Αν είναι αλήθεια αυτό που λέω, ότι δηλαδή οι φόβοι κατανικώνται με τη δράση, θα πρέπει ο κανόνας να ισχύει και σ’ αυτήν εδώ την περίπτωση του φόβου. Και ισχύει.
Το μοναδικό αντίδοτο που υπάρχει για να μη φοβάται κανείς τον θάνατο, είναι η επαφή με τη δράση της ζωής. Αυτός που φοβάται τον θάνατο, σε κάποια στιγμή της ζωής του ξέκοψε απ’ τη δράση σε τέτοιο βαθμό, που απόμεινε καθηλωμένος στον φόβο.
Δες πόσο ξεκάθαρο είναι: Τι είναι αυτό που μας κάνει να φοβόμαστε τον θάνατο; Το δίχως άλλο, κάτι που έχει να κάνει με την ιδέα του ανολοκλήρωτου, με την ιδέα ότι θα πάψουμε να χαιρόμαστε, με την ιδέα όσων δεν έχουμε κάνει ακόμα κι όσων θα έπρεπε να έχουν γίνει και δεν έγιναν.
Απ’ αυτήν την άποψη, είναι εύκολο να καταλάβεις τι προτείνω: για να ξεπεράσω τον φόβο του θανάτου, ο τρόπος είναι να πάψω να αναμοχλεύω συνεχώς τα πράγματα, και να παρατήσω την κλάψα για τούτο και για τ’ άλλο. Αντί γι’ αυτό, καλά θα κάνω να καθίσω να συλλογιστώ όλα αυτά που ακόμα δεν έγιναν. Να συνδεθώ μια για πάντα με τη δράση και ν’ αρχίσω να ενεργώ. Στον φόβο του θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου, τι είναι αυτό που με φοβίζει; Σίγουρα, το ότι θα το χάσω, ότι δεν θα είμαι μαζί του, κ.λπ. Γιατί όμως; Ίσως για όλα αυτά που δεν κάναμε μαζί, για όσα δεν του έδωσα, για όλα όσα ανέβαλα. Τι καλά που θα ήταν, λοιπόν, αν κοίταζα στ’ αλήθεια ποιες είναι οι εκκρεμότητες που έχω με κάθε αγαπημένο μου πρόσωπο, τι δεν έχω κάνει ενώ θα το ήθελα, κι έτσι ν’ αποδιώξω τον φόβο του θανάτου…
Ασφαλώς, στη σκέψη ότι δεν θα μπορέσουμε ν’ αντέξουμε τη ζωή χωρίς την παρουσία του αγαπημένου προσώπου, και μπροστά στην αδυναμία να φανταστούμε Τον θάνατό του, κάθε άνθρωπος τρομάζει. Δε χωράει αμφιβολία ότι η θλίψη που προκαλεί ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου είναι το φοβερότερο συναίσθημα που μπορεί κανείς να σκεφτεί, και το λυπηρότερο που μπορεί να υποθέσει. Και τότε σκεφτόμαστε τον δικό μας θάνατο ως διαφυγή από παρόμοιο πόνο. Έχουμε τόσο συνηθίσει να φοβόμαστε τη θλίψη, κι έχουμε τόσο καλά εκπαιδευτεί να τρέμουμε τον πόνο, που προτιμάμε συχνά τη σκέψη του δικού μας θανάτου, από την οδύνη της θλίψης. Δυστυχώς, —ή ίσως όχι και τόσο δυστυχώς—, κανενός η ζωή δεν είναι αιώνια, και συνεπώς, αργά ή γρήγορα, όλοι θα εγκαταλείψουμε κάποιον ή κάποιος θα εγκαταλείψει εμάς. Είτε μας αρέσει είτε όχι, —ευτυχώς λέω εγώ—, η ζωή μας είναι καθορισμένη και ο χρόνος μας πεπερασμένος.
Αυτή η συναίσθηση του περιορισμού μάς διαφοροποιεί από τα άλλα έμβια όντα, και αποτελεί κληρονομιά —κατά πάσα πιθανότητα αποκλειστική—, του ανθρώπινου είδους. Είναι βέβαιο πως η φύση τείνει προς την ισορροπία αλλά αυτό είναι άλλο, κι άλλο είναι να αποδεχτούμε το ένστικτο του θανάτου, να το αναζητήσουμε και να καταλήξουμε να το επιθυμούμε ασυνείδητα. Αυτά είναι πράγματα που δυσκολεύομαι πολύ να αποδεχτώ. Το δίχως άλλο, το ότι είμαστε εφήμεροι —όπως έλεγε κι ο Μικρός Πρίγκιπας για το τριαντάφυλλο, στο βιβλίο του Σαιντ Εξυπερύ— είναι γεγονός, και πρέπει να μάθουμε να ζούμε μ’ αυτό- δεν γίνεται αλλιώς.»
Κάθε φορά που αισθάνεσαι τον φόβο του θανάτου, ψάξε μέσα σου να βρεις τι δεν έχεις κάνει ακόμα, ή τι φοβάσαι πως δεν θα προλάβεις να κάνεις… κι αμέσως μετά, όταν θα έχεις πια καταλάβει, σταμάτα να χάνεις τον καιρό σου σε κουβέντες και πήγαινε να τακτοποιήσεις τις εκκρεμότητές σου… Το λέω μισο-αστεία, αλλά το λέω και μισο-σοβαρά.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου