Από το ξέσπασμα των διαδηλώσεων Black Lives Matter, πριν από λίγους μήνες, υπήρξαν διάφορες προσπάθειες αποκατάστασης της βίας και της λεηλασίας ως αποδεκτών και μάλιστα αξιέπαινων μορφών πολιτικής διαμαρτυρίας. Η τάση αυτή είχε παρατηρηθεί στο παρελθόν το 2011, κατά τη διάρκεια ταραχών σε πόλεις της Αγγλίας, όταν το BBC αναφερόταν στους ταραξίες και τους πλιατσικολόγους ως «διαδηλωτές». Τότε, το BBC αναγκάστηκε να αναγνωρίσει ότι ήταν λάθος να παρουσιάζει τις λεηλασίες ως μορφή διαμαρτυρίας. Εννέα χρόνια μετά, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης είναι εκείνα που επιδίδονται τώρα ολόψυχα στην εξυγίανση των λεηλασιών.
Μέχρι πρόσφατα, οι λεηλασίες θεωρούνταν ως σύμπτωμα αποσύνθεσης της κοινότητας, και καταδικαζόταν ως αντικοινωνική συμπεριφορά. Σε προηγούμενες εποχές, ακόμη και όσοι συμπαθούσαν τον σκοπό και την προοπτική των ανθρώπων που συμμετείχαν σε ταραχές, δεν υποστήριζαν τις λεηλασίες. Οι κοινωνικοί επιστήμονες συνέταξαν μελέτες που εξηγούσαν γιατί οι άνθρωποι εξεγείρονταν και λεηλατούσαν. Στόχος τους ήταν να κατανοήσουν γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις οι άνθρωποι υιοθετούν καταστροφικές μορφές συμπεριφοράς που τραυματίζουν τις ίδιες τις κοινότητές τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι κοινωνικοί επιστήμονες υποστήριξαν ότι οι ταραχές θα πρέπει να θεωρούνται ως πολιτική έκφραση ανθρώπων χωρίς φωνή. Σήμερα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Ένα κομμάτι των πολιτιστικών ελίτ δεν ενδιαφέρονται πλέον απλώς να εξηγήσουν γιατί συμβαίνουν οι ταραχές και λεηλασίες –στην πραγματικότητα δικαιολογούν τις λεηλασίες και εκθειάζουν τις αρετές τους.
Για παράδειγμα, ο Μάθιου Κλέρ, επίκουρος καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, φαίνεται να δυσανασχετεί με το γεγονός ότι ο όρος «λεηλασία« έχει «αρνητική χροιά». Λέει ότι αυτή η αρνητική αναπαράσταση των λεηλασιών κρύβει από πίσω της ρατσισμό. Έτσι, «ο όρος είναι φυλετικοποιημένος και χρησιμοποιείται συχνά για να καταδικάσει πολιτικές πράξεις που απειλούν τη λευκή υπεροχή και τον φυλετικό καπιταλισμό». Αυτή η ιδέα ότι η αρνητική θεώρηση του πλιάτσικου καθοδηγείται από ρατσιστικά κίνητρα βρίσκει ευρεία ανταπόκριση στις απόψεις εκείνων που θέλουν να εξομαλύνουν τέτοιου είδους αντικοινωνικές συμπεριφορές. Αυτό που παραβλέπεται είναι ότι, ιστορικά, η αρνητική διαμόρφωση του πλιάτσικου επικρατούσε και στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, όπου η καταστροφική συμπεριφορά των λευκών ταραχοποιών θεωρούνταν σύμπτωμα πολιτισμικής παρακμής.
Η κανονικοποίηση της βίας μέσω της επανεγγραφής της ιστορίας δεν είναι απλώς κάποια αδιάφορη ακαδημαϊκή επιδίωξη. Αντίθετα, στόχος της είναι να νομιμοποιήσει τις ταραχές και τις λεηλασίες στο παρόν. Πράγματι, η Κάρτερ Τζάκσον περιγράφει τα πρόσφατα γεγονότα ως «μαύρη εξέγερση».
Μια από τις βασικές τακτικές των σημερινών απολογητών της λεηλασίας είναι να ξαναγράψουν την αμερικανική ιστορία προκειμένου να υποδηλώσουν ότι η λεηλασία ήταν αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της. Αυτό φαίνεται σε ένα άρθρο του Time, το οποίο παρουσιάζει ένα σημαντικό επεισόδιο της Αμερικανικής Επανάστασης –την ‘εξέγερση του Τσαγιού’ της Βοστώνης– ως προάγγελο της λεηλασίας των μαγαζιών στις εστίες αναταραχής που ξέσπασαν φέτος στις μεγάλες πόλεις. Το δοκίμιο αναφέρει έναν πολιτικό επιστήμονα, τον Ουΐλιαμ Φ. Χωλ, ο οποίος αναφέρει ότι: «Η λεηλασία είναι τόσο αμερικανική όσο και η μηλόπιτα». Ο Hall υποστηρίζει ότι οι ιδρυτές πατέρες χρησιμοποιούσαν τις λεηλασίες ως συμπλήρωμα της διαμαρτυρίας.
Δεν χρειάζεται να έχει κανείς διδακτορικό στην ιστορία για να καταλάβει τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της Εξέγερσης του Τσαγιού στη Βοστώνη και των ταραχοποιών που εισβάλουν σε καταστήματα για να κλέψουν καταναλωτικά αγαθά. Οι συμμετέχοντες στο Tea Party της Βοστώνης δεν προέβησαν σε κλοπές ή πράξεις τυχαίας βίας. Στόχος τους ήταν να κάνουν μια δήλωση κατά της επιβολής άδικων φόρων από τη βρετανική κυβέρνηση. Επιβιβάστηκαν σε πλοία και πέταξαν σακιά με τσάι στο λιμάνι της Βοστώνης. Δεν υπήρξε λεηλασία –τα άτομα που συμμετείχαν δεν πήραν σακούλες με τσάι στα σπίτια τους. Ο πρόχειρος τρόπος με τον οποίο αυτό το περιστατικό, το οποίο συνέβαλε στην πυροδότηση μιας αλυσίδας γεγονότων που οδήγησαν στην Αμερικανική Επανάσταση, ερμηνεύεται εκ νέου ως μια μορφή λεηλασίας αποτελεί μια τραγελαφική διαστρέβλωση της ιστορίας.
Τους τελευταίους μήνες, πολυάριθμα μέσα ενημέρωσης στις ΗΠΑ συμμετείχαν σε αυτό το ξαναγράψιμο της ιστορίας. Συχνά δικαιολογούν τις ταραχές και τις λεηλασίες με το επιχείρημα ότι η βία ήταν πάντα χαρακτηριστικό του αμερικανικού τρόπου ζωής. Γράφοντας στο Atlantic, η Κέλι Κάρτερ Τζάκσον υποστηρίζει ότι οι σημερινές ταραχές είναι συγκρίσιμες με την ένοπλη εξέγερση που οδήγησε στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Αμερικής. «Από την ίδρυση αυτής της χώρας, οι ταραχές και η βίαιη ρητορική ήταν δείκτες πατριωτισμού», υποστηρίζει. Αγνοώντας το γεγονός ότι ο στόχος της Αμερικανικής Επανάστασης ήταν η επίτευξη της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας, λέει ότι «όταν οι ιδρυτές μας πάλεψαν για την ανεξαρτησία, η βία έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα». Σύμφωνα με αυτό το ξαναγράψιμο της ιστορίας, οι ηγέτες της Αμερικανικής Επανάστασης καθορίστηκαν από την επιθυμία τους να διατρανώσουν τη βία.
Η κανονικοποίηση της βίας μέσω της επανεγγραφής της ιστορίας δεν είναι απλώς κάποια αδιάφορη ακαδημαϊκή επιδίωξη. Αντίθετα, στόχος της είναι να νομιμοποιήσει τις ταραχές και τις λεηλασίες στο παρόν. Πράγματι, η Κάρτερ Τζάκσον περιγράφει τα πρόσφατα γεγονότα ως «μαύρη εξέγερση». Γράφει: «[Η] γλώσσα που χρησιμοποιείται όταν γίνεται αναφορά στους διαδηλωτές περιλαμβάνει τους όρους ‘πλιατσικολόγοι’, ‘κακοποιοί’, ενώ επιστρατεύονται ακόμα και ισχυρισμοί περί ‘αντιμερικανισμού’. Η φιλοσοφία της δύναμης και της βίας για την απόκτηση της ελευθερίας εκφράζεται εδώ και καιρό από τους λευκούς αλλά απαγορεύεται στους μαύρους Αμερικανούς».
Το συμπέρασμα είναι ότι τώρα είναι η σειρά των μαύρων να χρησιμοποιήσουν τη «φιλοσοφία της δύναμης και της βίας», η οποία μέχρι τώρα χρησιμοποιούνταν εναντίον των μαύρων.
Οι απόπειρες κανονικοποίησης της βίας αντλούν από μια αφήγηση που παρουσιάζει το παρελθόν της Αμερικής ως καθορισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη βία. Όπως υποστήριξε ένας σχολιαστής: «Σήμερα, καθώς οι βαθιά διχασμένες Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να βρουν μια διέξοδο από τους σημερινούς κινδύνους, είναι επιτέλους καιρός να κοιτάξουμε πίσω και να αναλογιστούμε τη διχαστική, βίαιη ίδρυση αυτού του έθνους». Έτσι, αν οι λεηλασίες και οι ταραχές ήταν αρκετά καλές για τους ιδρυτές πατέρες, είναι αρκετά καλές και για τους διαδηλωτές του BLM.
Μια άλλη προσέγγιση που υιοθετείται από τους απολογητές των λεηλασιών είναι να συγκρίνουν τις λεηλασίες με πράξεις αδικίας που κατευθύνονται κατά των μαύρων από τη ρατσιστική Αμερική. Η λεηλασία γίνεται ένα είδος μεταφοράς του ρατσιστικού κακού. Ο Τρέβορ Νόα, οικοδεσπότης του The Daily Show, υποστηρίζει ότι η λεηλασία των μαύρων είναι ο κανόνας στις ΗΠΑ. Όπως και πολλές άλλες προσωπικότητες των μέσων ενημέρωσης, συμβουλεύει όσους ενοχλούνται από σκηνές λεηλασίας στις τηλεοράσεις τους να θυμούνται ότι τέτοιες πράξεις συνιστούν κανονική, καθημερινή εμπειρία των μαύρων ανθρώπων:
«Αν αισθανθήκατε άβολα βλέποντας τον στόχο να λεηλατείται, προσπαθήστε να φανταστείτε πώς πρέπει να αισθάνονται οι μαύροι Αμερικανοί όταν βλέπουν τους εαυτούς τους να λεηλατούνται κάθε μέρα. Η αστυνομία στην Αμερική λεηλατεί τα σώματα των μαύρων».
Εδώ ο Νόα επιλέγει προσεκτικά τις λέξεις του. Θα μπορούσε απλώς να επικρίνει την αστυνομική βία κατά των μαύρων Αμερικανών. Αλλά ο στόχος του είναι επίσης να κανονικοποιήσει την πράξη της λεηλασίας και ακόμη και να τη νομιμοποιήσει. Το κύριο συμπέρασμα του tweet του είναι ότι η λεηλασία του Target είναι απλώς η εκδίκηση για τη λεηλασία των μαύρων σωμάτων.
Αυτός ο επαναπροσδιορισμός της λεηλασίας χρησιμοποιείται ευρέως από τα μέσα ενημέρωσης. Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε από το NBC News, ο Κάρλος Μπαλαστέρος υποστηρίζει ότι «το μαύρο Σικάγο λεηλατείται εδώ και δεκαετίες». Το επιχείρημά του είναι ότι οι τραπεζίτες και οι δανειστές έχουν κλέψει τις μαύρες γειτονιές για χρόνια φορτώνοντας τους ιδιοκτήτες σπιτιών με ακριβά ενυπόθηκα δάνεια. Προφανώς αυτή η «λεηλασία των μαύρων γειτονιών» δικαιολογεί τις λεηλασίες στο κέντρο του Σικάγο αυτό το καλοκαίρι. Ο Μπαλαστέρος επικαλείται ευνοϊκά ακτιβιστές του Black Lives Matter που δήλωσαν ότι «όταν οι διαδηλωτές επιτίθενται σε πολυτελή καταστήματα λιανικής πώλησης που ανήκουν στους πλούσιους και εξυπηρετούν τους πλούσιους, αυτή δεν είναι η “δική μας” πόλη και δεν προοριζόταν ποτέ για εμάς».
Εξιδανίκευση των πλιατσικολόγων
Οι απολογητές δεν προσπαθούν απλώς να δικαιολογήσουν τη λεηλασία. Ορισμένοι εξ αυτών εξιδανικεύουν τους πλιατσικολόγους ως γενναίους πολεμιστές που υπερασπίζονται την κοινωνική δικαιοσύνη. Ένας αρθρογράφος του Nation περιγράφει τους πλιατσικολόγους ως μια πολύ κακοποιημένη και παρεξηγημένη φιγούρα, που διασύρεται από τα μέσα ενημέρωσης:
«Οι πλιατσικολόγοι, όπως οι περισσότερες αμερικανικές φιγούρες, τελούν σε κατάσταση τεράστιας διαστρέβλωσης. Όταν οι πλιατσικολόγοι αναδύονται από κοινωνικά κινήματα, ο Τύπος τους απεικονίζει ως καιροσκόπους και παρείσακτους· όταν οι πλιατσικολόγοι καταστρέφουν περιουσίες ως απάντηση στην αστυνομική βία ή στη σιωπηλή φρίκη του καπιταλισμού, θεωρούνται παράνοιμοι και επιθετικοί. Οι παρουσιαστές και οι σχολιαστές αναπαριστούν τους πλιατσικολόγους ως ανεγκέφαλους και απολίτικους, σαν να μην είναι η λεηλασία μια εξαιρετικά ριψοκίνδυνη και υπολογισμένη πράξη».
Μια από τις βασικές τακτικές των σημερινών απολογητών της λεηλασίας είναι να ξαναγράψουν την αμερικανική ιστορία προκειμένου να υποδηλώσουν ότι η λεηλασία ήταν αναπόσπαστο χαρακτηριστικό της. Αυτό φαίνεται σε ένα άρθρο του Time, το οποίο παρουσιάζει ένα σημαντικό επεισόδιο της Αμερικανικής Επανάστασης –την ‘εξέγερση του Τσαγιού’ της Βοστώνης– ως προάγγελο της λεηλασίας των μαγαζιών στις εστίες αναταραχής που ξέσπασαν φέτος στις μεγάλες πόλεις. Το δοκίμιο αναφέρει έναν πολιτικό επιστήμονα, τον Ουΐλιαμ Φ. Χωλ, ο οποίος αναφέρει ότι: «Η λεηλασία είναι τόσο αμερικανική όσο και η μηλόπιτα». Ο Hall υποστηρίζει ότι οι ιδρυτές πατέρες χρησιμοποιούσαν τις λεηλασίες ως συμπλήρωμα της διαμαρτυρίας.
Δεν χρειάζεται να έχει κανείς διδακτορικό στην ιστορία για να καταλάβει τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ της Εξέγερσης του Τσαγιού στη Βοστώνη και των ταραχοποιών που εισβάλουν σε καταστήματα για να κλέψουν καταναλωτικά αγαθά. Οι συμμετέχοντες στο Tea Party της Βοστώνης δεν προέβησαν σε κλοπές ή πράξεις τυχαίας βίας. Στόχος τους ήταν να κάνουν μια δήλωση κατά της επιβολής άδικων φόρων από τη βρετανική κυβέρνηση. Επιβιβάστηκαν σε πλοία και πέταξαν σακιά με τσάι στο λιμάνι της Βοστώνης. Δεν υπήρξε λεηλασία –τα άτομα που συμμετείχαν δεν πήραν σακούλες με τσάι στα σπίτια τους. Ο πρόχειρος τρόπος με τον οποίο αυτό το περιστατικό, το οποίο συνέβαλε στην πυροδότηση μιας αλυσίδας γεγονότων που οδήγησαν στην Αμερικανική Επανάσταση, ερμηνεύεται εκ νέου ως μια μορφή λεηλασίας αποτελεί μια τραγελαφική διαστρέβλωση της ιστορίας.
Τους τελευταίους μήνες, πολυάριθμα μέσα ενημέρωσης στις ΗΠΑ συμμετείχαν σε αυτό το ξαναγράψιμο της ιστορίας. Συχνά δικαιολογούν τις ταραχές και τις λεηλασίες με το επιχείρημα ότι η βία ήταν πάντα χαρακτηριστικό του αμερικανικού τρόπου ζωής. Γράφοντας στο Atlantic, η Κέλι Κάρτερ Τζάκσον υποστηρίζει ότι οι σημερινές ταραχές είναι συγκρίσιμες με την ένοπλη εξέγερση που οδήγησε στον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας της Αμερικής. «Από την ίδρυση αυτής της χώρας, οι ταραχές και η βίαιη ρητορική ήταν δείκτες πατριωτισμού», υποστηρίζει. Αγνοώντας το γεγονός ότι ο στόχος της Αμερικανικής Επανάστασης ήταν η επίτευξη της κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας, λέει ότι «όταν οι ιδρυτές μας πάλεψαν για την ανεξαρτησία, η βία έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα». Σύμφωνα με αυτό το ξαναγράψιμο της ιστορίας, οι ηγέτες της Αμερικανικής Επανάστασης καθορίστηκαν από την επιθυμία τους να διατρανώσουν τη βία.
Η κανονικοποίηση της βίας μέσω της επανεγγραφής της ιστορίας δεν είναι απλώς κάποια αδιάφορη ακαδημαϊκή επιδίωξη. Αντίθετα, στόχος της είναι να νομιμοποιήσει τις ταραχές και τις λεηλασίες στο παρόν. Πράγματι, η Κάρτερ Τζάκσον περιγράφει τα πρόσφατα γεγονότα ως «μαύρη εξέγερση». Γράφει: «[Η] γλώσσα που χρησιμοποιείται όταν γίνεται αναφορά στους διαδηλωτές περιλαμβάνει τους όρους ‘πλιατσικολόγοι’, ‘κακοποιοί’, ενώ επιστρατεύονται ακόμα και ισχυρισμοί περί ‘αντιμερικανισμού’. Η φιλοσοφία της δύναμης και της βίας για την απόκτηση της ελευθερίας εκφράζεται εδώ και καιρό από τους λευκούς αλλά απαγορεύεται στους μαύρους Αμερικανούς».
Το συμπέρασμα είναι ότι τώρα είναι η σειρά των μαύρων να χρησιμοποιήσουν τη «φιλοσοφία της δύναμης και της βίας», η οποία μέχρι τώρα χρησιμοποιούνταν εναντίον των μαύρων.
Οι απόπειρες κανονικοποίησης της βίας αντλούν από μια αφήγηση που παρουσιάζει το παρελθόν της Αμερικής ως καθορισμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου από τη βία. Όπως υποστήριξε ένας σχολιαστής: «Σήμερα, καθώς οι βαθιά διχασμένες Ηνωμένες Πολιτείες προσπαθούν να βρουν μια διέξοδο από τους σημερινούς κινδύνους, είναι επιτέλους καιρός να κοιτάξουμε πίσω και να αναλογιστούμε τη διχαστική, βίαιη ίδρυση αυτού του έθνους». Έτσι, αν οι λεηλασίες και οι ταραχές ήταν αρκετά καλές για τους ιδρυτές πατέρες, είναι αρκετά καλές και για τους διαδηλωτές του BLM.
Μια άλλη προσέγγιση που υιοθετείται από τους απολογητές των λεηλασιών είναι να συγκρίνουν τις λεηλασίες με πράξεις αδικίας που κατευθύνονται κατά των μαύρων από τη ρατσιστική Αμερική. Η λεηλασία γίνεται ένα είδος μεταφοράς του ρατσιστικού κακού. Ο Τρέβορ Νόα, οικοδεσπότης του The Daily Show, υποστηρίζει ότι η λεηλασία των μαύρων είναι ο κανόνας στις ΗΠΑ. Όπως και πολλές άλλες προσωπικότητες των μέσων ενημέρωσης, συμβουλεύει όσους ενοχλούνται από σκηνές λεηλασίας στις τηλεοράσεις τους να θυμούνται ότι τέτοιες πράξεις συνιστούν κανονική, καθημερινή εμπειρία των μαύρων ανθρώπων:
«Αν αισθανθήκατε άβολα βλέποντας τον στόχο να λεηλατείται, προσπαθήστε να φανταστείτε πώς πρέπει να αισθάνονται οι μαύροι Αμερικανοί όταν βλέπουν τους εαυτούς τους να λεηλατούνται κάθε μέρα. Η αστυνομία στην Αμερική λεηλατεί τα σώματα των μαύρων».
Εδώ ο Νόα επιλέγει προσεκτικά τις λέξεις του. Θα μπορούσε απλώς να επικρίνει την αστυνομική βία κατά των μαύρων Αμερικανών. Αλλά ο στόχος του είναι επίσης να κανονικοποιήσει την πράξη της λεηλασίας και ακόμη και να τη νομιμοποιήσει. Το κύριο συμπέρασμα του tweet του είναι ότι η λεηλασία του Target είναι απλώς η εκδίκηση για τη λεηλασία των μαύρων σωμάτων.
Αυτός ο επαναπροσδιορισμός της λεηλασίας χρησιμοποιείται ευρέως από τα μέσα ενημέρωσης. Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε από το NBC News, ο Κάρλος Μπαλαστέρος υποστηρίζει ότι «το μαύρο Σικάγο λεηλατείται εδώ και δεκαετίες». Το επιχείρημά του είναι ότι οι τραπεζίτες και οι δανειστές έχουν κλέψει τις μαύρες γειτονιές για χρόνια φορτώνοντας τους ιδιοκτήτες σπιτιών με ακριβά ενυπόθηκα δάνεια. Προφανώς αυτή η «λεηλασία των μαύρων γειτονιών» δικαιολογεί τις λεηλασίες στο κέντρο του Σικάγο αυτό το καλοκαίρι. Ο Μπαλαστέρος επικαλείται ευνοϊκά ακτιβιστές του Black Lives Matter που δήλωσαν ότι «όταν οι διαδηλωτές επιτίθενται σε πολυτελή καταστήματα λιανικής πώλησης που ανήκουν στους πλούσιους και εξυπηρετούν τους πλούσιους, αυτή δεν είναι η “δική μας” πόλη και δεν προοριζόταν ποτέ για εμάς».
Εξιδανίκευση των πλιατσικολόγων
Οι απολογητές δεν προσπαθούν απλώς να δικαιολογήσουν τη λεηλασία. Ορισμένοι εξ αυτών εξιδανικεύουν τους πλιατσικολόγους ως γενναίους πολεμιστές που υπερασπίζονται την κοινωνική δικαιοσύνη. Ένας αρθρογράφος του Nation περιγράφει τους πλιατσικολόγους ως μια πολύ κακοποιημένη και παρεξηγημένη φιγούρα, που διασύρεται από τα μέσα ενημέρωσης:
«Οι πλιατσικολόγοι, όπως οι περισσότερες αμερικανικές φιγούρες, τελούν σε κατάσταση τεράστιας διαστρέβλωσης. Όταν οι πλιατσικολόγοι αναδύονται από κοινωνικά κινήματα, ο Τύπος τους απεικονίζει ως καιροσκόπους και παρείσακτους· όταν οι πλιατσικολόγοι καταστρέφουν περιουσίες ως απάντηση στην αστυνομική βία ή στη σιωπηλή φρίκη του καπιταλισμού, θεωρούνται παράνοιμοι και επιθετικοί. Οι παρουσιαστές και οι σχολιαστές αναπαριστούν τους πλιατσικολόγους ως ανεγκέφαλους και απολίτικους, σαν να μην είναι η λεηλασία μια εξαιρετικά ριψοκίνδυνη και υπολογισμένη πράξη».
Η μεταβολή της λεηλασίας σε ένα αξιοθαύμαστο ξέσπασμα υπέρ της ελευθερίας, μια μορφή συμπεριφοράς που ιστορικά ερμηνεύτηκε ως έκφραση διάβρωσης της κοινότητας επανεντάσσεται ως νομιμοποιημένη πολιτική δραστηριότητα.
Αυτό παρουσιάζει τη λεηλασία ως μια υπολογισμένη μορφή ορθολογικής πολιτικής συμπεριφοράς. Η μεταβολή της λεηλασίας σε ένα αξιοθαύμαστο ξέσπασμα υπέρ της ελευθερίας, μια μορφή συμπεριφοράς που ιστορικά ερμηνεύτηκε ως έκφραση διάβρωσης της κοινότητας επανεντάσσεται ως νομιμοποιημένη πολιτική δραστηριότητα.
Η αποκατάσταση της λεηλασίας εκφράζεται με τον πιο έντονο τρόπο στο πρόσφατο βιβλίο της Βίκυ Όστερβεϊλ, In Defense of Looting [Προς Υπεράσπιση της Λεηλασίας]. Σε μια άλλη εποχή αυτό το βιβλίο θα είχε απορριφθεί ως ναρκισσιστική και παιδαριώδης αναγωγή της βίας σε αυτοσκοπό. Επιφανειακά, το In Defense of Looting απηχεί το σκεπτικό ορισμένων από τους συνδικαλιστές και τους αναρχικούς των αρχών του 20ού αιώνα που πίστευαν ότι οι πράξεις βίας θα μπορούσαν να είναι εγγενώς ενάρετες. Ένα βιβλίο του Γάλλου συνδικαλιστή Ζωρζ Σορέλ, Σκέψεις Πάνω στη Βία, αποτύπωσε αυτή την οπτική. Ο Sorel εξισώνει τη βία με τη ζωή, τη δημιουργικότητα και την αρετή. Ωστόσο, παρά τη γοητεία του για τη βία, ο Σορέλ κατοικούσε σε ένα πολύ διαφορετικό διανοητικό και ηθικό σύμπαν από αυτό της Όστερβεϊλ. Δεν προσπάθησε να κάνει τη λεηλασία και την κλοπή να ακούγονται ως θετικά πράγματα. Σε σύγκριση με τους στοχασμούς των σύγχρονων απολογητών της λεηλασίας, ο Σορέλ εμφανίζεται ως ένας εκλεπτυσμένος και διαφοροποιημένος υποστηρικτής της βίας.
Η Όστερβεϊλ εξωραΐζει τις ταραχές απεικονίζοντάς τες ως μια μη εξαιρετέα, ακόμη και κοινότυπη μορφή μαζικής δράσης. Υποστηρίζει ότι η επίκληση της έννοιας αφορά κάθε στιγμή μαζικής αναταραχής ή εξέγερσης. Οι ταραχές είναι ένας χώρος στον οποίο μια μάζα ανθρώπων έχει δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία οι γενικοί νόμοι που διέπουν την κοινωνία δεν λειτουργούν πλέον και οι άνθρωποι μπορούν να ενεργούν με διαφορετικούς τρόπους στο δρόμο και τη δημόσια ζωή.
Από αυτή τη σκοπιά, οι ταραχές δεν αποτελούν στην πραγματικότητα μια μορφή παραβίασης του νόμου, δεδομένου ότι συμβαίνουν όταν οι νόμοι «δεν ισχύουν πλέον». Έτσι, η κατάρρευση του νόμου και της τάξης προηγείται μιας εξέγερσης και δεν την ακολουθεί.
Ορισμένοι απολογητές υποστηρίζουν την υπεράσπιση των λεηλασιών με την ιδέα ότι πρόκειται για μια λυπηρή αλλά αναπόφευκτη μορφή παράπλευρης απώλειας από την πράξη της διαμαρτυρίας. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από την άποψη που εκφράζει η Όστερβεϊλ. Υπεραμύνεται της λεηλασίας επειδή «χτυπά την καρδιά της ιδιοκτησίας, της λευκότητας και της αστυνομίας». Προφανώς το πλιάτσικο «παρέχει στους ανθρώπους μια φανταστική αίσθηση ελευθερίας και ευχαρίστησης και τους βοηθά να φανταστούν έναν κόσμο όπως θα μπορούσε να είναι». Υποστηρίζει με ενθουσιασμό τη λεηλασία ως χειραφετητική πράξη. Πιστεύει ότι «οι ταραχές και οι λεηλασίες βιώνονται ως κάτι το χαρούμενο και απελευθερωτικό».
Πρόκειται για μια γιορτή παιδικής ανευθυνότητας που μεταμφιέζεται σε πολιτική δήλωση. Η Όστερβεϊλ πιστεύει πραγματικά ότι το πλιάτσικο είναι καλό από μόνο του. Το «Ναι στη λεηλασία» είναι καλύτερο να θεωρηθεί ως σύμπτωμα της σημερινής πολιτιστικής και πολιτισμικής παρακμής. Η μετατροπή του βανδαλισμού σε μορφή ενάρετης συμπεριφοράς θα είχε σοκάρει ακόμη και τους πραγματικούς Βανδάλους που λεηλάτησαν τη Ρώμη και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην καταστροφή του πολιτισμού της.
Στην ιστορία, η βία και οι ταραχές οδήγησαν συχνά σε εξεγέρσεις και επαναστάσεις που κατέληξαν σε θετικά αποτελέσματα. Αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις, οι λεηλασίες, οι ταραχές και η μαζική βία δεν προωθήθηκαν ως αυτοσκοπός. Αντίθετα, θεωρούνταν ως το αναπόφευκτο μέσο για την επίτευξη ενός θετικού σκοπού. Οι δημοκρατικοί επαναστάτες δεν πανηγύριζαν για τις ταραχές και σίγουρα δεν υποστήριζαν τη λεηλασία ως αξιέπαινη μορφή πολιτικής συμπεριφοράς.
Έχω ζωντανές αναμνήσεις από το ξέσπασμα βίας που συνόδευσε την Ουγγρική Επανάσταση του 1956, όταν ήμουν εννέα ετών. Θυμάμαι ότι ενώ οι άνθρωποι διαμαρτύρονταν και πολεμούσαν κατά του καθεστώτος και κατά των σοβιετικών αφεντικών τους, δεν υπήρξε καμία λεηλασία. Θυμάμαι να βλέπω πινακίδες στις βιτρίνες των καταστημάτων που έγραφαν «Αυτή είναι η ιδιοκτησία μας», υποδηλώνοντας ότι όλοι είχαν ηθικό καθήκον να προστατεύουν την ιδιοκτησία αυτή. Σε πολλές περιπτώσεις είδα βιτρίνες όπου τα τζάμια είχαν θρυμματιστεί από τα πυρά των όπλων και των τανκ. Ωστόσο, κανείς δεν σκέφτηκε να πάρει τα εύκολα προσβάσιμα εμπορεύματα που παρέμεναν άθικτα στο εσωτερικό.
Το 1958, η πολιτική φιλόσοφος Χάνα Άρεντ σημείωσε το γεγονός ότι μια βίαιη επανάσταση θα μπορούσε να συνυπάρξει με μια ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι κάτι σαν λεηλασία ήταν αδιανόητο:
«Ως προς τη θετική του σημασία, το εξαιρετικό χαρακτηριστικό της [ουγγρικής] εξέγερσης ήταν ότι δεν προέκυψε χάος από τις ενέργειες ανθρώπων χωρίς ηγεσία και χωρίς προηγουμένως διατυπωμένο πρόγραμμα. Πρώτον, δεν υπήρξε καμία λεηλασία, καμία καταπάτηση της ιδιοκτησίας, ανάμεσα σε ένα πλήθος του οποίου το επίπεδο ζωής ήταν άθλιο και η δίψα τους για εμπορεύματα διαβόητη».
Η φτώχεια και η καταπίεση δεν μετατρέπουν τους ανθρώπους σε πλιατσικολόγους. Το 1956, η λεηλασία θεωρούνταν ανήθικη και εγκληματική συμπεριφορά. Σήμερα, κατά τραγικό τρόπο, η εξιδανίκευση της λεηλασίας δημιουργεί ένα κλίμα που καλλιεργεί τα χειρότερα ένστικτα των ανθρώπων. Υπό αυτή την έννοια, ο ρόλος που παίζουν οι απολογητές των μέσων ενημέρωσης είναι ακόμη χειρότερος από εκείνον των ίδιων των πλιατσικολόγων.
Ηθική δειλία
Δεν είναι όλοι οι απολογητές ολόψυχοι υποστηρικτές της λεηλασίας. Πολλά μέλη της αμερικανικής πολιτικής τάξης απλώς συναινούν στη λεηλασία από ηθική δειλία. Πάρτε την περίπτωση του γερουσιαστή του Δημοκρατικού Κόμματος Κρις Μέρφι από το Κονέκτικατ. Εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του τόσο στους αστυνομικούς πυροβολισμούς όσο και στις λεηλασίες. Έγραψε στο twitter: «Δεν είναι δύσκολο. Η αυτοδικία είναι κακή. Οι αστυνομικοί που πυροβολούν μαύρους στην πλάτη είναι κακό. Οι λεηλασίες και οι υλικές ζημιές είναι κακές… Δεν χρειάζεται να διαλέξετε. Μπορείς να είσαι εναντίον όλων αυτών. Μπορείς να είσαι απλά υπέρ της ειρήνης».
Αυτό παρουσιάζει τη λεηλασία ως μια υπολογισμένη μορφή ορθολογικής πολιτικής συμπεριφοράς. Η μεταβολή της λεηλασίας σε ένα αξιοθαύμαστο ξέσπασμα υπέρ της ελευθερίας, μια μορφή συμπεριφοράς που ιστορικά ερμηνεύτηκε ως έκφραση διάβρωσης της κοινότητας επανεντάσσεται ως νομιμοποιημένη πολιτική δραστηριότητα.
Η αποκατάσταση της λεηλασίας εκφράζεται με τον πιο έντονο τρόπο στο πρόσφατο βιβλίο της Βίκυ Όστερβεϊλ, In Defense of Looting [Προς Υπεράσπιση της Λεηλασίας]. Σε μια άλλη εποχή αυτό το βιβλίο θα είχε απορριφθεί ως ναρκισσιστική και παιδαριώδης αναγωγή της βίας σε αυτοσκοπό. Επιφανειακά, το In Defense of Looting απηχεί το σκεπτικό ορισμένων από τους συνδικαλιστές και τους αναρχικούς των αρχών του 20ού αιώνα που πίστευαν ότι οι πράξεις βίας θα μπορούσαν να είναι εγγενώς ενάρετες. Ένα βιβλίο του Γάλλου συνδικαλιστή Ζωρζ Σορέλ, Σκέψεις Πάνω στη Βία, αποτύπωσε αυτή την οπτική. Ο Sorel εξισώνει τη βία με τη ζωή, τη δημιουργικότητα και την αρετή. Ωστόσο, παρά τη γοητεία του για τη βία, ο Σορέλ κατοικούσε σε ένα πολύ διαφορετικό διανοητικό και ηθικό σύμπαν από αυτό της Όστερβεϊλ. Δεν προσπάθησε να κάνει τη λεηλασία και την κλοπή να ακούγονται ως θετικά πράγματα. Σε σύγκριση με τους στοχασμούς των σύγχρονων απολογητών της λεηλασίας, ο Σορέλ εμφανίζεται ως ένας εκλεπτυσμένος και διαφοροποιημένος υποστηρικτής της βίας.
Η Όστερβεϊλ εξωραΐζει τις ταραχές απεικονίζοντάς τες ως μια μη εξαιρετέα, ακόμη και κοινότυπη μορφή μαζικής δράσης. Υποστηρίζει ότι η επίκληση της έννοιας αφορά κάθε στιγμή μαζικής αναταραχής ή εξέγερσης. Οι ταραχές είναι ένας χώρος στον οποίο μια μάζα ανθρώπων έχει δημιουργήσει μια κατάσταση στην οποία οι γενικοί νόμοι που διέπουν την κοινωνία δεν λειτουργούν πλέον και οι άνθρωποι μπορούν να ενεργούν με διαφορετικούς τρόπους στο δρόμο και τη δημόσια ζωή.
Από αυτή τη σκοπιά, οι ταραχές δεν αποτελούν στην πραγματικότητα μια μορφή παραβίασης του νόμου, δεδομένου ότι συμβαίνουν όταν οι νόμοι «δεν ισχύουν πλέον». Έτσι, η κατάρρευση του νόμου και της τάξης προηγείται μιας εξέγερσης και δεν την ακολουθεί.
Ορισμένοι απολογητές υποστηρίζουν την υπεράσπιση των λεηλασιών με την ιδέα ότι πρόκειται για μια λυπηρή αλλά αναπόφευκτη μορφή παράπλευρης απώλειας από την πράξη της διαμαρτυρίας. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από την άποψη που εκφράζει η Όστερβεϊλ. Υπεραμύνεται της λεηλασίας επειδή «χτυπά την καρδιά της ιδιοκτησίας, της λευκότητας και της αστυνομίας». Προφανώς το πλιάτσικο «παρέχει στους ανθρώπους μια φανταστική αίσθηση ελευθερίας και ευχαρίστησης και τους βοηθά να φανταστούν έναν κόσμο όπως θα μπορούσε να είναι». Υποστηρίζει με ενθουσιασμό τη λεηλασία ως χειραφετητική πράξη. Πιστεύει ότι «οι ταραχές και οι λεηλασίες βιώνονται ως κάτι το χαρούμενο και απελευθερωτικό».
Πρόκειται για μια γιορτή παιδικής ανευθυνότητας που μεταμφιέζεται σε πολιτική δήλωση. Η Όστερβεϊλ πιστεύει πραγματικά ότι το πλιάτσικο είναι καλό από μόνο του. Το «Ναι στη λεηλασία» είναι καλύτερο να θεωρηθεί ως σύμπτωμα της σημερινής πολιτιστικής και πολιτισμικής παρακμής. Η μετατροπή του βανδαλισμού σε μορφή ενάρετης συμπεριφοράς θα είχε σοκάρει ακόμη και τους πραγματικούς Βανδάλους που λεηλάτησαν τη Ρώμη και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην καταστροφή του πολιτισμού της.
Στην ιστορία, η βία και οι ταραχές οδήγησαν συχνά σε εξεγέρσεις και επαναστάσεις που κατέληξαν σε θετικά αποτελέσματα. Αλλά σε αυτές τις περιπτώσεις, οι λεηλασίες, οι ταραχές και η μαζική βία δεν προωθήθηκαν ως αυτοσκοπός. Αντίθετα, θεωρούνταν ως το αναπόφευκτο μέσο για την επίτευξη ενός θετικού σκοπού. Οι δημοκρατικοί επαναστάτες δεν πανηγύριζαν για τις ταραχές και σίγουρα δεν υποστήριζαν τη λεηλασία ως αξιέπαινη μορφή πολιτικής συμπεριφοράς.
Έχω ζωντανές αναμνήσεις από το ξέσπασμα βίας που συνόδευσε την Ουγγρική Επανάσταση του 1956, όταν ήμουν εννέα ετών. Θυμάμαι ότι ενώ οι άνθρωποι διαμαρτύρονταν και πολεμούσαν κατά του καθεστώτος και κατά των σοβιετικών αφεντικών τους, δεν υπήρξε καμία λεηλασία. Θυμάμαι να βλέπω πινακίδες στις βιτρίνες των καταστημάτων που έγραφαν «Αυτή είναι η ιδιοκτησία μας», υποδηλώνοντας ότι όλοι είχαν ηθικό καθήκον να προστατεύουν την ιδιοκτησία αυτή. Σε πολλές περιπτώσεις είδα βιτρίνες όπου τα τζάμια είχαν θρυμματιστεί από τα πυρά των όπλων και των τανκ. Ωστόσο, κανείς δεν σκέφτηκε να πάρει τα εύκολα προσβάσιμα εμπορεύματα που παρέμεναν άθικτα στο εσωτερικό.
Το 1958, η πολιτική φιλόσοφος Χάνα Άρεντ σημείωσε το γεγονός ότι μια βίαιη επανάσταση θα μπορούσε να συνυπάρξει με μια ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι κάτι σαν λεηλασία ήταν αδιανόητο:
«Ως προς τη θετική του σημασία, το εξαιρετικό χαρακτηριστικό της [ουγγρικής] εξέγερσης ήταν ότι δεν προέκυψε χάος από τις ενέργειες ανθρώπων χωρίς ηγεσία και χωρίς προηγουμένως διατυπωμένο πρόγραμμα. Πρώτον, δεν υπήρξε καμία λεηλασία, καμία καταπάτηση της ιδιοκτησίας, ανάμεσα σε ένα πλήθος του οποίου το επίπεδο ζωής ήταν άθλιο και η δίψα τους για εμπορεύματα διαβόητη».
Η φτώχεια και η καταπίεση δεν μετατρέπουν τους ανθρώπους σε πλιατσικολόγους. Το 1956, η λεηλασία θεωρούνταν ανήθικη και εγκληματική συμπεριφορά. Σήμερα, κατά τραγικό τρόπο, η εξιδανίκευση της λεηλασίας δημιουργεί ένα κλίμα που καλλιεργεί τα χειρότερα ένστικτα των ανθρώπων. Υπό αυτή την έννοια, ο ρόλος που παίζουν οι απολογητές των μέσων ενημέρωσης είναι ακόμη χειρότερος από εκείνον των ίδιων των πλιατσικολόγων.
Ηθική δειλία
Δεν είναι όλοι οι απολογητές ολόψυχοι υποστηρικτές της λεηλασίας. Πολλά μέλη της αμερικανικής πολιτικής τάξης απλώς συναινούν στη λεηλασία από ηθική δειλία. Πάρτε την περίπτωση του γερουσιαστή του Δημοκρατικού Κόμματος Κρις Μέρφι από το Κονέκτικατ. Εξέφρασε την έντονη αντίθεσή του τόσο στους αστυνομικούς πυροβολισμούς όσο και στις λεηλασίες. Έγραψε στο twitter: «Δεν είναι δύσκολο. Η αυτοδικία είναι κακή. Οι αστυνομικοί που πυροβολούν μαύρους στην πλάτη είναι κακό. Οι λεηλασίες και οι υλικές ζημιές είναι κακές… Δεν χρειάζεται να διαλέξετε. Μπορείς να είσαι εναντίον όλων αυτών. Μπορείς να είσαι απλά υπέρ της ειρήνης».
Η φτώχεια και η καταπίεση δεν μετατρέπουν τους ανθρώπους σε πλιατσικολόγους. Το 1956, η λεηλασία θεωρούνταν ανήθικη και εγκληματική συμπεριφορά. Σήμερα, κατά τραγικό τρόπο, η εξιδανίκευση της λεηλασίας δημιουργεί ένα κλίμα που καλλιεργεί τα χειρότερα ένστικτα των ανθρώπων.
Ωστόσο, διέγραψε γρήγορα το tweet του. Και αυτή τη φορά αγνόησε την προηγούμενη συμβουλή του ότι «δεν χρειάζεται να επιλέξεις». Εξήγησε τη διαγραφή του tweet του με το σκεπτικό ότι «λανθασμένα έδωσε την εντύπωση πως πιστεύω ότι υπάρχει συμψηφισμός ανάμεσα σε μια δολοφονία και σε εγκλήματα εναντίον της ιδιοκτησίας».
Η αναγόρευση της λεηλασίας από τον Μέρφι σε «έγκλημα εναντίον της ιδιοκτησίας», και επομένως όχι άξιο έντονης ηθικής καταδίκης, απηχεί τη στάση πολλών σχολιαστών και πολιτικών του Δημοκρατικού Κόμματος. Αυτή η μορφή έμμεσης συγγνώμης για τις λεηλασίες αποσκοπεί στην εξουδετέρωση των ανησυχιών που πολλοί άνθρωποι αισθάνονται για τις ταραχές. Συχνά, οι έμμεσοι απολογητές των λεηλασιών και της βίας υιοθετούν τη στρατηγική της προσποίησης ότι τέτοιες συμπεριφορές είναι πολύ σπάνιες. Ισχυρίζονται ότι ο πρόεδρος Τραμπ και οι υποστηρικτές του έχουν λίγο πολύ εφεύρει το πρόβλημα της βίας και των λεηλασιών στις αμερικανικές πόλεις.
Ο Πωλ Κρούγκμαν, ο αρθρογράφος των New York Times, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση της προσέγγισης του «μη δίνετε μεγάλη σημασία στις ταραχές». Όπως και άλλοι, ισχυρίζεται ότι οι αμερικανικές πόλεις στην πραγματικότητα ειρηνικές και ήσυχες. Αναγνωρίζει ότι «υπήρξαν κάποιες λεηλασίες, υλικές ζημιές και βία που σχετίζονται με τις διαδηλώσεις του Black Lives Matter», αλλά ισχυρίζεται ότι «οι υλικές ζημιές ήταν μικρές σε σύγκριση με άλλες ταραχές του παρελθόντος». Την αυτάρεσκη προσποίηση του Κρούγκμαν συμμερίζονται και άλλα τμήματα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης.
Η άρνηση να αναγνωριστεί η καταστροφική κλίμακα που έχουν προσλάβει οι ταραχές στις πόλεις φάνηκε με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο από το CNN. Σε ένα πρόσφατο δελτίο ειδήσεων που απεικόνιζε την φλεγόμενη από τις ταραχές Κενόσα, η λεζάντα έγραφε: «Πυρκαγιά αλλά κυρίως ειρηνική διαμαρτυρία». Η απροθυμία του CNN να αναγνωρίσει την υπερβολικά καταστροφική πραγματικότητα είναι σύμπτωμα της απροθυμίας των μέσων ενημέρωσης να παρουσιάσουν τους ταραξίες με αρνητικό τρόπο. Πράγματι, σε μεγάλο μέρος των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, η λέξη «διαμαρτυρία» μετατρέπεται γρήγορα σε ευφημισμό για τις ταραχές. Όταν ένα δικαστήριο στο Όκλαντ της Καλιφόρνιας πυρπολήθηκε, το ABC News ανέφερε ότι μια «ειρηνική διαδήλωση [είχε] εκτραχυνθεί».
Οι επικεφαλής των αμερικανικών ειδησεογραφικών οργανισμών έχουν πλήρη επίγνωση των τραγικών συνεπειών των αστικών ταραχών. Αλλά αντί να αντιμετωπίσουν με ειλικρίνεια την πραγματικότητα, επέλεξαν να συγκαλύψουν τα πράγματα. Γιατί; Εν μέρει επειδή δεν θέλουν ο Τραμπ να αποκομίσει εκλογικό όφελος από τις ταραχές. Το πιο σημαντικό είναι ότι η απροθυμία τους να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα των ταραχών υποστηρίζεται από την αποδοχή της ταυτοτικής κοσμοθεωρίας που προωθείται από την BLM και άλλους.
Η μισαλλοδοξία της κουλτούρας ακύρωσης
Αυτή η νέα φιλοσοφία της βίας είναι άμεσο αποτέλεσμα της ισχυρής επιρροής των πολιτικών της ταυτότητας στον αγγλοαμερικανικό κόσμο. Τα πανεπιστημιακά κινήματα που συνδέονται με τις πολιτικές ταυτότητας έχουν απαξιώσει το φιλελεύθερο ιδεώδες της ανεκτικότητας. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ακαδημαϊκοί υποστηρικτές των πολιτικών ταυτότητας παρείχαν διανοητική και ηθική υποστήριξη σε μια προοπτική που είναι ρητά μισαλλόδοξη απέναντι στις απόψεις των άλλων. Όπως εξήγησα στο βιβλίο μου του 2016, What’s Happened to the University? (Τι συμβαίνει στο Πανεπιστήμιο;), η ελευθερία και η ανεκτικότητα έχουν υποβαθμιστεί σε αξίες δεύτερης κατηγορίας. Η αστυνόμευση της γλώσσας και της συμπεριφοράς έχει θεσμοθετηθεί στα αγγλοαμερικανικά πανεπιστήμια. Οι διαδηλωτές των πανεπιστημίων έχουν παραμερίσει τη μακραίωνη παράδοση των έντονων αντιπαραθέσεων και τώρα επιδιώκουν να φιμώσουν τους ανθρώπους με τους οποίους διαφωνούν.
Μέχρι πρόσφατα, η κουλτούρα ακύρωσης και οι θεσμικά υποστηριζόμενες πράξεις μισαλλοδοξίας περιορίζονταν στα πανεπιστήμια. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν υπήρχε μεγάλη ανάγκη για τη ρητή χρήση βίας, επειδή οι διοικητικοί υπάλληλοι των πανεπιστημίων αναλάμβαναν ευχαρίστως την ευθύνη για την αστυνόμευση του λόγου και των συμπεριφορών. Ωστόσο, η αποδοχή της κουλτούρας της ακύρωσης περιείχε πάντα το υπονοούμενο ότι η βία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του στόχου που ακυρωνόταν.
Και τα τελευταία χρόνια, η κουλτούρα της ακύρωσης έχει διαχυθεί στην υπόλοιπη κοινωνία. Τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο δημόσιος τομέας έχουν βρεθεί υπό την επιρροή της κουλτούρας ακύρωσης. Και όπως είδαμε αυτό το καλοκαίρι, στο λιγότερο ευγενικό περιβάλλον της αστικής Αμερικής, η κουλτούρα της ακύρωσης αποκτά μια πολύ πιο σκοτεινή και καταστροφική δυναμική.
Είναι οι μισαλλόδοξες θεωρίες που αναδύθηκαν στα πανεπιστήμια που παρέχουν τα θεμέλια για τη σημερινή φιλοσοφία της βίας. Σε αντίθεση με τους πλιατσικολόγους του παρελθόντος, οι σημερινοί πλιατσικολόγοι μπορούν να αντλήσουν από τους διανοητικούς και ηθικούς πόρους της κουλτούρας της ακύρωσης. Κατά συνέπεια, η ηθική αυθεντία που περιβάλλει τις λεηλασίες και τις ταραχές σήμερα είναι αρκετά ισχυρή για να φιμώσει εκείνους τους Αμερικανούς που ανησυχούν και θλίβονται από τα πρόσφατα γεγονότα. Θα έχουν ενημερωθεί από τους σχολιαστές των μέσων ενημέρωσης ότι το να αποκαλείς τους διαδηλωτές «ταραξίες» είναι μια πράξη ανάλγητου ρατσισμού. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί φοβούνται ότι αν αποκαλέσουν μια εξέγερση με το όνομά της, θα κατηγορηθούν ότι πρεσβεύουν τη λευκή υπεροχή.
Όταν τα υποτιθέμενα ελεύθερα μέσα ενημέρωσης αρνούνται να σκεφτούν ελεύθερα και να αναφέρουν αυτό που είναι εμφανές στα μάτια των ίδιων των τηλεθεατών τους, καταλαβαίνετε ότι η ελευθερία έχει μεγάλο πρόβλημα. Σε αυτή την εποχή του ηθικού αποπροσανατολισμού που τροφοδοτείται από τα μέσα ενημέρωσης, οι λεηλασίες είναι μικρότερο πρόβλημα από τους απολογητές της επικρατούσας τάσης που προσπαθούν να τις κανονικοποιήσουν και να αποσιωπήσουν τις ανησυχίες των ανθρώπων για τις ταραχώδεις καταστροφές.
Στον 20ό αιώνα, οι άνθρωποι που λεηλατούσαν είχαν την τάση να καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη συμπεριφορά τους. Μπορεί να λεηλατούσαν ούτως ή άλλως, αλλά σίγουρα δεν ήταν υπερήφανοι για τις πράξεις τους. Αντίθετα, οι σημερινοί πλιατσικολόγοι δεν βαρύνονται από αίσθημα ντροπής ή ενοχής. Αντιθέτως, μπορούν να στηριχθούν στην αφήγηση που κατασκευάζουν οι απολογητές των λεηλασιών και να αρχίσουν να θεωρούν τη συμπεριφορά τους ως απολύτως δικαιολογημένη. Έτσι, με τραγικό τρόπο, όταν οι λεηλασίες αγιοποιούνται, είναι θέμα χρόνου η φιλοσοφία της βίας να απειλήσει την ίδια τη δημοκρατία.
Ωστόσο, διέγραψε γρήγορα το tweet του. Και αυτή τη φορά αγνόησε την προηγούμενη συμβουλή του ότι «δεν χρειάζεται να επιλέξεις». Εξήγησε τη διαγραφή του tweet του με το σκεπτικό ότι «λανθασμένα έδωσε την εντύπωση πως πιστεύω ότι υπάρχει συμψηφισμός ανάμεσα σε μια δολοφονία και σε εγκλήματα εναντίον της ιδιοκτησίας».
Η αναγόρευση της λεηλασίας από τον Μέρφι σε «έγκλημα εναντίον της ιδιοκτησίας», και επομένως όχι άξιο έντονης ηθικής καταδίκης, απηχεί τη στάση πολλών σχολιαστών και πολιτικών του Δημοκρατικού Κόμματος. Αυτή η μορφή έμμεσης συγγνώμης για τις λεηλασίες αποσκοπεί στην εξουδετέρωση των ανησυχιών που πολλοί άνθρωποι αισθάνονται για τις ταραχές. Συχνά, οι έμμεσοι απολογητές των λεηλασιών και της βίας υιοθετούν τη στρατηγική της προσποίησης ότι τέτοιες συμπεριφορές είναι πολύ σπάνιες. Ισχυρίζονται ότι ο πρόεδρος Τραμπ και οι υποστηρικτές του έχουν λίγο πολύ εφεύρει το πρόβλημα της βίας και των λεηλασιών στις αμερικανικές πόλεις.
Ο Πωλ Κρούγκμαν, ο αρθρογράφος των New York Times, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση της προσέγγισης του «μη δίνετε μεγάλη σημασία στις ταραχές». Όπως και άλλοι, ισχυρίζεται ότι οι αμερικανικές πόλεις στην πραγματικότητα ειρηνικές και ήσυχες. Αναγνωρίζει ότι «υπήρξαν κάποιες λεηλασίες, υλικές ζημιές και βία που σχετίζονται με τις διαδηλώσεις του Black Lives Matter», αλλά ισχυρίζεται ότι «οι υλικές ζημιές ήταν μικρές σε σύγκριση με άλλες ταραχές του παρελθόντος». Την αυτάρεσκη προσποίηση του Κρούγκμαν συμμερίζονται και άλλα τμήματα των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης.
Η άρνηση να αναγνωριστεί η καταστροφική κλίμακα που έχουν προσλάβει οι ταραχές στις πόλεις φάνηκε με τον πιο εντυπωσιακό τρόπο από το CNN. Σε ένα πρόσφατο δελτίο ειδήσεων που απεικόνιζε την φλεγόμενη από τις ταραχές Κενόσα, η λεζάντα έγραφε: «Πυρκαγιά αλλά κυρίως ειρηνική διαμαρτυρία». Η απροθυμία του CNN να αναγνωρίσει την υπερβολικά καταστροφική πραγματικότητα είναι σύμπτωμα της απροθυμίας των μέσων ενημέρωσης να παρουσιάσουν τους ταραξίες με αρνητικό τρόπο. Πράγματι, σε μεγάλο μέρος των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης, η λέξη «διαμαρτυρία» μετατρέπεται γρήγορα σε ευφημισμό για τις ταραχές. Όταν ένα δικαστήριο στο Όκλαντ της Καλιφόρνιας πυρπολήθηκε, το ABC News ανέφερε ότι μια «ειρηνική διαδήλωση [είχε] εκτραχυνθεί».
Οι επικεφαλής των αμερικανικών ειδησεογραφικών οργανισμών έχουν πλήρη επίγνωση των τραγικών συνεπειών των αστικών ταραχών. Αλλά αντί να αντιμετωπίσουν με ειλικρίνεια την πραγματικότητα, επέλεξαν να συγκαλύψουν τα πράγματα. Γιατί; Εν μέρει επειδή δεν θέλουν ο Τραμπ να αποκομίσει εκλογικό όφελος από τις ταραχές. Το πιο σημαντικό είναι ότι η απροθυμία τους να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα των ταραχών υποστηρίζεται από την αποδοχή της ταυτοτικής κοσμοθεωρίας που προωθείται από την BLM και άλλους.
Η μισαλλοδοξία της κουλτούρας ακύρωσης
Αυτή η νέα φιλοσοφία της βίας είναι άμεσο αποτέλεσμα της ισχυρής επιρροής των πολιτικών της ταυτότητας στον αγγλοαμερικανικό κόσμο. Τα πανεπιστημιακά κινήματα που συνδέονται με τις πολιτικές ταυτότητας έχουν απαξιώσει το φιλελεύθερο ιδεώδες της ανεκτικότητας. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ακαδημαϊκοί υποστηρικτές των πολιτικών ταυτότητας παρείχαν διανοητική και ηθική υποστήριξη σε μια προοπτική που είναι ρητά μισαλλόδοξη απέναντι στις απόψεις των άλλων. Όπως εξήγησα στο βιβλίο μου του 2016, What’s Happened to the University? (Τι συμβαίνει στο Πανεπιστήμιο;), η ελευθερία και η ανεκτικότητα έχουν υποβαθμιστεί σε αξίες δεύτερης κατηγορίας. Η αστυνόμευση της γλώσσας και της συμπεριφοράς έχει θεσμοθετηθεί στα αγγλοαμερικανικά πανεπιστήμια. Οι διαδηλωτές των πανεπιστημίων έχουν παραμερίσει τη μακραίωνη παράδοση των έντονων αντιπαραθέσεων και τώρα επιδιώκουν να φιμώσουν τους ανθρώπους με τους οποίους διαφωνούν.
Μέχρι πρόσφατα, η κουλτούρα ακύρωσης και οι θεσμικά υποστηριζόμενες πράξεις μισαλλοδοξίας περιορίζονταν στα πανεπιστήμια. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, δεν υπήρχε μεγάλη ανάγκη για τη ρητή χρήση βίας, επειδή οι διοικητικοί υπάλληλοι των πανεπιστημίων αναλάμβαναν ευχαρίστως την ευθύνη για την αστυνόμευση του λόγου και των συμπεριφορών. Ωστόσο, η αποδοχή της κουλτούρας της ακύρωσης περιείχε πάντα το υπονοούμενο ότι η βία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του στόχου που ακυρωνόταν.
Και τα τελευταία χρόνια, η κουλτούρα της ακύρωσης έχει διαχυθεί στην υπόλοιπη κοινωνία. Τόσο ο ιδιωτικός όσο και ο δημόσιος τομέας έχουν βρεθεί υπό την επιρροή της κουλτούρας ακύρωσης. Και όπως είδαμε αυτό το καλοκαίρι, στο λιγότερο ευγενικό περιβάλλον της αστικής Αμερικής, η κουλτούρα της ακύρωσης αποκτά μια πολύ πιο σκοτεινή και καταστροφική δυναμική.
Είναι οι μισαλλόδοξες θεωρίες που αναδύθηκαν στα πανεπιστήμια που παρέχουν τα θεμέλια για τη σημερινή φιλοσοφία της βίας. Σε αντίθεση με τους πλιατσικολόγους του παρελθόντος, οι σημερινοί πλιατσικολόγοι μπορούν να αντλήσουν από τους διανοητικούς και ηθικούς πόρους της κουλτούρας της ακύρωσης. Κατά συνέπεια, η ηθική αυθεντία που περιβάλλει τις λεηλασίες και τις ταραχές σήμερα είναι αρκετά ισχυρή για να φιμώσει εκείνους τους Αμερικανούς που ανησυχούν και θλίβονται από τα πρόσφατα γεγονότα. Θα έχουν ενημερωθεί από τους σχολιαστές των μέσων ενημέρωσης ότι το να αποκαλείς τους διαδηλωτές «ταραξίες» είναι μια πράξη ανάλγητου ρατσισμού. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί φοβούνται ότι αν αποκαλέσουν μια εξέγερση με το όνομά της, θα κατηγορηθούν ότι πρεσβεύουν τη λευκή υπεροχή.
Όταν τα υποτιθέμενα ελεύθερα μέσα ενημέρωσης αρνούνται να σκεφτούν ελεύθερα και να αναφέρουν αυτό που είναι εμφανές στα μάτια των ίδιων των τηλεθεατών τους, καταλαβαίνετε ότι η ελευθερία έχει μεγάλο πρόβλημα. Σε αυτή την εποχή του ηθικού αποπροσανατολισμού που τροφοδοτείται από τα μέσα ενημέρωσης, οι λεηλασίες είναι μικρότερο πρόβλημα από τους απολογητές της επικρατούσας τάσης που προσπαθούν να τις κανονικοποιήσουν και να αποσιωπήσουν τις ανησυχίες των ανθρώπων για τις ταραχώδεις καταστροφές.
Στον 20ό αιώνα, οι άνθρωποι που λεηλατούσαν είχαν την τάση να καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη συμπεριφορά τους. Μπορεί να λεηλατούσαν ούτως ή άλλως, αλλά σίγουρα δεν ήταν υπερήφανοι για τις πράξεις τους. Αντίθετα, οι σημερινοί πλιατσικολόγοι δεν βαρύνονται από αίσθημα ντροπής ή ενοχής. Αντιθέτως, μπορούν να στηριχθούν στην αφήγηση που κατασκευάζουν οι απολογητές των λεηλασιών και να αρχίσουν να θεωρούν τη συμπεριφορά τους ως απολύτως δικαιολογημένη. Έτσι, με τραγικό τρόπο, όταν οι λεηλασίες αγιοποιούνται, είναι θέμα χρόνου η φιλοσοφία της βίας να απειλήσει την ίδια τη δημοκρατία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου