2. Αρσενικά σε -μην και -μων
§ 312. Αξίζει να μνημονευθούν εδώ σχεδόν μόνο εξαιτίας της συνάφειάς τους με το -μα: χειμών = χεῖμα 'θύελλα, χειμώνας', λειμών 'υγρός τόπος > λιβάδι', λιμήν 'λιμάνι', πολυ-κτήμων - κτῆμα (§ 141)· άλλα παραδείγματα: τλήμων 'υπομονετικός > α) ακλόνητος, β) άτυχος', και τελαμών 'φορέας > αορτήρας', και τα δύο από το τλη- 'φέρω, υπομένω'· ἡγεμών 'οδηγός' από το ἡγεῖσθαι 'οδηγώ'.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου