Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2022
Η Ρώμη και ο κόσμος της: 12. Στάση Κολοσσαίο
Αυτά περίπου (και πολλά άλλα) είπε ο Ουμβρίκιος σε ένα από τα πιο διάσημα ποιήματα που έγραψε ο σατιρικός Ιουβενάλης γύρω στα 120 μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αδριανός. Γέννημα και θρέμμα της Ρώμης, ο Ουμβρίκιος παίρνει τον έναν δρόμο που οδηγούσε έξω από τη Ρώμη σε μια εποχή που, όπως έλεγε ο κόσμος, «όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στη Ρώμη». Τι τύπος είναι ο Ουμβρίκιος; Είναι δικαιολογημένα τα παράπονά του ή υπερβάλλει; Νιώθει πραγματικά ότι η Ρώμη είναι τόπος αβίωτος ή απλώς δεν έχει αρκετά χρήματα για το νοίκι της πανάκριβης γκαρσονιέρας στην περιοχή του Κολοσσαίου;
Την εποχή αυτή στη περιοχή της πρωτεύουσας έχουν συσσωρευτεί τουλάχιστον ενάμισι εκατομμύριο ανθρώπινες ψυχές. Η Ρώμη υπήρξε η μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη του αρχαίου κόσμου - και ταυτόχρονα η πιο προβληματική. Οι εύποροι έχτιζαν επαύλεις στις πλαγιές των εφτά λόφων της και απολάμβαναν ειδυλλιακά ηλιοβασιλέματα· οι άλλοι, που ήταν πολύ περισσότεροι, έμεναν σε λαϊκές, ασφυκτικά πυκνοκατοικημένες, συνοικίες, σε στενόχωρα διαμερίσματα διώροφων ή τριώροφων πολυκατοικιών. Το συνολικό μήκος των οδικών αρτηριών της πόλης ξεπερνούσε τα 100 χιλιόμετρα, αλλά με εξαίρεση δυο τρεις κεντρικές λεωφόρους οι περισσότεροι δρόμοι ήταν εξαιρετικά στενοί. Πόσοι κάτοικοι ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο; Σχεδόν όσοι και σήμερα σε κάποια συνοικία της Αθήνας ή της Θεσσαλονίκης, μια και οι ρωμαϊκές οικογένειες, κυρίως οι πιο φτωχές, ήταν συνήθως πολύτεκνες.
Τη μέρα, οι στενοί αυτοί δρόμοι φιλοξενούσαν την κίνηση των πεζών, των αμαξών και των ζώων που χρησιμοποιούνταν για μεταφορές, τους διάφορους πλανόδιους πωλητές που έστηναν πάγκους και μαγαζάκια όπου υπήρχε κενός χώρος, τους αργόσχολους περιπατητές, τους ζητιάνους που έπιαναν τις γωνιές και τις στοές, τις συνοδείες των επισήμων που μεταφέρονταν σε φορεία πολυτελείας, στρατιωτικά αγήματα που μετακινούνταν προς διάφορες κατευθύνσεις, παιδιά που έπαιζαν και κηδείες που, όταν ο μακαρίτης τύχαινε να είναι «μέγας και τρανός», έκοβαν την κυκλοφορία για κάμποση ώρα, όση χρειάζονταν για να παρελάσουν οι συγγενείς και οι φίλοι με τα παράσημα και τα οικογενειακά λάβαρα. Αστυνομία, με τη σημερινή έννοια, δεν υπήρχε, ούτε και κώδικας οδικής συμπεριφοράς· η πυροσβεστική υπηρεσία δεν είχε εφευρεθεί ακόμη, οι πυρκαγιές, όμως, ήταν στην ημερήσια διάταξη· οι άμαξες που μετέφεραν υλικά, τρόφιμα και εμπορεύματα μέσα σε τέτοιες συνθήκες προκαλούσαν συχνά ατυχήματα, αλλά κανένας δεν αναλάμβανε επισήμως να αποφασίσει ποιος ήταν φταίχτης, και τα θύματα, που ήταν έτοιμα για όλα, το τελευταίο που μπορούσαν να περιμένουν ήταν η αποζημίωση. Τον φίλο μας τον Ουμβρίκιο τον ξενύχιασε μια μέρα η αρβύλα ενός βλοσυρού και βιαστικού στρατιώτη - αλλά, την εποχή αυτή, ούτε η απλή «συγνώμη» ήταν ιδιαίτερα εύχρηστη.
Και τη νύχτα; Τη μέρα κινδύνευες από το κυκλοφοριακό, τη νύχτα από την εγκληματικότητα. Χωρίς ηλεκτρικό, Δημόσια Επιχείρηση Φωτισμού και πανσέληνο, στις πόλεις του αρχαίου κόσμου η νύχτα ήταν περίπου τόσο μαύρη όσο και στα βουνά· αλλά τα βουνά ήταν ασφαλέστερα από τις πόλεις, όπου έστηναν πανηγύρι τα κακοποιά στοιχεία. Φυσικά, όσο μεγαλύτερη η πόλη, τόσο πιο σκούρα τα πράγματα - και πουθενά τόσο σκούρα όσο στη Ρώμη. Το σοβαρότερο πρόβλημα ήταν οι λωποδύτες: παραμόνευαν σε απόμακρες γωνιές, έκαναν έφοδο και ήταν τέλεια εκπαιδευμένοι στο να σου πάρουν σε χρόνο ρεκόρ ό,τι κουβαλούσες ή φορούσες. Εννοείται ότι συνέβαιναν και όλα τα χειρότερα του αστυνομικού δελτίου.
Μια λύση ήταν να αποφεύγεις να κυκλοφορείς κατά τις προχωρημένες ώρες· η άλλη ήταν να είσαι αρκετά ευκατάστατος ώστε να διαθέτεις δούλους που κρατούσαν πυρσούς για φωτισμό και «μπράβους», ει δυνατόν πολύ «φουσκωτούς», για την περίπτωση επίθεσης από τα παιδιά της νύχτας. Λίγοι Ρωμαίοι μπορούσαν να διαθέτουν άνδρες προσωπικής ασφάλειας· οι περισσότεροι προτιμούσαν να πηγαίνουν νωρίς για ύπνο.
Τι άλλο ήταν η Ρώμη; Ήταν η πιο ακριβή πρωτεύουσα της αρχαιότητας. Δεν ξέρουμε πόσο πήγαινε το νοίκι με θέα τον νεόκτιστο Παρθενώνα του Περικλή, και είναι περίπου βέβαιο ότι τα σπίτια δίπλα στον σπαρτιατικό Ευρώτα ήταν πάμφθηνα· αλλά είναι ακόμη πιο βέβαιο ότι, με τόσους ξένους και τόσο αυξημένη ζήτηση για στέγη, ακόμη και οι τρώγλες στις συνοικίες της Ρώμης είχαν γίνει φύκια που νοικιάζονταν για μεταξωτές κορδέλες. Φυσικά για γκαρσονιέρα με θέα το Κολοσσαίο, ούτε λόγος.
Έχουμε και λέμε: κυκλοφοριακό, ηχορύπανση, εγκληματικότητα, υψηλό κόστος ζωής. Αρκετοί και σοβαροί λόγοι για να αποχαιρετήσεις τη Ρώμη που σιχαίνεσαι, πλην ο Ουμβρίκιος έχει κι άλλα ζόρια που μπορεί να είναι και σοβαρότερα. Το ένα έχει να κάνει με αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «τα ήθη» της πρωτεύουσας: η Ρώμη δεν συγχωρεί όσους δεν έχουν χρήματα και όσους δεν είναι έτοιμοι να κάνουν τα πάντα για τα αποκτήσουν· η Ρώμη είναι εκτροφείο κοινωνικής υποκρισίας, νεοπλουτίστικης επίδειξης, ματαιοδοξίας και ψευδαίσθησης. Στη Ρώμη δεν φτάνει να είσαι κάτι, πρέπει και να φαίνεσαι ότι είσαι κάτι· και το χειρότερο, πρέπει να φαίνεσαι ότι είσαι κάτι κι ας μην είσαι τίποτε στην πραγματικότητα. Οικονομική ολιγαρχία, κυκλώματα εξουσίας και παρατρεχάμενοι, υψηλή ραπτική και «λάιφ στάιλ», προκλητική σπατάλη από έχοντες και μη έχοντες, «σαλονάτοι» ψευτοδιανοούμενοι και ψευτολογοτέχνες - όλα τα διαπλεκόμενα σινάφια της «υψηλής κοινωνίας» που δεν αντέχει πια ο Ουμβρίκιος. Και τι άλλο δεν αντέχει ο φίλος μας;
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου