1.5. Η Πυθία έδωσε χρησμό να κτιστεί μια αποικία
Μερικές δεκαετίες μετά τον Ησίοδο, γύρω στο 630, μια αντιπροσωπεία κατέφθασε στους Δελφούς. Υπήρχε εκεί από παλιά ένα ιερό μαντείο που έδινε απαντήσεις (χρησμούς) στις ερωτήσεις των επισκεπτών του. Ο άρχοντας της Θήρας (που διατηρούσε τον τίτλο του βασιλιά), προσφέροντας πλούσια θυσία εκατό βοδιών (ἑκατόμβην), ζητούσε να λάβει διάφορες συμβουλές, προφανώς για το καλό του τόπου του. Τον συνόδευαν πολλοί συμπολίτες του και ανάμεσά τους ένας ευγενής που λεγόταν Βάττος. Αντί να απαντήσει στις ερωτήσεις που της έγιναν, η ιέρεια του μαντείου που ονομαζόταν Πυθία, από το στόμα της οποίας ακουγόταν η βούληση και η κρίση του Απόλλωνα, έδωσε χρησμό ότι έπρεπε να κτιστεί μια ἀποικία, δηλαδή μια νέα πόλη, στη Λιβύη. Γέρος και δυσκίνητος καθώς ήταν ο βασιλιάς, παρέπεμψε την υπόθεση στον Βάττο. Ωστόσο, εκείνη την εποχή οι κάτοικοι της Θήρας δεν ήξεραν ούτε καν πού βρίσκεται η Λιβύη· προτίμησαν λοιπόν να αγνοήσουν τη θεϊκή εντολή. Ο ιστορικός Ηρόδοτος σημειώνει και μια δεύτερη εκδοχή. Σύμφωνα με αυτή, ο Βάττος είχε πάει από μόνος του στους Δελφούς να ζητήσει χρησμό για τη φωνή του, επειδή ήταν τραυλός. Πήρε πάντως τον ίδιο χρησμό. Μια άλλη, μεταγενέστερη πηγή ισχυρίζεται ότι ο Βάττος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θήρα μετά την ήττα του σε πολιτικές διαμάχες.
Λίγο αργότερα οι κάτοικοι της Θήρας υποχρεώθηκαν από μια παρατεταμένη ανομβρία να υπακούσουν στον χρησμό. Ζήτησαν τη συνδρομή ενός ψαρά από την Κρήτη και, νησιώτες καθώς ήταν, έκαναν μια απόπειρα να εγκατασταθούν σε ένα νησί της Λιβύης. Ο ψαράς, που παρέμεινε για μεγάλο διάστημα μόνος στο νησί να το φυλάει, δέχτηκε τη βοήθεια ενός εμπορευόμενου καραβοκύρη από τη Σάμο. Στη συνέχεια έφτασαν και οι πρώτοι άποικοι, που δεν ήταν πολλοί. Χωρούσαν όλοι σε δύο πενηντάκωπα καράβια. Είχαν επιλεγεί με κλήρο, ένας γιος από κάθε οικογένεια, αντιπροσωπεύοντας όλα τα τμήματα του νησιού. Για γυναίκες δεν γίνεται λόγος. Η ελπίδα ήταν, προφανώς, ότι θα υπήρχαν διαθέσιμες στον τόπο εγκατάστασης. Μη βλέποντας προκοπή, οι άποικοι προσπάθησαν να επιστρέψουν στη Θήρα, αλλά δεν έγιναν δεκτοί και αναγκάστηκαν με τη βία να πάρουν και πάλι τον δρόμο του ξενιτεμού. Στο τέλος, ακολουθώντας πάντα τις οδηγίες του μαντείου, εγκαταστάθηκαν στην ακτή της κτηνοτρόφου Λιβύης, όπως τη χαρακτήριζε ο χρησμός, σε μια τοποθεσία με δύο όμορφα λιβάδια που τα διέσχιζε ένας ποταμός.
Λίγα χρόνια αργότερα, οι Λίβυοι ενοχλήθηκαν από την παρουσία Ελλήνων στην περιοχή τους. (Στην αρχή δεν φαίνεται να είχαν δώσει σημασία.) Τους υπέδειξαν λοιπόν να μετακινηθούν δυτικότερα, σε καλύτερη περιοχή. Προσπερνώντας τις ωραιότερες εκτάσεις μέσα στη νύχτα, έφτασαν σε μια κρήνη αφιερωμένη στον Απόλλωνα. «Εδώ είναι καλά για να κατοικήσετε, Έλληνες», τους είπαν, «διότι στον τόπο αυτό ο ουρανός είναι τρύπιος», δηλαδή βρέχει πολύ. Καθώς οι άποικοι ήταν αγρότες, κατάλαβαν ότι μπορούσαν να αρχίσουν εκεί μια νέα ζωή και δέχτηκαν. (Δεν είχαν άλλωστε ούτε διάθεση ούτε δυνάμεις για να φέρουν αντίρρηση.) Η πόλη που έκτισαν ονομάστηκε Κυρήνη.
Το μαντείο δεν τους λησμόνησε. Δυο γενιές αργότερα ενθάρρυνε πολύ κόσμο από διάφορα μέρη της Ελλάδας να αναζητήσει εκεί μια καλύτερη ζωή. Στους νέους κατοίκους μοιράστηκαν κλῆροι, δηλαδή ίσα μερίδια καλλιεργήσιμης γης. Οι Λίβυοι αισθάνθηκαν πια πραγματική απειλή και ζήτησαν τη συνδρομή του φαραώ, του βασιλιά της Αιγύπτου. Αλλά η Κυρήνη είχε προκόψει τόσο πολύ στο μεταξύ, ώστε κατάφερε να νικήσει τον αιγυπτιακό στρατό.
Ο ποιητής Πίνδαρος, ήδη πριν από τον Ηρόδοτο, ύμνησε την ομορφοκτισμένη Κυρήνη για τα φημισμένα της άλογα και για τα άρματά της. Παίνεψε τον Βάττο, που έφτασε εκεί ανοίγοντας δρόμο μέσα από τη θάλασσα, που φρόντισε να κτίσει ιερά άλση για τους θεούς και χάραξε μια ολόισια, σκυρόστρωτη οδό στον κάμπο, για να γίνονται οι απολλώνιες πομπές. Μνημονεύει επίσης τα παλάτια του Βάττου καθώς και τον τάφο του. Ενώ οι πάντες ενταφιάζονταν έξω από τα τείχη, σε αυτόν παραχωρήθηκε μια θέση μέσα στην αγορά. Έτσι τιμούσαν οι αποικίες τον οἰκιστήν, δηλαδή τον πρώτο τους αρχηγό: σαν ήρωα.
Οι κάτοικοι της Κυρήνης διατήρησαν, καθώς φαίνεται, καλές σχέσεις με τον αρχικό τους τόπο, τη Θήρα. Είχαν περάσει περίπου τρεις αιώνες από την ίδρυση της αποικίας, όταν αντιπρόσωποι από τη μητρόπολη τούς επισκέφθηκαν για να συσφίξουν τους δεσμούς. Όσα συμφωνήθηκαν χαράχτηκαν σε πέτρα, που τοποθετήθηκε στον ναό του Απόλλωνα. Στην επιγραφή αυτή, που η αρχαιολογική σκαπάνη ανέσυρε από τη λήθη, οι Θηραίοι υπενθύμιζαν, ανάμεσα σε άλλα, ότι η αρχική επιλογή των αποίκων ήταν υποχρεωτική και ότι όποιος επιχειρούσε να διαφύγει καταδικαζόταν σε θάνατο. Εάν μέσα σε πέντε χρόνια δεν έβλεπαν προκοπή, τότε μόνο μπορούσαν να επιστρέψουν. Επίσης, ότι οι συγγενείς των πρώτων αποίκων που ζούσαν στη Θήρα είχαν δικαίωμα, εφόσον το επιθυμούσαν, να αποκτήσουν και αυτοί αδιάθετη γη στην Κυρήνη. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει επίσης στο φως υπολείμματα του ωραίου πλακοστρωμένου δρόμου, από όπου διέρχονταν οι θρησκευτικές πομπές.
Οι αρχαίοι Έλληνες δίνουν συχνά την εντύπωση ότι βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση. Άλλοτε μεμονωμένα άτομα, άλλοτε οικογένειες και άλλοτε μεγάλες ομάδες ή ολόκληρες πόλεις εγκατέλειπαν με σχετική ευκολία τον τόπο τους για να εγκατασταθούν μόνιμα κάπου αλλού. Σε πολλές περιπτώσεις επέλεγαν ακατοίκητες ή αραιοκατοικημένες περιοχές, οι οποίες μπορούσαν να βρίσκονται πολύ μακριά από την κοιτίδα τους. Εκεί έκτιζαν μια αποικία, δηλαδή μια νέα πόλη που διατηρούσε, όσο ήταν εφικτό, καλές σχέσεις με τη μητρόπολη. Τις δύο πόλεις ένωναν δεσμοί αίματος, κοινές παραδόσεις και θρησκευτικές συνήθειες. Όμως, η αποικία ήταν από την πρώτη στιγμή μια ανεξάρτητη κοινότητα. Εάν το έφερνε η ανάγκη, δεν δίσταζε να αναμετρηθεί πολεμικά με τη μητρόπολη, όπως αναμετρήθηκε κάποια στιγμή η Κέρκυρα με την Κόρινθο. Συνέβαινε συχνά μια αποικία να ιδρύσει αργότερα νέες, δικές της αποικίες. Οι κάτοικοι της Θήρας, που ίδρυσαν την Κυρήνη, προέρχονταν από τη Σπάρτη, ενώ κάτοικοι της Κυρήνης ίδρυσαν με τη σειρά τους άλλες αποικίες στις ακτές της Βόρειας Αφρικής.
Οι αιτίες για τις συχνές μετακινήσεις θα πρέπει να ήταν πολλές. Ορισμένοι Έλληνες, όπως ο πατέρας του Ησιόδου, προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την ανέχεια. Άλλοι, όπως οι μυθικοί Φαίακες ή οι πραγματικοί Φωκαείς στην Ιωνία, ήθελαν να γλιτώσουν από επικίνδυνους γείτονες. Οι κάτοικοι της Θήρας πιέστηκαν, καθώς φαίνεται, από δυσμενείς καιρικές συνθήκες και αποφάσισαν να απαλλαγούν από το πλεόνασμα του πληθυσμού, αυτό που δεν μπορούσαν να θρέψουν. Η συρρικνωμένη παραγωγή ενδέχεται μάλιστα να οδήγησε σε πολιτικές συγκρούσεις, που επιβάρυναν το κλίμα περισσότερο. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετακινήσεις έγιναν και για εμπορικούς λόγους. Αναζητώντας αγορές για τα προϊόντα τους και, κυρίως, πρώτες ύλες για την αναγκαία μεταλλοτεχνία τους, Έλληνες ναυτικοί έκτιζαν κάποτε σταθμούς σε κεντρικά περάσματα. Ορισμένοι από αυτούς εξελίχθηκαν σε ολοκληρωμένες πόλεις.
Από το μέσον του 8ου έως το μέσον του 6ου αιώνα, το φαινόμενο των μόνιμων και μαζικών μετεγκαταστάσεων πήρε μαζικές διαστάσεις. Τόσο πολλές ήταν οι αποικίες που ιδρύθηκαν από τον Εύξεινο Πόντο έως τις Ηράκλειες Στήλες, δηλαδή τα στενά του Γιβραλτάρ, που άλλαξε η όψη της Μεσογείου. Όλες σχεδόν οι ακτές γέμισαν με ελληνικές πόλεις. Οι περισσότερες είχαν κοινά χαρακτηριστικά. Πρώτα απ᾽ όλα ιδρύονταν όχι με ατομικές πρωτοβουλίες αλλά με απόφαση των μητροπόλεων, που κάποτε συνεργάζονταν μεταξύ τους για τον σκοπό αυτό. Δεύτερον, είχαν ως κύριο στόχο την εξεύρεση και εκμετάλλευση καλλιεργήσιμης γης, όχι τη διεξαγωγή εμπορίου. Τρίτον, έλυναν τα προβλήματα των μητροπόλεων απαλλάσσοντάς τες από πληθυσμιακό πλεόνασμα και όχι παρέχοντάς τους εμπορική, στρατιωτική ή πολιτική στήριξη. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως ελληνικός αποικισμός.
Τα αίτια του φαινομένου αυτού πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια την κοινωνική σύνθεση των παλαιών πόλεων. Όλες είχαν πρωτίστως αγροτικό προσανατολισμό και, στις περισσότερες από αυτές, τις καλύτερες και ευφορότερες εκτάσεις γης τις κατείχαν λίγοι άνθρωποι, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής. Το κοινά αποδεκτό έθιμο διαμοιρασμού της κτηματικής περιουσίας σε όλους τους γιους οδηγούσε στον γρήγορο κατακερματισμό των αγροτικών ιδιοκτησιών. Τις κοινωνικές εντάσεις και αναταραχές που προκλήθηκαν επιδείνωνε ασφαλώς η αύξηση του πληθυσμού. Η απλούστερη λύση ήταν να απαλλαγούν οι πόλεις από τους κατοίκους που δεν μπορούσαν να συντηρήσουν με την επάρκεια την οποία απαιτούσαν οι συνθήκες της εποχής.
Η ίδρυση νέων πόλεων δεν είναι σε όλες τις εποχές εφικτή λύση. Για την ακρίβεια, σπάνια είναι εφικτή σε τόσο μεγάλο βαθμό όπως αυτός που διαπιστώθηκε τη συγκεκριμένη εποχή. Με εξαίρεση την Αίγυπτο, που ήδη βρισκόταν σε παρακμή, δεν υπήρχε καμιά άλλη ισχυρή εξουσία στη Μεσόγειο ικανή να ανακόψει την εξάπλωση των Ελλήνων. Οι κάτοικοι της Καρχηδόνας είχαν κυρίως εμπορικά συμφέροντα, ενώ οι Ετρούσκοι δεν είχαν ξεκινήσει την επέκτασή τους. Στην Ασία, οι Φρύγες, οι Λυδοί, οι (νεο-)Βαβυλώνιοι και οι Μήδοι πολεμούσαν μεταξύ τους, χωρίς να δείχνουν ενδιαφέρον για τη θάλασσα. Οι ακτές ήταν ελεύθερες για δράση στους Έλληνες, αρκεί να υπήρχε αποφασιστικότητα και μικρή στρατιωτική ισχύς. Όπου έβρισκαν έστω και στοιχειώδη αντίσταση, οι Έλληνες άποικοι συμβιβάζονταν, όπως στην περίπτωση της Κυρήνης, έως ότου γίνονταν επαρκώς δυνατοί. Όταν είχαν τη δυνατότητα, απωθούσαν με τη βία τους παλαιούς κατοίκους, όπως έγινε στην περίπτωση των Συρακουσών, τις οποίες έκτισαν οι Κορίνθιοι. Η καλύτερη λύση ήταν πάντως να γίνεται η εγκατάσταση σε μέρος που δεν το διεκδικούσε κανείς.
Οι αποικίες με καθαρά εμπορικό χαρακτήρα ήταν ελάχιστες και μπορούν να θεωρηθούν εξαιρέσεις. Πιο φημισμένη ήταν η Ναύκρατις, που ιδρύθηκε ως κοινοπραξία διαφόρων Ελλήνων, με συγκατάθεση και εποπτεία από τις αιγυπτιακές αρχές. Επίσης η Κύμη, η παλαιότερη αποικία στην Ιταλία, από την οποία γινόταν, καθώς φαίνεται, εμπόριο μετάλλων. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει ανακαλύψει μια ακόμη εγκατάσταση στη Συρία, στις εκβολές του ποταμού Ορόντη, γνωστή μόνο με τη σημερινή της ονομασία Αλ Μίνα, που αποτελούσε σταθμό για εμπορικές συναλλαγές με τους πληθυσμούς της Μεσοποταμίας.
Πόσο πεινασμένοι ήταν κάποτε οι υποψήφιοι άποικοι το δείχνει ωραία μια αφήγηση. Ένας από αυτούς που ταξίδευαν για να εγκατασταθούν στη Σικελία πούλησε στη διάρκεια του ταξιδιού το κομμάτι γης (κλῆρον) που έμελλε να αποκτήσει με λαχνό (κλῆρον) για μια πίτα από μέλι.
Ο Ηρόδοτος αφηγείται και άλλη μια ωραία ιστορία, που την τοποθετεί γύρω στο μέσον του 6ου αιώνα. Οι Φωκαείς ήταν οι πρώτοι που έκαναν μακρινές εξορμήσεις και ανακάλυψαν την Αδριατική, την Τυρρηνία, την Ιβηρία και την Ταρτησσό. Μια από τις πλέον φημισμένες αποικίες τους ήταν η Μασσαλία. Στην Ταρτησσό (έξω από τις στήλες του Ηρακλή) κέρδισαν τη φιλία του τοπικού βασιλιά σε τέτοιο βαθμό, ώστε τους προσφέρθηκε νέος τόπος μόνιμης εγκατάστασης. Οι Φωκαείς προτίμησαν να παραμείνουν στην πόλη τους, μολονότι αντιμετώπιζαν ήδη την πίεση των Περσών. Δέχτηκαν πάντως άφθονα χρήματα από τον ξένο βασιλιά, για να οικοδομήσουν ισχυρό προστατευτικό τείχος.
Έφτασε ωστόσο η μέρα (γύρω στο 540) που δεν μπορούσαν πλέον να αντισταθούν στην περσική πολιορκία. Αποφάσισαν λοιπόν με όρκους που έδιναν μεταξύ τους να ξενιτευτούν σε μια παλαιά τους αποικία στην Κύρνο, δηλαδή την Κορσική. Έβαλαν τα παιδιά, τις γυναίκες τους καθώς και όλη την κινητή τους περιουσία στα καράβια, μαζί με τα αγάλματα από τους ναούς και τα αναθήματα, και εγκατέλειψαν την πόλη τους στο έλεος των κατακτητών. (Τελικά το ταξίδι της μετεγκατάστασης το πραγματοποίησαν περίπου οι μισοί, αφού οι υπόλοιποι επέλεξαν τη σκλαβιά και επέστρεψαν.)
Στην Κορσική οι Φωκαείς, μαζί με τους παλαιούς αποίκους, διαπίστωσαν ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Οι Τυρρηνοί, δηλαδή οι Ετρούσκοι, δεν ήταν πια διατεθειμένοι να ανεχθούν την ανεξέλεγκτη δράση των Ελλήνων. Εξίσου ενοχλημένοι εμφανίστηκαν οι Καρχηδόνιοι. Συνασπισμένοι οι δυο τους πολέμησαν (γύρω στο 535) εναντίον των Φωκαέων σε μια πολύνεκρη ναυμαχία με αμφίρροπο αποτέλεσμα. Με κατεστραμμένα τα πλοία και πεσμένο το ηθικό, οι Φωκαείς μετακινήθηκαν οικογενειακώς για μία ακόμη φορά. Ως νέο τόπο εγκατάστασης επέλεξαν το Ρήγιο και από εκεί την Ελέα στην Κάτω Ιταλία.
Τα παθήματα των Φωκαέων δείχνουν πολύ παραστατικά τη νέα κατάσταση που διαμορφωνόταν. Οι συνθήκες που είχαν επιτρέψει στους Έλληνες να ιδρύουν αποικίες σχεδόν όπου ήθελαν, από το ένα άκρο της Μεσογείου στο άλλο και ακόμη πιο πέρα, δεν ίσχυαν πια. Στην Ανατολή ο βασιλιάς των Περσών Κύρος κατάφερε να ιδρύσει τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε υπάρξει έως τότε. Φτάνοντας στο Αιγαίο, άρχισε να καταλαμβάνει μία μία τις ελληνικές πόλεις. Στη Δύση πάλι, δύο μεγάλες δυνάμεις συνασπίζονταν για να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες: οι Ετρούσκοι στην Ιταλία και οι Καρχηδόνιοι στην Αφρική. Μετά τη σύγκρουσή τους με τους Φωκαείς, οι Ετρούσκοι συγκρούστηκαν με την ιταλική Κύμη (γύρω στο 525). Οι Κυμαίοι βγήκαν νικητές, αλλά ήταν πια φανερό ότι η περιοχή δεν τους χωρούσε όλους. Ο ελληνικός αποικισμός είχε φτάσει στα όριά του.
Οι Ελληνικές πόλεις δεν συμμετείχαν όλες με τον ίδιο τρόπο στην ίδρυση αποικιών. Αρκετές δεν ίδρυσαν καμία, άλλες λιγοστές και άλλες πολλές - υπερβολικά πολλές για τον πληθυσμό τους. Η εικόνα αυτή είναι πάντως αρκετά απατηλή. Ο αποικισμός ήταν, σε μεγάλο βαθμό, μια κοινή ελληνική υπόθεση. Συνέβαινε κάποτε να συνεργαστούν δύο πόλεις από την αρχή. Σχεδόν πάντα υπήρχε θέση σε μια αποστολή και για κατοίκους από άλλες περιοχές. Όπως δείχνει το παράδειγμα της Κυρήνης, η προσέλευση νέων αποίκων ήταν συχνά αναγκαία για να αναπτυχθεί επαρκώς η νέα πόλη.
Δύο τουλάχιστον πόλεις φαίνεται ότι απείχαν συνειδητά από την ίδρυση αποικιών. Από την πολυπληθή Σπάρτη είχαν φύγει κάτοικοι μόνο για τη Θήρα και για τον Τάραντα στην Ιταλία, και αυτό έγινε κάτω από πολύ ειδικές πολιτικές συνθήκες. Από την Αθήνα πάλι, που ήταν επίσης μια πολυπληθής πόλη, δεν ιδρύθηκε καμία αποικία στο δυναμικό ξεκίνημα του αποικιστικού ρεύματος. Η Σπάρτη και η Αθήνα είχαν άλλα σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσουν και δεν είχαν την πολυτέλεια να στερηθούν τις στρατιωτικές υπηρεσίες των πολιτών τους. Επέλεξαν έτσι διαφορετικές λύσεις στο δημογραφικό και κοινωνικό τους πρόβλημα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου