Συνεχίζοντας τη διερεύνηση της φιλίας ο Αριστοτέλης θα αναφερθεί στον όρο «πρωταρχική φιλία» και θα τον καταδείξει παραλληλίζοντάς τον με τη λέξη ιατρικός: «αναφερόμαστε σε κάποια πρωταρχική σημασία της φιλίας πριν από οποιαδήποτε διάκριση, αλλά το κάνουμε όπως με τη λέξη ιατρικός: μπορεί μια ψυχή να είναι ιατρική (=του γιατρού), μπορεί και ένα σώμα (=αυτό με το οποίο ασχολείται ο γιατρός), μπορεί και ένα όργανο ή ένα έργο, αλλά η λέξη κυριολεκτεί μόνο γι’ αυτό που θεωρείται πρωταρχικό» (1236a 22-26).
Για να διευκρινίσει αμέσως: «Και πρωταρχικό είναι αυτό που έχουμε μέσα μας τον ορισμό του· για παράδειγμα, ως όργανο ιατρικό ορίζεται αυτό που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο γιατρός· αντιθέτως, στον ορισμό του γιατρού δεν υπάρχει ο ορισμός του οργάνου. Άρα, ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι η πρωταρχική σημασία» (1236a 26-29).
Το ότι για να γίνει κατανοητή η έννοια του ιατρικού οργάνου πρέπει οπωσδήποτε να γνωρίζει κανείς τη σημασία του γιατρού δε σημαίνει ότι και (αντιστρόφως) για να οριστεί ο γιατρός προϋποτίθεται γνώση των οργάνων που καλείται να χρησιμοποιήσει. Η προτεραιότητα της σημασίας του γιατρού (σε επίπεδο απλής κατανόησης) από εκείνη των ιατρικών οργάνων καταδεικνύει την πρωταρχικότατα της έννοιας που αναφέρεται στη δρώσα δύναμη σε σχέση με τα εργαλεία που πλαισιώνουν τη δράση της.
Από αυτή την έννοια, κάθε ορισμός οφείλει να διεισδύει στην πρωταρχική σημασία του πεδίου που πραγματεύεται, αφού, αν αυτό μένει αδιευκρίνιστο, είναι αδύνατο να ολοκληρωθεί νοηματικά. Γι’ αυτό και το συμπέρασμα του Αριστοτέλη ότι «ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι η πρωταρχική σημασία» (1236a 29).
Ωστόσο, η απαραίτητη προϋπόθεση να γνωρίζει κανείς την πρωταρχική σημασία οποιουδήποτε όρου διερευνά προκειμένου να κατανοήσει την καθολική του σημασία, δε σημαίνει ότι η πρωταρχική σημασία είναι (από μόνη της) καθολική έννοια: «… επειδή μία έννοια καθολική ταυτίζεται με την πρωταρχική σημασία, θεωρούν ότι και η πρωταρχική σημασία είναι έννοια καθολική, πράγμα όμως που δεν ισχύει» (1236a 30-32).
Με άλλα λόγια, μια καθολική έννοια όπως είναι η δικαιοσύνη μπορεί να ταυτίζεται με την πρωταρχική σημασία του επικρατούς αισθήματος δικαίου, όμως η πρωταρχική αυτή σημασία αδυνατεί να αποδώσει όλες τις ιδιαίτερες αποχρώσεις (δηλαδή την πολυπλοκότητα των ιδιαίτερων παραγόντων) που ενδέχεται να έχει κάθε υπόθεση της δικαιοσύνης. Μια δικαστική απόφαση είναι πιθανό να αποδώσει δικαιοσύνη σε πράξεις που αντιτίθενται (τουλάχιστον εκ πρώτης) στο αίσθημα δικαίου της εποχής.
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για τη διάσταση που μπορεί να έχει η εφαρμογή του νόμου με το δημόσιο αίσθημα (η καταδίκη ενός Ρομπέν των Δασών μπορεί να δυσαρεστεί τον κόσμο), αλλά για την ίδια την ερμηνεία των νόμων που ενδέχεται να ανατρέψει τις επικρατούσες περί δικαίου αντιλήψεις εισάγοντας προϋποθέσεις ή παραμέτρους που δεν είχαν ως τότε προβλεφθεί. Οι διαρκείς προκλήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκριθεί το δικαστικό σύστημα απαιτούν εγρήγορση που μπορεί να οδηγήσει μέχρι και στην αναθεώρηση πραγμάτων τα οποία ως τότε θεωρούνταν αδιαπραγμάτευτα.
Με τον ίδιο τρόπο που η καθολική έννοια της δικαιοσύνης ταυτίζεται με την πρωταρχική σημασία του αισθήματος δικαίου των ανθρώπων (σε ένα συγκεκριμένο τόπο και μια συγκεκριμένη εποχή), χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι το αίσθημα δικαίου (πρωταρχική σημασία) είναι σε θέση να προεξοφλήσει όλες τις διαμάχες της δικαιοσύνης (καθολική έννοια), πρέπει να αντιμετωπιστεί και το ζήτημα της φιλίας: «Έτσι και με την έννοια της φιλίας: δεν μπορούν να αποδοθούν καθολικώς τα φαινόμενα» (1236a 32-33).
Αντιλαμβανόμενοι ότι ως «φαινόμενα» ορίζονται όλες οι ενδεχόμενες πτυχές-εκδοχές που μπορεί να έχει η καθολική έννοια (και που ενδέχεται να είναι και απρόβλεπτες) γίνεται σαφές ότι και στην περίπτωση της φιλίας (όπως και στη δικαιοσύνη) είναι αδύνατο υπάρξει ένας αμετάκλητα ολοκληρωμένος ορισμός. Η αδυναμία ολοκληρωτικής απόδοσης εννοιών που θεωρούνται καθολικές δημιουργεί παρανοήσεις σε σχέση με το τι έγκειται μέσα στο πλαίσιό τους και τι όχι. Αυτός είναι ο λόγος που κάποιοι ορισμένες σχέσεις δεν τις θεωρούν φιλίες, αφού κατά τη γνώμη τους δεν εκπληρώνεται το προσχεδιασμένο πλαίσιο που τις καθορίζει εννοιολογικά.
Ο Αριστοτέλης είναι σαφής αναφερόμενος στο ζήτημα της φιλίας: «Όταν ένας ορισμός δεν αντιστοιχεί στα φαινόμενα, φαντάζονται ότι δεν πρόκειται για μορφή φιλίας· κι όμως είναι κι αυτές φιλίες, αλλά με άλλο τρόπο. Και ειδικά όταν δεν ταιριάζει σε αυτές η πρωταρχική σημασία, σαν να έπρεπε ως πρωταρχική να είναι και καθολική, λένε πως οι άλλες μορφές δεν είναι φιλίες. Αλλά υπάρχουν πολλά διακριτά είδη φιλίας μιας και ξεκαθαρίσαμε ότι με τρεις σημασίες χρησιμοποιούμε τη φιλία. Είπαμε ότι η μία οφείλεται στην αρετή, η άλλη στη χρησιμότητα και η τρίτη στην ηδονή» (1236a 34-41).
Ο διαχωρισμός της φιλίας από τον Αριστοτέλη σε περιπτώσεις που στηρίζονται στη χρησιμότητα, την ευχαρίστηση και την αρετή δεν αντίκειται στην πρωταρχική της έννοια (για πολλούς οι σχέσεις χρησιμότητας ακυρώνουν τη φιλία, αφού σηματοδοτούν την ιδιοτέλεια), αλλά λειτουργεί ιεραρχικά. Το ότι η φιλία της αρετής είναι ξεκάθαρα η ανώτερη μορφή φιλίας δε σημαίνει ότι οι άλλες εκδοχές δεν υφίστανται. Υπάρχουν ως κατώτερα είδη της.
Για τη φιλία της χρησιμότητας ο Αριστοτέλης αναφέρει συνοπτικά: «… η φιλία για τη χρησιμότητα είναι η φιλία των περισσότερων ανθρώπων· αγαπούν ο ένας τον άλλο επειδή είναι χρήσιμοι, αλλά μέχρις εκεί, όπως το λέει η παροιμία: “Όσον καιρό πολεμάει είναι φίλος ο σύμμαχος, Γλαύκε”» (1236a 42-47).
Πράγματι, το πρόσκαιρο όλων των πολεμικών συμμαχιών δεν αναιρεί ότι –όσο διαρκούν– οι σύμμαχοι είναι φίλοι, αφού πολεμούν μαζί. Το ότι το μέλλον μπορεί τελικά να τους φέρει αντιμέτωπους καταδεικνύει ότι η φιλία αυτού του είδους είναι εφήμερη κι εύθραυστη (κι ως εκ τούτου όχι ιδιαιτέρως ποιοτική), χωρίς όμως να ακυρώνει την υπόστασή της. Το συμφέρον επιφέρει το κατώτερο είδος φιλίας που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμη να διαλυθεί.
Με τον ίδιο τρόπο και η φιλία της ευχαρίστησης είναι αδύνατο να διεκδικήσει εχέγγυα ποιότητας: «Η φιλία για την ηδονή (ευχαρίστηση) είναι η φιλία των νέων (στην ηδονή επικεντρώνεται η αίσθησή τους, οπότε είναι και ευμετάβολη η φιλία τους: καθώς τα ήθη τους αλλάζουν με την ηλικία, αλλάζει και η ηδονή τους)» (1236a 49-50 και 1236b 1-2).
Το ευμετάβλητο του νεανικού χαρακτήρα σηματοδοτεί αλλαγές στις προτιμήσεις και κατ’ επέκταση στους ανθρώπους με τους οποίους θα τις μοιραστούν. Γι’ αυτό οι παιδικές φιλίες δεν είναι βέβαιο ότι θα έχουν διάρκεια. Αν, όμως, οι παιδικοί φίλοι μεγαλώνοντας αποκτήσουν κοινές προτιμήσεις και κοινές αξίες σύμφωνες με τις επιταγές της αρετής, τότε η φιλία τους όχι μόνο θα διαρκέσει στο χρόνο, αλλά θα φτάσει στα ανώτερα ύψη, αφού οι μνήμες της παιδικότητας συνδυασμένες με την αρετή επισφραγίζουν την ισχυρότερη ένωση.
Σε κάθε περίπτωση η αρετή είναι το υψηλότερο κριτήριο της φιλίας κι αυτός είναι ο λόγος που οι παιδικές αναμνήσεις (από μόνες τους) δεν κρίνονται επαρκείς. Οι άνθρωποι που συνδέονται με τις σχέσεις που επιβάλλει η αρετή είναι σε θέση να απολαύσουν την υπέρτατη ολοκλήρωση, δηλαδή την ύψιστη ευτυχία, που αρμόζει μονάχα στους ενάρετους: «Η φιλία για την αρετή είναι η φιλία των αρίστων» (1236b 2-3).
Κι αυτή ακριβώς είναι η πρωταρχική σημασία της φιλίας: «Από αυτά διαπιστώνουμε ότι η φιλία στην πρωταρχική σημασία της είναι η φιλία των αγαθών ανθρώπων η οποία χαρακτηρίζεται από αμοιβαιότητα και προϋποθέτει τη συνειδητή επιλογή του ενός για τον άλλο. Διότι αγαπητό γι’ αυτόν που αγαπάει είναι απλώς το αντικείμενο της αγάπης του, ενώ φίλος αγαπητός είναι αυτός που αγαπιέται αλλά και ανταποδίδει στο φίλο την αγάπη του. Αυτού του είδους η φιλία συναντιέται αποκλειστικά στους ανθρώπους, αφού μόνο ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα της προαίρεσης (έλλογης επιλογής)» (1236b 3-9).
Το ότι η φιλίες της χρησιμότητας και της ευχαρίστησης συναντιούνται και στα ζώα αποτελεί άλλη μια απόδειξη της χαμηλής τους ποιότητας: «Τα άλλα είδη φιλίας τα βρίσκουμε και στα ζώα, και το αίσθημα της χρησιμότητας το διαθέτουν σε μικρό βαθμό τόσο στη σχέση τους με τον άνθρωπο (τα ήμερα) όσο και μεταξύ τους όπως οι μάντεις αναφέρουν για τα πουλιά διαφορετικών ειδών που σχηματίζουν ενιαία σμήνη» (1236b 10-14).
Η αναφορά της φιλίας των (ήμερων) ζώων προς τον άνθρωπο λόγω χρησιμότητας δε συνοδεύεται κι από την αντίθετη εκδοχή της φιλίας του ανθρώπου προς τα ζώα. Προφανώς αυτή η εκδοχή δεν αποκλείεται, αλλά σε κάθε περίπτωση, όση αγάπη ή επικοινωνία μπορεί να έχει κανείς με κάποιο ζώο, είναι αδύνατο να συγκριθεί με εκείνη των ανθρώπων.
Ο άνθρωπος, ως ανώτερο είδος, αξίζει και το ανώτερο είδος φιλίας που καθορίζεται από την αρετή. Το ζήτημα είναι να καταφέρει να την αποκτήσει διαπλάθοντας σωστά τον εαυτό του. Και η ευθύνη γι’ αυτό βαραίνει τον ίδιο. Οι δίχως αρετή άνθρωποι είναι καταδικασμένοι στα κατώτερα είδη φιλίας. Η ευτυχία που θα αντλήσουν θα είναι και αντίστοιχης αξίας: «Οι κακοί άνθρωποι μπορούν να είναι φίλοι μεταξύ τους και για τη χρησιμότητα και για την ηδονή» (1236b 15-16).
Όμως, ακόμη και αυτή η ευτελής εκδοχή της φιλίας αμφισβητείται: «Κάποιοι δεν το δέχονται ότι είναι φίλοι, καταλαβαίνοντας ότι τους λείπει η πρωταρχική φιλία· γιατί ο άνθρωπος ο κακός θα αδικήσει τον άλλο κακό, και όσοι αδικούν ο ένας τον άλλο δεν μπορεί να είναι φίλοι μεταξύ τους» (1236b 16-19).
Πρόκειται για την άποψη που αποκλείει οποιαδήποτε εκδοχή φιλίας αντιτίθεται με την πρωταρχική σημασία της έννοιας. Ο Αριστοτέλης δε θα συμφωνήσει: «Δε θα φτάσουμε να πούμε ότι δεν είναι φίλοι (όχι όμως φίλοι με την πρωταρχική φιλία), αφού δεν υπάρχει πρόβλημα να χαρακτηρίζονται φίλοι έχοντας κάποιο άλλο είδος φιλίας. Λόγω της ηδονής, δηλαδή, μπορεί να βλάπτει ο ένας τον άλλο κι όμως να δείχνουν ανοχή, σαν να είναι εξαρτημένοι. Πάντως και σ’ αυτή την περίπτωση θεωρείται από πολλούς που το βλέπουν προσεκτικά ότι οι φίλοι για την ηδονή δεν είναι όντως φίλοι· και ο λόγος είναι ότι απουσιάζει η φιλία στην πρωταρχική της σημασία» (1236b 19-24).
Η έλλειψη ποιότητας σε μια τέτοια εκδοχή της φιλίας είναι απολύτως φανερή: «Και βέβαια η πρωταρχική φιλία είναι πολύ σταθερή, ενώ η φιλία για την ηδονή είναι τελείως ασταθής. Η πρώτη είναι οπωσδήποτε φιλία, όπως το έχουμε πει, ενώ η δεύτερη δεν είναι, αλλά παίρνει το όνομά της από την πρώτη» (1236b 24-27).
Όμως, ακόμη κι έτσι, ακόμη κι αν δεν πρόκειται για ουσιαστική φιλία, ακόμη κι αν το όνομά της το οφείλει στην πρωταρχική σημασία την οποία δεν εκπληρώνει, ο Αριστοτέλης επιμένει ότι πρόκειται για φιλία, κι ως τέτοια πρέπει να αναφέρεται, καθώς η μη αναγνώρισή της ισοδυναμεί με άρνηση των φαινομένων, δηλαδή με εθελοτυφλία σε καταστάσεις που αποτελούν πραγματικότητα: «Το να πούμε φίλο μόνο τον φίλο στην αρετή, σημαίνει ότι ασκούμε βία στα φαινόμενα, και κατ’ ανάγκη παραδοξολογούμε. Δεν είναι δυνατό να υπαχθούν όλες οι μορφές της σε έναν ορισμό της φιλίας. Υπό μία έννοια, μία μόνο φιλία υπάρχει, η πρωταρχική· υπό άλλη έννοια όμως, όλες φιλίες είναι. Και αυτό δε σημαίνει ούτε ότι διαφορετικά πράγματα έχουν το ίδιο όνομα και πρόκειται απλώς για μια τυχαία σχέση μεταξύ τους ούτε ότι ανάγονται όλες σε ένα είδος, αλλά μάλλον ότι ονομάζονται αναλογικά προς ένα είδος» (1236b 27-33).
Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Το γενικώς αγαθό και το γενικώς ηδύ (ευχάριστο) συμπίπτουν την ίδια στιγμή και ταυτίζονται, αν δεν υπάρχει κάποιο κώλυμα, και ο αληθινός φίλος, ο φίλος με την καθολική έννοια της λέξης, είναι ο φίλος στο πρωταρχικό είδος φιλίας» (1236b 34-37).
Για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνεται ότι η γνησιότερη εκδοχή της φιλίας είναι εκείνη που ταυτίζει την καθολική της έννοια με την πρωταρχική σημασία. Η εκπλήρωση του αγαθού προς το φίλο καταδεικνύει την αρμονία των σχέσεων. Μονάχα αυτή η εκδοχή φιλίας αρμόζει στους ενάρετους.
Το δεδομένο ότι τα ευχάριστα διαχωρίζονται στα καθολικά ευχάριστα (που τους ευχαριστούν όλους) και στα ειδικά ευχάριστα (οι ηδονές διαφοροποιούνται ανάλογα με τα ενδιαφέροντα των ανθρώπων), και ότι αντιστοίχως υπάρχουν τα καθολικά χρήσιμα και τα ειδικά χρήσιμα, δεν αλλάζει την ουσία της φιλίας που διέπεται όχι από τα ειδικά (χρήσιμα ή ευχάριστα) αλλά από την καθολική εκδοχή τους. Ο φίλος συμπεριφέρεται ευχάριστα και χρήσιμα προς το φίλο, σύμφωνα με τον τρόπο που ορίζει η αρετή, όπως αυτό νοείται με τον καθολικό τρόπο, δηλαδή τον τρόπο που θα ήθελε και ο ίδιος να του φερθούν.
Οι ιδιαίτερες προτιμήσεις ή ανάγκες κάποιου δεν αποτελούν τροχοπέδη στη φιλία, αρκεί να μην αντίκεινται στις επιταγές της αρετής. Φυσικά, ο φίλος που θέλει να ευχαριστήσει το φίλο οφείλει να λάβει υπόψη τις ιδιαίτερες προτιμήσεις του. Οι ιδιαιτερότητες, όμως, αυτές δεν αναιρούν την καθολική έννοια της διάθεσης να προσφέρει κανείς χαρά στα αγαπημένα του πρόσωπα. Εξάλλου, οι φίλοι έχουν πάντοτε κοινά πράγματα που τους ευχαριστούν.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι φίλοι δεν καθορίζονται από τη χρησιμότητα με την ειδική της σημασία. Διότι αυτή η έννοια της χρησιμότητας παραπέμπει στο εφήμερο της χρήσης. Αντίθετα, η χρησιμότητα στην καθολική της εκδοχή είναι πάντα αποδεκτή από όλους σηματοδοτώντας την ευρύτερη σημασία του όρου που δε σβήνει με το χρόνο.
Πέρα όλων των άλλων είναι και χρήσιμο να έχει κανείς ανθρώπους που τον αγαπούν και είναι φίλοι του. Κι αυτό ισχύει για όλους. Το καθολικό τείνει προς το αιώνιο, ενώ το ειδικό έχει να κάνει με το πεπερασμένο. Το ειδικά χρήσιμο αφορά τις κατώτερες φιλίες που διαρκούν όσο διαρκεί και η εκάστοτε ειδική ανάγκη. Το καθολικό, όμως, έχει να κάνει με την αέναη ανάγκη της συντροφικότητας και της συναισθηματικής μοιρασιάς. Το ίδιο συμβαίνει και με το αγαθό και με την ευχαρίστηση.
Ο Αριστοτέλης θα συνοψίσει: «Εφόσον, λοιπόν, η πρωταρχική φιλία είναι η φιλία που οφείλεται στην αρετή, θα είναι και οι αντίστοιχοι φίλοι γενικώς αγαθοί. Και αυτό, δεν οφείλεται στην αμοιβαία χρησιμότητα, αλλά σε κάτι άλλο· διότι υπάρχει η διάκριση ανάμεσα σε γενικό και προσωπικό αγαθό. Και συμβαίνει και στην περίπτωση της χρησιμότητας ό,τι και με τις έξεις: άλλο είναι το γενικώς χρήσιμο και άλλο το ειδικό, όπως άλλο είναι η γυμναστική και άλλο το να πάρει κάποιος ορισμένα φάρμακα. Έτσι και με την έξη, την ανθρώπινη αρετή. Θα δεχτούμε ότι ο άνθρωπος ανήκει σε αυτά που εκ φύσεώς τους συνάδουν με την αρετή· διότι αυτά αποτελούν γενικά αγαθά, ενώ τα αντίθετά τους μόνο ειδικά αγαθά μπορεί να είναι» (1237a 12-22).
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου