Εκείνη όμως η ανθρώπινη γενιά πάνω στη γη ήταν πολύ πιο σκληρή, πράγμα φυσικό, αφού την είχε δημιουργήσει η σκληρή γη, φτιαγμένη εσωτερικά με κόκαλα μεγαλύτερα και πιο γερά, με τις σάρκες κολλημένες με δυνατούς τένοντες, μια φυλή που δεν την πείραζε εύκολα ούτε η ζέστη ούτε το κρύο ούτε η ασυνήθιστη τροφή ούτε καμιά σωματική αδυναμία.
Περνούσαν τη ζωή τους όλο περιπλανήσεις, κατά τη διάρκεια πολλών περιστροφών του ήλιου, σαν αγρίμια. Δεν υπήρχε κανένας ρωμαλέος οδηγός του κυρτού αλετριού, κανένας δεν ήξερε να καλλιεργεί τα χωράφια με σιδερένιο υνί ούτε να μπήγει στη γη τρυφερά βλαστάρια ούτε να κόβει με κλαδευτήρι τα παλιά κλαδιά από τα ψηλά δέντρα. Αυτό που είχε δώσει ο ήλιος και οι βροχές, αυτό που είχε δημιουργήσει η γη μόνη της, ήταν δώρο αρκετό, για να ευχαριστήσει τις καρδιές τους.
Τις πιο πολλές φορές τρέφονταν με βαλανίδια. Και τα κούμαρα που βλέπεις τώρα να ωριμάζουν με το πορφυρό τους χρώμα το χειμώνα, τότε η γη τα έβγαζε άφθονα και πολύ πιο μεγάλα. Ακόμα η θαλερή τότε νεότητα του κόσμου έβγαζε άφθονη τροφή σκληρή, αλλά κατάλληλη για τους φτωχούς θνητούς.
Αλλά τα ποτάμια και οι πηγές τους καλούσαν να σβήσουν τη δίψα τους, όπως τώρα το νερό που πέφτει από τα ψηλά βουνά καλεί από μακριά τα διψασμένα αγρίμια. Τέλος κατοικούσαν στις κατοικίες των νυμφών, μέσα στα δάση, γνωστές από τις περιπλανήσεις τους, απ’ όπου μάθαιναν πως ρέματα τρεχάμενα πλένουν με τα κύματά τους τους υγρούς βράχους, τους σκεπασμένους με μούσκλια, όλο σταγόνες υγρούς βράχους, και πως σε μερικά μέρη ξεχειλίζουν κι απλώνονται στις ανοιχτές πεδιάδες.
Δεν ήξεραν ακόμα να δουλεύουν πράγματα με τη φωτιά ούτε να χρησιμοποιούν τα δέρματα και να ντύνουν το σώμα τους με τα τομάρια των αγριμιών. Ζούσαν στα δάση, στις σπηλιές των βουνών και στους λόγγους, έκρυβαν τα βρόμικα κορμιά τους στους θάμνους, για να γλιτώσουν από τα μαστιγώματα των ανέμων και τις βροχές.
Δεν μπορούσαν να φροντίζουν τα κοινά αγαθά ούτε ήξεραν να ρυθμίζουν τις μεταξύ τους σχέσεις με έθιμα και νόμους. Καθένας έπαιρνε τη λεία που του πρόσφερε η τύχη, μαθημένος να ‘ναι δυνατός για τον εαυτό του και να ζει μόνος του. Η Αφροδίτη μέσα στα δάση ένωνε τα κορμιά των εραστών. Τους ένωνε η αμοιβαία επιθυμία ή η ορμητική δύναμη κι ο δυνατός πόθος του άντρα ή η προσφορά: βαλανίδια και κούμαρα ή διαλεχτά αχλάδια.
Με τη θαυμαστή ικανότητα των χεριών και των ποδιών τους κυνηγούσαν τα είδη των αγριμιών στα δάση με ρόπαλα βαριά και πετώντας πέτρες. Τα περισσότερα τα νικούσαν κι από μερικά γλίτωναν μέσα σε κρυψώνες.
Σαν τ’ αγριογούρουνα, όταν τους έβρισκε η νύχτα, τέντωναν τ’ άγρια κορμιά τους χάμω και τυλίγονταν με φύλλα και κλαδιά. Δεν έψαχναν για τη μέρα και για τον ήλιο θρηνώντας μέσα στα δάση, γυρνώντας τρομαγμένοι μες στις σκιές της νύχτας, αλλά περίμεναν βουβοί, θαμμένοι στον ύπνο, πότε θ’ απλώσει ο ήλιος με το ρόδινο πυρσό του το φως στον ουρανό. Αφού είχαν συνηθίσει από παιδιά να βλέπουν πάντα το σκοτάδι και το φως να παρουσιάζονται διαδοχικά, δεν ήταν δυνατό ν’ απορούν ή να φοβούνται μήπως χαθεί το φως του ήλιου και μια αιώνια νύχτα απλωθεί στη γη.
Αλλά περισσότερο τους ανησυχούσαν τ’ αγρίμια που τάραζαν συχνά την ησυχία αυτών των δυστυχισμένων. Διωγμένοι από την κατοικία τους, αναγκάζονταν να φύγουν από τα πέτρινα καταφύγιά τους, όταν ερχόταν ένα αγριογούρουνο με αφρισμένο στόμα ή ένα δυνατό λιοντάρι, και, βαθιά μεσάνυχτα, παραχωρούσαν τρομαγμένοι τα στρωμένα με φύλλα κρεβάτια τους στους άγριους επισκέπτες.
Ούτε εξάλλου τα γένη των θνητών τότε, περισσότερο από τώρα, άφηναν το γλυκό φως της ζωής με θρήνους. Γιατί τότε ήταν ευκολότερο να πιαστεί ο καθένας και να προσφέρει τον εαυτό του ζωντανή τροφή στα θηρία, ξεσκισμένος από τα δόντια τους, γεμίζοντας με το θρήνο του λαγκάδια, βουνά και δάση, βλέποντας τη ζωντανή σάρκα του μέσα σε τάφο ζωντανό.
Εκείνοι όμως που σώζονταν με τη φυγή, κρατώντας ύστερα τις τρεμάμενες παλάμες τους πάνω στις πληγές τους καλούσαν με τρομερές φωνές τον Άδη, ως τη στιγμή που άγριοι πόνοι τους στερούσαν τη ζωή, χωρίς βοήθεια, χωρίς να ξέρουν τι φροντίδα χρειάζονταν οι πληγές τους.
Όμως δεν έστελνε στον όλεθρο μια μονάχα μέρα πολλές χιλιάδες άντρες παραταγμένους κάτω απ’ τις σημαίες, ούτε πελώρια ταραγμένα κύματα έριχναν με δύναμη πάνω στους βράχους καράβια κι ανθρώπους. Αλλά μάταια, στα χαμένα συχνά σηκωνόταν κι αγρίευε η θάλασσα ή άφηνε να πέφτουν χωρίς λόγο οι κούφιες απειλές της. Δεν μπορούσε να ξεγελάσει κανένα με τη δόλια απάτη της ηρεμίας της, με τα γελαστά κύματά της. Η ανόσια τέχνη της ναυσιπλοΐας τότε βρισκόταν στο σκοτάδι. Τον καιρό εκείνο η έλλειψη της τροφής πρόσφερε τα κορμιά στο θάνατο. Αντίθετα, τώρα τα πνίγει η αφθονία. Εκείνοι από άγνοια έχυναν οι ίδιοι μέσα τους το δηλητήριο, τώρα, πιο τεχνικά, το δίνουν οι ίδιοι σε άλλους.
Ύστερα, όταν άρχισαν να χρησιμοποιούν καλύβες, δέρματα και τη φωτιά, και η γυναίκα, ζευγαρωμένη με τον άντρα, μπήκε σε σπίτι, έγιναν γνωστοί οι νόμοι του γάμου και είδαν να γεννιούνται απόγονοι, άρχισε τότε για πρώτη φορά να ημερεύει το ανθρώπινο γένος. Γιατί η φωτιά φρόντισε να μην μπορούν τα σώματά τους, που τουρτούριζαν, ν’ αντέχουν κάτω απ’ το θόλο τ’ ουρανού και η Αφροδίτη περιόρισε τις δυνάμεις τους, τα παιδιά με τα χάδια εύκολα έσπασαν το περήφανο φρόνημα των γονιών τους.
Τότε επίσης άρχισαν οι γείτονες να συνάπτουν φιλικούς δεσμούς μεταξύ τους με την επιθυμία να μην προκαλούν ούτε να παθαίνουν κακό, ζήτησαν προστασία για τα παιδιά και το γυναικείο φύλο, όταν έδειχναν με χειρονομίες και φωνές, με λόγια μπερδεμένα, πως είναι δίκαιο όλοι να σπλαχνίζονται τον αδύνατο. Δεν ήταν όμως δυνατό να επικρατεί σε κάθε περίπτωση η ομόνοια, αλλά αρκετοί καλοί σέβονταν τίμια τις συνθήκες. Αλλιώς το ανθρώπινο γένος από τότε κιόλας θα είχε αφανιστεί εντελώς και δε θα μπορούσε να συνεχίσει μέχρι σήμερα τη διαιώνισή του.
Λουκρήτιος, Η φύση των πραγμάτων (Lucretius – De rerum natura)
Ο Τίτος Λουκρήτιος Κάρος (λατινικά: Titus Lucretius Carus, 94 π.Χ. – 15 Οκτωβρίου 55 π.Χ.) ήταν Ρωμαίος ποιητής και φιλόσοφος. Το μόνο γνωστό του έργο είναι το εκτενές φιλοσοφικό ποίημα ), 7.415 στίχων με επικούρεια θεματολογία.
ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΑ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΟΣ
ΑπάντησηΔιαγραφή