Η θεωρία των χορδών είναι το αντικείμενο των επιστημονικών δεδομένων, που τεκμηριώνει ο Δρ. Μπράιαν Γκριν, στο βιβλίο του [Το κομψό Σύμπαν]. Είναι κάτι αντίστοιχο με αυτό που περιγράφει για το Είναι, εδώ και αιώνες ο προ πλατωνικός Έλληνας στοχαστής και μέγας φιλόσοφος Παρμενίδης (τον 6ο αιώνα π.Χ.), στο βιβλίο του «περί φύσεως».
Αυτούς στους δυο κόσμους θα επιχειρήσουμε να γεφυρώσουμε.
Ευελπιστούμε οι δυο οπτικές, να γίνουν η αφορμή για νέες αναζητήσεις -μέσα μας αλλά και γύρω μας- ώστε να δούμε το κόσμο με μια νέα ματιά: Την ματιά του παρατηρητή, αλλά ταυτόχρονα και του συμμέτοχου. Έτσι ώστε, στο θαυμαστής κομψότητας σύμπαν που ζούμε, να βιώσουμε την αληθινή Αγάπη του, να μας περικλείει με ασφάλεια στην αγκαλιά του.
Ζούμε σε ένα κόσμο, όπου αναζητούμε να βρούμε την θέση μας σε αυτόν.
Είναι ο δικός μας κόσμος, όπως το ίδιο και το δικό μας άπειρο Σύμπαν, εντός του οποίου κινούμαστε. Αυτό είναι το σπίτι μας και σε αυτό όλοι οικούμε. «Ο καθένας από μας αναζητά με τον τρόπο του, την αλήθεια και ποθεί μια απάντηση στο ερώτημα γιατί είμαστε εδώ»[1].
Αν και πορευόμαστε συλλογικά, ατενίζοντας τις ίδιες κορυφές, ο καθένας με το ανάλογο θάρρος, διαβαίνει το δικό του προσωπικό μονοπάτι. Έτσι, «η κάθε γενιά εμπνέεται και βασίζεται στους δρόμους που έχουν διανοίξει οι προηγούμενες», δίνοντας την αίσθηση της συνέχειας στην ζωή.
Σε κάθε καμπή της όμως, αν και δεν γνωρίζουμε το επόμενο βήμα -ατομικά και συλλογικά- εν τούτοις αναζητούμε μέσα από την σοφία της, να ιχνεύσουμε τον τρόπο που «η συνοχή του κόσμου» μένει ακέραια στο άπειρο και άχρονο του σύμπαντος διάκοσμο. Έμμεσα τότε και εμείς, είναι σαν να «συνεισφέρουμε εκπληρώνοντας» την δυνατότητα της όποιας αποστολής. Τότε «το δικό μας σκαλοπάτι, στην ανθρώπινη ανεμόσκαλα που στήνεται ώστε να φτάσουμε στ’ άστρα», γίνεται η εκπλήρωση και του δικού μας στόχου.
Το ζητούμενο κάθε πολιτισμού, είναι να ανακαλύψει μια οικουμενική «ενοποιημένη θεωρία πεδίου, ικανή να περιγράψει τις δυνάμεις της φύσης μέσα σε ένα ενιαίο και συνεκτικό πλαίσιο». Έτσι θα κατανοήσουμε το μεγαλείο του σύμπαντος κόσμου, του οποίου είμαστε αναπόσπαστο μέτρο. Αυτό θα συμβεί όταν διαπιστώσουμε -ως έναν βαθμό, «την απλότητα και τη δυναμική των βασικών αρχών πάνω» στις οποίες ταξιδεύει το σύμπαν στο άχρονο.
Αν και υπάρχουν πολλοί δρόμοι να προσεγγίσουμε ένα αντικείμενο -χωρικά και χρονικά- η αφετηρία των προεκτάσεων του, πάντα εκκινεί από μέσα μας.
Υπάρχουν «δυο ακρογωνιαίοι λίθοι που στηρίζονται οι φυσικοί νόμοι». Η θεωρία της σχετικότητας του Einstein, η οποία επιχειρεί να κατανοήσει (δηλ. να συσχετίσει), τις μεγαλύτερες διαστάσεις των ορίων του σύμπαντος και η κβαντική θεωρία, η οποία αναφέρεται στους νόμους που διέπουν τον μικρόκοσμο και τα υποατομικά σωματίδια. Όμως, «οι δυο αυτές θεωρίες δεν μπορούν να αληθεύουν ταυτόχρονα».
Οι νέες ανακαλύψεις συνήθως προκύπτουν, όταν υπάρξουν αδιέξοδα. Εκεί είναι που ο ενθουσιασμός της ανακάλυψης, γίνεται αδιαμφισβήτητα περισσότερο ορατός. Τότε οι ιδέες αποκρυσταλλώνονται μέσα μας: όταν ανακαλύπτουμε πτυχές του κοινού μας Είναι, που ενοποιούν την διαφορετικότητα μας, σε ένα ευρύτερο σύνολο. Έτσι μπολιάζεται ο ενθουσιασμός μας για την ζωή: όταν το φως μέσα μας, φωτίζει τον κόσμο που ζούμε και μας περιβάλλει.
Η εικόνα που έχουμε για το σύμπαν ίσως αλλάξει, όταν διαπιστώσουμε ότι με υπερβατικό τρόπο -σχεδόν μεταφυσικό- τον κρύβουμε δυνητικά μέσα μας. Κατανοώντας το ένα, αυτό θα μας αποκαλύψει την συναρπαστική σπειροειδή άρρηκτη σύνδεση αμφοτέρων. Όπως ακριβώς κάνει ο γαλαξίας μας, ο οποίος περιστρέφει τα πάντα γύρω από το περίκεντρου του Ήλιου, προδίδοντας τους ζωή. Και εμείς επίσης μαζί του ταυτόχρονα κινούμεθα -αν και ανίκητοι: σαν να είμαστε επιβάτες στο ενιαίο και συμπαγές «όχημα» του παντός: το Είναι. Κάθε απόπειρα αλληλοδιάδοχης ακολουθίας στον χώρο και τον χρόνο, αναζητά το συνδέον κρίκο –δηλ. εμάς- ώστε να νοηματοδοτήθουν νέες περιστροφές ανέλιξης στο θαυμαστό, -αν και άγνωστο- κόσμο του κομψού σύμπαντος που ζούμε.
Ο διάκοσμος του σύμπαντος κόσμου, όπως αναφέρει ο Οδυσσέας Ελύτης[2] -ο μικρός αλλά και ταυτόχρονα τόσο μεγάλος-, «ολόκληρος ξεπήδα μπροστά μας» από το πουθενά, όπως μια άυλη σκέψη, «που μπροστά του ένας κόκκος άμμους δείχνει κολοσσιαίος». Τότε η ανάγκη του φαινόμενου κόσμου, με το αφάνες του καινούργιου, ψάχνει κάπου να στηριχθεί. Να βρει ένα βαθύτερο επίπεδο κατανόησης: στην απέραντη απλότητα του.
Βασικά, τη δική του ανάσα ο άνθρωπος αναζητά να νοιώσει αληθινά, μαζί με την πνοή ζωής που το σύμπαν αποπνέει. Σε αυτήν της την αναζήτηση, «η θεωρία των χορδών δίνει απαντήσεις σε όσα θαυμαστά συμβαίνουν στο σύμπαν μας».
Το ισχυρό εννοιολογικό πρότυπο που μας παρέχει η θεωρία των χορδών είναι ότι : «όλα τα σωματίδια που απαρτίζουν τα άτομα τα όποια αποτελούνται από ηλεκτρόνια και κουάρκς, στην πραγματικότητα είναι μικροί βρόχοι μιας παλλομένης χορδής». Έτσι στο μικρόκοσμο της ύλης, όλα αποτελούνται από «συνδέσμους παλλόμενων κλωστών». Η θεωρία των χορδών μας παρέχει «ένα μοναδικό ερμηνευτικό πλαίσιο, ικανό να ενσωματώσει όλες τις δυνάμεις», πάνω σε κάθε μορφή ύλης.
Οι ιδιότητες που παρατηρούνται στα σωματίδια, αντανακλούν τους διάφορους τρόπους με τους οποίους μπορεί να πάλλεται μια χορδή, αναφέρει ο Μπράιαν Γκριν. Όπως ακριβώς οι χορδές ενός μουσικού οργάνου, έχουν συγκεκριμένες ηχητικές συχνότητες, με τις οποίες προτιμούν να πάλλονται, -έτσι ώστε τα αυτιά μας να αντιλαμβάνονται τις διαφορετικές μουσικές νότες και τις υψηλότερες αρμονικές τους-, το ίδιο ισχύει και για τους βρόχους της θεωρίας των χορδών.
«Καθένας από τους τρόπους με τους οποίους προτιμά να πάλλεται κάθε χορδή στην θεωρία των χορδών, εμφανίζεται με την μορφή σωματιδίου, του οποίου η μάζα και τα φορτία καθορίζονται από τον τρόπο ταλάντωσης της χορδής».
Έτσι, οι σωματιδιακές ιδιότητες στη θεωρία των χορδών, είναι η εκδήλωση μιας και μόνης φυσικής ιδιότητας: του τρόπου ταλάντωσης των θεμελιωδών χορδών, [κάτι σαν την μουσική].
Η ίδια ιδέα έχει εφαρμογή και στις δυνάμεις της φύσης, «κατά συνέπεια τα πάντα σε κάθε μορφή ύλης και δυναμικής, ενοποιούνται».
«Οι υποδομές που μας προσφέρει η θεωρία των χορδών, μας δίνει την δυνατότητα να εξηγήσουμε κάθε θεμελιώδες χαρακτηριστικό της δομής του σύμπαντος. Εξ αυτού του λόγου περιγράφεται ως [Θεωρία των πάντων]».
Μια αληθινή θεωρία δεν απαιτεί, ούτε καν επιδιώκει κάποια βαθύτερη εξήγηση, απλώς αναμένει στην σιωπή του μεγαλείου της, την βιωματική μας συμμέτοχη.
Τότε θα αναδείξει τον επόμενο από κοινού διασκελισμό, ώστε να πειστούμε για την δική μας συμμετοχή στο θαύμα. Όπως κάνει ο κάθε γονιός, όταν κρατά το παιδικό χέρι, στα πρώτα βήματα του παιδιού του, ώστε να βιώσει το ίδιο την χαρά της ελευθέρια του, στα προστάγματα του παρόντος: ως Ζειν Αληθώς.
Το παρμενίδειο «εν το παν»
Κατά το Παρμενίδη, όλα είναι συνδεδεμένα με αόρατους δεσμούς: ως Είναι. Γι’ αυτό, «μόνο μια οδός απομένει, η οδός του Είναι»(8.1-2)[3]. Το μη Είναι -ως το μη σχετιζόμενο με το Είναι- είναι αδιανόητο, διότι είναι ανύπαρκτο. Γι’ αυτό δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα, που να μην είναι σε σχέση με το Είναι. Όπως επίσης δεν μπορεί να υπάρχει τίποτα, που να γεννιέται από το Μηδέν του(δηλ. το πουθενά).
Τα πάντα είναι σχετιζόμενα με το Είναι: παρ’ αυτού άγονται και αιωνία -όπως το ίδιο- μένουν. Αυτό που αλλάζει στον κόσμο μας, είναι ο διαφορετικός τρόπος δόνησης και σύνθεσης, των σκέψεων και των ενεργειών μας, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τη θεωρία των χορδών. Ορατά και αόρατα, νοητά και μη, αλλά και δυνάμενα, όλα είναι περιχεόμενα του Είναι.
Επίσης, ο Χώρος και ο Χρόνος εντός του οποίου όλα εκδηλώνονται, είναι ακέραιος, αδιαίρετος και άπειρος, όπως και το Είναι. Έτσι, [Είναι=Χρόνος=Χώρος στο άπειρο][4]. Κάτω από αυτή την προϋπόθεση, κάθε υπάρχον ίσταται σχετιζόμενο με το Είναι, ώστε να καταστεί ορατό το ίδιο[το Είναι]: μέσα από σκέψεις και ενέργειες, φανερώσεων και αποκρύψεων. Εκτός αυτού, δεν υπάρχει ουδέν. Όλα λοιπόν είναι περιεχόμενα του Είναι. Κάθε τι υπαρκτό, νοητό ή δυνάμενο, βρίσκεται εντός του Είναι.
Ότι έχει υπάρξει στο παρελθόν ή θα υπάρξει στο μέλλον, όπως και ότι έχει νοηθεί ή θα νοηθεί, μας διατίθεται στο Παρόν, ως δυνατότητα εκ του Είναι προερχομένη. Ακόμα και η σκέψη, είναι επί-σκεψη καλέσματος Tου, ένεκα της σχέσης μας με Αυτό.
Η σκέψη ως Εν-Νόηση και το Είναι, ταυτίζονται κατά τον Παρμενίδη: «διότι αυτό που εισβάλλει στην σκέψη μας, [έχει στενή σχέση αληθούς ένωσης] και είναι [το] ίδιο [ως ένα με] το είναι», (3.1). Το ίδιο επίσης πρεσβεύει και ο Αναξαγόρας.[5]
Κατά τον Παρμενίδη, δεν υπάρχει γέννηση ούτε θάνατος εντός του Είναι, αλλά μόνο φανέρωση ή απόκρυψη -με την έννοια ότι κάτι μας γίνεται αντιληπτό ως αποκάλυψη ή όχι: «Σε αυτήν [την οδό] υπάρχουν πολλές ενδείξεις:
ότι το εόν [ως Εν-Ον-Νους] είναι αγέννητο, ανώλεθρο, είναι εντελώς ολοκληρωμένο, ακίνητο και χωρίς τέλος.Ούτε υπήρξε ούτε θα υπάρξει, γιατί στο παρόν είναι όλο μαζί ως ένα συνεχές. Ποια λοιπόν γέννηση θα αναζητούσες; πως; και από τι αυξήθηκε; Ούτε θα σε αφήσω να το χωρίσεις και να πιστέψεις ότι γεννήθηκε από το μη ον[δηλ. το μηδέν]. Διότι δεν είναι δυνατόν να λεχθεί, ούτε να νοηθεί, ότι ξεκίνησε από το μη είναι [ως μηδέν, από το τίποτα καθ’ ότι όλα είναι ένα με αυτό]. Ποια ανάγκη άλλωστε, θα το ωθούσε να γεννηθεί αργότερα ή νωρίτερα ξεκινώντας από το μηδέν; Είναι λοιπόν αναγκαίο, ή να είναι ολόκληρο με κάθε τρόπο(σε σχέση με τον εαυτό του και τα εαυτού μέρη), ή αλλιώς να μην υπάρχει καθόλου.» (8.2-11)
Η αίσθηση της απ-ουσίας, του αποκλεισμού ή της όποιας διαίρεσης εντός του Είναι, είναι ανεδαφική και αναυθεντική (δηλ.ψευδής).[6]
Οι ανθρώπινες αισθήσεις μας παραπλανούν και εν τέλει μας απατούν. Μέσα από τις φωταψίες του εφήμερου και του παροδικού, μας αποκόπτουν με ευκολία από το ενιαίο σύνολο στο οποίο ανήκουμε. Οι προκαταλήψεις εξ ορισμού, ορθώνουν τείχη τα οποία διαχωρίζουν, κερματίζουν, και αποκόπτουν από την ουσία του Είναι, την σύλληψη του ενιαίου. Η αποξένωση από το Είναι στο οποίο όλοι ανήκουμε, κινητοποιεί την ύπαρξη, ώστε να βιώσει η ίδια -ως δικό της- αυτόν τον ψευδή αποκλεισμό. Είναι ένα έμμεσο κάλεσμα επιστροφής, το οποίο κάνει ορατή την ψευδή ρηγμάτωση με Αυτό. Και, Ω! του θαύματος!, Αυτό ανταποκρίνεται.
Γεννάται ένα πρόβλημα- κοινωνικό, ψυχολογικό, ιδεολογικό ή όποιο άλλο- ώστε να αποκαλυφθεί και να αναγνωριστεί η Αλήθεια. Μόνο το Είναι διαθέτει εγγενώς την δυνατότητα της απόλυτης Αλήθειας, ώστε τις όποιες ανθρώπινες παραβλέψεις ένωσης, να τις κάνει ορατές και πάλι, με συνενώσεις. Τα οποία επίπονο εσωτερικά ή εξωτερικά αρνητικά βιώματα, όταν επιλύονται, στην ουσία μεταστρέφονται σε θετικές εμπειρίες επανόρθωσης προς την αλήθεια. Αυτή η Αλήθεια είναι που προετοιμάζει τι υπέδαφος της όποιας Δημιουργίας, στην απόλυτη αυθεντικότητα της. [Ζωντανό παράδειγμα, το επονομαζόμενο Κάλλος του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού, που στην εποχή της ακμής Του, φανερώθηκε με τα αριστουργήματα Τέχνης που δημιούργησε για λογαριασμό του Είναι ο άνθρωπος].
Πίσω από τις διαφαινόμενες διαφορές, κρύβεται η κοινη ανθρώπινη μοίρα: ως το ατομικό μερίδιο σε μια κοινή πορεία. Όμως, στις απόπειρες ένωσης των διηρημένων, φανερώνεται το Είναι ως Εν: εν-συναισθητικά. Στις δε διαιρέσεις και του αποχωρισμούς, αποκρύβεται και γίνεται μη εύκολα διακριτό.
Όλοι είμαστε αναπόσπαστο μέρος του Εν-Είναι. Η δύναμη της συνοχής Του, είναι η ανυπέρβλητη Αγάπη. Αυτή εκδηλώνεται μέσα από την αυθεντικότητα – δηλ. την διαφορετικότητα και την μοναδικότητα κάθε υπάρχοντος- το οποίο μέσω της ύπαρξης του και μόνο, εκπροσωπεί επάξια την ουσία του: δηλ. το ίδιο το Είναι του. Οι διαφορετικές συνθήκες μας παρασύρουν συχνά, διαφοροποιώντας την οπτική με την οποία μπορεί να ατενίζουμε την ουσία των πραγμάτων.
Το Είναι φανερώνεται αποκαλυπτόμενο μέσα από συνενώσεις, ενώ αποκρύβεται η συνεκτική ουσία της Αγάπης Του, πίσω από τις διαιρέσεις και τους διαχωρισμούς, οι οποίοι προκύπτουν από τις διαμάχες.
Στους διαχωρισμούς ο άνθρωπος βιώνει την απομόνωση, την μοναξιά και την αποξένωση του από το Είναι -του οποίου έτσι και αλλιώς είναι αδιαίρετο μέρος. Η μόνη μέριμνα που του απομένει -συνειδητή ή μη- είναι εκείνη που προσβλέπει, με ποικίλους τρόπους, την επανένταξης, στην αυθεντικότητα της ύπαρξης του: να εκφράζει δηλ. αυθεντικά και εν-συναισθητικά, χωρίς αποκλεισμούς και χωρίς όρους, το Είναι του.
Σε κάθε περίπτωση, ο Παρμενίδης μας ομολογεί: «για μένα καθίσταται γνώριμη η κάθε πράξη [καθ’ ότι είναι ίδια], (διότι) από οποιοδήποτε σημείο και αν αρχίσω, πάλι στο ίδιο [Είναι] θα επιστρέψω.» (5.1-2).
Στα ερωτήματα όμως που τίθενται κάθε φορά, ποια είναι εκείνα που θα πρέπει να ακολουθήσουμε; Ο Παρμενίδης ρωτάει και δίνει ο ίδιος της απάντηση: «Ποια είναι η οδός [ως μέθοδος] εξέτασης και έρευνας, που είναι αποδεκτή από την νόηση» ; (2.2).
«Με βεβαιότητα είναι αυτή που δηλώνει την απόλυτη Αρχή ως [Είναι] και κατά αυτόν τον τρόπο πως είναι αδύνατον και να μην είναι [οπωσδήποτε] σε σχέση», με Αυτό (2.3). «Αυτή είναι η οδός της πειθούς [που καλούμαστε να οδοιπορήσουμε, να εν-πιστεύθουμε ώστε να ακολουθήσουμε], επειδή εκεί βρίσκεται η αλήθεια», (2.4).
«Έλα λοιπόν εγώ θα σου αναγγείλω και εσύ προφύλαξε [δίνοντας προσοχή] σε αυτά που θα ακούσεις και θα σου πω,[δέχοντας τα ως φιλικά], τα οποία μεταφέρονται από στόμα σε στόμα». (2.1).
Βρισκόμαστε λοιπόν στην ζωή, για να βιώσουμε ιδίοις όμμασι, το θαύμα των υπερβάσεων, όπου το Είναι επιτελεί μέσα από εμάς. Σε διαφορετική περίπτωση, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να πειστούμε για κάτι επαρκώς και να το συλλάβουμε νοητικά στην ολότητα του, αν δεν συμμετέχουμε οι ίδιοι ενεργά σε αυτό.
Ο Πλάτωνας υπήρξε βαθιά επηρεασμένος από τον Παρμενίδη και τον φιλοσοφικό του λόγο, εκφράζοντας τον θαυμασμό του. Η εικόνα του Πλάτωνα για τον Παρμενίδη, είναι αυτή που τον προκάλεσε, ώστε να επιχειρήσει να τον ερμηνεύσει, στο ομώνυμο έργο του «Παρμενίδης». Παρά την ενασχόληση του Πλάτωνα με το στοχασμό του Παρμενίδη, ο ίδιος ομολογεί με ανυπέρβλητη ειλικρίνεια: «μου φαίνεται ότι διαθέτει μια δύναμη που δηλώνει ένα βάθος γεμάτο ευγένεια. Παρ’ όλα αυτά, φοβάμαι ότι μπορεί να μην κατανοούμε τα λόγια του και υστερήσουμε πολύ περισσότερο από το πνεύμα με το οποίο μίλησε, και φοβάμαι ακόμη περισσότερο, ότι αυτό που σκεπτόταν όταν τα έλεγε αυτά μας υπερβαίνει»(184α).
Εδώ μας αποκαλύπτει ο Πλάτων, πως ενδεχομένως αυτά που έλεγε ο Παρμενίδης, γνώριζε πως δεν ήταν λόγια προσωπικά δικά του, αλλά ήταν αυτά που επέτρεπε ο ίδιος μέσα από αυτόν, το Είναι να εκφράσει. Η αποδοχή του οικουμενικού λογού ως έκφραση Αλήθειας του ιδίου του Είναι -το οποίο συν-περικλείει τα πάντα εντός Του- δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε να φωτιστεί αποκαλυπτόμενο.
Έτσι εκτίθεται στη θέαση του φωτός του το Είναι, ως βιωματική εννόηση του βαθιά ατομικού που κοινωνείται ως κοινό Είναι. Ίσως, για τον Παρμενίδη, να υπήρχαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις ώστε να υποστηρίξει ο ίδιος με το έργο του, αυτόν τον υπερβατικό Λόγο του Είναι. Ο Παρμενίδης φαίνεται να διέθεται το ηθικό ανάστημα, να φέρει εις τους ώμους του το βάρος της διαχρονικής Αλήθειας, που ακόμα και ο Σωκράτης αναγνώρισε στο πρόσωπο του.
Ο Πλάτωνας ενδέχεται να διατύπωσε σκόπιμα, προφασιζόμενος ότι και ο ίδιος αγνοεί το βάθος των λόγων του Παρμενίδη. Ίσως να το έκανε για να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον. Ο κάθε ανάγνωσης θα πρέπει να έχει προσωπικό κίνητρο, ώστε να εμβαθύνει περεταίρω στην δική του προσωπική ανακάλυψη.
Σε κάθε περίπτωση, ο καθένας χωρίς τον αποκλεισμό των προσωπικών του βιωμάτων, θα πρέπει να δικαιούται να επιλέξει, αυτό που θεωρεί ότι είναι ορθότερο για τον ίδιο, να εμπιστευθεί ως το Αληθές.
Αυτή και μόνο η προσπάθεια, αλλά και η ομολογία της αποδοχής του μεγαλείου που εκφράζει ο Πλάτωνας και διέκρινε στο Παρμενίδη, τον καθιστά και αυτόν μεγάλο φιλόσοφο. Έτσι και εμείς σήμερα, όπως ακριβώς έκανε και ο Πλάτωνας -πριν από δυόμιση και πλέον χιλιάδες χρόνια- φοβούμαστε πως ίσως να μην μπορέσουμε να συλλάβουμε τον λόγο του Παρμενίδη: παρά μόνο αν επιχειρήσουμε να τον βιώσουμε[τον λόγο], ως ένα προσωπικό εσωτερικό διάλογο με το κατά δικό μας Είναι.
Τα αναπάντητα ερωτήματα στην ζωή, όταν δεν απαντώνται, είναι γιατί αναμένουν την εν-βίωση τους.
Τότε αγαπάμε αληθινά, μόνο όταν μέσα από την αυθεντικότητα του έργου μας, τιμούμε την Ύπαρξη εν γένει, ως μέρος του κοινού μας Είναι.
Ο Rogers επίσης υπονοεί εμμέσως, την θεωρία των πάντων όταν διατυπώνει πως: «το βαθιά ατομικό [Είναι], είναι οικουμενικό». Έτσι γίνεται η μετάβαση από τον ατομικό στον συλλογικό βίο. Όταν όλα όσα αντιλαμβανόμαστε, με κάποιο τρόπο είναι συνδεδεμένα με εμάς μέσω της ουσίας τους: ως το κοινό μας Είναι. Τότε το μέσα με το έξω ταυτίζονται, σαν να είναι Ένα: εκεί όπου το ένα αντανακλά και καθρεφτίζει το άλλο.
Σε απόλυτες τιμές, ο μικρόκοσμος με τον μακρόκοσμος, ισομεγέθης και ισοβαρής είναι. Αυτό διότι μεταξύ τους σχετίζονται και αλληλοεπιδρούν το ένα μαζί με το άλλο. Κάποια πράγματα όμως, όπως και οι σκέψεις, ενώ φαίνονται αυτόνομα και διαχωρισμένα στην φευγαλέα και επιπόλαιη ματιά, είναι τα ίδια που παραμένουν στο βάθος μεταξύ τους συνδεμένα: Εντός του Είναι δεν γίνεται να υπάρχει το ένα, χωρίς το συμπλήρωμα του, το έτερο.
Έτσι αυτό που φαινομενικά μπορεί να κινείται αυτόνομα αλλά και αντιθετικά, είναι συνδεδεμένο με όλα τα υπόλοιπα των πράγματων την ουσία. Ως προς την Αληθινή Σχέση τους, τα πάντα παραμένουν προσδεμένα με σταθερά δεσμά : με τον εαυτό τους, μεταξύ τους, αλλά και εντός του Είναι. Κάτι σαν το «κινούν ακίνητο» του Αριστοτέλη.
Κατά τον Παρμενίδη:
«Ούτε [το Είναι] μπορεί να διαιρεθεί, γιατί είναι όμοιο σε όλα τα σημεία του,
ούτε είναι κάπου περισσότερο [από κάπου αλλού], πράγμα το οποίο θα εμπόδιζε την εσωτερική του συνοχή.
ούτε είναι κάπου λιγότερο, αλλά είναι στην ολότητα και στην πληρότητα του γεμάτο.
γι’ αυτό είναι όλο συνεχές [και ενωμένο], γιατί το [Είναι] βρίσκεται σε άμεση [και συνεχή] επαφή με τον εαυτό του.
Είναι δε ακίνητο με ακατάλυτα [και ανυπέρβλητα] δεσμά ενωμένο,
χωρίς να έχει αρχή ούτε και τέλος, διότι η γέννηση και η φθορά,
απομακρύνθηκαν [και απωθήθηκαν] από την αληθινή πίστη.
παραμένει δε σε επάρκεια με τον ίδιο του τον εαυτό, ενώ βρίσκεται στο ίδιο τόπο [ακίνητο]», (8.22-29).
Ο Πλάτωνας, τους διαλόγους του Παρμενίδη τους χαρακτήρισε ωραίους, με την έννοια ότι δεν άφηναν αναπάντητα και ατεκμηρίωτα τα οποία ερωτήματα της φιλοσοφίας του, καθότι εξέφραζαν οικουμενικές αλήθειες, οι οποίες δεν μπορούν να αμφισβητηθούν με λογικό τρόπο. (Πλάτων, Σοφιστής, 217c).
Επιπλέον ο Πλάτωνας στους διαλόγους του στο Σοφιστή, με τον Ελεάτη Ξένο -οπαδό της Ελεατικής φιλοσοφικής σχολής- αναφέρει τον Παρμενίδη ως «πατέρα Παρμενίδη». Υποστηρίζει δε ότι, μια επαναξιολόγηση των απόψεων του Παρμενίδη, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα είδος πατροκτονίας, στην οποίαν δεν θα ήθελε να υποπέσει,(241d3).
Ο Παρμενίδης υπήρξε ο φιλόσοφος του Είναι και θεωρείται ο πατέρας της Οντολογίας. Υπήρξε ο άοκνος αναζητητής του βάθους της ουσίας των όντων, στην Πηγή τους: το Είναι τους. Εκεί όπου όλες οι αντιθετικές και οι φυγόκεντρες τάσεις, καθώς και οι διαφορετικές προσεγγίσεις, συναντώνται και ισορροπούν, με τις συμπληρωματικές κεντρομόλες δυναμικές πορείες, των εναγκαλισμών, των φανερώσεων και εν-βιώσεων της Αλήθειας που κομίζει το Είναι. Έτσι διασφαλίζει το Είναι στο κομψό Σύν-Παν[=το παν μαζί με εμάς], το αιώνιο και απέρατο ταξίδι, με εμάς συνεπιβένοντες.
Στο Παρόν, το νωρίς και το αργά καταργούνται, όπως και το παρελθόν αλλά και το μέλλον. Όλα στο αιώνιο Παρόν του Είναι γίνονται επίκαιρα. Κάθε προορισμός, περί του Είναι επιδιώκει πάντα να περιστρέφεται, διότι από εκεί αντλεί την ύπαρξη του. Όπως κάνουν οι πλανήτες γύρω από τον Ήλιο. Και μετά το πέρας της κάθε περιστροφής, από νέες συντεταγμένες αφετηρίες, εκκινούν και πάλι. Αν και με διαφορετική θέαση στις αχανείς περιπλανήσεις τους, η προσήλωση της σχέσης τους με το Είναι, αταλάντευτα ερωτική μένει.
«…πρώτιστον μεταξύ όλων, τον θείο έρωτα [ως σχέση] προέταξε», μας υπενθυμίζει ο Παρμενίδης,(13.1).
Το συμπάν μεσ’ την κομψότητα του, είναι ένας τόπος τόσο θαυμαστά πλούσιος, συνεκτικός και σύνθετος, που πάντοτε θα μας εκπλήσσει με τις αποκαλύψεις του. Και εμείς θα συμπορευόμαστε μαζί του στο ατέρμονο ταξίδι, ως επιβάτες αλλά και συν δημιουργεί της ατελεύτητης διαδρομής του.
Θα ζούμε το θαύμα της αιώνιας ανακάλυψης του σύμπαντος, μέσα από την ατέρμονη ανακάλυψη του εαυτού. Άλλωστε, η όποια ανα-ζήτηση, πάντοτε θα σηματοδοτεί μια νέα αρχή θέασης, και ποτέ ένα τέλος.
Τα απώτερα χωρικά και χρονικά στο σύμπαν πεδία, είναι κατασκευές νοητικά προσβάσιμες. Αυτό θα προκύψει όταν γίνουν αποδέκτες ως παραχωρήσεις του Είναι προς τον άνθρωπο. Έτσι, θα του φανερώνουν ως αποκάλυψη εγγενώς βιωματική, την αντιστοίχιση και ταύτιση, με το αιώνιο Παρόν Του. Εκεί όπου: «Το ένα γεννιέται απ΄ όλα και από το Ένα όλα»,(Ηράκλειτος, απ. 10).
ΥΓ: Ο άνθρωπος ερχόμενος στην ζωή, αναζητά τρόπους να αποκτήσει γνώσεις, ώστε να οδηγηθεί στην ευτυχία του. Μέσα από τις επιστήμες, τις τέχνες και τα πράγματα που του κεντρίζουν το ενδιαφέρον, ευελπιστεί να οδηγηθεί στην ποιότητα της ζωής που προσδοκά. Έτσι αποκτά ικανότητες και ειδικεύεται, σε αυτά που τον ενδιαφέρουν να ασχοληθεί. Με την δύναμη της σκέψης, λησμονεί τα όρια των διαχωρισμών και την ύλης του υπόστασης και επιχειρεί να εξερευνήσει γύρω του, αλλά και σε απόμακρες περιοχές.
Ταξιδεύει ως τα πέρατα του σύμπαντος, αλλά και στο άπειρο των δυνατοτήτων μέσα του, που του παρέχει αφειδώς το Είναι να βιώσει. Παρ’ όλα τα εμπόδια, επιδιώκει να διερεύνα ορίζοντες, σαν να θέλει να γεφυρώσει δυο κόσμους -γνωστούς και γνώριμους, με το άγνωστο στα αισθητά Είναι τους- ώστε να ευτυχήσει. Αν και φαινομενικά χτίζει όμως ισχυρούς αρμούς, εν τούτοις σχεδόν πάντα, οι θεμελιώδεις δεσμοί του με το Είναι, στο υπέδαφος της ύπαρξης είναι αδιόρατοι και ακατάλυτοι.
Αυτοί υπακούν με σεβασμό στους φυσικούς νομούς και πέραν αυτών, ενώ συχνά αδυνατούμε να τους νοήσουμε. Εν τέλει, όλες οι περιπλανήσεις μας στην ζωή, την αυθεντική σχέση μας με το Είναι αναζητούν να επιβεβαιώνουν με βιώματα. Έτσι ορίζεται η ουσία της Ευτυχίας: η προ-οπτική της Σχέσης μας με το Είναι.
- Ότι κάνω στον εαυτό μου, έχει αντίκτυπο στο σύμπαν μέσα και έξω μου. Σ’ αυτό τον ενοποιημένο που ζω διάκοσμο, καλούμαι να τον εξερευνήσω. Όταν κατανοώ τον άλλον, κατανοώ τον εαυτό μου και αντίστροφα. Αν επιθυμώ να ευτυχώ, θα πρέπει να επιδιώκω να απαλύνω τον πόνο του άλλου, κατανοώντας την αλήθεια που αυτός κομίζει: ως μια ομολογία από το Είναι προς εμένα, που ενδεχομένων αγνοώ ή έχω λησμονήσει. Αυτό θα συμβεί αν εν-νοήσω ότι: αυτό που συμβαίνει στο σύμπαν του άλλου, είναι η δική μου εκκρεμότητα που καλούμαι να διαχειριστώ, ενόσω ο άλλος μου παρέχει -με την υπενθύμιση του- την ευκαιρία να το πραγματοποιήσω.
- Ενδεχομένως αυτό που αλλάζει εν τέλει, είναι η δική μας ματιά και όχι τα πράγματα αυτά καθαυτά. Αυτό που με συνδέει με άρρηκτους δεσμούς Αγάπης, εξ αυτού Ζω αυθεντικά: Όταν δηλ. αγαπιέμαι αλλά και αγαπώ, προτάσσοντας πρώτα την Σχέση μου με το Είναι, μέσα και πίσω από το πρόσωπο αλλά και τα πράγματα.
- Η συνδρομή ειδικού συμβούλου μπορεί να φανεί απόλυτα χρήσιμη, ώστε να παρέχει ασφάλεια και να διευκολύνει την όποια μεμονωμένη προσπάθεια αυτοβοήθειας.
-----------------------------------
Σημειώσεις
[1] Σε «..» είναι οι ακριβείς αναφορές του βιβλίου “Το κομψό σύμπαν”, του Δρ. Φυσικής και Μαθηματικών Μπράινα Γκριν, μετάφραση Τάσος Τσιαντούλας, Εκδ. Ωκεανίδα. Αθήνα 2004. Σε άλλη περίπτωση αναφέρεται η διαφορετική πηγή.
[2] «Ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!». «Η ποιητική ματιά κατοχυρώνει την παρουσία ενός κόσμου διαφορετικού. Του γνωστού κόσμου που καταλύει τη μοναξιά των στοιχείων, ειρηνεύει τους εχθρικούς πληθυσμούς, υψώνει τις σημαίες στο ύψος της μίας και μόνης σημαίας όλων των ανθρώπων», γράφει ο ίδιος στα Ανοιχτά Χαρτιά, Εκδ. Ίκαρος. Ο Ελύτης είναι σαν να μας παρακινεί, εμείς οι άνθρωποι κάπως έτσι να είμαστε όλοι με έναν νέο τρόπο: Να γίνουμε πιο συμπαντικοί. Nα ζούμε σε έναν τέτοιο κόσμο, αρκεί να αλλάξουμε απλώς το βλέμμα: σεμνό και ταυτόχρονα περήφανο, μαζί να μένει.
[3] Κωνσταντίνος Βαλιώζης, “Η φύσις του παρμενίδειου Ζειν και οι οντολογικές του προεκτάσεις ”, (Τυπωθήτω).
[4] Προϋπόθεση για να εκδηλωθεί το Είναι, είναι η ύπαρξη του ακέραιου Χώρου και Χρόνου που το ίδιο δημιουργεί, ώστε να φιλοξενήσει τον εαυτό Του. Μέσα από τις άπειρες δυνατότητες που διαθέτει, τα υλικά, νοητικά και ανθρώπινα χαρακτηριστικά Του, τα εμπιστεύεται απόλυτα. Έτσι και αυτά έχουν την δυνατότητα να το εκπροσωπήσουν, καθότι οικεία δημιουργήματα και δικά του ισότιμα μέρη είναι. Ο άνθρωπος γενικώς, αδυνατεί να βιώσει τα ίδια χαρακτηριστικά που το Είναι του παρέχει. Αυτό συμβαίνει διότι τεμαχίζει τον Χρόνο (με γεννήσεις και θανάτους, παρελθόν και μέλλον) και διαιρεί τον Χώρο(με εδώ- εκεί, μέσα-έξω, μακριά-κοντά).
[5] Δεν μπορεί να προκύψει οτιδήποτε, αν πρώτα ένας συμπαντικός «Νους» -όμως τον ορίζει οντολογικά ο Αναξαγόρας- να μην το έχει σχεδιάσει. Ακόμα και αυτό το απλό, να πάω από εδώ… εκεί, κάτι μέσα μου το έχει σχεδιάσει πρώτα, έστω και αν ενδεχομένως να μην γνωρίζω τον βαθύτερο λόγο ακόμα. Ίσως να είναι ο υπερβατικός Αυθεντικός και νοήμων εαυτός -του Είναι μου- που υπερβαίνει τα όρια της κατανόησης μου. Ο Αυθεντικός εαυτός, είναι σαν να με καλεί να ακολουθήσω τα βήματα Του, ώστε μέσα από την συνάντηση με το…εκεί να βρίσκεται ο κοινός [τόπος του Είναι], που θα μου γνωστοποιήσει, ότι με αφορά επίσης.
Η πρόθεση της Αυθεντικής[άρα Αληθινής] σκέψης είναι, αφού πρώτα άκουσε και γνωρίσει, να επιδιώξει να ενώσει νοητικά τα [τοπία]. Από την άλλη, η πρόθεση της μη Αυθεντικής[δηλ. Ψευδούς σκέψης η οποία παραπλανά και διαστρεβλώνει τα αληθή], επιδιώκει να διαχωρίσει, χωρίς πρώτα να ακούσει το βάθος των σκέψεων. Γι΄ αυτό, αδυνατεί να γνωρίσει και έτσι καταφεύγει να διαιρεί και να διαχωρίζει εαυτόν, από τα …εκεί παρακείμενα, τα οποία θεωρεί ξένα. Μέσω της Διάνοια [=Δια του Νοός] δια-χωρίζονται τα πράγματα και διά αυτού επίσης, δύνανται να συν-ενωθούν και πάλι.
[6] Ζώντας σε περιβάλλον όπου το ψεύδος κυριαρχεί, συσκοτίζεται ο ανθρώπινος νους και έτσι απομακρύνεται από την αυθεντικότητα της ύπαρξης του. Εκεί στα σκοτεινά σημεία, ως αντίδραση γεννώνται τα νοητικά αδιέξοδα, όπου κατόπιν εδραιώνονται και ως κοινωνικά και ψυχολογικά κατάλοιπα. Επιδίωξη τους είναι, η εναγώνια υπενθύμιση μιας αληθούς αναζήτησης για βοήθεια. Έτσι κάνουν την εμφάνιση τους, συμπεριφορές ετερόκλητες από τις κοινωνικές προδιαγραφές και νόρμες. Είναι η ύστατη προσπάθεια της πληγωμένης ύπαρξης, η οποία επιζητεί να επουλώσει τις πληγές της και να επιστρέψει χωρίς όρους και αποκλεισμούς στο αληθώς Ζειν. Με τον δικό της μοναδικό τρόπο, η κάθε ύπαρξη, επιζητεί να αποτινάξει τα σκιώδη και να τα προβάλλει ως εκθέματα -ώστε να γίνουν εμφανή- στο Φως της Αλήθειας. Είναι σαν να θέλουν τα ίδια να φανερωθούν εμφανώς, ως μια κραυγή αγωνίας, κάτι σαν κάλεσμα για βοήθεια, προς την Αλήθεια όπου το Φως ανατέλλει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου