5.6.1. Πλούσιος, σακάτης ή νεκρός
Στη Ρώμη όλοι με λένε Πορσήνα, αλλά το πραγματικό μου όνομα είναι Νέκαρ. Είμαι Γερμανός, και γεννήθηκα σ᾽ ένα χωριό του Μέλανα Δρυμού, όπου μαζί με τη μάνα, τον πατέρα μου και οκτώ αδέρφια πέρασα σκληρά αλλά ήσυχα παιδικά χρόνια κάνοντας τον γεωργό και τον υλοτόμο - όπως άλλωστε όλοι οι κάτοικοι της περιοχής. Ήμουν είκοσι χρονών, όταν ο αυτοκράτορας Δομιτιανός ήρθε στα μέρη μας με τις λεγεώνες του. Ήρθε, έλεγαν τότε, για να υποτάξει τους πολεμάρχους της περιοχής που δεν έμεναν ήσυχοι και που είχαν κάνει παλιότερα ζημιές στον ρωμαϊκό στρατό. Μπορεί να είναι κι έτσι· αλλά εγώ πιστεύω ότι οι Ρωμαίοι θα έρχονταν μια μέρα έτσι κι αλλιώς, γιατί είχαν σχέδιο να κάνουν τα μέρη μας δικά τους. Πολέμησα μαζί με τα τρία μεγαλύτερα αδέρφια μου. Οι δυο σκοτώθηκαν, ο τρίτος δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε, εγώ πιάστηκα αιχμάλωτος και μεταφέρθηκα στη Ρώμη. Εκεί ο Ρωμαίος αξιωματικός, που ήταν και το αφεντικό μου, με οδήγησε σε έναν δουλέμπορο, που φαινόταν πολύ ευχαριστημένος που με έβλεπε, αφού ήμουν ψηλός, γεροδεμένος, με δυνατές πλάτες, και σίγουρα θα έπιανα πολύ καλή τιμή στην αγορά.
Δεν ήταν γραφτό μου να καταλήξω δούλος όπως οι περισσότεροι από τους συμπατριώτες μου που ήρθαν αιχμάλωτοι στην Ιταλία. Την πρώτη κιόλας μέρα που ο νέος ιδιοκτήτης μου με έβγαλε στο παζάρι για πούλημα, ένας μελαμψός και βλοσυρός τύπος με πρόσεξε, με εξέτασε με το βλέμμα του από την κορφή ως τα νύχια και άρχισε αμέσως να κάνει ερωτήσεις στον δουλέμπορο. Δεν καταλάβαινα γιατί δεν ήξερα ακόμη τη γλώσσα των Ρωμαίων. Ο πελάτης με πλησίασε, άνοιξε το στόμα μου, κοίταξε τα δόντια και ψηλάφησε με τα χέρια του το πάνω μέρος του κορμιού μου, κάνοντας συνεχώς μορφασμούς που μάλλον έδειχναν ικανοποίηση. Μετά, από ό,τι κατάλαβα, άρχισε να παζαρεύει την τιμή. Δεν καθυστέρησε πολύ. Το «εμπόρευμα» του άρεσε και πρέπει να έδωσε κάτι παραπάνω για να το αποκτήσει.
Με ανέβασαν πάνω σε μια άμαξα, πάντα αλυσοδεμένο. Το ταξίδι πρέπει να κράτησε πολλές ώρες, γιατί θυμάμαι ότι κοιμήθηκα, ξύπνησα και ξανακοιμήθηκα. Φτάσαμε κάποτε σ᾽ ένα κτήμα κοντά στη Νάπολη (όπως έμαθα αργότερα). Είχε μια τεράστια αυλή και γύρω τρία ή τέσσερα κτίρια χτισμένα έτσι που να σχηματίζουν κάτι σαν τετράγωνο που του έλειπε η μια πλευρά. Στον χώρο της αυλής άντρες με γυμνασμένα σώματα, άλλοι γυμνοί κι άλλοι φορώντας πανοπλίες και κρατώντας διάφορα όπλα, έκαναν ασκήσεις. Με κατέβασαν και με πήγαν μέσα σ᾽ ένα από τα κτίρια - σ᾽ ένα δωμάτιο, μάλλον μικρό, με εφτά κρεβάτια. Σε λίγο εμφανίστηκε πάλι εκείνος ο βλοσυρός τύπος που με είχε αγοράσει. Μαζί του είχε κάποιον που μου φαινόταν γνώριμος - γνώριμος γιατί, όπως σε λίγο κατάλαβα, ήταν ίδια ράτσα μ᾽ εμένα, Γερμανός. Μιλούσε πολύ διαφορετικά από ό,τι στα δικά μας μέρη, αλλά τον καταλάβαινα και με καταλάβαινε αρκετά καλά. Ρώτησε το όνομα μου. Του είπα το όνομα και ότι πεινούσα πολύ. Κάτι είπε στον μελαμψό τύπο κι εκείνος χαμογέλασε αινιγματικά. Τότε ο συμπατριώτης μου υποσχέθηκε ότι στο εξής θα έτρωγα σαν βασιλιάς· θα έτρωγα σαν βασιλιάς, αλλά θα γυμναζόμουν σκληρά από το πρωί ως το βράδυ. Βρισκόμουν, μου είπε, στην πιο φημισμένη Σχολή Μονομάχων της Ιταλίας. Από εκεί θα έβγαινα με τον καιρό μονομάχος και, ποιος ξέρει, μπορεί να γινόμουν πλούσιος. «Πλούσιος;» ρώτησα, χωρίς να καταλαβαίνω. «Πλούσιος,» μου είπε, «ή σακάτης, ή νεκρός. Από σένα εξαρτάται.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου