Μετά τη μεγάλη του νίκη στη μάχη της Ηράκλειας, ο βασιλιάς Πύρρος επιχείρησε νέα εκστρατεία κατά των Ρωμαίων. Την άνοιξη του 279 π.Χ. ο Πύρρος ήταν έτοιμος. Υπάρχουν διχογνωμίες σχετικά με τις δυνάμεις που θα παρέτασσαν οι δύο αντίπαλοι στην επερχόμενη σύγκρουση. Ο Διονύσιος Αλικαρνασσεύς αναφέρει ότι η στρατιά ης οποίας ηγούνταν ο Πύρρος αριθμούσε περί τους 78.000 άνδρες. Από αυτούς οι 16.000 ήταν Ηπειρώτες, 8.000 περίπου ήταν Ταραντίνοι «Λευκάσπιδες» φαλαγγίτες και οι υπόλοιποι ήταν Σαυνίτες και Λευκανοί.
Ο αριθμός αυτός αναφέρεται μάλλον στο σύνολο των Ενόπλων Δυνάμεων της αντιρωμαϊκής συμμαχίας και όχι στον αριθμό των ανδρών που οδήγησε προσωπικά ο Πύρρος κατά των Ρωμαίων. Αναμφισβήτητα ο Έλληνας βασιλιάς είχε εμπιστοσύνη στην πολεμική αρετή των Ελλήνων.
Ιδιαίτερα μετά την «ιδίοις όμμασι» εξακρίβωση των πολεμικών δυνατοτήτων των αντιπάλων του, θα ήταν παρακινδυνευμένο να στηριχθεί στους Ιταλιώτες συμμάχους τους. Αντίθετα μπορούσε να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στους εμπειροπόλεμους Ηπειρώτες του και στους εκπαιδευμένους από τους αξιωματικούς του Ταραντίνους «Λευκάσπιδες».
Αυτοί οι άνδρες, που δεν ξεπερνούσαν τους 25.000, θα αποτελούσαν και πάλι το σκληρό πυρήνα της ένοπλης δύναμης της συμμαχίας και αυτοί ήταν που θα αντιμετώπιζαν τους σκληροτράχηλους Ρωμαίους. Οι τελευταίοι από την πλευρά τους, είχαν κινητοποιήσει πλήρως τις στρατιωτικές δυνάμεις της πόλης και των συμμάχων τους. Αντίθετα με τον Πύρρο, οι Ρωμαίοι μπορούσαν να υπολογίζουν σε περίπου 80.000 αξιόμαχους στρατιώτες.
Ο Πύρρος είχε αποφασίσει αυτή τη φορά να ξεκαθαρίσει πρώτα την Απουλία και κατόπιν να κινηθεί ανατολικά προς την Πευκετία. Η εκεί παρουσία του θα προκαλούσε, όπως πίστευε, την εξέγερση των κατοίκων της κατά των Ρωμαίων επικυρίαρχών τους. Βάσει του σχεδιασμού του, τα πλευρά της στρατιάς του θα ήταν αυτή τη φορά καλυμμένα και δεν θα μπορούσαν να τα υπερκεράσουν οι ρωμαϊκές στρατιές.
Το σχέδιό του τέθηκε αμέσως σε εφαρμογή. Ο Έλληνας στρατηλάτης κυρίευσε όλη την Απουλία και τις πόλεις της είτε με μάχη είτε με συνθήκη. Ύστερα από σύντομη πορεία, η ελληνική στρατιά, με την οποία είχαν ενωθεί και ιταλιωτικά τμήματα, έφθασε κοντά στην πόλη του Άσκλου. Η πόλη ήταν χτισμένη σε έναν μικρό λόφο βορείως του ποταμού Αυφιδίου. Η ρωμαϊκή στρατιά, τέσσερις λεγεώνες (40.000 άνδρες) υπό τους Πόπλιο Σουλπίκιο Σαβέριο και Πόπλιο Δέκιο Μους, στη Ρώμη, είχε στρατοπεδεύσει στη βόρεια όχθη του ποταμού.
Τότε, σύμφωνα με τη διήγηση του Πλούταρχου, έφτασε στον Γάιο Φαβρίκιο μια επιστολή του γιατρού του Πύρρου, ο οποίος υποσχόταν να δηλητηριάσει το βασιλιά, έναντι αδράς αμοιβής. Ο Ρωμαίος ύπατος Φαβρίκιος, ο οποίος διακρινόταν για το ήθος του, εξεγέρθηκε μπροστά σε αυτή την αχρειότητα.
Έγραψε μάλιστα επιστολή προς τον Πύρρο στην οποία αποκάλυπτε τη συνωμοσία. Ο Πύρρος πραγματικά ξεσκέπασε τη συνωμοσία και θανάτωσε το γιατρό. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης μάλιστα προς τον Ρωμαίο ύπατο, απελευθέρωσε τους αιχμαλώτους που κρατούσε.
Οι περήφανοι Ρωμαίοι όμως δεν δέχθηκαν να ευεργετηθούν από τον αντίπαλο χωρίς αντάλλαγμα και αποφάσισαν να απελευθερώσουν και αυτοί τους Ταραντινούς και Σαυνίτες αιχμαλώτους τους. Το συγκεκριμένο επεισόδιο, που διασώζεται σε διάφορες παραλλαγές, σύμφωνα με ορισμένους ιστορικούς, συνέβη μετά τη μάχη του Άσκλου.
Ήταν ήδη Ιούλιος όταν οι δύο στρατοί βρέθηκαν αντιμέτωποι στη Άσκλο. Τους χώριζε ο μικρός ποταμός Αυφίδιος, ενώ για αρκετές ημέρες οι δύο αντίπαλοι στρατοί παρέμεναν θεατές ο ένας του άλλου. Οι Ρωμαίοι φρουρούσαν την κατεχόμενη από αυτούς όχθη, απαγορεύοντας στην ελληνική στρατιά να διασχίσει τον ποταμό.
Το έδαφος, εξάλλου, τους ευνοούσε καθώς από τις θέσεις τους, και τις κινήσεις του Πύρρου ήταν σε θέση να ελέγχουν, αλλά και να αντεπιτίθενται. Ο Ρωμαϊκός Στρατός είχε επίσης ενισχυθεί με 300 ειδικής κατασκευής άμαξες, εξοπλισμένες με μακρές λόγχες, δρέπανα και φλογοφόρες μηχανές, με τις οποίες θα αντιμετώπιζαν τους 19 ελέφαντες του Πύρρου.
Αυτή τη φορά οι Ρωμαίοι πλεονεκτούσαν σαφώς. Υπερείχαν αριθμητικά, κατείχαν ευνοϊκό για αυτούς έδαφος, το ηθικό τους ήταν υψηλό και είχαν προετοιμαστεί καταλλήλως για να αντιμετωπίσουν τους ελέφαντες.
Στο ελληνικό στρατόπεδο, σε αντιδιαστολή, επικρατούσε δυσθυμία. Οι έμπειροι άνδρες του Πύρρου διέβλεπαν τις δυσκολίες μιας ενδεχόμενης επίθεσης κατά της ισχυρής ρωμαϊκής θέσης. Εξάλλου, οι Έλληνες ήταν πάντα λιγότεροι. Υπήρχε όμως και ένας άλλος παράγοντας που επιδρούσε αρνητικά στο ηθικό του Ελληνικού Στρατού. Ήταν η παρουσία στο ρωμαϊκό στρατόπεδο του Πόπλιου Δέκιου Μους. Δύο πρόγονοι του ύπατου, οι οποίοι έφεραν και το ίδιο όνομα, είχαν θυσιάσει στο παρελθόν τη ζωή τους, και, χάρη στη θυσία αυτή, ο Ρωμαϊκός Στρατός είχε θριαμβεύσει. Υπήρχε λοιπόν η δοξασία ότι και ο τρίτος Πόπλιος Δέκιος Μους θα θυσιαζόταν, ως άλλος Κυναίγειρος, και θα χάριζε και πάλι τη νίκη στους Ρωμαίους.
Ο Πύρρος αντιμετώπισε την κατάσταση με τη συνήθη ενεργητικότητα του. Συνάθροισε τους στρατιώτες του και τους μίλησε. Τους είπε ότι ήταν ανόητο να διακατέχονται από τέτοιες δεισιδαιμονίες. Αναφέρθηκε στην παραδοσιακή ανδρεία του λαού τους και τους δικούς τους προγόνους, που ήταν σαφώς πιο αξιόλογοι από εκείνους του Ρωμαίου. Αυτοί άλλωστε κατάγονταν από τον Αχιλλέα. Ποιος λοιπόν Ρωμαίος ύπατος θα μπορούσε να τους αντισταθεί;
Ο Πύρρος αφού παρέμεινε για αρκετές ημέρες απέναντι στους Ρωμαίους και ενισχύθηκε με συμμαχικά τμήματα, έταξε το στρατό για μάχη. Το γεγονός ότι θα έπρεπε πρώτα να διασχίσει τον ποταμό για να εξαπολύσει επίθεση εναντίον των ρωμαϊκών δυνάμεων, ανάγκασε τον Πύρρο να μεταβάλει την τακτική του.
Αντί του συμπαγούς σχηματισμού που χρησιμοποίησε στη μάχη του ποταμού Σίριδος, αποφάσισε να τοποθετήσει ελαφρά τμήματα μεταξύ των τάξεων της φάλαγγας. Με τον τρόπο αυτό, τα ελαφρά τμήματα θα υποστήριζαν με τα βλήματά τους τη φάλαγγα, που με τη σειρά της θα υποστήριζε τα ελαφρά τμήματα με το βάρος και την ορμή της.
Ο σχηματισμός αυτός προφανώς υιοθετήθηκε για την πρώτη φάση της επιχειρήσεως, δηλαδή για τη διάβαση του ποταμού. Μετά τη διάβαση του Αυφιδίου, το πιθανότερο θα ήταν να ανασυγκροτηθεί η ελληνική παράταξη και η φάλαγγα να ανασχηματιστεί σε συμπαγή σχηματισμό. Η μακεδονική φάλαγγα, σε ομαλό έδαφος και με καλυμμένα τα πλευρά, ήταν αδύνατο να ηττηθεί από τη λεγεώνα. Αυτό ο Πύρρος το γνώριζε καλά και οι Ρωμαίοι το είχαν επίσης διαπιστώσει.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Διονυσίου Αλικαρνασσέως, η στρατιά του Πύρρου αναπτύχθηκε ως εξής: το άκρο δεξιό κατέλαβαν τμήματα ιππικού Βρεττίων, Σαυνιτών, Ταραντίνων (ελαφρύ ιππικό) και επίλεκτων Θεσσαλών. Δίπλα τους παρατάχθηκαν οι Ηπειρώτες σαρισοφόροι. Αριστερά των Ηπειρωτών παρατάχτηκαν τμήματα μισθοφόρων του Τάραντα, οι επίλεκτοι Αμβρακιώτες και οι Ταραντίνοι «Λευκάσπιδες» φαλαγγίτες. Στο κέντρο παρατάχθηκαν οι Θεσπρωτοί και οι Χάονες φαλαγγίτες, καθώς και οι Αιτωλοί, οι Ακαρνάνες και οι Αθαμάνες ελαφρά οπλισμένοι πεζοί. Στο αριστερό κέρας παρατάχθηκαν οι Σαυνίτες πεζοί και το άκρο αριστερό συγκρότησαν τμήματα ιππικού Αμβρακιωτών, Ταραντίνων και Λευκανών.
Την εφεδρεία της στρατιάς αποτέλεσαν οι 2.000 επίλεκτοι ιππείς του Αγήματος και το τμήμα των ελεφάντων. Απέναντι στη διάταξη αυτή των δυνάμεων του Πύρρου, οι Ρωμαίοι παρατάχθηκαν ως εξής: απέναντι στο πεζικό του Πύρρου στάθηκαν οι τέσσερις λεγεώνες, με τμήματα Λατίνων συμμάχων ανάμεσα τους. Στα δύο κέρατα παρατάχθηκε το ιππικό, ενώ πίσω από την πρώτη γραμμή μάχης παρατάχθηκαν ως εφεδρεία οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί και τα ειδικά άρματα.
Η μάχη άρχισε με αψιμαχίες στις όχθες του ποταμού και συνεχίστηκε έτσι όλη την ημέρα. Οι απόπειρες των Ελλήνων και των συμμάχων τους να διασχίσουν τον ποταμό απέτυχαν στο σύνολό τους χάρη στην πείσμονα αντίσταση των Ρωμαίων, αλλά και στην ακαταλληλότητα του εδάφους. Μόλις έπεσε η νύχτα, οι Ρωμαίοι απέσυραν τον όγκο του στρατού τους στο γειτονικό οχυρό στρατόπεδο που είχαν δημιουργήσει, αφήνοντας μόνο προκαλυπτικές δυνάμεις να φρουρούν τις όχθες του ποταμού.
Οι Ρωμαίοι ύπατοι υπολόγιζαν ότι ύστερα από τον ολοήμερο αγώνα φθοράς που είχε προηγηθεί και οι Έλληνες θα αποσύρονταν στο στρατόπεδό τους. Υπολόγιζαν όμως χωρίς τον Πύρρο, που δεν ήταν δυνατό να αφήσει ανεκμετάλλευτη μια τέτοια ευκαιρία. Αμέσως μετά την απόσυρση των Ρωμαίων έστειλε τα ελαφρά τμήματα του κατά των αντίστοιχων εχθρικών που φρουρούσαν τις διαβάσεις, και τις κατέλαβε. Κατόπιν διέσχισε με όλο τον στρατό του τον ποταμό και έλαβε θέσεις εν όψει της επανάληψης της μάχης την επομένη.
Το επόμενο πρωινό ήταν λιγότερο ευχάριστο για τους Ρωμαίους ύπατους που είχαν χάσει ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματά τους, και ειδικότερα την κατοχή ευνοϊκού εδάφους. Τώρα θα έπρεπε να πολεμήσουν σε αναπεπταμένο πεδίο και να αντιμετωπίσουν το επίλεκτο ελληνικό ιππικό και τη φάλαγγα.
Με το πρώτο φως της ημέρας οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ήσαν έτοιμοι να επαναλάβουν τη μάχη. Αυτή τη φορά ο Πύρρος έταξε τη φάλαγγά του σε βαθείς και συμπαγείς σχηματισμούς, και επιτέθηκε. Ακολούθησε λυσσαλέα πάλη. Οι ελληνικές φάλαγγες πίεσαν ασφυκτικά τους Ρωμαίους λεγεωνάριους. Και πάλι τα οπλιτικά δόρατα, οι ύσσοι (βαριά ρωμαϊκά ακόντια) και τα σπαθιά, αποδείχθηκαν κατώτερα της τρομερής σάρισας.
Οι Ρωμαίοι πολέμησαν γενναία. Και πάλι όμως αντίκριζαν με τρόμο τις ασπίδες τους να τρυπιούνται σαν χάρτινες από τις ελληνικές σάρισες. Οι λεγεωνάριοι προσπαθούσαν να κόψουν με τα σπαθιά τους τις αιχμές των σαρισών. Η σε μεγάλο βάθος διάταξη της φάλαγγας όμως δεν τους το επέτρεπε, αφού μόλις ένας Ρωμαίος άρπαζε με τα χέρια του μια σάρισα άλλες τέσσερις καρφώνονταν επάνω του.
Στο μεταξύ ο Πύρρος έριξε στη μάχη και τους ελέφαντες κατά του αντίπαλου ιππικού. Ο Ζωναράς αναφέρει ότι ο Πύρρος οδήγησε τους ελέφαντες του στην αντίθετη πτέρυγα από εκείνη στην οποία οι Ρωμαίοι είχαν τάξει τα ειδικά άρματα. Ο Διονύσιος αντίθετα αναφέρει ότι οι ελέφαντες συνεπλάκησαν με τα ρωμαϊκά άρματα, τα οποία μάλιστα κατόρθωσαν να τους κρατήσουν για λίγο. Ο Πύρρος όμως είχε διαθέσει στο τμήμα των ελεφάντων μεγάλο αριθμό ψιλών. Οι Έλληνες ψιλοί κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν τα ρωμαϊκά άρματα και να διανοίξουν το δρόμο για τους ελέφαντες.
Ήταν η κρίσιμη φάση της μάχης. Το ρωμαϊκό μέτωπο «έσπασε» και οι Ρωμαίοι οπισθοχώρησαν και κλείστηκαν στο στρατόπεδό τους. Ο Πύρρος ήταν και πάλι νικητής. Οι απώλειες όμως ήταν βαριές. Ο Ιερώνυμος αναφέρει ότι 3.505 άνδρες του Πύρρου έπεσαν στη μάχη έναντι 6.000 Ρωμαίων. Ο Διονύσιος ωστόσο διαφωνεί τόσο ως προς τις απώλειες, όσο και ως προς τον τρόπο διεξαγωγής της μάχης. Ο Αλικαρνασσεύς ιστορικός καταθέτει την άποψη ότι η μάχη κράτησε μία μόνο ημέρα, και ότι οι Ρωμαίοι δεν ηττήθηκαν, αλλά απλώς αποσύρθηκαν στο τέλος της ημέρας.
Αναφέρει επίσης ότι κατά τη διάρκεια της μάχης ο Πύρρος πληγώθηκε και οι Σαυνίτες σύμμαχοι του (οι Απούλιοι κατά το Ζωναρά) λεηλάτησαν το στρατόπεδο του. Ο Διονύσιος, τέλος, αναφέρει ότι οι απώλειες τόσο των Ρωμαίων, όσο και του Πύρρου, έφτασαν τους 15.000 στρατιώτες για κάθε πλευρά.
Άλλοι ιστορικοί, όπως ο Ζωναράς, ο Ευτρόπιος ή ο Ορόσιος, αναφέρουν με τη σειρά τους ότι νικητές ήταν οι Ρωμαίοι (!) μπερδεύοντας προφανώς τη μάχη του Άσκλου με αυτή του Βενεβέντου. Άλλοι πάλι, όπως ο Τίτος Λίβιος ή ο Πολύβιος, διατείνονται ότι η μάχη έληξε άκριτη. Η νεότερη ωστόσο έρευνα αποδέχεται την άποψη του Ιερωνύμου ως την επικρατέστερη γιατί στηρίζεται στα «Βασιλικά Υπομνήματα», τα βασιλικά δηλαδή αρχεία του Πύρρου, τα οποία δυστυχώς δεν διασώθηκαν.
Η σε τακτικό πάντως πεδίο και μόνο ήττα των Ρωμαίων δεν μπορούσε να έχει σοβαρή επίδραση σε στρατηγικό επίπεδο. Το γεγονός αυτό συνειδητοποίησε και ο Πύρρος, γι’ αυτό και όταν κάποιος έσπευσε να τον συγχαρεί για τη νίκη του ξεστόμισε την περίφημη φράση «αν έτι μίαν μάχην Ρωμαίους νικήσωμεν, απολλύμεθα παντελώς» («αν κερδίσουμε άλλη μια τέτοια μάχη με τους Ρωμαίους θα αφανιστούμε πλήρως»). Η μάχη του Άσκλου αποτέλεσε τον ορισμό της φράσης «Πύρρειος Νίκη». Μετά τη μάχη τόσο ο Πύρρος, όσο και οι Ρωμαίοι έπαυσαν τις επιχειρήσεις.
Και οι δύο στρατοί είχαν υποστεί τόσο σοβαρές απώλειες, ώστε χρειάζονταν πολύ χρόνο για να αναρρώσουν. Οι Ρωμαίοι όμως είχαν πλέον συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι του Πύρρου. Ήταν σε θέση να αντικαταστήσουν ταχύτατα τις απώλειές τους, αντίθετα από τον Πύρρο, οι απώλειες στα ηπειρωτικά στρατεύματα του οποίου δεν ήταν δυνατόν να αναπληρωθούν.
Οι δε σύμμαχοι του, κυρίως οι Ιταλιώτες, και απρόθυμοι ήσαν και αναξιόπιστοι. Το μόνο που μπορούσε τώρα να πράξει ο Πύρρος ήταν να ζητήσει την αποστολή χρημάτων και ενισχύσεων από την Ήπειρο. Αυτό τουλάχιστον αναφέρει ο Ζωναράς.
Στο μεταξύ, στην ηπειρωτική Ελλάδα συνέβαιναν σημαντικά γεγονότα. Οι Γαλάτες είχαν εισβάλει στη Μακεδονία και είχαν λεηλατήσει όλη την ύπαιθρο. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Πτολεμαίος Κεραυνός είχε χάσει τη ζωή του στην προσπάθεια απόκρουσης των βαρβάρων.
Και λόγω του γεγονότος αυτού, η προσοχή του Πύρρου αποσπάστηκε από τις επιχειρήσεις στην Ιταλία, καθώς υπήρχε ο κίνδυνος να στραφούν οι Γαλάτες και κατά της Ηπείρου. Για την αντιμετώπιση αυτού του ενδεχομένου έπρεπε να παραμείνει στην Ήπειρο όλος ο στρατός, ο οποίος διαφορετικά θα μπορούσε να αποσταλεί στην Ιταλία.
Την ώρα που ο Πύρρος παρέμενε αναποφάσιστος ήταν η σειρά των Ρωμαίων να στείλουν πρέσβεις στον Έλληνα βασιλέα ζητώντας του τη σύναψη συνθήκης ειρήνης. Από ό,τι φαίνεται και η νέα διπλωματική προσπάθεια δεν απέδωσε καρπούς.
Οι δύο βέβαια πλευρές κατέληξαν προς στιγμήν σε κάποια άτυπη συμφωνία, η οποία όμως περισσότερο ως συμφωνία ανακωχής πρέπει να νοείται και η οποία τελικά δεν επικυρώθηκε από τη Σύγκλητο. Αντίθετα οι Ρωμαίοι προτίμησαν να συνάψουν επιμαχία με τους Καρχηδόνιους, οι οποίοι την περίοδο εκείνη είχαν αρχίσει και πάλι να πιέζουν ασφυκτικά τους Έλληνες της Σικελίας.
Σικελική περιπέτεια
Μετά το θάνατο του μεγάλου και ένδοξου Αγαθοκλή η κατάσταση στη Σικελία είχε εξελιχθεί εις βάρος των Ελλήνων. Ελλείψει του αντίπαλου δέους οι Καρχηδόνιοι είχαν περάσει στην αντεπίθεση και είχαν θέσει υπό τον έλεγχο τους το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής, τότε, μεγαλονήσου. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι βάρβαροι Μαμερτίνοι, οι οποίοι είχαν έρθει στο νησί ως μισθοφόροι του Αγαθοκλή, είχαν καταλάβει την πάλαι ποτέ κραταιά ελληνική πόλη της Μεσσήνης, αφού πρώτα είχαν κατασφάξει τον πληθυσμό της.
Οι Καρχηδόνιοι δεν έδειχναν να έχουν ανησυχήσει ιδιαιτέρως από την άφιξη του Πύρρου στην Ιταλία. Θεώρησαν ότι επρόκειτο για μία ακόμα τυχοδιωκτική επιχείρηση ενίσχυσης των Ταραντίνων από τους Έλληνες της ηπειρωτικής Ελλάδος. Όταν όμως πληροφορήθηκαν τις προόδους του Πύρρου και τις νίκες του έναντι των μέχρι τότε αήττητων Ρωμαίων, σε συνδυασμό με τις επαφές που είχαν αναπτύξει οι Σικελιώτες Έλληνες με τον Ηπειρώτη βασιλιά, όπως ήταν φυσικό, θορυβήθηκαν.
Ως πρώτο μέτρο για την αντιμετώπιση του Πύρρου απέστειλαν το στρατηγό και πολιτικό Μάγωνα στη Ρώμη. Χάρη στην επέμβαση του απετράπη η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ Πύρρου και Ρώμης και συνομολογήθηκε συμμαχία μεταξύ Καρχηδόνας και Ρώμης. Οι Ρωμαίοι δεν αποδέχθηκαν άμεσα τις προτάσεις του Καρχηδόνιου.
Ο Μάγων όμως για να πιέσει τους Ρωμαίους προσποιήθηκε ότι είχε την πρόθεση να έρθει σε συνεννόηση με τον Πύρρο. Ο πολιτικός ελιγμός του Μάγωνα απέδωσε καρπούς και τελικά συνομολογήθηκε η νέα συμφωνία επιμαχίας μεταξύ Ρώμης και Καρχηδόνας.
Μετά από την υπογραφή της συνθήκης, οι δύο σύμμαχοι ανέλαβαν επιχειρήσεις κατά των Ελλήνων. Πρώτος τους στόχος ήταν η πόλη του Ρήγιου. Στόλος 120 καρχηδονιακών πολεμικών πλοίων, στα οποία επέβαιναν και 500 Ρωμαίοι επιτέθηκε στην πόλη αλλά δεν κατάφερε να την κυριεύσει. Έτσι, οι Καρχηδόνιοι στράφηκαν τώρα κατά της Ηράκλειας και του Ακράγαντα. Οι πόλεις αυτές κατελήφθησαν και λεηλατήθηκαν. Κατόπιν της επιτυχίας αυτής, ο Μάγωνας αποφάσισε να επιτεθεί στις ίδιες τις Συρακούσες, το στήριγμα των Ελλήνων της Μεγάλης Ελλάδος.
Ενώπιον της απειλής αυτής, οι Έλληνες της Σικελίας ικέτευσαν τη βοήθεια του Πύρρου. Αρχικά ο Πύρρος είχε αποστείλει τον πιστό του Κινέα για να διερευνήσει τις πιθανότητες επιτυχίας μιας εκστρατείας στη Σικελία. Αν και αρχικά δίσταζε να αναλάβει μια τέτοια επιχείρηση, τελικά κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν είχε άλλη επιλογή. Αν άφηνε τη Σικελία στους Καρχηδόνιους, συμμάχους των Ρωμαίων, η στρατηγική του θέση θα καθίστατο εξαιρετικά δυσχερής. Με αυτό το σκεπτικό, ο Πύρρος αποφάσισε να εκστρατεύσει στη Σικελία.
Στα τέλη Μαΐου του 278 π.Χ. ο Πύρρος απέπλευσε από τις ιταλικές ακτές μαζί με 8.000 άνδρες του και τους πολεμικούς του ελέφαντες. Παρά την επιτήρηση των σικελικών ακτών από τον ισχυρό καρχηδονιακό στόλο, ο Πύρρος κατόρθωσε να αποβιβάσει τη μικρή του δύναμη στο λιμένα του Ταυρομένιου, στην είσοδο του Σικελικού πορθμού.
Εκεί τον υποδέχθηκε ο τύραννος της πόλης Τυνδαρίων, ο οποίος και του διέθεσε τις μικρές του δυνάμεις. Έτσι ενισχυμένος ο Πύρρος κινήθηκε για την Κατάνη. Στο μεταξύ, η είδηση της άφιξης του Πύρρου στη Σικελία προκάλεσε ενθουσιασμό στους Έλληνες και τρόμο στους Καρχηδόνιους και στους Μαμερτίνους. Μόλις μάλιστα ο Πύρρος κινήθηκε προς τις Συρακούσες οι Καρχηδόνιοι έντρομοι σταμάτησαν την πολιορκία της πόλης, παρότι διέθεταν 50.000 άνδρες και 120 πολεμικά πλοία.
Ο Πύρρος εισήλθε νικητής στις Συρακούσες χωρίς να έχει χρειαστεί να πολεμήσει. Με το κύρος του κατόρθωσε να συνενώσει τις δύο αντιμαχόμενες μερίδες της πόλης και να τους στρέψει στον κοινό αγώνα κατά των βαρβάρων. Ευγνώμονες οι Συρακούσιοι διέθεσαν στον Πύρρο 10.000 στρατιώτες τους και 140 πολεμικά πλοία. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν στην πόλη και άλλοι ηγεμόνες από άλλες πόλεις, με στρατιωτικές ενισχύσεις. Ένας από αυτούς, ο τύραννος της πόλης των Λεοντείων Ηρακλείδης, έθεσε τον εαυτό του και 4.500 πεζούς και ιππείς στη διάθεση του μεγάλου Έλληνα βασιλιά, ο οποίος ανακηρύχθηκε επίσης «Σικελίας ηγεμών και βασιλεύς».
Την επόμενη άνοιξη, έχοντας συγκεντρώσει περίπου 25.000 στρατιώτες και στόλο 200 πλοίων, ο Πύρρος συνέχισε την εκστρατεία του στο εσωτερικό του νησιού. Με ταχεία προέλαση αιφνιδίασε τους Καρχηδόνιους και κατέλαβε, χωρίς μάχη, τις πόλεις Έννα και Ακράγαντα. Ο στρατός του Ακράγαντα (8.000 πεζοί και 800 ιππείς) ενώθηκε μαζί του. Συνεχίζοντας τη θριαμβευτική του πορεία έγινε κύριος της Ηράκλειας, του Σελινούντα, της Άλαισας και της Έγεστας. Οι Καρχηδόνιοι αποφάσισαν να προβάλλουν αντίσταση στην ισχυρότατα οχυρωμένη πόλη Έρυκα.
Σύντομα όμως είχαν σαρωθεί από την κεραυνοβόλο επίθεση των ανδρών του Πύρρου, τους οποίους καθοδηγούσε ο ίδιος. Πρώτος αυτός ανέβηκε στο εχθρικό τείχος και εισήλθε στην πόλη, όπως ακριβώς είχε πράξει και ο σπουδαίος εξάδελφός του στις Ινδίες. Η σαρωτική πορεία του Πύρρου είχε κατατρομάξει τους εχθρούς του.
Οι Καρχηδόνιοι, κύριοι πριν λίγους μήνες του νησιού, είχαν τώρα περιοριστεί στην κατοχή μόνο του Λιλύβαιου, του απόρθητου οχυρού στο νοτιοδυτικό άκρο της Σικελίας. Απέναντι όμως στις ισχυρές οχυρώσεις του Λιλύβαιου ο Πύρρος απέτυχε. Το οχυρό παρέμεινε απόρθητο, αποτελώντας προγεφύρωμα των Καρχηδονίων στη Σικελία.
Στο μεταξύ ο Πύρρος επιτέθηκε και κατά των Μαμερτίνων ληστών, τους οποίους επίσης νίκησε και περιόρισε στα τείχη της Μεσσήνης. Ωστόσο, ο Πύρρος δεν είχε παραιτηθεί από το σκοπό της εκδίωξης των Καρχηδόνιων από τη Σικελία. Συνέλαβε μάλιστα το παράτολμο σχέδιο μεταφοράς του πολέμου στην Αφρική, όπως είχε πράξει και ο Αγαθοκλής. Στο σχέδιο αυτό όμως αντιμετώπισε την αντίδραση των Ελλήνων της Σικελίας. Σημειώθηκαν μάλιστα ακόμα και αδελφοκτόνες συγκρούσεις.
Αηδιασμένος από τη συμπεριφορά των Ελλήνων, ο Πύρρος αποφάσισε να εγκαταλείψει το νησί και να επιστρέψει στην Ιταλία, όπου οι σύμμαχοί του Ταραντίνοι και Σαυνίτες, δέχονταν ασφυκτική πίεση από τους Ρωμαίους. Κατά τον πλου όμως προς την Ιταλία ο στόλος του δέχθηκε την επίθεση του καρχηδονιακού και υπέστη πραγματική συντριβή. Τα απομεινάρια του στόλου αποβίβασαν τα απομεινάρια του στρατού στην Ιταλία.
Και εκεί όμως νέα δυσάρεστη έκπληξη ανέμενε τον Πύρρο. Περισσότεροι από 10.000 Μαμερτίνοι είχαν επίσης περάσει στην Ιταλία και είχαν στήσει ενέδρα στον καταπονημένο στρατό του Πύρρου, θέλοντας να τον εκδικηθούν για τα πλήγματα που τους είχε καταφέρει. Με αιφνιδιαστικές επιθέσεις οι Μαμερτίνοι καταπονούσαν τον Ελληνικό Στρατό. Σε μία από αυτές μάλιστα κατόρθωσαν να σκοτώσουν αρκετούς άνδρες και δύο ελέφαντες. Όταν ο Πύρρος έσπευσε να διασώσει τους άνδρες του, του επιτέθηκε ένας γιγαντόσωμος Μαμερτίνος. Ο Ιταλός κατόρθωσε να χτυπήσει τον Πύρρο στο κράνος με το ξίφος του. Το κράνος διαλύθηκε και ο Πύρρος πληγώθηκε. Τρόμος κατέλαβε τους άνδρες του, που αντίκριζαν τον βασιλιά με το πρόσωπό του γεμάτο αίματα. Αμέσως τον πήραν από τη μάχη και του έπλυναν την πληγή.
Οι Μαμερτίνοι στο μεταξύ είχαν ενθουσιαστεί γιατί πίστεψαν πως ο Πύρρος ήταν νεκρός. Ο γιγαντόσωμος Μαμερτίνος βγήκε τότε μπροστά από τους ζυγούς και με θράσος φώναζε στον Πύρρο: «Αν ζεις και δεν φοβάσαι, έλα». Μόλις άκουσε τα λόγια αυτά ο Πύρρος, αυτόματα θαρρείς, θεραπεύτηκε.
Με το αίμα να κυλά στο πρόσωπο του, με μόνο το σπαθί του σφιχτά κρατημένο στο χέρι, ο Πύρρος, ο Αετός, όρμησε εμπρός. Δεν ανεχόταν αυτός, ένας Έλληνας και μάλιστα βασιλιάς, να περιγελάται από έναν βάρβαρο. Τρέχοντας επιτέθηκε με μανία στον βάρβαρο που τα έχασε, και ενώπιον όλων, Μαμερτίνων και Ελλήνων, του κατάφερε τέτοιο πλήγμα με το σπαθί του, που το τεράστιο σώμα του βαρβάρου κόπηκε σχεδόν στα δύο.
Κατέρρευσε ο βάρβαρος γίγαντας και το άψυχο κουφάρι του σωριάστηκε στο έδαφος με πάταγο. Το χτύπημα του Πύρρου ήταν τόσο ισχυρό που ούτε η ενισχυμένη του πανοπλία δεν στάθηκε ικανή να αντέξει. Ύστερα από το επεισόδιο αυτό οι Μαμερτίνοι δεν τόλμησαν να ξαναενοχλήσουν την ελληνική στρατιά.
Τελικά, μετά από πολλούς κόπους, η στρατιά έφτασε στον Τάραντα. Τρία σχεδόν χρόνια είχαν παρέλθει από την αναχώρησή του για τη Σικελία, και μέσα στο διάστημα αυτό της απουσίας του οι Ρωμαίοι είχαν κατορθώσει να θέσουν υπό τον έλεγχό τους ολόκληρη σχεδόν την ιταλική χερσόνησο. Ουσιαστικά, μόνο η πόλη του Τάραντα παρέμεινε έξω από τη ρωμαϊκή σφαίρα επιρροής. Οι Σαυνίτες επίσης, κατανικημένοι, είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους και είχαν καταφύγει στα βουνά. Η επιστροφή του Πύρρου (275 π.Χ.) δεν βελτίωσε ιδιαιτέρως την κατάσταση.
Οι Ιταλοί σύμμαχοι, νικημένοι από τους Ρωμαίους, με τις πατρίδες τους άγρια λεηλατημένες και θεωρώντας ότι ο Πύρρος τους είχε εγκαταλείψει για χάρη των Σικελιωτών, δεν έσπευσαν να τον ενισχύσουν. Έτσι μόνο με τους απρόθυμους Ταραντίνους, τους λιγοστούς του Ηπειρώτες και αρκετούς μισθοφόρους, ο Πύρρος ξεκίνησε νέα εκστρατεία κατά των Ρωμαίων.
Οι τελευταίοι είχαν ήδη συγκροτήσει δύο στρατιές. Η πρώτη, υπό τον έναν ύπατο Κορνήλιο Λέντουλο, στάλθηκε στη Λευκανία και η δεύτερη, υπό το δεύτερο ύπατο Μάνιο Κούριο βάδισε προς τη χώρα των Σαυνιτών για να ολοκληρώσει το έργο της λεηλασίας και της καταστροφής της.
Ο Πύρρος, με όσους άνδρες διέθετε, ξεκίνησε να αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους. Χώρισε επίσης τη στρατιά του σε δύο τμήματα. Το μικρότερο το απέστειλε στη Λευκανία για να επιτηρεί την πρώτη ρωμαϊκή στρατιά και, επικεφαλής του δευτέρου και μεγαλύτερου, κινήθηκε κατά της άλλης ρωμαϊκής στρατιάς. Οι δύο στρατοί συναντήθηκαν στο Βενεβέντο, στην περιοχή του Σαμνίου.
Και στην περίπτωση αυτή οι πηγές διαφωνούν σχετικά με τον αριθμό των ανδρών που οι δύο αντίπαλοι παρέταξαν στη μάχη. Ο Διονύσιος, σαφώς επηρεασμένος από ρωμαϊκές πηγές, αναφέρει ότι ο στρατός του Πύρρου ήταν τριπλάσιος του ρωμαϊκού. Ο Ορόσιος δε αναφέρει ότι ο στρατός του Πύρρου αριθμούσε 80.000 πεζούς και 6.000 ιππείς! Οι αριθμοί αυτοί είναι φυσικά εξωπραγματικοί.
Νεότεροι μελετητές υπολογίζουν, σωστά, ότι οι δυνάμεις του Πύρρου το πολύ να ξεπερνούσαν τους 25.000 άνδρες, εκ των οποίων μόλις το 1/3 είχε σοβαρή πολεμική εμπειρία. Το δε ηθικό του δεν ήταν υψηλό.
Η στρατιά επίσης του Μανίου Κουρίου συγκροτείτο από δύο λεγεώνες και άρα αριθμούσε περί τους 20.000 άνδρες. Ο Ρωμαίος ύπατος, υπολογίζοντας την αριθμητική, αλλά όχι και ποιοτική, κατωτερότητα του στρατού του, δεν επιδίωξε τη σύγκρουση. Δημιούργησε οχυρό στρατόπεδο και περίμενε να φθάσει και η δεύτερη ρωμαϊκή στρατιά για να επιτεθούν συντονισμένα κατά του Πύρρου.
Ο Έλληνας βασιλιάς όμως δεν είχε σκοπό να δώσει στο Ρωμαίο ύπατο τον αναγκαίο χρόνο. Προσπάθησε να υπερκεράσει τις ρωμαϊκές θέσεις, διατάσσοντας τμήμα του στρατού να εκτελέσει νυχτερινή πορεία, μέσα από πυκνό δάσος. Αυτό ήταν και το μεγάλο σφάλμα του, καθώς το έδαφος δεν είχε προηγουμένως αναγνωριστεί. Έτσι το τμήμα έχασε το δρόμο του και μόλις με το πρώτο φως κατόρθωσε να φτάσει στην τοποθεσία που είχε διαταχθεί να καταλάβει. Το τμήμα έγινε όμως αντιληπτό από τους Ρωμαίους με αποτέλεσμα να χαθεί το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού.
Η μάχη που ακολούθησε δεν είχε καμία σχέση με τις προηγούμενες. Οι Ρωμαίοι επικράτησαν σχετικά εύκολα, απώθησαν τη στρατιά του Πύρρου και ενέπλεξαν στάγδην εξουδετέρωσαν τις μονάδες του καθώς έβγαιναν μία-μία από το δάσος. Σύντομα όλα είχαν τελειώσει, και ο Πύρρος είχε ηττηθεί. Όχι φυσικά τόσο συντριπτικά όσο υποστηρίζουν οι Λατίνοι συγγραφείς, αλλά σίγουρα είχε ηττηθεί. Η ήττα αυτή ήταν καθοριστικής σημασίας για την εξέλιξη των επιχειρήσεων στην Ιταλία.
Μετά την ήττα στο Βενεβέντο ο Πύρρος αποφάσισε να επιστρέψει στην Ήπειρο. Αφού άφησε το γιο του Έλενο και το στρατηγό του Μίλωνα στον Τάραντα, επικεφαλής ισχυρής φρουράς, επέστρεψε στην ηπειρωτική Ελλάδα μαζί με μόλις 8.000 πεζούς και 500 ιππείς. Πριν αναχωρήσει είχε ζητήσει τη συνδρομή των άλλων Ελλήνων βασιλιάδων της Ελλάδας και της Ανατολής, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να διακρίνουν ακόμα τα «νέφη εκ της Δύσεως». Μετά το θάνατό του, ο σύντομος ρόλος της Ηπείρου στο προσκήνιο της ελληνικής ιστορίας τελείωσε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου