1. Γιατί ο θάνατος είναι «γρίφος» για τον χριστιανό; Γιατί να είναι «αίνιγμα» ο θάνατος για τον χριστιανισμό όταν σύνολο το δόγμα του στηρίζεται στην ανάσταση τού Κυρίου του ο οποίος «πάτησε τον θάνατο με θάνατο»; Αφού το χριστιανικό δόγμα απάντησε στον «γρίφο» τού θανάτου, λύνοντάς τον με την μετά θάνατον ζωή; Για τον χριστιανισμό, όπως και για κάθε χριστιανό, ο θάνατος δεν είναι τίποτε άλλο από μετάβαση από τη γη στον ουρανό, από την περατότητα στην αθανασία.
Η καταγωγική καταστρατήγηση τού άκρως ανθρώπινου που είναι ο θάνατος, από την πλατωνική φιλοσοφία και τον κατ’ επέκτασή του αντιγραφέα της χριστιανισμού, συνιστά το άκρον άωτον τής απαξίωσης τού ίδιου τού ανθρώπου – όχι μόνο ως πλάσματος τού Δημιουργού (αυτό κι αν αποτελεί σημείο καθοριστικής σημασίας για την ίδια την χριστιανική κοσμοαντίληψη) αλλά ως θνητού και αναπαραγωγικού όντος (η εκδίωξη από τον Παράδεισο που προσέδωσε στον άνθρωπο την θνητότητα και την σεξουαλικότητα).
Πλάτων: «Λένε λοιπόν ότι η ψυχή τού ανθρώπου είναι αθάνατη και για ορισμένο χρόνο αυτή φτάνει σε ένα τέλος –αυτό το ονομάζουν θάνατο– και σε ορισμένο πάλι χρόνο αυτή γεννιέται και δεν χάνεται ποτέ». Μένων, 81b.
Για τούς έμπειρους τού εκκλησιαστικού γεγονότος, ο θάνατος τού σώματος είναι η απαρχή νέου τρόπου ύπαρξης διαφορετικού από την βιολογική επιβίωση, τις χαρές και τις δυσκολίες τής επί γης συμβίωσης. Αυτός ο μεταθανάτιος τρόπος ύπαρξης δεν μπορεί να σημανθεί με τα σημαίνοντα τής γλώσσας που υπηρετεί την επικοινωνία στον παρόντα επίγειο βίο.
Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει: Καμία φαντασία δεν μπορεί να εντοπίσει τον Θεό. επειδή απλούστατα ο Θεός υπερβαίνει και την ύπαρξη και ό,τι μπορούμε να νοήσουμε ως ύπαρξη. Διότι ο Θεός δεν είναι «κάπου» [σε αισθητό τόπο], αλλά πέρα από κάθε πεδίο αισθητού τόπου, όπου [σε απόλυτη ελευθερία από χωρικές διαστάσεις/αποστάσεις] θα πραγματώσει-συγκροτήσει/συστήσει ο Θεός την ακεραιότητα τού υπάρχειν. Όμως ο Θεός ούτε σε κάποιον τρόπο ύπαρξης πειθαρχεί (τρόπο ευρύτερο τής δικής του ύπαρξης) ούτε υπάρχει με τον τρόπο των υπαρκτών. Προφανώς ξεπερνάει κάθε δυνατότητα γνώσης, τι τελικά είναι;
Έχουμε λοιπόν και λέμε: από την μια υπάρχει, υπογραμμισμένος, τρόπος ύπαρξης τού Θεού, από την άλλη, δεν τον συλλαμβάνει η γλώσσα, άρα ούτε η νόηση. Δεν γίνεται νοητός ούτε ως νοητός. Εντούτοις συνιστά μία άλλη ζωή, τι ζωή όμως είναι αυτή αν δεν είναι όντως υπαρκτή ζωή; Δεν πρόκειται για την πνευματικότητα ή για κάτι παρόμοιο, διότι στην «σύλληψη» αυτή η πρώτη που κατατροπώνεται είναι η πνευματικότητα, κι όταν λέμε «πνευματικότητα» εννοούμε «στοχαστικότητα», ό,τι πιο αντίθετο από το πνεύμα τού Χριστιανισμού.
Αν η λέξη θάνατος παραπέμπει σε οδύνη, πόνο, ανυπόφορη στέρηση, είναι γιατί καταργεί-μηδενίζει την ανθρώπινη παρουσία: την υπαρκτική ψυχοσωματική μοναδικότητα (ετερότητα) που τη γνωρίζουμε από την εμπειρία άμεσης σχέσης.
Λίγο πιο πριν: Οι πληροφορίες των αισθήσεων και η κατανόησή τους με βεβαιώνουν για τις συνέπειες τού θανάτου: στην κατάσταση τού θανάτου η ύπαρξη αδρανεί, δεν ενεργείται, το υπαρκτικό γίγνεσθαι διακόπτεται, έχει τελειώσει, το κορμί που πραγματώνει (κάνει γεγονός) την ύπαρξη σήπεται, διαλύεται, χάνεται. Ο πρώην έναντι άλλος, νεκρός, δεν είναι πια μια ενεργούμενη ετερότητα, είναι ό,τι και μία πέτρα, μια ποσότητα χώμα. Δεν κινείται, δεν αισθάνεται, δεν αναπνέει, δεν βλέπει, δεν ακούει, δεν μιλάει, δεν σκέπτεται – δεν λειτουργεί καμία από τις λειτουργίες που τον καθιστούσαν υπαρκτό ον.
Αυτή η «πραγματολογική» περιγραφή τού ανθρώπινου τέλους, επιτρέπει να διατηρεί ακόμα την πίστη του στην υπέρβασή του, λες και η περιγραφή του αφορά μία κατάσταση που όντως επιτρέπει την αποκατάστασή της. Πόσο ικανή μπορεί να είναι η νόηση ώστε να καταργήσει την αδήριτη πραγματικότητα ενός φυσικού γεγονότος;
Γίνεται σαφές ότι αυτό που περιγράφεται, το «πάτησε» ο αναστάς Χριστός. Η εν λόγω ανάσταση τίθεται στην Α΄ προς Κορινθίους, 15, 12-15 ως εξής: «Ει δε Χριστός κηρύσσεται ότι εκ νεκρών εγήγερται, πώς λέγουσιν εν υμίν τινές ότι αναστάς εκ νεκρών ουκ έστιν; Ει δε ανάστασις νεκρών ουκ έστιν, ουδέ Χριστός εγήγερται. Ει δε Χριστός ου εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή και η πίστις ημών».
Αυτό δηλώνει ότι μόνον η πίστη κάνει υπαρκτή την ανάσταση, η πίστη όμως δεν είναι ποτέ αξιόπιστη εκτός κι αν αποδειχθεί αυτό στο οποίο πιστεύει κανείς. Η πίστη στην ανάσταση τού Χριστού ποτέ δεν αποδείχθηκε – η μόνη απόδειξη είναι η αναμενόμενη Δευτέρα Παρουσία τού αναστάντος, η οποία αναμένεται εσαεί. Άρα, κενόν το κήρυγμα ημών, κενή και η πίστις ημών.
Ποτέ δεν έπαψε, ούτε θα πάψει να πεθαίνει ο άνθρωπος. Αν έπαυε, δεν θα ήταν άνθρωπος. Με την έννοια αυτή, ο τίτλος «ο Γρίφος θάνατος» καταργεί, ακυρώνει, ευθέως ολόκληρο το άρθρο, διότι ολόκληρο το άρθρο αποτελεί κατάργηση, ακύρωση τού τίτλου του.
2. Ο χριστιανισμός, μαζί με τον πλατωνισμό, είναι η πιο τερατώδης παρανόηση τού ανθρώπου, η οποία οδήγησε και στην ευτελέστερη χειραγώγησή του.
ΔΕΣ: Στην σκακιέρα του βιβλικού «Θεού»
3. Μαζί με την ανάσταση, μία άλλη έννοια, η αγάπη, αποτελεί τον δεύτερο μέγα πυλώνα τού χριστιανικού δόγματος.
Το να παραινείς «αγαπάτε», το να προστάζεις «αγάπα», αναιρεί την ουσία αυτού τού ρήματος/αισθήματος. Ποτέ η αγάπη δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο προτροπής, ποτέ η αγάπη δεν επιβάλλεται, δεν καταναγκάζεται, δεν διατάσσεται, έστω καλοπροαίρετα. Η αγάπη είναι πάντα κίνηση αυτεξούσια, διάθεση αυθόρμητη, πέρα από θεωρίες, κηρύγματα, κατευθύνσεις, οδηγίες, κανόνες. Η αγάπη έχει, σύμφωνα με τον Πασκάλ, την λογική τής καρδιάς που δεν την έχει η λογική.
Αυτή ωστόσο η παρανόηση, δεν είναι παρά η μία πλευρά τής ολικής παρανόησης που αντικείμενό της είναι ο όλος άνθρωπος. Ο διαχωρισμός του στα δύο, σώμα και ψυχή, προκαθορίζει την καταστροφική συνέπεια/συνέχεια ενός δόγματος που καθιστά τον χριστιανισμό έναν αντί-ανθρωπισμό, και κατ’ επέκταση έναν μηδενισμό.
Όταν το χριστιανικό δόγμα διακηρύσσει ότι «ο Θεός είναι αγάπη», ότι την αγάπη αυτή ο Θεός την δίνει, τίθεται ένα ερώτημα, αφελές ίσως εκ πρώτης όψεως: πώς την δίνει ο Θεός αυτή την αγάπη που είναι ο ίδιος; Διότι ή την δίνεις έμπρακτα ή δεν την δίνεις. Πώς ο Θεός δίνει έμπρακτα την αγάπη;
Ας δεχτούμε ότι πράγματι δίνει έμπρακτα την αγάπη του, όπως δίνει έμπρακτα την βοήθειά του, την συμπόνια του, την παρηγοριά, την ευσπλαχνία του, κτλ. Όλα αυτά όμως αποτελούν χαρακτηριστικά μιας αληθινής, ένσαρκης ύπαρξης. Είναι αποκλειστικώς ανθρώπινα. Μόνον ο άνθρωπος συμπεριφέρεται έτσι, και συμπεριφέρεται έτσι επειδή έχει αισθήματα και αισθήσεις. Μπορεί το μη-αισθητό να έχει αισθήματα και αισθήσεις; Είδαμε προηγουμένως, με τα λόγια τού Μάξιμου ότι ο Θεός ούτε καν νοείται. Πώς ένα ούτε καν νοητό ον μπορεί να έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά;
Ανθρωπομορφισμός, φυσικά. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, ως έχων ανθρώπινα χαρακτηριστικά, διαθέτει και όλα τα άλλα; Έχει σώμα; Είναι άνθρωπος ο Θεός; Είναι και θνητός; Διότι, δεν γίνεται να προσφέρει αγάπη, κτλ. και συγχρόνως να είναι μη υπαρκτός, να μην υπόκειται στον χρόνο, να είναι αθάνατος. Ένα από τα δύο.
Υπάρχει ο Θεός, όχι προκαθορισμένος να υπάρχει από αναγκαιότητα που προηγείται τής ύπαρξής του. Υπάρχει, επειδή ελεύθερα αγαπάει: επειδή ιδρυτικό τού υπάρχειν γεγονός είναι η τριαδικότητά του – η αγαπητική ελευθερία είναι ανάρχως ιδρυτική (Αιτιώδης Αρχή) τού υπαρκτικού γεγονότος. «Ο Θεός αγάπη εστί», κραυγάζουν αναπόδεικτα οι χριστιανοί.
3. Μαζί με την ανάσταση, μία άλλη έννοια, η αγάπη, αποτελεί τον δεύτερο μέγα πυλώνα τού χριστιανικού δόγματος.
Το να παραινείς «αγαπάτε», το να προστάζεις «αγάπα», αναιρεί την ουσία αυτού τού ρήματος/αισθήματος. Ποτέ η αγάπη δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο προτροπής, ποτέ η αγάπη δεν επιβάλλεται, δεν καταναγκάζεται, δεν διατάσσεται, έστω καλοπροαίρετα. Η αγάπη είναι πάντα κίνηση αυτεξούσια, διάθεση αυθόρμητη, πέρα από θεωρίες, κηρύγματα, κατευθύνσεις, οδηγίες, κανόνες. Η αγάπη έχει, σύμφωνα με τον Πασκάλ, την λογική τής καρδιάς που δεν την έχει η λογική.
Αυτή ωστόσο η παρανόηση, δεν είναι παρά η μία πλευρά τής ολικής παρανόησης που αντικείμενό της είναι ο όλος άνθρωπος. Ο διαχωρισμός του στα δύο, σώμα και ψυχή, προκαθορίζει την καταστροφική συνέπεια/συνέχεια ενός δόγματος που καθιστά τον χριστιανισμό έναν αντί-ανθρωπισμό, και κατ’ επέκταση έναν μηδενισμό.
Όταν το χριστιανικό δόγμα διακηρύσσει ότι «ο Θεός είναι αγάπη», ότι την αγάπη αυτή ο Θεός την δίνει, τίθεται ένα ερώτημα, αφελές ίσως εκ πρώτης όψεως: πώς την δίνει ο Θεός αυτή την αγάπη που είναι ο ίδιος; Διότι ή την δίνεις έμπρακτα ή δεν την δίνεις. Πώς ο Θεός δίνει έμπρακτα την αγάπη;
Ας δεχτούμε ότι πράγματι δίνει έμπρακτα την αγάπη του, όπως δίνει έμπρακτα την βοήθειά του, την συμπόνια του, την παρηγοριά, την ευσπλαχνία του, κτλ. Όλα αυτά όμως αποτελούν χαρακτηριστικά μιας αληθινής, ένσαρκης ύπαρξης. Είναι αποκλειστικώς ανθρώπινα. Μόνον ο άνθρωπος συμπεριφέρεται έτσι, και συμπεριφέρεται έτσι επειδή έχει αισθήματα και αισθήσεις. Μπορεί το μη-αισθητό να έχει αισθήματα και αισθήσεις; Είδαμε προηγουμένως, με τα λόγια τού Μάξιμου ότι ο Θεός ούτε καν νοείται. Πώς ένα ούτε καν νοητό ον μπορεί να έχει ανθρώπινα χαρακτηριστικά;
Ανθρωπομορφισμός, φυσικά. Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός, ως έχων ανθρώπινα χαρακτηριστικά, διαθέτει και όλα τα άλλα; Έχει σώμα; Είναι άνθρωπος ο Θεός; Είναι και θνητός; Διότι, δεν γίνεται να προσφέρει αγάπη, κτλ. και συγχρόνως να είναι μη υπαρκτός, να μην υπόκειται στον χρόνο, να είναι αθάνατος. Ένα από τα δύο.
Υπάρχει ο Θεός, όχι προκαθορισμένος να υπάρχει από αναγκαιότητα που προηγείται τής ύπαρξής του. Υπάρχει, επειδή ελεύθερα αγαπάει: επειδή ιδρυτικό τού υπάρχειν γεγονός είναι η τριαδικότητά του – η αγαπητική ελευθερία είναι ανάρχως ιδρυτική (Αιτιώδης Αρχή) τού υπαρκτικού γεγονότος. «Ο Θεός αγάπη εστί», κραυγάζουν αναπόδεικτα οι χριστιανοί.
4. Εδώ περνάμε στο ερεβώδες στάδιο μιάς διανοητικής σύλληψης που κυριάρχησε κατά τούς πρώτους αιώνες τού χριστιανισμού, με τις αλλεπάλληλες Συνόδους με τις οποίες, μέσα από αβυσσαλέες αλληλοεξοντώσεις, οι Πατέρες τής Εκκλησίας κωδικοποίησαν και επτασφράγισαν το χριστιανικό modus vivendi για τούς επόμενους αιώνες μέχρι σήμερα.
Ο Χρήστος Δ. Μεράντζας, στο βιβλίο του «Ο αντεστραμμένος Διόνυσος» (εκδ. Σμίλη, 2011), γράφει:
«Μπορεί οι διωγμοί (των χριστιανών) να διαρθρώθηκαν γύρω από την αιματηρή εκμετάλλευση και απίσχναση τού χριστιανικού σώματος, χρησίμευσαν όμως στην Εκκλησία ως επικοινωνιακά εργαλεία στην προσπάθεια να καταστεί μια φαινομενικά παθητική πρακτική αντίστασης το μέσο ενός νέου μηχανισμού θρησκευτικής αυθεντίας, ο οποίος μετασχημάτισε τον ανθρώπινο πόνο σε εργαλείο αυτογνωσίας. Στη βάση τής κατασκευής τής συλλογικής χριστιανικής μνήμης βρισκόταν το σπαραγμένο και διαμελισμένο σώμα τού μάρτυρα ή, με τούς όρους τής ρωμαϊκής πολιτικής ιδεολογίας, το απαξιωμένο σώμα ενός κοινωνικού απόβλητου, ιδωμένο στα ακρότατα όρια τής εκμηδένισης και εξουδετέρωσής του. Η χριστιανική μνήμη κλήθηκε να συντηρήσει την οδύνη τού βασανιζόμενου μάρτυρα σε μία εκ των υστέρων απόπειρα αποκατάστασης τής αλήθειας τής πίστης των βασανισθέντων. Μέσα από τον βασανισμό τους οι χριστιανοί μάρτυρες αναδείχθηκαν σε σύμβολα τής νίκης τής πίστης, ενώ τα διαμελισμένα σώματά τους κατέστησαν τεκμήρια μιας νέας κατανόησης τής κοινωνικής πραγματικότητας, που εκτεινόταν πολύ πέρα από τα φυσικά όρια τής ανθρώπινης ύπαρξης. Όταν οι χριστιανοί μάρτυρες προσέφεραν οικειοθελώς τον εαυτό τους στους δημίους τους για θυσία, αναγνώριζαν με αυτόν τον τρόπο τη συμπόρευσή τους με τον θεάνθρωπο Χριστό, ο οποίος υπέστη πρώτος τον μαρτυρικό θάνατο θυσιαζόμενος για την σωτηρία τού ανθρώπινου γένους. Η Εκκλησία, επιχειρώντας να συγκροτήσει την ταυτότητά της, προσέδωσε πολύ νωρίς στο μαρτύριο μία αυτοδίκαιη σωτηριολογική αξία που συνιστούσε ταυτόχρονα πηγή και απώτερο προορισμό της. Όπως συνέβη και στη συνέχεια με τις ασκητικές πρακτικές, με τις οποίες το συνδέει μια ισοδύναμη σχέση μετουσιωμένης ανδρείας, το μαρτύριο διάνοιξε τη δυνατότητα μιας μόνιμης και διαρκούς συνάντησης με τον θεό. Το σώμα τού μάρτυρα κατέστη σώμα τής αγιότητας, καθώς κάθε μέρος του λειτουργούσε ως υποκατάστατο τού θεού». (σελ. 273-277-278-284)
Ο Μισέλ Φουκώ, από την δική του πλευρά, προσφέρει μία ολοκληρωμένη εικόνα τού πώς αντιμετωπίστηκε/χρησιμοποιήθηκε το σώμα κατά τούς πρώιμους αιώνες τού χριστιανισμού: Εντούτοις, τον 4ο αιώνα το ζήτημα τής παρθενίας εγγράφεται εντός ενός πλαισίου, πλαίσιο το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται να τροποποιήσει το ίδιο το ζήτημα: ανάπτυξη τής ασκητείας, οργάνωση τού μοναχισμού, εφαρμογή τεχνικών για τη διακυβέρνηση τού εαυτού και των άλλων, διευθέτηση τού πολύπλοκου καθεστώτος τής αλήθειας των ψυχών. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε σχηματικά αυτήν την τροποποίηση υπενθυμίζοντας ένα χωρίο από τον Γρηγόριο Νύσσης: «Ακριβώς όπως ορισμένες τέχνες, ανάμεσα σε άλλα επιτηδεύματα, έχουν επινοηθεί, για να εκτελέσουν σωστά κάθε ένα από τα επιδιωκόμενα καθήκοντα, κατ’ αυτόν τον τρόπο έχω την εντύπωση πως το επιτήδευμα τής παρθενίας είναι μία τέχνη και μία επισταμένη γνώση τής θείας ζωής» («το τής παρθενίας επιτήδευμα τέχνη τις είναι και δύναμις τής θειοτέρας ζωής», Γρηγόριος Νύσσης, Περί παρθενίας, IV, 9). Η παρθενία, νοούμενη ήδη ως μία προνομιακή κατάσταση, φέρουσα το βάρος ιδιαίτερων πνευματικών αξιών (sic) και ικανή να καθιερώσει μία αμετάβλητη σχέση προς τον Θεό, προς την αθανασία, προς τις πραγματικότητες τού ουρανού, τείνει να καταστεί όχι μόνο ένας επιμελώς οργανωμένος τρόπος ζωής, αλλά ένας τύπος σχέσης προς τον ίδιο τον εαυτό, ο οποίος έχει τις διαδικασίες του, τις τεχνικές του, τα εργαλεία του. Από τον Τερτυλλιανό έως τον Μεθόδιο, είχαμε δει την παρθενία-εγκράτεια να καθίσταται, από μία ανθρωποκτόνος ανωμαλία, σε θετική κατάσταση παρθενίας και στάση ζωής. Είναι αυτή η κατάσταση που πρόκειται να τύχει επεξεργασίας τον 4ο αιώνα ως «τέχνη τής παρθενίας». (Ιστορία τής σεξουαλικότητας, - Οι ομολογίες τής σάρκας, εκδ. Πλέθρον, 2019).
Ο Μισέλ Φουκώ, από την δική του πλευρά, προσφέρει μία ολοκληρωμένη εικόνα τού πώς αντιμετωπίστηκε/χρησιμοποιήθηκε το σώμα κατά τούς πρώιμους αιώνες τού χριστιανισμού: Εντούτοις, τον 4ο αιώνα το ζήτημα τής παρθενίας εγγράφεται εντός ενός πλαισίου, πλαίσιο το οποίο, σε μεγάλο βαθμό, πρόκειται να τροποποιήσει το ίδιο το ζήτημα: ανάπτυξη τής ασκητείας, οργάνωση τού μοναχισμού, εφαρμογή τεχνικών για τη διακυβέρνηση τού εαυτού και των άλλων, διευθέτηση τού πολύπλοκου καθεστώτος τής αλήθειας των ψυχών. Μπορούμε να χαρακτηρίσουμε σχηματικά αυτήν την τροποποίηση υπενθυμίζοντας ένα χωρίο από τον Γρηγόριο Νύσσης: «Ακριβώς όπως ορισμένες τέχνες, ανάμεσα σε άλλα επιτηδεύματα, έχουν επινοηθεί, για να εκτελέσουν σωστά κάθε ένα από τα επιδιωκόμενα καθήκοντα, κατ’ αυτόν τον τρόπο έχω την εντύπωση πως το επιτήδευμα τής παρθενίας είναι μία τέχνη και μία επισταμένη γνώση τής θείας ζωής» («το τής παρθενίας επιτήδευμα τέχνη τις είναι και δύναμις τής θειοτέρας ζωής», Γρηγόριος Νύσσης, Περί παρθενίας, IV, 9). Η παρθενία, νοούμενη ήδη ως μία προνομιακή κατάσταση, φέρουσα το βάρος ιδιαίτερων πνευματικών αξιών (sic) και ικανή να καθιερώσει μία αμετάβλητη σχέση προς τον Θεό, προς την αθανασία, προς τις πραγματικότητες τού ουρανού, τείνει να καταστεί όχι μόνο ένας επιμελώς οργανωμένος τρόπος ζωής, αλλά ένας τύπος σχέσης προς τον ίδιο τον εαυτό, ο οποίος έχει τις διαδικασίες του, τις τεχνικές του, τα εργαλεία του. Από τον Τερτυλλιανό έως τον Μεθόδιο, είχαμε δει την παρθενία-εγκράτεια να καθίσταται, από μία ανθρωποκτόνος ανωμαλία, σε θετική κατάσταση παρθενίας και στάση ζωής. Είναι αυτή η κατάσταση που πρόκειται να τύχει επεξεργασίας τον 4ο αιώνα ως «τέχνη τής παρθενίας». (Ιστορία τής σεξουαλικότητας, - Οι ομολογίες τής σάρκας, εκδ. Πλέθρον, 2019).
Τα αποσπάσματα αυτά, καθιστούν έκτυπη την θέση που έχει το σώμα, δηλαδή η σάρκα, οι αισθήσεις, οι ορμές, η σεξουαλικότητα, μέσα στον χριστιανικό ανορθολογικό ορθολογισμό – ας καταφέρεται ο χριστιανισμός εναντίον τού cogito και τού Διαφωτισμού: με το δικό τους παράφρον cogito οι Πατέρες τής Εκκλησίας οργάνωσαν την εκμηδενιστική διαχείριση τού σώματος, προκειμένου, μέσα από την εκμηδένισή του, ακόμα και εν ζωή, να προετοιμάσουν την ένωση τού ενσώματου/ασώματου ανθρώπου με τον Θεό, την θέωση, προλειαίνοντας το έδαφος για την μετά θάνατον.
Εδώ συνετελέστη το αδιανόητο: το μόνο που ενδιέφερε/πάθιαζε τούς Πατέρες τής Εκκλησίας δεν ήταν άλλο από την απαρέγκλιτη τήρηση τού εκκλησιαστικού κανόνα, τον οποίο διακήρυσσαν/θεσμοθέτησαν στο όνομα τής σωτηρίας τού ανθρώπου. Αυτή η κακουργηματική πράξη, που σημάδεψε είκοσι συναπτούς αιώνες, δεν υποχώρησε ούτε βέβαια ανεστάλη από την ολοκληρωτική αποτυχία/διάψευση που επισφράγισαν την εξαγγελθείσα σωτηρία. Ο Σωτήρ δεν έσωσε ούτε εαυτόν. Παραμένει άσωστος όπως κάθε άνθρωπος που καμία άνωθεν/έξωθεν δύναμη δεν δύναται να τον σώσει – τουλάχιστον όπως το εννοούν οι χριστιανοί. Η αποστολή τού Σωτήρος και το οριστικό τέλος της αποδείχθηκαν αμφότερα μάταια, η πρόθεσή του ανεδαφική, ο στόχος του ανέφικτος. Η ανθρωπότητα συνεχίζει ακριβώς όπως και πριν, με τα δεινά και τα επιτεύγματά της, αμετακίνητη στη θνητότητά της.
5. Οι θεολόγοι κάνουν πολύ συχνές και περιπαθείς αναφορές στο έρωτα. Τι εννοεί όμως ο χριστιανισμός, έρωτα, με την λέξη αυτή; Μία λέξη/έννοια/κατάσταση που ο χριστιανισμός έχει εξοβελίσει ως θεμελιώδη συνισταμένη τού ανθρώπινου είναι, την έχει διαγράψει απ’ το λεξιλόγιό του, την έχει αφορίσει, κρατώντας μόνο την εκδοχή τού θείου έρωτα, άρα τού μη ανθρώπινου. Άρα, τι θέλουν να μάς πουν μιλώντας για τον έρωτα; Τι είναι γι’ αυτούς ο ερωτισμός;
Όταν το σώμα έχει καταδικαστεί, όταν όσα είναι και φέρει έχουν περιέλθει στην διάσταση τού αποτροπιασμού, όταν η ανθρώπινη σάρκα, αδιάσπαστη από την σκέψη, την ψυχή, το πνεύμα, με τα οποία είναι ένα ο άνθρωπος, αποτελεί μόνιμο αντικείμενο σταδιακής και τελικής υπέρβασής του, πώς μπορεί ο έρωτας να βρει θέση μέσα στο αντί-ερωτικό σύμπαν τού χριστιανισμού;
Πώς μπορεί και μιλάει για έρωτα ο χριστιανισμός; – η εξαφάνιση από την σκηνή της Θεάς (της Ασερά γυναίκας του Γιαχβέ) και εξαφάνισης του αμαρτωλού θηλυκού (ερωτικού) γένους από την σωτηρία, η οποία προκαλεί κλονισμό σε κάποιον που την παρατηρεί, είναι τόσο συμβατικά κενή από κάθε ίχνος ερωτισμού ώστε θα ήταν καλύτερα να αναθεωρήσει την άποψή του για την ορθή σεξουαλική έξαψη – πώς μπορεί λοιπόν να μιλάει για έρωτα ο χριστιανός όταν η πίστη του στην Ορθοδοξία αποκλείει εκ των προτέρων και δια παντός οποιαδήποτε συσχέτιση μ’ αυτήν ανθρώπινη (φυσική) ορμή που η πολυπλοκότητά της και η ακρότατη συμπεριφορά της ήταν αυτές που κατατρόμαξαν τούς παρθένους ηγήτορες τού χριστιανισμού, ωθώντας τους στο να την αποκηρύξουν, να την κηρύξουν αναφανδόν εξοβελιστέα, προορισμένη μόνο για το πυρ το εξώτερο;
Να αναφερθεί κανείς στην ανυπαρξία τής λέξης έρωτας στα Ευαγγέλια; Στην απερίφραστη στηλίτευσή της στις επιστολές τού Παύλου, όπου μπαίνουν τα θεμέλια του μετέπειτα διασυρμού όλων των κάθε μορφής ορμών τού ανθρώπινου όντος; Στο ποια υπήρξε (υπήρξε;) η σεξουαλικότητα τού Ιησού, των Αποστόλων, των Ιεραρχών, και πλήθους άλλων – ο Ωριγένης αυτοευνουχίστηκε; Μήπως ο σαρκικός έρωτας για τούς χριστιανούς είναι ένας ευνουχισμός;
ΔΕΣ:
Όπως ακριβώς με τον θάνατο, ο έρωτας είναι στόχος κατατρόπωσής του από τον χριστιανισμό, προκειμένου, με την διατεταγμένη εκμηδένισή του, να προετοιμάσει την μετάβαση από τον αισθητό κόσμο στον μη αισθητό, από το ένυλο στο άυλο, από την σάρκα στο πνεύμα, από την γη στον ουρανό.
6. Μπορεί να υπάρξει ριζικότερη διαγραφή ενός πλάσματος που, στο κάτω κάτω, σύμφωνα με την θεμελιώδη πηγή των χριστιανών, ο Θεός τους τον δημιούργησε; Αναιρούν την ίδια την πράξη τού Δημιουργού τους; Αρνούνται στον Δημιουργό τους το ίδιο το έργο του. Όπως και έχουν επινοήσει απειρία επιχειρημάτων/εκδοχών για να δικαιολογήσουν τα πεπραγμένα τού Θεού τους μπαίνοντας οι ίδιοι στην θέση του, γινόμενοι φερέφωνά του, εκπρόσωποί του – πώς αλλιώς θα γίνονταν το άφωνο και το απρόσωπο ακουστά και ορατά. Μιλούν πάντα εξ ονόματός του, διότι ο Θεός τους, ως δικό τους δημιούργημα, δεν έχει δική του φωνή, είναι ανύπαρκτος χωρίς την δική τους διαμεσολαβητική ύπαρξη. Εν ονόματι ενός κατασκευασμένου εκ τού μηδενός Θεού, ανέλαβαν να χειραγωγήσουν τον άνθρωπο, να τον καταλήξουν στην οριακή άκρη τής απόλυτης υποταγής του σε αμιγώς ανθρώπινες εμμονές/διαστροφές, με τις οποίες οι ίδιοι οι χριστιανοί δημιούργησαν έναν κατά την άποψή τους άνθρωπο που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αντί-άνθρωπος, ένας μη-άνθρωπος.
Αυτό είναι το μέγιστο έργο τού χριστιανισμού: ένας μηδενισμός. Στην καρδιά τού χριστιανισμού κείται ένα μηδέν, το μηδέν αυτό είναι ο άνθρωπος όπως οι άτεκνοι-αρνησίζωοι-μηδενιστές πατέρες/άγιοι τού χριστιανισμού τον θέλησαν/διέπλασαν, απαλλαγμένο/αποστερημένο από την γήινη ζωή προκειμένου να κερδίσει την ουράνια.
Αυτό το τερατώδες κατασκεύασμα δεν άγγιξε ποτέ την ευαισθησία τού χριστιανού ανθρώπου; Δεν τον κλόνισε ποτέ κάποια αμφιβολία; Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του η υποψία μήπως πίστεψε σε ένα αποτρόπαιο λάθος; Στην χειρότερη εκδοχή δίωξης/περιφρόνησης/υποτίμησης τού όντως όντος που λέγεται άνθρωπος; Σε τι συνίσταται ο στοχασμός τού χριστιανού όταν θεμελιώνεται σε μία κοσμοθεωρία απάτης, σε μία θεολογία μισάνθρωπη, σε μία μεταφυσική τού τίποτα; Όταν υποστηρίζει με πλήθος βιβλίων και κηρυγμάτων του το εντελώς αντίθετο τής αδιάψευστης πραγματικότητας: την αθανασία, την αιωνιότητα, τού φθαρτού, θνητού ανθρώπου, δεν σκέφτηκε ποτέ αν όντως η εικόνα τού νεκρού μετά την εκταφή είναι η τελική για κάθε θνητό; Είδε ποτέ εμπράκτως την επιβεβαίωση τής πίστης του; Είχε ποτέ δια ζώσης την εμπειρική, όπως την λέει, σχέση με το ανύπαρκτο το οποίο θεωρεί ως Αιτιώδη Αρχή τού υπάρχειν; Διαψεύστηκε ποτέ μέσα του αυτό που υποστηρίζει: Η μόνη υπαρκτική «μετάλλαξη» που επιφέρει ο θάνατος στον άνθρωπο είναι η στέρηση τής δυνατότητας να προσθέσει επιπλέον εκφράσεις τής υπαρκτικής του ετερότητας-μοναδικότητας προσιτές στους ζώντες, τούς «παραλειπομένους»; Ως «παραλειπόμενος» ο ίδιος ο χριστιανός έχει εισπράξει ποτέ αυτήν την διάψευση;
6. Μπορεί να υπάρξει ριζικότερη διαγραφή ενός πλάσματος που, στο κάτω κάτω, σύμφωνα με την θεμελιώδη πηγή των χριστιανών, ο Θεός τους τον δημιούργησε; Αναιρούν την ίδια την πράξη τού Δημιουργού τους; Αρνούνται στον Δημιουργό τους το ίδιο το έργο του. Όπως και έχουν επινοήσει απειρία επιχειρημάτων/εκδοχών για να δικαιολογήσουν τα πεπραγμένα τού Θεού τους μπαίνοντας οι ίδιοι στην θέση του, γινόμενοι φερέφωνά του, εκπρόσωποί του – πώς αλλιώς θα γίνονταν το άφωνο και το απρόσωπο ακουστά και ορατά. Μιλούν πάντα εξ ονόματός του, διότι ο Θεός τους, ως δικό τους δημιούργημα, δεν έχει δική του φωνή, είναι ανύπαρκτος χωρίς την δική τους διαμεσολαβητική ύπαρξη. Εν ονόματι ενός κατασκευασμένου εκ τού μηδενός Θεού, ανέλαβαν να χειραγωγήσουν τον άνθρωπο, να τον καταλήξουν στην οριακή άκρη τής απόλυτης υποταγής του σε αμιγώς ανθρώπινες εμμονές/διαστροφές, με τις οποίες οι ίδιοι οι χριστιανοί δημιούργησαν έναν κατά την άποψή τους άνθρωπο που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας αντί-άνθρωπος, ένας μη-άνθρωπος.
Αυτό είναι το μέγιστο έργο τού χριστιανισμού: ένας μηδενισμός. Στην καρδιά τού χριστιανισμού κείται ένα μηδέν, το μηδέν αυτό είναι ο άνθρωπος όπως οι άτεκνοι-αρνησίζωοι-μηδενιστές πατέρες/άγιοι τού χριστιανισμού τον θέλησαν/διέπλασαν, απαλλαγμένο/αποστερημένο από την γήινη ζωή προκειμένου να κερδίσει την ουράνια.
Αυτό το τερατώδες κατασκεύασμα δεν άγγιξε ποτέ την ευαισθησία τού χριστιανού ανθρώπου; Δεν τον κλόνισε ποτέ κάποια αμφιβολία; Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του η υποψία μήπως πίστεψε σε ένα αποτρόπαιο λάθος; Στην χειρότερη εκδοχή δίωξης/περιφρόνησης/υποτίμησης τού όντως όντος που λέγεται άνθρωπος; Σε τι συνίσταται ο στοχασμός τού χριστιανού όταν θεμελιώνεται σε μία κοσμοθεωρία απάτης, σε μία θεολογία μισάνθρωπη, σε μία μεταφυσική τού τίποτα; Όταν υποστηρίζει με πλήθος βιβλίων και κηρυγμάτων του το εντελώς αντίθετο τής αδιάψευστης πραγματικότητας: την αθανασία, την αιωνιότητα, τού φθαρτού, θνητού ανθρώπου, δεν σκέφτηκε ποτέ αν όντως η εικόνα τού νεκρού μετά την εκταφή είναι η τελική για κάθε θνητό; Είδε ποτέ εμπράκτως την επιβεβαίωση τής πίστης του; Είχε ποτέ δια ζώσης την εμπειρική, όπως την λέει, σχέση με το ανύπαρκτο το οποίο θεωρεί ως Αιτιώδη Αρχή τού υπάρχειν; Διαψεύστηκε ποτέ μέσα του αυτό που υποστηρίζει: Η μόνη υπαρκτική «μετάλλαξη» που επιφέρει ο θάνατος στον άνθρωπο είναι η στέρηση τής δυνατότητας να προσθέσει επιπλέον εκφράσεις τής υπαρκτικής του ετερότητας-μοναδικότητας προσιτές στους ζώντες, τούς «παραλειπομένους»; Ως «παραλειπόμενος» ο ίδιος ο χριστιανός έχει εισπράξει ποτέ αυτήν την διάψευση;
Εδώ, πράγματι, το ανθρώπινο κυριολεκτικά συγκλονίζεται από την ολότμητη ψευδολογία που το πλήττει/προσβάλλει στην ουσία του. Διότι, εκ μέρους τού χριστιανού, δεν υπάρχει ούτε ψήγμα οίκτου, κατανόησης, συμπάθειας, ενδιαφέροντος, για τον άνθρωπο. Με την αλλόφρονα πίστη τους απαξιούν πρώτα τούς δικούς τους νεκρούς. Περιφρονούν το πρόσωπό τους, την σχέση που είχαν μαζί τους. Ακυρώνουν τούς ίδιους τούς προσφιλείς τους εφόσον θεωρούν τον θάνατο τού σώματός τους «απαρχή νέου τρόπου ύπαρξης, διαφορετικού από την βιολογική επιβίωση».
Πιστεύει, πράγματι, ο χριστιανός ότι σε μία «νέου τρόπου ύπαρξη» θα συναντηθεί/συνυπάρξει με τούς προσφιλείς νεκρούς του; Αν είναι έτσι, τότε, αντί να θρηνεί, θα πρέπει να αγάλλεται: σε μία άλλη ζωή, την οποία θεωρεί ως την μόνη αληθινή, θα αρχίζει να ζει με τούς προσφιλείς του απελευθερωμένος από τα γήινα δεσμά του, άρα ο θάνατός τους και ο δικός τους θα πρέπει να τού δίνουν χαρά, την μεγαλύτερη, αφού ο θάνατος είναι, κατ’ αυτόν, η βέβαια, αναμφισβήτητη μετάβαση σε μία βέβαιη, αναμφισβήτητη αιώνια ζωή. Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, τόσο για τούς νεκρούς όσο και για τούς «παραλειπόμενους», η με τον θάνατο απαλλαγή από την φθορά, οδηγεί στην μετά τον θάνατο αφθαρσία. Η κηδεία θα έπρεπε να γιορτάζεται σαν γλέντι, τα δάκρυα λύπης να γίνουν δάκρυα χαράς, το αίσθημα τής απώλειας και το πένθος να αντικατασταθούν από υπόσχεση τής θείας χάριτος και τής υπερουράνιας σωτηρίας.
7. Πώς ένα τέτοιας ηλιθειογενούς εμβέλειας «σκεπτικό» διήρκεσε/άντεξε επί τόσους αιώνες; Μπορεί η τόσο μακρά διάρκεια να οφείλεται, και οφείλεται, φυσικά, στην αδυναμία τού ανθρώπου να αντέξει τα δεινά τής ζωής και την βεβαιότητα τού θανάτου, σ’ αυτό δεν μπορεί κανείς να αντιτάξει παρά μόνο σιωπή και κατανόηση.
Πώς όμως στρατιές ιδιοφυών στοχαστών συνοδοιπόρησαν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με αυτήν την εξωφρενική, για σώφρονα άνθρωπο, διανοητική κατασκευή που η εξόφθαλμη αντίθεσή της με την στοιχειώδη νοημοσύνη είναι κραυγαλέα; Πώς δεν καταγγέλθηκε/στηλιτεύτηκε η εξαπάτηση αυτή στα θεμέλιά της; Πώς γίνεται και διέτρεξε αναρίθμητα πονήματα χωρίς να κλονιστεί, να καταρριφθεί; Χρειάστηκε να φτάσουμε στα τέλη τού 19ου αιώνα με τον Νίτσε, στα μέσα τού 20ου με τον Φουκώ και τον Πήτερ Μπράουν, για να ανασκαφούν αυτά τα θεμέλια, να αποκαλυφθούν οι μηχανισμοί κατασκευής τού τερατουργήματος, να εμφανιστεί το τέρας απογυμνωμένο από όλα τα μαλάματα τού εικονίσματός τους.
8. Ο χριστιανισμός, με την προσεγμένη στην διατύπωσή των γραφών του και διδαχών του, είναι ολοφάνερο ότι προσπαθεί να δώσει εμβληματικό κύρος στο έωλο περιεχόμενο της διδασκαλίας του, να τού προσδώσει άφθαρτη διάσταση αναμφίβολου, θείας βεβαιότητας. Αυτή ακριβώς όμως η συνοπτική προσπάθεια μοιάζει με πράξη λήξεως, τελικού απολογισμού, οριστικής μαρτυρίας, αγγελτήριου θανάτου, επικήδειου για έναν καταρρακωμένο κατήγορο τού σώματος, γι’ αυτό το ίδιο το σώμα που τόσο ο ίδιος ο μάρτυς/απολογητής το λοιδόρησε, κι ας ήταν το δικό του.
Έτσι, όσο κι αν λέγονται τέτοια πράγματα επί αιώνες χιλιοειπωμένα, άρα εξαντλημένα, είναι χρήσιμη/χρηστική η επαναφορά τους, για να μάς θυμίσουν επί λέξει τον δράστη τού κακουργήματος (Παύλο), αλλά και να μάς κάνουν να θυμηθούμε πόσο βαθιά ριζωμένα/ενσωματωμένα/εσωτερικευμένα στον ανθρώπινο ψυχισμό είναι όλα αυτά, πόσο τα ταμπού, οι συμβάσεις, οι προκαταλήψεις, τα ψεύδη, οι ψευδαισθήσεις, που καλλιέργησε/εμφύτευσε ο χριστιανισμός, διαρκούν/ισχύουν ακόμα, συνεχίζουν να διαμορφώνουν νοοτροπίες/συμπεριφορές σε καθόλου μικρή κλίμακα διεθνώς.
Έτσι, η υπερασπιστική πλευρά τού θανάτου μετατρέπει την συνηγορία της, ουσιαστικά, σε δριμύ κατηγορητήριο κατά των δεδομένων τής χριστιανικής πίστεως διότι εκθέτει απροκάλυπτα εν συνόψει την ίδια την ωμή αλήθεια της σε όλο το εκτρωματικό περιεχόμενό της. Η τεράστια σε βαθμό παραφροσύνης Βίβλος Γενέσεως τού ανθρώπου από τον χριστιανικό εσμό, εκτίθεται τελετουργικά και οριστικά, δείχνοντας το τέλος τού ιστορικού κύκλου της.
9. Η ουσία, είτε το θέλει ο χριστιανός, είτε όχι, παραμένει αναλλοίωτη διότι συνδεδεμένη, ούτως ή άλλως, με την ένσαρκη σύσταση τής ανθρώπινης υπαρκτότητας: αποτυγχάνει, όπως απέτυχε ο χριστιανισμός, να καταλύσει δογματικώς τις δύο κεντρικές και αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές της, την θνητότητα και την σεξουαλικότητα. Χωρίς αυτές, χωρίς την σταθερή, αμείωτη, καταστατική συνύπαρξή τους, δεν υπάρχει ο άνθρωπος (ούτε και εξέλιξη). Αυτές, και μόνον αυτές, θνητότητα και σεξουαλικότητα, τον κάνουν άνθρωπο τον άνθρωπο.
Όλα τα άλλα εξεμέτρησαν προ πολλού το ζην. Καιρός πλέον τού θάψαι ο χριστιανισμός και όλοι οι συνοδοιπόροι του τούς εαυτών νεκρούς.
Υ.Γ.
Όταν λέμε «πολιτισμός» (τρόπος τού βίου, τρόπος τής συλλογικότητας) σημαίνουμε τη μεταφυσική, μιλάμε για το νόημα (αιτία και σκοπό) τής ύπαρξης και τής συνύπαρξης των ανθρώπων.
Όταν «νόημα» είναι η ψηλαφητή Επικούρεια ελευθερία από τον θάνατο, τότε η συνύπαρξη είναι γιορτή, έμπρακτη βεβαιότητα για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο.
Όταν «νόημα» είναι η ατομική βεβαιότητα μηδενισμού των πάντων με τον θάνατο, τότε ύπαρξη και συνύπαρξη είναι αλογία ενός μακάβριου «τυχερού παιχνιδιού», διαμάχη άθλιων θρησκειών και πανάθλιων ιεροαγίων, απανθρωπιά κρετινικής αντιμαχίας μελλοθάνατων καραγκιόζηδων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου