόσο από την Ορθόδοξη όσο και από τη Μονοφυσιτική Εκκλησία, τις δύο κύριες αντίπαλες εκκλησίες της Ανατολής.
Τον Μαυρίκιο διαδέχθηκε ο Φωκάς, ο οποίος καταγόταν πιθανότατα από τη Θράκη. Ήταν αξιωματικός του στρατού χωρίς να είναι γνωστό αν ήταν ανώτερος ή κστώτερος αν και σε μερικές πηγές αναφέρεται ως εκατόνταρχος. Ήταν 55 ετών, μελαψός, άσχημος, με πυκνά γένια και φρύδια.
Οι πηγές τον χαρακτηρίζουν ως αρκετά έξυπνο άνθρωπο ενώ τονίζουν ότι επί των ημερών του «συνέβησαν όλα τα κακά στους Ρωμαίους». Γενικά πάντως η περίοδος της βασιλείας του (602-610) αποτελεί μια από τις αμαυρότερες σελίδες της Βυζαντινής Ιστορίας.
Προβλήματα ανατολικών επαρχιών
Η γενικότερη εσωτερική πολιτική κατάσταση, ο φόνος του Μαυρίκιου αλλά και οι τρόποι διακυβέρνησης του Φωκά προκάλεσαν αμέσως αντιδράσεις. Αρχικά ο αυτοκράτορας της Περσίας Χοσρόης Β΄ (590-628), ο οποίος είχε υποχρέωση στο Μαυρίκιο που τον είχε βοηθήσει να ανέλθει στην εξουσία και επιπλέον είχε μετανιώσει για τις εδαφικές παραχωρήσεις προς τους Βυζαντινούς και έψαχνε αιτία για να ξεκινήσει πόλεμο εναντίον τους, επεδίωξε να φανεί ως εκδικητής του Μαυρίκιου και τιμωρός του τύραννου και δολοφόνου του. Οι Πέρσες ήταν έτσι και αλλιώς, παραδοσιακοί αντίπαλοι της ρωμαϊκής και βυζαντινής αυτοκρατορίας στην Ανατολή.
Περί το 603, ο ικανότατος στρατηγός Ναρσής, έχοντας συμμαχήσει με τους Πέρσες και μένοντας πιστός στο νεκρό Μαυρίκιο, επαναστάτησε στην Έδεσσα αποκηρύσσοντας τον Φωκά. Την ίδια περίοδο (590-603) μια πληροφορία που αναφέρεται σε ανατολική πηγή κάνει λόγο για την εμφάνιση εκεί κάποιου νέου με το όνομα Θεόδωρος, που υποστήριζε ότι ήταν γιος του Μαυρικίου.
Η εσωτερική αυτή διαμάχη απορρόφησε όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις της αυτοκρατορίας και έτσι οι Πέρσες, που είχαν συμμαχήσει με τον Ναρσή, κατέλαβαν και κατέστρεψαν το Δάρας (605), οχυρό στη βόρεια Μεσοποταμία.
Ο αδελφός του Φωκά, Δομεντζιόλος, εν τω μεταξύ κατάφερε να συλλάβει τον Ναρσή τον ένδοξο στρατηγό, τον οποίο και θανάτωσε με απάνθρωπο τρόπο. Ο θάνατος του Ναρσή ο οποίος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους Πέρσες τους οποίους είχε κατατροπώσει στο παρελθόν, αλλά και η ανάληψη επιθετικής πρωτoβoυλίας κατά των Περσών, προκάλεσαν τελικά περσική εισβολή υπό τον σατράπη Σαρβαραζά (Sahrbaraz) «αγριόχοιρο».
Παράλληλα, άλλη περσική δύναμη υπό τον σατράπη Σαήν κατέλαβε την Θεοδοσιούπολη (σημ. Ερζερούμ). Η προέλαση και λεηλασία των Περσών έφτασε μέχρι τη Χαλκηδόνα στην ασιατική ακτή απέναντι από την Κωνσταντινούπολη (609), πράγμα που προκάλεσε τρόμο στους κατοίκους που έβλεπαν την ασιατική ακτή να πυρπολείται. Η έλλειψη όμως ναυτικής δυνάμεως από τους Πέρσες τους εμπόδισε να πολιορκήσουν την Πόλη.
Οι Πέρσες υποχώρησαν σχεδόν αμέσως, αλλά κράτησαν την Καισαρεία για ένα χρόνο (610) μαζί με άλλα μικρασιατικά εδάφη.
Προβλήματα στις ευρωπαϊκές επαρχίες
Αντίστοιχα προβλήματα με αυτά που συνέβαιναν στα ανατολικά σύνορα υπήρχαν και στα ευρωπαϊκά. Η μεταφορά όλου του στρατού στην Ασία προσέφερε στους Αβάρους μοναδική ευκαιρία για επιδρομές στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Φωκάς, για να εξασφαλίσει την ειρήνη, αναγκάστηκε να συνάψει συμφωνία με το χαγάνο των Αβάρων και να καταβάλει ετήσια «Πάκτα» σε χρυσό.
Αυτή η πολιτική ωστόσο δεν σταμάτησε τις επεκτατικές βλέψεις του Άβαρου ηγεμόνα. Τα σλαβικά φύλα που είχε υπό τη διακυβέρνησή του παραβίασαν τα σύνορα και έφτασαν μέχρι τη Θράκη και τη Θεσσαλονίκη. Παρά τις διαμαρτυρίες του Φωκά, η απουσία στρατεύματος ήταν καταλυτική και δεν μπόρεσε να αποτρέψει τις επιδρομές αυτές.
Στη βυζαντινή Ιταλία η πολιτική του έξαρχου Καλλίνικου προκάλεσε νέες διαμάχες με τους Λογγοβάρδους και τους Αβαροσλάβους συμμάχους τους. Η αντακατάσταση του Καλλίνικου από τον πατρίκιο Σμάραγδο δεν απέφερε παρά μια ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης μετά από την καταβολή 120.000 χρυσών νομισμάτων με αντάλλαγμα μια προσωρινή ταπεινωτική ανακωχή (605).
Στην αρχή της διακυβέρνησής του, ο Φωκάς είχε στηριχθεί στις λαϊκές μάζες της ρωμαϊκής κοινωνίας και ειδικότερα στην Παράταξη των Πρασίνων. Προσπαθώντας όμως να προσεταιριστεί τους αριστοκράτες επιχείρησε μια μεγαλύτερη προσέγγιση με τους Βένετους διορίζοντας «κόμητα των εξκουβιτόρων» (μονάδα της Αυτοκρατορικής Φρουράς, αξίωμα της εποχής πολύ υψηλό) τον Πρίσκο, στρατηγό με μεγάλη φήμη και κύρος, ο οποίος προερχόταν από την αριστοκρατία. Οι αντιδράσεις των Πρασίνων ήταν άμεσες, αφού αρχικά ο Φωκάς είχε στηριχθεί σε αυτούς για να ανέλθει στην εξουσία.
Ο Φωκάς όμως είχε μια μοναδική ικανότητα να ανακαλύπτει τις εναντίον του συνομωσίες και να τις αντιμετωπίζει με μοναδική αγριότητα. Θύματά του έπεσαν πολλοί αξιόλογοι αξιωματούχοι και δημόσιοι λειτουργοί, ενώ οι πολιτικές συγκρούσεις πήραν τεράστιες διαστάσεις και τα επεισόδια ήταν καθημερινό φαινόμενο όχι μόνο στην αγορά αλλά σε ολόκληρη την πόλη.
Το 603 έγινε η πρώτη μεγάλη εξέγερση των Πρασίνων οι οποίοι πυρπόλησαν τη «Μέσην», την κεντρικότερη λεωφόρο της πόλης όπου ευρίσκοντο τα καταστήματα και τα εργαστήρια των Βένετων. Οι συνομωσίες εν ονόματι του Θεοδοσίου, διαδόχου το Μαυρίκιου, που λεγόταν ότι ήταν εν ζωή, ήταν συχνότατες. Ο Φωκάς, για να αντιμετωπίσει το θέμα αναγκάστηκε να εξολοθρεύσει όλη την αυτοκρατορική οικονένεια.
Στα θρησκευτικά ζητήματα ακολούθησε μια αδιάλλακτη πολιτική σε σχέση με τα δογματικά προβλήματα που απασχολούσαν την αυτοκρατορία (μονοφυσιτισμός, αιρέσεις) υποστηρίζοντας την απόλυτη Ορθοδοξία και διώκοντας τους υπόλοιπους πιστούς προκαλώντας έτσι αναταραχή στις ανατολικές κυρίως επαρχίες της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου.
Ταραχές ξέσπασαν στην Αντιόχεια, τη Συρία και αλλού και μόνο με την αποστολή ισχυρού στρατού εξομαλύνθηκε η κατάσταση, προκαλώντας όμως πολλά θύματα και τη γενικότερη εχθρότητα του γηγενούς πληθυσμού για τη βυζαντινή διακυβέρνηση.
Ο Φωκάς ήταν δημοφιλής μόνο στη Δύση και ειδικά στην Ιταλία, οφού είχε αποδεχτεί τα πρωτεία της Ρώμης και του προκαθήμενου της Εκκλησίας της.
Αφορμή για νέες ταραχές δόθηκε λόγω της καταστροφής της γεωργικής παραγωγής το χειμώνα του 609 και τη διακοπή της εισαγωγής τροφίμων και ειδικά σίτου από την Αφρική, με αποτέλεσμα να προκληθεί λιμός που επεξέτεινε την εξαθλίωση του πληθυσμού που είχαν προκαλέσει οι στάσεις και οι πόλεμοι.
Η δυσφορία του λαού εκφράστηκε δημόσια στον Ιππόδρομο όταν ο αυτοκράτορας Φωκάς καθυστέρησε να εμφανιστεί στους αγώνες. Ο λαός που ανυπομονούσε άρχισε να φωνάζει υβριστικά συνθήματα, με αποτέλεσμα να ξεσπάσουν πάλι ταραχές.
Η επανάσταση στην Αφρική
Σε σχέση με το υπόλοιπο κράτος, στο εξαρχάτο της Αφρικής που είχε πρωτεύουσα την Καρχηδόνα, επικρατούσε ειρήνη. Το 600 διορίστηκε έξαρχος ο Ηράκλειος, πατέρας του μετέπειτα αυτοκράτορα. Ήταν πατρίκιος, διακεκριμένος στρατηγός και προσωπικός φίλος του Μαυρίκιου.
Αρχικά οι συγκλητικοί ενθάρρυναν τον ίδιο να επαναστατήσει, ενώ ακόμα και ο γαμπρός του Φωκά, κόμης των Εξκουβιτόρων Πρίσκος (ο οποίος είχε στο μεταξύ νυμφεφτεί την κόρη του Φωκά), του υποσχέθηκε βοήθεια, με την ελπίδα ότι θα διαδεχόταν τον πεθερό του. Η καταγωγή του Ηρακλείου ήταν από αριστοκρατική οικογένεια της Καππαδοκίας ή, σύμφωνα με άλλους, της Αρμενίας.
Ο Ηράκλειος, όπως φαίνεται από τις πηγές, ήρθε και σε επαφή με τη δυσαρεστημένη παράταξη των Πρασίνων που μπορούσαν να του παράσχουν αξιόλογη βοήθεια. Μετά από διαβουλεύσεις άρχισε να παίρvει μέτρα κατά του Φωκά περί το 608.
Το πρώτο ήταν η διακοπή αποστολής σίτου στην πρωτεύουσα που, όπως αναφέραμε, προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια και αναταραχές. Επειδή όμως στην Αφρική δεν υπήρχαν παρά ελάχιστες δυνάμεις, αρκετές μόνο για την τοπική άμυνα, έπρεπε να εξασφαλιστεί η συμμετοχή της Αιγύπτου στο πλευρό των επαναστατών ώστε να αποτραπεί η πιθανή άμεση επέμβαση του ισχυρού στρατού και στόλου που υπήρχε εκεί. Ακόλουθως, πραγματοποιήθηκε ταυτόχρονη εκστρατεία από ξηρά και θάλασσα.
Ο έξαρχος Ηράκλειος, λόγω της ηλικίας του δεν μπορούσε να ηγηθεί της εκστρατείας. Ανέθεσε λοιπόν στο γιο του τη θαλάσσια εκστρατεία, ενώ στον ανιψιό του Νικήτα ανέθεσε το δύσκολο και αποφασιστικής σημασίας έργο της κατάληψης της Αιγύπτου.
Ο λόγος ήταν ότι η θαλάσσια δύναμη θα έφτανε στην πρωτεύουσα σε 40-60 μέρες, ενώ η χερσαία θα χρειαζόταν μήνες για να φτάσει στην Πόλη. Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλιζόταν μέχρι ένα σημείο η άνοδος στην εξουσία του γιου του έξαρχου Ηράκλειου.
Ο Νικήτας, αφού ήρθε σε σύγκρουση με τους Δούκες και τον Αυγουστάλιο της Αιγύπτου και το στρατηγό του Φωκά, Βώνοσο, κατάφερε να γίνει κύριος της Αιγύπτου μέχρι το χειμώνα του 609 και, παρά τις σχετικά μικρές δυνάμεις που διέθετε, να επιβάλει την κυριαρχία του στην περιοχή.
Μετά την ανατροπή του τυραννικού καθεστώτος σημειώθηκαν συγκρούσεις μεταξύ των πολιτικών παρατάξεων των Πρασίνων και των Βένετων στην περιοχή, οι οποίες σταμάτησαν με την επέμβαση του Νικήτα.
Την άνοιξη του 610 άρχισε η προετομασία της κύριας εκστρατείας με την συγκέντρωση των πλοίων που είχαν αιχμαλωτισθεί στην Αίγυπτο.
Η προσωπικότητα το Ηράκλειου
Όταν ο νέος αυτοκράτορας Ηράκλειος ανέλαβε την εξουσία, η γενικότερη κατάσταση ήταν εξαιρετικά κρίσιμη. Έντονα ήταν τα σημάδια υλικής και ηθικής κατάπτωσης και αποσύνθεσης, ενώ σημαντικές ήταν οι εσωτερικές και οι εξωτερικές απειλές. Για την αυτοκρατορία, όμως, εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος κατά την οποία ενισχύεται αποφασιστικά ο προοδευτικός εξελληνισμός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ο Ηράκλειος γεννήθηκε το 575 περίπου, χωρίς να γνωρίζουμε την περιοχή. Όταν ανέλαβε το θρόνο ήταν 35-36 ετών, δηλαδή ώριμος άνδρας για την εποχή του με όμορφο παρουσιαστικό και παράστημα εξαιρετικά ρωμαλέο παρά το μέτριο ανάστημά του.
Είχε ωραία γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά και γένια. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή του μέχρι τότε, αλλά φαίνεται ότι ετύγχανε ιδιαίτερης μόρφωσης και τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα οι απόκρυφες επιστήμες και η αστρολογία.
Σώζονται ακόμα χειρόγραφα αποσπάσματα διαφόρων μελετών του όπως «Ηρακλείου αυτοκράτορος περί Χημείας» και άλλα. Είχε μάλιστα φιλικές σχέσεις με τον φιλόσοφο και μαθηματικό Στέφανο της Αλεξάνδρειας, τον οποίο το 612 διόρισε ως «μέγα» και «οικουμενικό διδάσκαλο» στο Πανδιδακτήριο της Πόλης.
Σαν χαρακτήρας, ο Ηράκλειος παρουσιάζεται νευρικός, αντιφατικός, με ξαφνικές μεταπτώσεις από τους αιφνίδιους ενθουσιασμούς σε βαθιά απογοήτευση. Όμως ήταν εξαιρετικά γενναιόδωρος και ανθρωπιστής και χαρακτηριζόταν από ευαισθησία ψυχής που πολλές φορές υπερνικούσε τη λογική. Γενικά πίστευε ότι η αυτοκρατορική εξουσία πρέπει να στηρίζεται στην αγάπη και όχι στο φόβο.
Ο αντιφατικός του χαρακτήρας που από υπερβολικά εργατικός και οργανωτικός να παρουσιάζεται πολλές φορές νωθρός και διστακτικός, τον έκανε να επιζητά γενικά συμβιβαστικές λύσεις. Επιπλέον ήταν ευσεβής χριστιανός με μεγάλη πίστη.
Στις πολεμικές περιπέτειες πou αντιμετώπισε στη ζωή του, ήταν γενικά ανδρείος και ριψοκίνδυνος, πολεμώντας πολλές φορές στην πρώτη γραμμή. Επιπλέον είχε το ηγετικό χάρισμα να εμψυχώνει με τα λόγια τους άνδρες του.
Οι γνώμες για το αν ήταν ή όχι στρατηγική μεγαλοφυΐα είναι αντικρουόμενες. Ήταν όμως τακτικός, εμπειροπόλεμος και «εύμαχος», όπως χαρακτηρίζεται από τους χρονικογράφους του. Δεν απουσιάζουν όμως και οι περιπτώσεις που παρουσιάζεται άτολμος και διστακτικός. Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι οικογενειακές σχέσεις του. Έχοντας μεγαλώσει σε ομαλό οικογενειακό περιβάλλον αγαπούσε πολύ την οικογένειά του.
Η πρώτη του γυναίκα, η Φαβία, μετά το γάμο τους μετονομάσθηκε σε Ευδοκία. Από τον πρώτο αυτό επιτυχημένο γάμο γεννήθηκαν ο πρώτος του γιος, ο «Ηράκλειος» ή «νέος Κωνσταντίνος», και μια κόρη η Επιφανεία.
Τον Αύγουστο του 612, όμως, η αυτοκράτειρα που έπασχε από επιληψία πέθανε και την ανατροφή τον παιδιών ανέλαβε η μητέρα του Ηρακλείου και η ανιψιά του Μαρτίνα. Το 614 αναπτύχθηκε ένα ισχυρό ειδύλλιο ανάμεσα στον Ηράκλειο και την πολύ όμορφη Μαρτίνα που ήταν όμως κόρη της αδερφής του.
Παρά τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης, λόγω της συγγένειας και του νεαρού της ηλικίας της –η Μαρτίνα ήταν τότε 16 ετών– αλλά και του πατριάρχη που θεώρησε το γεγονός ως αιμομιξία, ο αυτοκράτορας νυμφεύτηκε την ανιψιά του και την έστεψε Αυγούστα.
Η έξυπνη και φιλόδοξη όπως φαίνεται Μαρτίνα αποδείχτηκε ιδανική σύζυγος και από αυτό το γάμο γεννήθηκαν δέκα παιδιά!
Η αγάπη του Ηρακλείου για τους συγγενείς του φαίνεται και από το ότι προωθώντας τους σε επίκαιρες θέσεις, επιδίωκε να εξασφαλίσει τη δυναστεία του. Ιδιαίτερη αδυναμία είχε στον αδελφό του Θεόδωρο, τον οποίο ονόμασε «Κουροπλάστη» –το ύπατο αξίωμα της αυλής– και τον εξάδελφό του Νικήτα που ονόμασε «Κόμη των Εξκουβnτόρων και έξαρχο Αφρικής».
Ο Ηράκλειος είχε την τύχη να έχει για συνεργάτη του τον πατριάρχη Σέργιο, άνθρωπο εξαιρετικά μορφωμένο. Ο Σέργιος ανήλθε στον πατριαρχικό θρόνο το 610 και βοήθησε ενεργά τον Ηράκλειο στην αντιμετώπιση των εσωτερικών και εξωτερικών κινδύνων του κράτους, εμψυχώνοντάς τον ηθικά και ενισχύοντάς τον υλικά.
Ο Φλάβιος Ηράκλειος, όπως ήταν το πλήρες ονομά του, πέθανε το 642 έχοντας πραγματοποιήσει σημαντικότατο έργο, χωρίς όμως η ιστορία να του χαρίσει τον τίτλο του «Μέγα», όπως ίσως του άξιζε.
Η αρχή του πολέμου με τους Πέρσες
Παρά την πτώση του Φωκά και την άνοδο στο θρόνο του Ηρακλείου, τα διάφορα προβλήματα όχι μόνο δεν ξεπεράστηκαν αλλά συνέχισαν να αμβλύνονται. Ο αδελφός του Φωκά, Κομεντίολος, ήταν ακόμα διοικητής του Στρατού την Ανατολής, στρατοπεδευμένος στην Άγκυρα και έτοιμος να εκστρατεύσει κατά της Κωνσταντινουπόλης.
Ο Ηράκλειος προσπάθησε να τον μεταπείσει στέλνοντας αρχικά τον πατρίκιο Ηρωδιανό, κατόπιν τον γηραιό στρατηγό και ηγούμενο μονής της περιοχής Χρυσούπολης Φιλιππικό, γαμπρό του αυτοκράτορα Μαυρίκιου.
Ο Κομεντίολος όμως τους συνέλαβε. Προκλήθηκε αναταραχή μεταξύ των αξιωματικών του όταν έγινε γνωστή η πρόθεσή του να τους εκτελέσει. Ο Κομεντίολος όμως συνέλαβε και αυτούς. Θα τους εκτελούσε όλους, αλλά τον πρόλαβε ο lουστίνος, ο «πατρίκιος των Αρμενιακών». Σκότωσε τον Κομεντίολο και ελευθέρωσε όλους τους κρατουμένους.
Η συγκέντρωση ωστόσο του Στρατού της Ανατολής στην Άγκυρα είχε αφήσει ακάλυπτη ολόκληρη την ανατολική μεθόριο, με αποτέλεσμα περί τα τέλη του 610, ο σατράπης Σοάν να εισβάλει στα μικρασιατικά εδάφη της Κιλικίας και της Καππαδοκίας.
Ο Ηράκλειος ανέθεσε την αρχηγία των στρατευμάτων στον Πρίσκο, ο οποίος περιόρισε τους Πέρσες στα τείχη της Καισαρείας αλλά δεν έκανε κάποια άλλη ενέργεια για να καταστρέψει την περσική στρατιά. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο Πρίσκος είχε συνασπιστεί με τον Ηράκλειο ελπίζοντας στην απόκτηση του θρόνου. Το αποτέλεσμα της εκστρατείας ήταν να διασωθούν οι Πέρσες επιχειρώντας έξοδο και εκκενώνοντας την Καππαδοκία και την Κιλικία. Επειδή είχαν αρχίσει να γίνονται γνωστά τα συνωμοτικά σχέδια του Πρίσκου, αυτός καθαιρέθηκε από την Σύγκλητο και τον αυτοκράτορα πριν αποκτήσει δύναμη και εξαναγκάστηκε να γίνει μοναχός.
Απώλεια Παλαιστίνης και Αιγύπτου
Ο Ηράκλειος είχε τώρα να αντιμετωπίσει δύο ισχυρότατους εχθρούς: τους Πέρσες στην Ανατολή και τους Άβαρους στη Δύση. Έπρεπε να επιδιώξει ειρήνευση με έναν τουλάχιστον από τους δύο. Η κατάσταση δεν παρείχε την πολυτέλεια για χάσιμο χρόνου. Εκτός από τον Σοάν που είχε καταλάβει την Καισαρεία, άλλος μεγάλος Πέρσης στρατηγός ο Σαρβαραζά επωφελήθηκε από τις αναταραχές στην Συρία και κατέλαβε τη Αντιόχεια, εξανδραποδίζοντας μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Εναντίον του έσπευσε ο Νικήτας από τη Αίγυπτο με όσο στρατό μπόρεσε να συγκεντρώσει και κατάφερε να ανακόψει την πορεία του Σαρβαραζά σε πολύνεκρη μάχη.
Ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης, που συντόνιζε τις επιχειρήσεις, διέταξε τον Σαρβοραζά να προωθηθεί μέχρι την Αίγυπτο μέσω Παλαιστίνης, ενώ τα νώτα του θα κάλυπτε ο Σηάν. Για την αντιμετώπισή τους ο Ηράκλειος ανέθεσε στον Φιλιππικό την αρχηγία του στρατού της Ανατολής, ο οποίος με την εμπειρία του σε σύντομο χρονικό διάστημα μπόρεσε να αναδιοργανώσει τον στρατό και να εισβάλει στην Αρμενία (612) απειλώντας περσικά εδάφη. Έτσι ο Σαήν ανακλήθηκε για να σταματήσει τον Φιλιππικό, αλλά κατά την υποχώρηση ο στρατός του αποδεκατίσθηκε από τις κακουχίες.
Απαλλαγμένος από τη απειλή του Σαήν, ο Ηράκλειος με την κάλυψη του Φιλιππικού εκστράτευσε με τον υπόλοιπο στρατό στις πύλες Αντιόχειας και στη μάχη που επακολούθησε με το στρατό του Σαρβαραζά, ηττήθηκε και αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί στην Κιλικία. Ο εξάδελφός του Νικήτας αντιμετώηισε δυσκολίες στο να επιτεθεί στους Πέρσες από τα νότια. Έτσι ο Σαρβαραζά το φθινόπωρο του 613 κατέλαβε την Δαμασκό και τη Συρία και το 614 με την υποστήριξη των lουδαίων και μονοφυσιτών χριστιανών την Παλαιστίνη και τις υπόλοιπες εγγύς περιοχές.
Τα Ιεροσόλυμα καταλαμβάνονται μετά από σύντομη πολιορκία ενώ οι καταστροφές και λεηλασίες είναι ανυπολόγιστες (300 εκκλησίες, μοναστήρια, ιδρύματα) και μυριάδες Χριστιανοί (34.000-90.000 αναφέρουν οι χρονικογράφοι) σφάχτηκαν με την ενεργό συμμετοχή των Εβραίων.
Οι Πέρσες αφαίρεσαν όλους τους θησαυρούς της πόλης και τον Τίμιο Σταυρό μαζί με 33.000 αιχμαλώτους και τον ορθόδοξο πατριάρχη Ζαχαρία που πέθανε εξόριστος στην περσική αυλή. Ο Νικήτας δεν μπόρεσε να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια παρά μόνο στους χιλιάδες πρόσφυγες που είχαν προκληθεί από την εισβολή των Περσών και τις ληστρικές επιδρομές νομαδικών αραβικών φυλών.
Σημαντική βοήθεια προσέφερε και ο πατριάρχης Αλέξανδρος Ιωάννης με εφόδια, χρήματα και προσωπικό. Η Αίγυπτος όμως βρισκόταν πια υπό άμεση περσική απειλή. Η βυζαντινή ορθόδοξη εξουσία, που δεν ήταν καθόλου αρεστή στους ιθαγενείς πληθυσμούς των μονοφυσιτών, απέτυχε να οργανώσει την άμυνα και έτσι ο στρατός έπασχε από συντονισμό και ενιαία διοίκηση. Ο Νικήτας, ο πατριάρχης, και άλλοι αξιωματούχοι και άρχοντες της ελληνικής ειδικά μειονότητας, έσπευσαν να εγκαταλείψουν την Αλεξάνδρεια.
Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια έως το 620, οι Πέρσες είχαν κατακτήσει την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Η απώλεια της Αλεξάνδρειας είχε πολλές οικονομικές επιπτώσεις, διότι επηρέασε τη διακίνηση των εμπορευμάτων και του σιταριού της Αιγύπτου, μεγάλο μέρος της ποσότητας του oποίου κατανάλωνε η ίδια η Κωνσταντινούπολη. Ο Σαήν στο μεταξύ είχε αναδιοργανώσει το στρατό του και είχε εισβάλει στη Μικρά Ασία πριν τα τέλη του 615 και χωρίς να συναντήσει πουθενά αντίσταση έφτασε μέχρι τη Χαλκηδόνα.
Η δεινή θέση που βρισκόταν ο Ηράκλειος τον ανάγκασε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις ειρήνευσης και διέταξε τον Φιλιππικό να επιστρέψει το ταχύτερο στα ανατολικά σύνορα. Ο Σαήν υποχώρησε γιατί με την άκαιρη προέλαση φοβήθηκε μην αποκλεισθεί από τον Φιλιππικό, αφήνοντας έτσι ακάλυπτο τον Σαρβαραζά στην Παλαιστίνη. Δέχτηκε όμως μετά από διαπραγμάτευση με τον Ηράκλειο να μεταφέρει τρεις πρέσβεις στον βασιλιά του. Μόλις έφτασε όμως σε περσικό έδαφος, κατά διαταγή του Χοσρόη, τους συνέλαβε και τους εκτέλεσε.
Στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας οι ελάχιστες φρουρές που είχαν απομείνει στην περιοχή από την εποχή του Φωκά, λόγω της απορρόφησης όλων των διαθέσιμων δυνάμεων στην Ανατολή δεν επαρκούσαν ούτε για να διασφαλίσουν ούτε τις οχυρωμένες πόλεις. Έτσι, το 614 καταστράφηκαν τα Σάλωνα στη Δαλματία και το 615 η Επίδαυρος, της οποίας οι διασωθέντες ίδρυσαν το σημερινό Ντουμπρόβνικ.
Η κατάσταση αυτή δείχνει την αδυναμία στην οποία είχε περιέλθει το βυζαντινό αμυντικό σύστημα αφού ο αυτοκράτορας δεν διέθετε ούτε στρατό αλλά ούτε και οικονομικά μέσα που θα του επέτρεπαν να εξαγοράσει τους αβαροσλάβους επιδρομείς. Τα εσωτερικά προβλήματα που μάστιζαν την αυτοκρατορία την ίδια περίοδο δεν ήταν καθόλου ασήμαντα. Θα μπορούσε γενικά η κατάσταση να χαρακτηριστεί τραγική. Ο στρατός βρισκόταν σε πλήρη διάλυση επειδή είχε υποστεί πολλές ήττες. Μετά εξάλλου από τις διώξεις του Φωκά έπασχε και από έλλειψη ικανών στελεχών.
Οι πολιτικές διαμάχες μεταξύ των Δήμων (Πράσινων-Βένετων) είχαν φτάσει σε πρωτοφανή επίπεδα αγριότητας και είχαν λάβει μορφή εμφυλίoυ πολέμου, ενώ αναρχία επικρατούσε παντού. Η θέση της αριστοκρατίας και της Συγκλήτου είχε ενισχυθεί εις βάρος του αυτοκράτορα και δεν ήταν εύκολο να παρακαμφθεί. Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να συμπεριληφθεί και το πρόβλημα επισιτισμού της πρωτεύουσας λόγω της απώλειας των ανατολικών επαρχιών και της Αιγύπτου, αλλά και ο σεισμός της 20ής Απριλίου 611, που προκάλεσε τεράστιες ζημιές. Για να αντιμετωπίσει τις θρησκευτικές και πολιτικές έριδες, ο Ηράκλειος ακολούθησε διαλλακτική πολιτική αλλά τα υπόλοιπα προβλήματα απαιτούσαν χρυσό και άλλα οικονομικά μέσα. Τα ταμεία όμως ήταν κενά.
Προετοιμασίες για τον πόλεμο
Από τη δεινή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η αυτοκρατορία μόνο η βοήθεια της Εκκλησίας μπορούσε να την βγάλει. Ευτυχώς έτυχε τότε πατριάρχης να είναι ο Σέργιος που, εκτός από φωτισμένος και μορφωμένος ηγέτης, υπήρξε και άνθρωπος με μεγάλη κατανόηση. Έτσι, το 619-620 πιθανότατα, αναρίθμητοι θησαυροί της εκκλησίας παραχωρήθηκαν στο κράτος ως δάνειο για την κοπή νέων νομισμάτων, Παράλληλα, πολλά ήταν τα μέτρα που ελήφθησαν για την συγκέντρωση χρημάτων, όπως πώληση αξιωμάτων και τίτλων. Έτσι, ο Ηράκλειος μπόρεσε να κατευνάσει προσωρινά τις βλέψεις των Αβάρων με την καταβολή 150.000 χρυσών νομισμάτων σε ετήσια βάση.
Επειδή όμως δεν ήταν δυνατό να έχει εμπιστοσύνη σε αυτούς, επεδίωξε να δημιουργήσει αντιπαραθέσεις μεταξύ Αβάρων και γειτονικών λαών και προς αυτή την κατεύθυνση άρχισε πλέον να εργάζεται η βυζαντινή διπλωματία.
Το κυριότερο όμως μέλημα του αυτοκράτορα ήταν η αναδιοργάνωση του στρατού. Οι Πέρσες διέθεταν αξιόμαχο στρατό που στήριζε τη δύναμή του στο ισχυρό, βαρύ ιππικό, ενώ οι Βυζαντινοί μέχρι τότε στηρίζονταν στο πεζικό. Το ιππικό το χρησιμοποιούσαν για αναγνώριση και επιδρομές. Έτσι, η βυζαντινή διάταξη μάχης εμφανιζόταν τελείως άκαμπτη και αδύναμη να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των ελιγμών του πεδίου της μάχης.
Επιπλέον, ο μισθοφορικός χαρακτήρας του προκαλούσε έλλειψη πειθαρχίας και ηθικού. Για την αντιμετώτηση αυτού του προβλήματος αποφασίσθηκε να στηριχθεί ο στρατός στον λαό, μέσω του συστήματος των «θεμάτων». Ορίστηκαν διοικητικές περιοχές με βάση τις περιοχές στάθμευσης στρατιωτικών μονάδων, δηλαδή των μονάδων στις οποίες τα εδάφη παραχωρούνταν στους άνδρες ως στρατιωτικές γαίες με αντάλλαγμα την στρατιωτική υποχρέωση. Η πρόσληψη ωστόσο μισθοφόρων δεν σταμάτησε ειδικά στην περίπτωση της αυτοκρατορικής φρουράς, αλλά η περίπτωση του θεματικού συστήματος απαιτεί εκτενή μελέτη και δεν είναι του παρόντος.
Επίσης, πολλά νέα στοιχεία άρχισαν να υιοθετούνται από τον βυζαντινό στρατό αυτή την περίοδο, όπως η εκτεταμένη χρήση του ιππικού και των ιπποτοξοτών, η υιοθέτηση νέων όπλων και η χρήση του αναβολέα, στοιχεία που αντιγράφηκαν από τους Άβαρους και τους Πέρσες.
Η συνθήκη ειρήνης με τους Άβαρους έδωσε τη δυνατότητα να μεταφερθούν στη Μικρά Ασία στρατεύματα και αξιωματικοί, ώστε να αρχίσει η συστηματική εκγύμναση του στρατεύματος και η ενίσχυση του στόλου για την άμυνα της πρωτεύουσας.
Η ανάληψη της ηγεσίας της εκστρατείας από τον ίδιο τον Ηράκλειο έσπασε μια παράδοση αιώνων που ήθελε τον αυτοκράτορα να παραμένει στην πρωτεύουσα και τους στρατηγούς να ηγούνται των εκστρατειών. Η εκστρατεία έλαβε και τον χαρακτήρα θρησκευτικού πολέμου εναντίον αλλοθρήσκων, αφού οι Πέρσες πίστευαν στην πυρολατρεία και το Ζωροαστρισμό.
Η εκστρατεία του 622-623
Τη Δευτέρα 5 Απριλίου 622, μετά τη λειτουργία στην Αγία Σοφία, ο Ηράκλειος ντυμένος σαν απλός στρατιώτης και υψώνοντας στα χέρια του την εικόνα του «Σωτήρα» σαν λάβαρο, κατέβηκε με πομπή στο λιμάνι όπου ο επιβιβασμένος στα πλοία στρατός θα ξεκινούσε για την απέναντι ακτή της Ασίας. Αποβιβάσθηκε στις πύλες της Βιθυνίας, συγκέντρωσε τα τοπικά θεματικά στρατεύματα και κατευθύνθηκε στην Καππαδοκία όπου τελικά συγκροτήθηκε το εκστρατευτικό σώμα, το oποίο οι αναφορές των συγγραφέων της εποχής, προφανώς υπερβάλλοντας, υπολογίζουν σε 120.000 άνδρες. Εκεί πραγματοποιήθηκε συστηματική εκπαίδευση των μονάδων, ώστε να αναπτερωθεί το ηθικό και να αποκτήσουν οι άνδρες αυτοπεποίθηση, καθώς θεωρούσαν τους Πέρσες αήττητους. Με τη συμμετοχή και του ίδιου στις ασκήσεις κέρδισε ταυτόχρονα και την εμπιστοσύνη των στρατιωτών.
Οι Πέρσες, πληροφορημένοι για την συγκέντρωση του στρατού του Ηράκλειου, είχαν οργανωθεί αμυντικά κατά μήκος της γραμμής Μελιτηνής-Σάταλα. Δεν αναφέρεται πουθενά η ακριβής δύναμη του περσικού στρατού, αλλά θα πρέπει να ήταν ανάλογη του βυζαντινού, ήταν όμως διασκορπισμένη.
Ο πραγματικός πόλεμος ξεκίνησε το φθινόπωρο του 622 με πoρεία του βυζαντινού στρατού αρχικά ανατολικά και κατόπιν βορειοανατολικά προς την Αρμενία. Η πρώτη σύγκρουση έγινε ανάμεσα στους Βυζαντινούς και το ελαφρύ περσικό ιππικό, το οποίο αποτελείτο από Σαρακηνούς. Ο στρατός του Ηράκλείου σημείωσε τότε την πρώτη του νίκη, ενώ μπόρεσε να παρακάμψει και να περικυκλώσει τα περσικά στρατεύματα που φύλαγαν τις ορεινές προσβάσεις της Αρμενίας και να κατευθυνθεί προς τα Σάταλα.
Ο επικεφαλής του περσικού στρατού στην περιοχή, για να αναγκάσει τον Ηράκλειο να επιστρέψει πίσω, επιχείρησε πορεία προς στην Καισάρεια, αυτός όμως δεν πτοήθηκε και συνέχισε την πορεία του προς τα αμιγώς περσικά εδάφη. Ο Σαρβαραζά, φοβούμενος ότι μέσω της Αρμενίας ο Ηράκλειος θα εισέβαλε στη χώρα του, όπου δεν υπήρχε διαθέσιμος περσικός στρατός, γύρισε πίσω και προσπάθησε να προλάβει τον Ηράκλειο με εξαντλητικές πορείες χωρίς επιτυχία όμως.
Μια προσπάθεια να αιφνιδιάσει τον αυτοκρατορικό στρατό απέτυχε, γιατί η πράξη του αυτή είχε προδοθεί και οι Βυζαντινοί περίμεναν σε ενέδρα τους Πέρσες που κατέβαιναν από τα υψώματα για να χτυπήσουν το βυζαντινό στρατόπεδο στην πεδιάδα. Οι Βυζαντινοί αποδεκάτισαν το περσικό στράτευμα και λεηλάτησαν το στρατόπεδό τους. Αυτό έγινε το Φεβρουάριο του 623 και είχε τρομερή απήχηση στο στράτευμα αλλά και στο λαό.
Ιδιαίτερα στους «Ρωμαίους» αφού τους έδειχνε ότι οι Πέρσες δεν είναι αήττητοι ούτε ακατάβλητοι. Η πρώτη αυτή εκστρατεία έληξε λοιπόν με νίκη για τον Ηράκλειο χωρίς όμως να επιτευχθούν εδαφικές κατακτήσεις. Ο επερχόμενος χειμώνας και η παραβίαση της συνθήκης ειρήνης από τους Άβαρους, οι οποίοι είχαν εισβάλει στη χερσόνησο του Αίμου, ανάγκασε τον Ηράκλειο να αφήσει το στρατό στην οχυρωμένη πόλη Σάταλα να διαχειμάσει με επικεφαλής τον αδελφό του Θεόδωρο (Μάρτιος 623), ενώ ο ίδιος απέπλευσε από την Τραπεζούντα με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη.
Η αντιμετώπιση των Αβάρων
Ο χαγάνος τον Αβάρων είχε εξαγριωθεί από τις διαβρωτικές ενέργειες της βυζαντινής διπλωματίας που είχαν οδηγήσει τους Φράγκους και τα σλαβικά φύλα των βορείων περιοχών (Βοημίας και Μοραβίας) σε επανάσταση και ανακήρυξη ανεξάρτητου κράτους με ηγέτη ένα Φράγκο ευγενή, τον Σαμό. Οι ενέργειες αυτές έθεταν σε κίνδυνο άμεσα την ίδια την ύπαρξη του αβαρικού κράτους.
Έτσι ο χαγάνος συγκέντρωσε όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις του από τους Σλάβους των νότιων περιοχών και τις άλλες μογγολο-ταταρικές φυλές και εισέβαλε στο βυζαντινό έδαφος. Οι τοπικές βυζαντινές φρουρές περιορίσθηκαν στην άμυνα των οχυρωμένων πόλεων. Ο Ηράκλειος έστειλε τότε πρεσβεία και ζήτησε να συναντήσει τον χαγάνο. Επειδή δεν διέθετε καθόλου στρατό παρά μόνο την πολιτοφυλακή των Δήμων της πόλης, προσπάθησε με επίδειξη μεγαλοπρέπειας να παρουσιαστεί ισχυρός.
Η μεγαλοπρεπής πομπή της αυλικής ακολουθίας εγκαταστάθηκε στην Σηλυβρία, ανατολικά της Ηράκλειας. Οι Άβαροι ωστόσο επιχείρησαν να αιχμαλωτίσουν τον αυτοκράτορα, ο ποίος όμως μπόρεσε να ξεφύγει με τη βοήθεια χωρικών, βγάζοντας μάλιστα το στέμμα και τα βασιλικά ρούχα του. Επειδή δεν μπόρεσε να πιάσει τον αυτοκράτορα, ο χαγάνος λεηλάτησε την Θράκη φτάνοντας μέχρι τα προάστια της Κωνσταντινούπολης και αιχμαλωτίζοντας πλήθος ανθρώπων από την περιοχή.
Ο Ηράκλειος βρισκόταν σε αδιέξοδο λόγω του ότι δεν ήξερε αν θα έπρεπε να ανακαλέσει πίσω το στρατό από την Αρμενία. Σε παρόμοιο δίλημμα όμως βρισκόταν και ο χαγάνος επειδή δεν εξασφάλιζε το σταμάτημα των διαβρωτικών ενεργειών της βυζαντινής διπλωματίας, ενώ από την άλλη μεριά θα έχανε το πολύτιμο γι’ αυτόν ετήσιο «πάκτο»-επιχορήγηση από το αυτοκρατορικό ταμείο.
Έτσι άρχισαν οι διαπραγματεύσεις και τελικά συμφωνήθηκε αύξηση της ετήσιας πληρωμής σε 200.000 νομίσματα τον χρόνο και η εξαγορά μεγάλου μέρους από τους αιχμαλώτους. Δόθηκαν ετήσιες διαβεβαιώσεις από τους Βυζαντινούς για σταμάτημα των υπονομευτικών πολιτικών ενεργειών, ενώ σαν εγγύηση δόθηκαν όμηροι ο νόθος γιος του Ηράκλειου, Αθαλάριχος, ο ανιψιός του, Στέφανος, και ο Ιωάννης γιος του Βώνου. Με αυτό τον τρόπο ο Ηράκλειος ευελπιστούσε ότι θα κέρδιζε χρόνο για τον πόλεμο κατά των Περσών.
Η δεύτερη εκστρατεία κατά των Περσών
Όσο ο Ηράκλειος ήταν απασχολημένος με τους Άβαρους, ο Πέρσης βασιλιάς μπόρεσε να συγκροτήσει νέα ισχυρή στρατιά και να στείλει τον Σαρβαραζά εναντίον των Βυζαντινών που στάθμευαν στα Σάταλα. Τον Μάρτιο του 624 ο Ηράκλειος έστειλε προτάσεις ειρήνης στον Χοσρόη από θέση ισχύος. Έλαβε όμως αρνητική απάντηση κι έτσι στις 20 Απριλίου 624 αναχώρησε με τη γυναίκα του και τον μέγα δομέστικο Ανιανό για να τεθεί επικεφαλής του στρατού.
Ο Σαρβαραζά είχε προελάσει βαθιά μέσα στο έδαφος της Μικράς Ασίας μέχρι τις αρχές Ιουνίου, αλλά τελικά επέστρεψε πίσω στα σύνορα. Ο Ηράκλειος ξεκίνησε με τον στρατό και σύντομα κατέλαβε τη Θεοδοσιούπολη και το Τίβιο, πρωτεύουσα της περσικής Αρμενίας. Ο Χοσρόης που δεν περίμενε εισβολή σε αυτόν τον τομέα, έστειλε εσπευσμένα 40.000 άνδρες να αναχαιτίσουν την εισβολή και κάλεσε πίσω τον Σαρβαραζά. Ταυτόχρονα συγκέντρωσε νέα στρατιά από όλες τις περιοχές του αχανούς κράτους του, την αρχηγία της οποίας θα αναλάμβανε ο Σαήν.
Ο Ηράκλειος συνέχισε να προελαύνει. Πέρασε τον ποταμό Αράξη και λεηλατώντας τις περιοχές απ’ όπου περνούσε, κατέλαβε την πόλη των Γανζάκων και τη Θηβαρμαΐδα καταστρέφοντας όλους τους πυρολατρικούς περσικούς ναούς.
Μετά από αυτό, καταδίωξε τον Χοσρόη του οποίου το στράτευμα είχε διαλυθεί. Αυτός όμως ξέφυγε και ζήτησε καταφύγιο στην Ανατολική Μεσοποταμία, όπου συγκεντρωνόταν η στρατιά του Σαήν και ανέμεναν μαζί τον Σαρβαραζά.
Εκείνη την περίοδο η «Άπτερος Νίκη» ήταν στην πλευρό των Βυζαντινών. Οι αξιωματικοί του Ηράκλειου επέμεναν να εισβάλουν στη Μεσοποταμία και να δώσουν το τελειωτικό χτύπημα στους Πέρσες πριν συγκεντρωθούν οι στρατιές του Σαήν και του Σαρβαραζά. Όμως ο αυτοκράτορας έκανε το απροσδόκητο και οδήγησε τη στρατιά του προς τον Καύκασο. Αυτό έμελλε να στοιχίσει στην αυτοκρατορία πολλά ακόμα έτη πολέμου και σημαντικές απώλειες σε ζωές.
Υποστηρίζεται ότι αυτό οφείλεται στο ότι ο αυτοκράτορας νόμιζε ότι δεν διέθετε ισχυρές δυνάμεις και αναζητούσε συμμάχους, ή στην κόπωση του ηθικού από τις κακουχίες. Τον επόμενο πάντως χειμώνα ο στρατός αναπαύθηκε ενώ πολλοί τοπικοί άρχοντες της Ατροπατηνής Μήδιας και της Ανατολικής Αρμενίας, Λαζικής και Αβασγίας τέθηκαν υπό τις διαταγές του οικειοθελώς ή διά της βίας.
Στο μεταξύ ο Χοσρόης είχε συγκροτήσει τρεις στρατιές με αρχηγούς τους Σαήν, Σαρβαραζά και Σαραβλαγγά.
Οι στρατιές κινήθηκαν με σκοπό να αποκόψουν τον Ηράκλειο στην Αρμενία απ’ όλες τις πλευρές. Ο Ηράκλειος είχε αντιληφθεί το λάθος του, αλλά ήταν πια αργά. Με επιδέξιες όμως κινήσεις κατάφερε να ξεφύγει από τον κλοιό που είχαν δημιουργήσει στα ορεινά περάσματα οι Πέρσες και ξέφυγε από τις στρατιές του Σαήν και του Σαραβλαγγά.
Κατόρθωσε μάλιστα να νικήσει και τον Σαρβαραζά και τον κατεδίωξε κοντά στη λίμνη Ιβάν. Έχοντας όμως τελικά εγκαταλειφθεΙ από τους συμμάχους του και έχοντας μόνο τον τακτικό βυζαντινό στρατό υπό τις διαταγές του, διαχείμασε κοντά στις παρυφές της λίμνης. Εκεί πληροφορήθηκε την ταυτόχρονη επίθεση από Άβαρους και Πέρσες κατά της Κωνσταντινούπολης.
Ο Χοσρόης, στρατολογώντας όσους μπορούσε, ανασυγκρότησε τη στρατιά του Σαρβαραζά και σχεδίαζε να χρησιμοποιήσει τον Σαήν για να απασχολεί τον αυτοκράτορα, ενώ θα έστελνε τον Σαρβαραζά στην Κωνσταντινούπολη. Για να αντιμετωηίσει την απροσδόκητη κατάσταση, ο Ηράκλειος, μετά από σύσκεψη με τους στρατηγούς, κινήθηκε (1η Μαρτίου 626) διασχίζοντος τον αρμενικό Ταύρο και μετά από δύσκολη και επεισοδιακή πορεία, συνάντησε τη στρατιά του Σαρβαραζά.
Οι δύο στράτοι συναντήθηκαν στον ποταμό Σάρο στις 15-17 Aπριλίου 626. Στη μάχη που επακολούθησε, οι Βυζαντινοί παραλίγο να πάθουν καταστροφή λόγω της ασυλλόγιστης επίθεσης των δυνάμεών τους, αλλά τελικά η μάχη έληξε αμφίρροηη με την έλευση της νύκτας. Ο Σαρβαραζά συγκέντρωσε τη στρατιά του και έφυγε από ένα νοτιότερο πέρασμα, ενώ ο Ηράκλειος βάδισε γρήγορα προς τη Σεβάστεια (30 Απριλίου 626).
Πολιορκία της Πόλης (Ιούλιος-Αύγουστος 626)
Η πολιορκία της Κωνστσντινούπολης από τους Άβαρους και τους Πέρσες αποτελεί μια από τις συγκλονιστικότερες σελίδες στην ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίος. Δεν είναι πάντως γνωστό το πότε πραγματοποιήθηκαν οι συνεννοήσεις ανάμεσα στους δύο εχθρούς της αυτοκρατορίας, καθώς δεν αναφέρονται πουθενά από κάποιον ιστορικό της εποχής διαπραγματεύσεις ή συμφωνίες. Μια τέτοια σύμπραξη όμως ήταν δυνατή επειδή οι Πέρσες διέθεταν χρυσό και μπορούσαν να εξαγοράσουν άνετα τον χαγάνο των Αβάρων, που κυριολεκτικά διψούσε για χρήματα, προκειμένου να συντηρεί το κράτος του, το οποίο όμως δεν ήταν βιώσιμο όπως φάνηκε τα επόμενα χρόνια.
Οι Άβαροι πάντως είχαν κάθε λόγο να μισούν τους Βυζαντινούς που προσπαθούσαν με κάθε μέσο να δημιουργήσουν επαναστατικά κινήματα στο εσωτερικό του αβαρικού κράτους. Ήδη, μετά τις βόρειες σλαβικές φυλές, οι Χρωβάτοι (Κροάτες) και οι Σέρβοι άρχιζαν τα κινήματα ανεξαρτητοποίησης. Έτσι οι Άβαροι χωρίς να απαιτήσουν αμοιβή σε χρυσό, βοήθησαν τους Πέρσες με σκοπό την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης για λογαριασμό τους.
Με αυτό τον τρόπο θα επέκτειναν την κυριαρχία τους σε ολόκληρη τη Βαλκανική Χερσόνησο.
Η αντίδραση του Ηράκλειου, που τότε βρισκόταν στην Σεβάστεια, ήταν άμεση. Δεν σκέφτηκε ούτε για μια στιγμή να εγκαταλείψει την εκστρατεία του και να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη, αλλά έδωσε εντολή να σταλεί ο πατρίκιος Αθανάσιος με προτάσεις ειρήνης στον χαγάνο τον Αβάρων. Παράλληλα έδωσε εντολές σχετικά με την ενίσχυση του στόλου, την επισκευή των οχυρώσεων, την κατασκευή πολεμικών μηχανών και τον επισιτισμό της πρωτεύουσας. ‘Εστειλε ακόμα 15.000 άνδρες για την ενίσχυση της φρουράς ενώ άφησε ολόκληρο το εκστρατευτικό σώμα στον αδελφό του Θεόδωρο με εντολή να καταστρέψει τη στρατιά του Σαήν και να σπεύσει στην πρωτεύουσα. Ο ίδιος μαζί με την αυτοκρατορική φρουρά και ένα μικρό σώμα ξεκινησε μια τολμηρή εκστρατεία προς τον Καύκασο.
Ο Σαρβαραζά βρισκόταν στη Χαλκηδόνα, απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, περί τα μέσα του Ιουνίου, περιμένοντας τους Άβαρους. Ο Σαήν κινήθηκε εισβάλλοντας στα βυζαντινά εδάφη και στις αρχές Ιουλίου βρέθηκε αντιμέτωπος με τον στρατό του Θεόδωρου. Μετά από σκληρό αγώνα, οι Πέρσες νικήθηκαν, ο στρατός του Σαήν διαλύθηκε και ο ίδιος πέθανε από συγκοπή.
Στη συνέχεια ο Θεόδωρος, διανύοντας απόσταση 1.000 χιλιομέτρων, βρέθηκε κοντά στην Κωνστσντινούπολη στις 8 Αυγούστου.
Οι προετοιμασίες του ηγεμόνα των Αβάρων στην ευρωπαϊκή πλευρά της αυτοκρατορίας ήταν τεράστιες. Είχε συγκεντρώσει πολυάριθμο στράτευμα (περίπου 110.000 άνδρες) από όλα τα φύλα που κατοικούσαν στο κράτος του, ενώ είχε κατασκευάσει πολιορκητικές μηχανές και μεγάλο αριθμό από μονόξυλα για να αντιμετωπίσει τον βυζαντινό στόλο. Αφού εισέβαλε στις αρχές του Μαΐου στην περιοχή της Μακεδονίας, πολιόρκησε αρχικά επί 33 ημέρες την Θεσσαλονίκη, ανεπιτυχώς όμως. Κατόπιν κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη για να ενωθεί με τους Πέρσες.
Στις 29 Ιουνίου η εμπροσθοφυλακή των Αβάρων εμφανίσθηκε μπροστά στα τείχη σκορπίζοντας τρόμο στον πληθυσμό. Ωστόσο, η ψυχραιμία του Μάγιστρου Βώνου και οι προσπάθειες του πατριάρχη Σέργιου βοήθησαν σημαντικά ώστε να αντμετωπιστούν οι πρώτες επιθέσεις των Αβάρων.
Τα πράγματα έγιναν δυσκολότερα όταν αρχές Αυγούστου ο χαγάνος κατάφερε, παρά τις ενέργειες του βυζαντινού στόλου, να καθελκύσει τα μονόξυλά του στον Κεράτιο Κόλπο και στον Βόσπορο, για να μεταφέρουν τους Πέρσες από την Ασία στην ευρωπαϊκή ακτή. Για να προκαλέσει αντιπερισπασμό διέταξε ταυτόχρονη χερσαία και θαλάσσια επίθεση με τα μονόξυλα στον Κεράτιο ώστε να παρασύρει τον στόλο. Η βιασύνη του αυτή, πέρα από το ότι η άμυνα των τειχών ήταν ισχυρή, οφειλόταν στο ότι ο στρατός του Θεόδωρου βρισκόταν πολύ κοντά.
Η επίθεση άρχισε στις 6 Αυγούστου και μπόρεσαν να καταλάβουν την εκκλησία των Βλαχερνών. Την επομένη, η επίθεση ήταν σφοδρότερη, αλλά ο Βώνος ειχε πληροφορηθεί τα σχέδια του χαγάνου και είχε μάθει για τις συνθηματικές φωτιές που θα χρησιμοποιούσαν για την μεταξύ τους επικοινωνία οι δύο αντίπαλοι.
Έτσι προκάλεσε άκαιρη επίθεση κατά των μονόξυλων στον Κεράτιο Κόλπο τα οποία και καταστράφηκαν από τον στόλο. Παράλληλα απέτυχε και η χερσαία επίθεση των Αβάρων, ενώ τα μονόξυλα που επιχείρησαν να μεταφέρουν τους Πέρσες βυθίστηκαν από τον στόλο παρασύροντας στο θάνατο περί τους 4.000 Πέρσες.
Χιλιάδες πτώματα είχαν συσσωρευτεί μπροστά στα τείχη ενώ ο χαγάνος έξαλλος διέταξε να σκοτωθούν όσοι επέζησαν από τις επιθέσεις που έγιναν χωρίς δικό του σύνθημα. Η καταστροφή αυτή έδωσε θάρρος στους υπερασπιστές, που με επίθεση πυρπόλησαν τις πολιορκητικές μηχανές του εχθρού.
Ο χαγάνος απογοητευμένος έλυσε την πολιορκία και απομακρύνθηκε περνώντας τα σύνορα, καταδιωκόμενος από τον στρατό του Θεόδωρου που στο μεταξύ είχε φτάσει στην Πόλη. Μετά από αυτή την καταστροφή οι Άβαροι έπαψαν να παρενοχλούν τα βόρεια σύνορα της αυτοκρστορίας, σημάδι ότι είχαν αποδυναμωθεί. Αυτό οδήγησε στην σταδιακή εξαφάνιση του ανομοιογενούς κράτους τους.
Ο Σαρβαραζά μάζεψε το υπόλοιπο του στρατού του, που είχε χάσει το ηθικό του, και επέστρεψαν στην Περσία ντροπιασμένοι. Μετά την νίκη όλος ο λαός και οι άρχοντες γιόρτασαν ευχαριστώντας την Θεοτόκο, στην οποία απέδιδαν τη νίκη. Έψαλαν τον «Ακάθιστο ύμνο» αυτόν που ψάλλουμε ακόμα και σήμερα στις εκκλησίες.
Η εκστρατεία στον Καύκασο (626-628)
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας ο Ηράκλειος είχε σπεύσει στην Τραπεζούντα (626) με την αυτοκρατορική φρουρά και το μικρό στράτευμά του. Με πλοία πέρασε στη Λαζική, όπου πέτυχε συμμαχία με τον βασιλιά των Χαζάρων και μαζί επιτέθηκαν στα περσικά εδάφη πολιορκώντας την Μπάρντχα (Ιούλιος 627) και αργότερα την Τίφιλι, μαζί με τον αυτοκρατορικό στρατό που είχε στο μεταξύ επιστρέψει από την Κωνσταντινούπολη.
Μετά την ενίσχυσή του από τον Θεόδωρο και 40.000 Χαζάρους ιππείς, άρχισε την επίθεση στην Ατροπατηνή Μηδία, καταλαμβάνοντας και λεηλατώντας τις πόλεις της περιοχής.
Οι Πέρσες έστειλαν τον σατράπη Ραζάτη να αντιμετωπίσει τον Ηράκλειο, αλλά αυτός δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα από το να αποφεύγει την κατά μέτωπο σύγκρουση, περιμένοντας ενισχύσεις.
Τον Δεκέμβριο ο αυτοκρατορικός στρατός πέρασε τον ποταμό Μέγα Ζάβα και στρατοπέδευσε στη Νινευή κοντά στο περσικό στρατόπεδο. Στη μάχη που ακολούθησε (12 Δεκεμβρίου 627), οι δύο στρατοί βρέθηκαν αντιμέτωποι ενώ στις μονομαχίες πήρε μέρος και ο αυτοκράτορας, σκοτώνοντας τον σατράπη Ραζάτη. Αυτό προκάλεσε επίθεση των Βυζαντινών και στη μάχη σκοτώθηκαν πάνω από 4.000 Πέρσες ενώ η περσική στρατιά διαλύθηκε. Η νίκη ήταν μεγαλειώδεις παρά το ότι ο εξαντλημένος στρατός δεν καταδίωξε τους Πέρσες.
Λίγες μέρες αργότερα ο Ηράκλειος εισήλθε στα ανάκτορα Βεκλάλ και στις 4 Ιανουαρίου στην πρωτεύουσα του Χοσρόη Δαστογέρδ. Εκεί έπεσαν στα χέρια του αναρίθμητα πλούτη και λάφυρα και απελευθερώθηκε πλήθος αιχμαλώτων και 300 βυζαντινά βάνδα που είχαν κυριευθεί από τους Πέρσες. Όταν όμως έκανε προτάσεις για σύναψη ειρήνης στον ηττημένο Χοσρόη, έλαβε προσβλητικές απαντήσεις και γι’ αυτό κατέστρεψε την βασιλική πόλη.
Ο Χοσρόης συγκέντρωσε εσπευσμένα μια στρατιά κηρύσσοντας γενική επιστράτευση και απέστειλε αυτή με αρχηγό τον σατράπη Γουσδανάσπα, να περιμένει τον Ηράκλειο στον ποταμό Νάρβα. Παρ’ όλα αυτά τελικά ο Ηράκλειος δεν επιτέθηκε περιμένοντας τις πολιτικές εξελίξεις.
Πράγματι εκδηλώθηκε επανάσταση και ο Χοσρόης συνελήφθη από τους στρατηγούς και τον γιο του Καβάδη ή Σιρόη και φυλακίστηκε. Λίγο αργότερα πέθανε. Την εξουσία ανέλαβε ο γιος του Καβάδης Β΄ που έκλεισε ειρήνη με τον Ηράκλειο αποδεχόμενος τους όρους του σχετικά με τα σύνορα και τους αιχμαλώτους.
Η επιστροφή του στρατού στην πρωτεύουσα ήταν πανηγυρική και τελέστηκε μεγάλος θρίαμβος κατά τον οποίο παρέλασαν μπροστά στο λαό χιλιάδες αιχμάλωτοι και λάφυρα, ενώ αυτός επευφημούσε τον νικητή του προαιώνιου εχθρού.
Αποκατάσταση της ειρήνης και ανύψωση του Τιμίου Σταυρού (21 Μαρτίου 630)
Η ειρήνη, ωστόσο, δεν ήταν εύκολη υπόθεση διότι σύντομα ο Καβάδης πέθανε προσβεβλημένος από πανώλη και στον θρόνο ανέβηκε ο επτάχρονος γιος του. Ο Σαρβαραζά επαναστάτησε, αρνούμενος να εγκαταλείψει τις ανατολικές επαρχίες του Βυζαντίου και να υπακούσει στον νέο Πέρση σντιβασιλέα. Με κόπο ο Θεόδωρος που είχε μείνει πίσω με στρατό, κατάφερε να εγκαθιδρύσει τη βυζαντινή κυριαρχία στην Έδεσσα, ενώ δεν έλειψαν και οι αψιμαχίες με απώλειες για τους Βυζαντινούς.
Ο Ηράκλειος έσπευσε στην περιοχή και διαπραγματεύθηκε με τον Σαρβαραζά, για να τον βοηθήσει να καταλάβει τον περσικό θρόνο, με αντάλλαγμα τις ανατολικές επαρχίες και τον Τίμιο Σταυρό, που είχε πέσει στα χέρια των Περσών όταν κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ.
Το θέμα της απελευθέρωσης του Τιμίου Σταυρού δίνει χαρακτήρα σταυροφορίας στην εκστρατεία του Ηράκλειου. Οκτώ χρόνια μετά από την αρπαγή του από τους Πέρσες, το κειμήλιο αυτό της Χριστιανοσύνης ήταν πάλι στα χέρια του αυτοκράτορα του μοναδικού εκπρόσωπου του θεού επί της γης, όπως πιστευότον τότε.
Ο Σταυρός παραδόθηκε στον Ηράκλειο στην Ιεράπολη σις αρχές του 630 και με επισημότατη τελετή το 631 αναστηλώθηκε. Δηλαδή η θήκη μέσα στην οποία βρισκόταν το τίμιο ξύλο επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ. Το γεγονός αυτό είχε τεράστια σημασία για όλο τον χριστιανικό κόσμο της εποχής. Ο Ηράκλειος εμφανίστηκε με αυτό τον τρόπο ως ο υπέρμαχος και προστάτης του Χριστιανισμού σε ορθόδοξους, καθολικούς και μονοφυσίτες.
Σημασία της νίκης και συμπεράσματα
Το εκπληκτικό επίτευγμα του Ηράκλειου να κατατροπώσει τις δύο ισχυρότατες δυνάμεις που απειλούσαν την αυτοκρατορία εκείνη την εποχή, είχε τεράστια απήχηση σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο βασιλέας των Ινδών έστειλε πλούσια δώρα και ευχές, ο Φράγκος βασιλιάς Δαγοβέρτος έστειλε συγχαρητήρια και ζήτησε να υπογραφεί αειπαγής ειρήνη. Ανοφέρεται δε ότι και ο Μωάμεθ που είχε εμφανιστεί τότε στο προσκήνιο έστειλε απεσταλμένο (το 630) για να προσηλυτίσει τον Ηράκλειο στον ισλαμισμό.
Πλάστηκε έτσι ένας θρύλος που παρουσίαζε τον Ηράκλειο ως τον δυνατό χριστιανό ιππότη, τόσο δυνατό ώστε να σκοτώνει ακόμα και λιοντάρι στον ιππόδρομο. Η νίκη είχε βέβαια ως θετική επίπτωση την απαλλαγή των ανατολικών συνόρων από έναν ισχυρό αντίπαλο αλλά οι αρνητικές επιπτώσεις ήταν ίσως περισσότερες.
Ο μακροχρόνιος πόλεμος είχε εξαντλήσει τα ταμεία και το στρατό. Είχαν προκληθεί οπώλειες που ξεπερνούσαν τους 200.000 άνδρες, ενώ δημιουργήθηκαν σημαντικά κοινωνικά προβλήματα στις περιοχές από τις οποίες είχε στρατολογηθεί πληθυσμός. Επιπλέον ο Ηράκλειος υποχρεώθηκε να επιστρέψει τα χρήματα που είχε δανειστεί από την Εκκλησία και να καταβάλει επιχορηγήσεις σε φυλές που είχε εγκαταστήσει σαν ασπίδα εναντίον των Αβάρων, στα βόρεια σύνορα.
Οι επαρχίες που απελευθερώθηκαν δεν είχαν αμιγώς ελληνικό πληθυσμό. Ο ελληνόφωνος πληθυσμός ήταν σε αυτές μάλλον μειονότητα, ενώ οι περιοχές είχαν καταστραφεί οικονομικά από τους μοκροχρόνιους πολέμους και τις λεηλασίες. Η βυζαντινή εξάλλου διακυβέρνηση δεν ήταν καθόλου δημοφιλής στις ηεριοχές αυτές, διότι παρά τη διαλλακτική πολιτική του Ηρακλείου οι ντόπιοι, που στην πλειονότητά τους ήταν μονοφυσίτες χριστιανοί, δεν δέχονταν τους ορθόδοξους Έλληνες αφέντες, ενώ αδυνατούσαν να καταβάλλουν τους υπέρογκους φόρους που απαιτούσε η βυζαντινή κεντρική εξουσία και ειδικότερα οι Βυζαντινοί άρχοντες, από μια κατεστραμμένη οικονομικά περιοχή.
Ο Ηράκλειος ήταν ένας εξαιρετικά ευσεβής μονάρχης στην αρχή της βασιλείας του αλλά δεν αντιλήφθηκε τις θρησκευτικές έριδες που ταλάνιζαν την Αυτοκρατορία. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι η διαμάχη ανάμεσα σε Έλληνες ορθόδοξους και μονοφυσίτες θα την έφερνε στα πρόθυρα της διάλυσης.
Η εύκολη κατάκτηση όλων των ανατολικών επαρχιών από τους Πέρσες αφειλόταν στην έλλειψη αντίδρασης από τους ντόπιους πληθυσμούς. Η πλειονότητα σε αυτές τις περιοχές ήταν μονοφυσίτες χριστιανοί που αποτελούνταν από ποικιλία εθνών με πολλές και διαφορετικές παραδόσεις σε σχέση με την επίσημη ελληνόφωνη ορθόδοξη βυζαντινή Εκκλησία.
Μετά από σκληρές προσπάθειες του Ηράκλειου και του πατριάρχη Σέργιου να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση στις δογματικές διαφορές ανάμεσα σε Δυτικούς, ορθόδοξους και μονοφυσίτες, επιτεύχθηκε μια συμφωνία που υποστήριζε το δόγμα των δύο φύσεων αλλά της μιας ενέργειας. Έγιναν έτσι κάποιες ενωτικές προσπάθειες μεταξύ των εκκλησιών, που όμως δεν είχαν ισχυρές βάσεις όπως φάνηκε αργότερα.
Επιπλέον, η έλλειψη χρημάτων οδήγησε στο να σταματήσουν οι ετήσιες «ρόγες» προς τις μονοφυσιτικές χριστιανικές αραβικές φυλές των συνόρων, με αποτέλεσμα αυτές να ενωθούν με τους μουσουλμάνους αδελφούς τους και να μην ασχολούνται με την φρούρηση της μεθορίου της αυτοκρατορίας που τώρα συνόρευε με έναν νέο ισχυρό αντίπαλο, το Ισλάμ και τους μουσουλμάνους.
Ο μακροχρόνιος πόλεμος είχε καταστρέψει μεν τους Πέρσες, αλλά είχε εξασθενίσει σημαντικά τη βυζαντινή αυτοκρατορία που τώρα έπρεπε μόνη της να αντιμετωπίσει τα κύματα των Ασιατών επιδρομέων, οι οποίοι έως τότε προσέκρουαν επάνω στο φράγμα των περσικών στρατιών.
Οι νέοι αντίπαλοι δεν θα αργούσαν να φανούν στο προσκήνιο. Ο δρόμος της εισβολής ήταν πλέον ανοιχτός. Ο νέος εχθρός δεν θα αργούσε να δείξει τα δόντια του, αφού ο Μωάμεθ είχε συνενώσει τις αραβικές φυλές και είχε δημιουργήσει ένα ισχυρό έθνος, τους Άραβες, και μια νέα θρησκεία, το Ισλάμ, που θα αποτελούσε στους επόμενους αιώνες τον βασικό εχθρό.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου