ΠΛ Απολ 40c–42a
Ο Σωκράτης μετά την καταδίκη του σε θάνατο
Στην ψηφοφορία που ακολούθησε την απολογία του, ο Σωκράτης κρίθηκε ένοχος. Οι κατήγοροί του είχαν προτείνει να του επιβληθεί η ποινή του θανάτου. Έπρεπε, λοιπόν, σύμφωνα με το νόμο να αντιπροτείνει ο ίδιος μια ποινή για τον εαυτό του (ἀντιτίμησις). Πρότεινε, λοιπόν, αντί ποινής, να σιτίζεται δωρεάν στο πρυτανείο ως αναγνώριση της προσφοράς του προς την πόλη. Έτσι, καταδικάστηκε σε θάνατο. Αφού απευθύνθηκε ξεχωριστά στους δικαστές που έδωσαν καταδικαστική ψήφο και σε εκείνους που ψήφισαν για την αθώωσή του, συμπληρώνει:
Ἐννοήσωμεν δὲ καὶ τῇδε ὡς πολλὴ ἐλπίς ἐστιν ἀγαθὸν
αὐτὸ εἶναι. δυοῖν γὰρ θἄτερόν ἐστιν τὸ τεθνάναι· ἢ γὰρ
οἷον μηδὲν εἶναι μηδὲ αἴσθησιν μηδεμίαν μηδενὸς ἔχειν τὸν
τεθνεῶτα, ἢ κατὰ τὰ λεγόμενα μεταβολή τις τυγχάνει
οὖσα καὶ μετοίκησις τῇ ψυχῇ τοῦ τόπου τοῦ ἐνθένδε εἰς
ἄλλον τόπον. καὶ εἴτε δὴ μηδεμία αἴσθησίς ἐστιν ἀλλ’
[40d] οἷον ὕπνος ἐπειδάν τις καθεύδων μηδ’ ὄναρ μηδὲν ὁρᾷ, θαυ-
μάσιον κέρδος ἂν εἴη ὁ θάνατος ―ἐγὼ γὰρ ἂν οἶμαι, εἴ τινα
ἐκλεξάμενον δέοι ταύτην τὴν νύκτα ἐν ᾗ οὕτω κατέδαρθεν
ὥστε μηδὲ ὄναρ ἰδεῖν, καὶ τὰς ἄλλας νύκτας τε καὶ ἡμέρας
τὰς τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ ἀντιπαραθέντα ταύτῃ τῇ νυκτὶ δέοι
σκεψάμενον εἰπεῖν πόσας ἄμεινον καὶ ἥδιον ἡμέρας καὶ
νύκτας ταύτης τῆς νυκτὸς βεβίωκεν ἐν τῷ ἑαυτοῦ βίῳ, οἶμαι
ἂν μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα εὐαριθμή-
[40e] τους ἂν εὑρεῖν αὐτὸν ταύτας πρὸς τὰς ἄλλας ἡμέρας καὶ
νύκτας― εἰ οὖν τοιοῦτον ὁ θάνατός ἐστιν, κέρδος ἔγωγε
λέγω· καὶ γὰρ οὐδὲν πλείων ὁ πᾶς χρόνος φαίνεται οὕτω
δὴ εἶναι ἢ μία νύξ. εἰ δ’ αὖ οἷον ἀποδημῆσαί ἐστιν ὁ
θάνατος ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον, καὶ ἀληθῆ ἐστιν τὰ
λεγόμενα, ὡς ἄρα ἐκεῖ εἰσι πάντες οἱ τεθνεῶτες, τί μεῖζον
ἀγαθὸν τούτου εἴη ἄν, ὦ ἄνδρες δικασταί; εἰ γάρ τις
[41a] ἀφικόμενος εἰς Ἅιδου, ἀπαλλαγεὶς τουτωνὶ τῶν φασκόντων
δικαστῶν εἶναι, εὑρήσει τοὺς ὡς ἀληθῶς δικαστάς, οἵπερ
καὶ λέγονται ἐκεῖ δικάζειν, Μίνως τε καὶ Ῥαδάμανθυς καὶ
Αἰακὸς καὶ Τριπτόλεμος καὶ ἄλλοι ὅσοι τῶν ἡμιθέων δίκαιοι
ἐγένοντο ἐν τῷ ἑαυτῶν βίῳ, ἆρα φαύλη ἂν εἴη ἡ ἀποδημία;
ἢ αὖ Ὀρφεῖ συγγενέσθαι καὶ Μουσαίῳ καὶ Ἡσιόδῳ καὶ
Ὁμήρῳ ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ’ ἂν ὑμῶν; ἐγὼ μὲν γὰρ
πολλάκις ἐθέλω τεθνάναι εἰ ταῦτ’ ἔστιν ἀληθῆ. ἐπεὶ
[41b] ἔμοιγε καὶ αὐτῷ θαυμαστὴ ἂν εἴη ἡ διατριβὴ αὐτόθι, ὁπότε
ἐντύχοιμι Παλαμήδει καὶ Αἴαντι τῷ Τελαμῶνος καὶ εἴ τις
ἄλλος τῶν παλαιῶν διὰ κρίσιν ἄδικον τέθνηκεν, ἀντιπαρα-
βάλλοντι τὰ ἐμαυτοῦ πάθη πρὸς τὰ ἐκείνων ―ὡς ἐγὼ οἶμαι,
οὐκ ἂν ἀηδὲς εἴη― καὶ δὴ τὸ μέγιστον, τοὺς ἐκεῖ ἐξετάζοντα
καὶ ἐρευνῶντα ὥσπερ τοὺς ἐνταῦθα διάγειν, τίς αὐτῶν σοφός
ἐστιν καὶ τίς οἴεται μέν, ἔστιν δ’ οὔ. ἐπὶ πόσῳ δ’ ἄν τις,
ὦ ἄνδρες δικασταί, δέξαιτο ἐξετάσαι τὸν ἐπὶ Τροίαν ἀγαγόντα
[41c] τὴν πολλὴν στρατιὰν ἢ Ὀδυσσέα ἢ Σίσυφον ἢ ἄλλους
μυρίους ἄν τις εἴποι καὶ ἄνδρας καὶ γυναῖκας, οἷς ἐκεῖ
διαλέγεσθαι καὶ συνεῖναι καὶ ἐξετάζειν ἀμήχανον ἂν εἴη
εὐδαιμονίας; πάντως οὐ δήπου τούτου γε ἕνεκα οἱ ἐκεῖ
ἀποκτείνουσι· τά τε γὰρ ἄλλα εὐδαιμονέστεροί εἰσιν οἱ ἐκεῖ
τῶν ἐνθάδε, καὶ ἤδη τὸν λοιπὸν χρόνον ἀθάνατοί εἰσιν, εἴπερ
γε τὰ λεγόμενα ἀληθῆ.
Ἀλλὰ καὶ ὑμᾶς χρή, ὦ ἄνδρες δικασταί, εὐέλπιδας εἶναι
πρὸς τὸν θάνατον, καὶ ἕν τι τοῦτο διανοεῖσθαι ἀληθές, ὅτι
[41d] οὐκ ἔστιν ἀνδρὶ ἀγαθῷ κακὸν οὐδὲν οὔτε ζῶντι οὔτε τελευ-
τήσαντι, οὐδὲ ἀμελεῖται ὑπὸ θεῶν τὰ τούτου πράγματα·
οὐδὲ τὰ ἐμὰ νῦν ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου γέγονεν, ἀλλά μοι
δῆλόν ἐστι τοῦτο, ὅτι ἤδη τεθνάναι καὶ ἀπηλλάχθαι πρα-
γμάτων βέλτιον ἦν μοι. διὰ τοῦτο καὶ ἐμὲ οὐδαμοῦ ἀπέτρεψεν
τὸ σημεῖον, καὶ ἔγωγε τοῖς καταψηφισαμένοις μου καὶ τοῖς
κατηγόροις οὐ πάνυ χαλεπαίνω. καίτοι οὐ ταύτῃ τῇ διανοίᾳ
κατεψηφίζοντό μου καὶ κατηγόρουν, ἀλλ’ οἰόμενοι βλάπτειν·
[41e] τοῦτο αὐτοῖς ἄξιον μέμφεσθαι. τοσόνδε μέντοι αὐτῶν
δέομαι· τοὺς ὑεῖς μου, ἐπειδὰν ἡβήσωσι, τιμωρήσασθε, ὦ
ἄνδρες, ταὐτὰ ταῦτα λυποῦντες ἅπερ ἐγὼ ὑμᾶς ἐλύπουν, ἐὰν
ὑμῖν δοκῶσιν ἢ χρημάτων ἢ ἄλλου του πρότερον ἐπι-
μελεῖσθαι ἢ ἀρετῆς, καὶ ἐὰν δοκῶσί τι εἶναι μηδὲν ὄντες,
ὀνειδίζετε αὐτοῖς ὥσπερ ἐγὼ ὑμῖν, ὅτι οὐκ ἐπιμελοῦνται ὧν
δεῖ, καὶ οἴονταί τι εἶναι ὄντες οὐδενὸς ἄξιοι. καὶ ἐὰν
[42a] ταῦτα ποιῆτε, δίκαια πεπονθὼς ἐγὼ ἔσομαι ὑφ’ ὑμῶν αὐτός
τε καὶ οἱ ὑεῖς. ἀλλὰ γὰρ ἤδη ὥρα ἀπιέναι, ἐμοὶ μὲν
ἀποθανουμένῳ, ὑμῖν δὲ βιωσομένοις· ὁπότεροι δὲ ἡμῶν
ἔρχονται ἐπὶ ἄμεινον πρᾶγμα, ἄδηλον παντὶ πλὴν ἢ
τῷ θεῷ.
***
Ας σκεφτούμε λοιπόν με τον ακόλουθο τρόπο, ότι υπάρχει μεγάλη ελπίδα να είναι ο θάνατος καλό. Γιατί ο θάνατος είναι ένα από τα δύο· ή ο νεκρός δεν υπάρχει καθόλου και δεν αισθάνεται τίποτε ή, όπως λένε, τυχαίνει να είναι κάποια μεταβολή και μετοίκηση της ψυχής από τον εδώ τόπο σε άλλον. Αν λοιπόν δεν λειτουργεί καμιά αίσθηση, αλλά είναι σαν ύπνος, όταν κανένας κοιμάται και μήτε βλέπει κανένα όνειρο, θαυμάσιο κέρδος θα μπορούσε να είναι ο θάνατος. Εγώ δηλαδή νομίζω ότι αν κάποιος έπρεπε, αφού διαλέξει αυτή τη νύχτα που κοιμήθηκε έτσι ώστε να μη δει ούτε όνειρο, καιαν έπρεπε, αφού συγκρίνει τις άλλες νύχτες και μέρες της ζωής του με τη νύχτα εκείνη και αφού σκεφτεί, να πει πόσες μέρες και νύχτες έζησε στη ζωή του καλύτερα και πιο ευχάριστα από τη νύχτα αυτή, [νομίζω] όχι μόνο κάποιος ιδιώτης αλλά και ο ίδιος ο μεγάλος βασιλιάς θα τις έβρισκε λιγοστές συγκρίνοντάς τες με τις άλλες μέρες και νύχτες. Αν λοιπόν μια τέτοια κατάσταση είναι ο θάνατος, εγώ βεβαίως τον θεωρώ κέρδος· γιατί στην περίπτωση αυτή η αιωνιότητα δεν φαίνεται να είναι μακρότερη από μια νύχτα.
Αν πάλι ο θάνατος είναι σαν μια αποδημία από εδώ σε άλλον τόπο, ώστε όσα λέγονται είναι αληθινά, ότι δηλαδή εκεί βρίσκονται όλοι οι πεθαμένοι, ποιο αγαθό θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερο από αυτό, άνδρες δικαστές; Γιατί, αν κάποιος φτάνοντας στον Άδη, αφού έχει απαλλαγεί από αυτούς εδώ που ισχυρίζονται ότι είναι δικαστές, θα βρει τους αληθινούς δικαστές που λέγεται ότι δικάζουν εκεί, τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Αιακό και τον Τριπτόλεμο και όσους άλλους ημιθέους στάθηκαν δίκαιοι στη ζωή τους, θα είναι τάχα άσχημη αυτή η αποδημία; Ή πάλι τη συνάντηση με τον Ορφέα, τον Μουσαίο, τον Ησίοδο και τον Όμηρο αντί ποίου ποσού θα την πραγματοποιούσε κάποιος από σας; Εγώ, βεβαίως, επιθυμώ να πεθάνω πολλές φορές αν αυτά είναι αληθινά. Κατεξοχήν, βεβαίως, για μένα τον ίδιο, θα ήταν αξιοθαύμαστη η παραμονή εκεί, επειδή θα συναντούσα τον Παλαμήδη, τον Αίαντα, τον Τελαμώνα και όποιον άλλο από τους παλιούς που πέθανε από άδικη κρίση, αντιπαραβάλλοντας τα παθήματά μου με τα δικά τους, νομίζω δεν θα ήταν καθόλου δυσάρεστο. Δεν σας είπα το πιο σπουδαίο· να περνώ τον καιρό μου εξετάζοντας και ερευνώντας τους εκεί όπως τους εδώ· ποιος από αυτούς είναι σοφός και ποιος θεωρεί ότι είναι και δεν είναι. Τι ποσό, άνδρες δικαστές, θα δεχόταν να πληρώσει κανένας για να εξετάσει εκείνον που οδήγησε την πολυάριθμη στρατιά στην Τροία ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσυφο ή και αμέτρητους άλλους που θα μπορούσε να αναφέρει κανείς, άνδρες και γυναίκες, με τους οποίους συνομιλώντας εκεί, κάνοντας παρέα μαζί τους και εξετάζοντάς τους θα ήταν οπωσδήποτε ανείπωτη ευτυχία; Πάντως σε καμιά περίπτωση για κάτι τέτοιο, όσοι είναι εκεί ασφαλώς δεν σκοτώνουν. Και για τα άλλα οι εκεί είναι πιο ευτυχισμένοι από τους εδώ και επιπλέον στον υπόλοιπο χρόνο είναι αθάνατοι, αν βεβαίως όσα λέγονται είναι αληθινά.
Αλλά κι εσείς, άνδρες δικαστές, πρέπει να είστε αισιόδοξοι απέναντι στον θάνατο και να νομίζετε ένα, δηλαδή τούτο, ότι είναι αληθινό: Δεν υπάρχει για τον ενάρετο άνδρα κακό ούτε όταν ζει ούτε όταν πεθάνει· ούτε οι θεοί αμελούν τις υποθέσεις του. Ούτε και τα δικά μου τώρα έγιναν από μόνα τους, άλλα ήταν φανερό σ' έμενα τούτο, ότι μου ήταν καλύτερο να πεθάνω πλέον και να απαλλαγώ από τα ανθρώπινα πράγματα. Γι' αυτό και εμένα πουθενά δεν με απέτρεψε το σημείο και εγώ, βεβαίως, δεν κρατώ καμιά κακία σ' αυτούς που με καταδίκασαν με την ψήφο τους και στους κατηγόρους μου. Παρ' όλο που δεν επιδίωκαν να με καταδικάσουν και δεν με κατηγόρησαν με τέτοια σκέψη, αλλά πιστεύοντας ότι μου έκαναν κακό. Αξίζει γι' αυτό να τους κατηγορήσει κανένας.
Ωστόσο τόσο λίγο τους παρακαλώ' τους γιους μου, όταν γίνουν έφηβοι, να τους τιμωρήσετε, άνδρες, στενοχωρώντας τους με αυτά τα ίδια που στενοχωρούσα κι εγώ εσάς, αν νομίζετε ότι νοιάζονται για χρήματα ή για κάτι άλλο περισσότερο παρά για την αρετή. Και αν νομίζουν πως είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτε, να τους επικρίνετε όπως σας επέκρινα εγώ, γιατί δεν νοιάζονται για κείνα που πρέπει και νομίζουν ότι είναι κάτι, ενώ δεν αξίζουν τίποτε. Και αν κάνετε αυτά, τότε και εγώ θα έχω βρει το δίκιο μου από σας και οι γιοι μου.
Άλλα τώρα πια [αυτό μπορώ να σας πω ακόμα] είναι καιρός να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω κι εσείς για να συνεχίσετε τη ζωή σας. Ποιος από μας κατευθύνεται προς το καλύτερο είναι άγνωστο σε όλους εκτός από τον θεό!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου