Όλοι νομίζουμε πως είμαστε μοναδικοί μέσα σ’ ένα κοπάδι από πρόβατα. Το κατά πόσον όμως είμαστε όντως μοναδικοί ή όχι, αυτό είναι μια άλλη ιστορία…
Το προπτυχιακό μάθημα Ψυχολογίας της Προσωπικότητας του καθηγητή Ρίτσαρντ Μόρλαντ στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ έμοιαζε μ’ ένα από τα πολλά μαθήματα που μπορεί να έχετε παρακολουθήσει στο πανεπιστήμιο. Οι διαλέξεις γίνονταν σε ένα μεγάλο αμφιθέατρο που είχε σχήμα βεντάλιας και καθίσματα αθλητικού σταδίου. Ο χώρος είχε περίπου διακόσιες θέσεις, οι οποίες γέμιζαν κυρίως από πρωτοετείς και δευτεροετείς φοιτητές, μαζί με λίγους τριτοετείς και τελειόφοιτους. Οι μισοί περίπου από τους φοιτητές ήταν άντρες, οι μισές γυναίκες, ενώ υπήρχε και η συνήθης ποικιλία από αθλητές και σπασίκλες, χασομέρηδες και καπάτσους
Στα μαθήματα ψυχολογίας δίνεται συχνά η δυνατότητα να πάρει κάποιος επιπλέον βαθμό για τη συμμετοχή του σε ακαδημαϊκή έρευνα – και το μάθημα του καθηγητή Μόρλαντ δεν διέφερε σ’ αυτό. Στο τέλος του εξαμήνου οι φοιτητές ρωτήθηκαν αν θα ήθελαν να συμπληρώσουν ένα σύντομο ερωτηματολόγιο. Οι περισσότεροι δέχτηκαν
Το ερωτηματολόγιο ήταν απλό. Οι φοιτητές, άντρες και γυναίκες, είδαν τις φωτογραφίες τεσσάρων γυναικών (Α, Β, Γ και Δ) και τους ζητήθηκε να απαντήσουν σε μερικές ερωτήσεις για καθεμία από αυτές. Πόσο ελκυστική έβρισκαν κάθε γυναίκα; Πίστευαν πως η παρέα της θα ήταν ευχάριστη; Θα ήθελαν να γίνουν φίλοι μαζί της;
Καμία από τις τέσσερις γυναίκες δεν είχε κάτι ξεχωριστό. Όλες τους έμοιαζαν με κλασικές φοιτήτριες πανεπιστημίου. Ήταν περίπου στην ίδια ηλικία, φορούσαν απλά ρούχα και είχαν την εμφάνιση οποιασδήποτε κοπέλας θα μπορούσε να κάθεται στη διπλανή σου θέση καθ’ όλη τη διάρκεια του εξαμήνου.
Πράγμα που είχε όντως συμβεί. Εν αγνοία τους, οι φοιτητές του μαθήματος του καθηγητή Μόρλαντ είχαν συμμετάσχει σε ένα σύνθετο πείραμα
Καθ’ όλη τη διάρκεια του εξαμήνου οι γυναίκες των οποίων οι φωτογραφίες είχαν χρησιμοποιηθεί στην έρευνα προσποιούνταν ότι ήταν φοιτήτριες του μαθήματος. Έφταναν λίγα λεπτά προτού ξεκινήσει η διάλεξη, περπατούσαν αργά προς το μπροστινό μέρος της αίθουσας και κάθονταν σε τέτοιο σημείο ώστε να μπορούν να τις δουν οι περισσότεροι συμφοιτητές τους. Κατά τη διάρκεια των διαλέξεων παρέμεναν ήσυχες, άκουγαν και κρατούσαν σημειώσεις. Όταν οι διαλέξεις τελείωναν, μάζευαν τα πράγματά τους και έφευγαν από την αίθουσα μαζί με τους υπόλοιπους. Εκτός από το ότι δεν είχαν εγγραφεί στο μάθημα, σε ελάχιστα διέφεραν από τους υπόλοιπους φοιτητές.
Υπήρχε όμως μία σημαντική λεπτομέρεια. Κάθε γυναίκα παρακολούθησε διαφορετικό αριθμό μαθημάτων. Η τάξη του καθηγητή Μόρλαντ έκανε σαράντα μαθήματα κατά τη διάρκεια του εξαμήνου. Η Γυναίκα Α δεν εμφανίστηκε σε κανένα μάθημα, η Γυναίκα Β εμφανίστηκε σε πέντε μαθήματα, η Γυναίκα Γ σε δέκα και η Γυναίκα Δ σε δεκαπέντε.
Είναι αυτονόητο πως κάθε άνθρωπος ελκύεται από διαφορετικά στοιχεία. Κάποιοι προτιμούν τις ξανθές, άλλοι τις μελαχρινές. Κάποιες γυναίκες θέλουν τους άντρες τους ψηλούς, μελαχρινούς και ελκυστικούς, ενώ άλλες έχουν διαφορετικές προτιμήσεις (να και μια καλή είδηση για τους κοντούς, χλομούς και λιγότερο όμορφους από εμάς).
Δεν μας εκπλήσσει καθόλου, λοιπόν, το ότι οι διάφοροι φοιτητές είδαν με διαφορετικό τρόπο τις διάφορες γυναίκες. Κάποιοι βρήκαν κούκλα τη Γυναίκα Α, άλλοι προτίμησαν τη Γυναίκα Γ. Σε κάποιους άρεσαν τα μάτια της Γυναίκας B, άλλοι βρήκαν πιο ελκυστική τη Γυναίκα Δ. Όμως, παρά τις όποιες ιδιοσυγκρασιακές προτιμήσεις, υπήρξε ένα χαρακτηριστικό μοτίβο. Οι γυναίκες που είχαν εμφανιστεί στο μάθημα περισσότερες φορές θεωρήθηκαν πιο ελκυστικές. Η γυναίκα που είχε εμφανιστεί σε δεκαπέντε μαθήματα θεωρήθηκε περισσότερο ελκυστική από αυτήν που είχε εμφανιστεί σε δέκα· η οποία με τη σειρά της θεωρήθηκε ελκυστικότερη από τη γυναίκα που είχε εμφανιστεί σε πέντε, και πάει λέγοντας. Όσο συχνότερα βλέπουμε κάποιον τόσο περισσότερο μας αρέσει
Πιθανόν να αναρωτιέστε μήπως η γυναίκα που εμφανίστηκε σε δεκαπέντε μαθήματα ήταν απλώς πιο εμφανίσιμη. Μπορεί δηλαδή να ήταν εκ φύσεως πιο ελκυστική. Κάτι τέτοιο όμως δεν ίσχυε. Οι φοιτητές που δεν είχαν παρακολουθήσει το μάθημα βρήκαν όλες τις γυναίκες εξίσου ελκυστικές. Απουσία του διαφορετικού βαθμού έκθεσης σε αυτές, οι τέσσερις γυναίκες έμοιαζαν μεταξύ τους.
Μήπως οι φοιτητές είχαν γνωριστεί καλύτερα με τις γυναίκες που είχαν παρακολουθήσει περισσότερες φορές το μάθημα; Η απάντηση είναι και πάλι αρνητική. Μολονότι οι γυναίκες αυτές παρακολουθούσαν το μάθημα, δεν είχαν ποτέ αλληλεπιδράσει, με λεκτικό ή μη λεκτικό τρόπο, με κανέναν από τους φοιτητές.
Στους φοιτητές άρεσαν περισσότερο κάποιες από τις γυναίκες επειδή τις είχαν δει περισσότερες φορές. Οι φοιτητές βρήκαν περισσότερο ελκυστικές και εκδήλωσαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον να γνωρίσουν όσες γυναίκες είχαν πιο συχνή παρουσία στο μάθημα – μόνο και μόνο δηλαδή επειδή είχαν δει τις συγκεκριμένες γυναίκες λίγο περισσότερες φορές
Ίσως η ιδέα ότι η απλή έκθεση ενισχύει την προτίμηση να μοιάζει αρχικά παράδοξη, εντούτοις έχει καταδειχθεί από εκατοντάδες πειράματα. Είτε πρόκειται για πρόσωπα στην επετηρίδα του πανεπιστημίου, είτε για διαφημιστικά μηνύματα, είτε για κατασκευασμένες λέξεις, φρουτοχυμούς, ακόμα και κτήρια, όσο περισσότερο οι άνθρωποι βλέπουν κάτι τόσο περισσότερο αυτό τούς αρέσει. Η εξοικείωση οδηγεί σε αρέσκεια.
Κι ενώ ήδη είναι από μόνη της προκλητική η ιδέα πως όταν βλέπουμε κάτι συχνότερα το προτιμάμε και περισσότερο, υπάρχει άλλη μια πτυχή της απλής έκθεσης που την κάνει ακόμη πιο ενδιαφέρουσα: έχουμε απόλυτη άγνοια ότι συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Όταν οι φοιτητές στο μάθημα του Μόρλαντ ρωτήθηκαν αν είχαν δει προηγουμένως κάποια από τις γυναίκες, σχεδόν κανένας απ’ αυτούς δεν συνειδητοποίησε πως πράγματι τις είχε δει. Αν μάλιστα κάποιος ρωτούσε τους φοιτητές κατά πόσον η άποψή τους καθορίστηκε από το γεγονός ότι είχαν δει τις συγκεκριμένες γυναίκες περισσότερες φορές, οι φοιτητές θα τον κοιτούσαν σαν τρελό.Φυσικά και όχι, θα έλεγαν. Γιατί να μου φαίνεται κάποια γυναίκα περισσότερο ελκυστική μόνο και μόνο επειδή την είδα λίγες φορές παραπάνω; Κι όμως, αυτό συνέβαινε.
Διότι, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, είμαστε όλοι μας φοιτητές στο μάθημα του Μόρλαντ. Υποτιμούμε τον αντίκτυπο της κοινωνικής επίδρασης στη συμπεριφορά μας μόνο και μόνο γιατί δεν συνειδητοποιούμε ότι υπάρχει. Όταν αναζητούμε ενδείξεις για το ότι η κοινωνική επίδραση διαμόρφωσε τη συμπεριφορά μας, συχνά δεν βρίσκουμε ούτε μία. Δεν έχουμε επίγνωση ότι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο επηρεαζόμαστε, ως εκ τούτου υποθέτουμε πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη· ωστόσο, η έλλειψη επίγνωσης της επίδρασης δεν σημαίνει πως αυτή δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου