Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2022

ΞΕΝΟΦΩΝ: ΠΑΝΘΕΙΑ ΚΑΙ ΑΒΡΑΔΑΤΑΣ – Μία ιστορία που συγκλονίζει τους αναγνώστες όλων των εποχών

Το έργο του Ξενοφώντα Κύρου Παιδεία αναφέρεται στην αγωγή, την ακμή, την πολιτεία και την προσωπικότητα του Κύρου του Πρεσβύτερου, βασιλιά των Περσών, που έζησε τον 6ο π.Χ. αιώνα και ήταν ο θεμελιωτής της περσικής αυτοκρατορίας.

Στο χωρίο που ακολουθεί, η Πάνθεια, Ασσύρια ευγενής, θρηνεί το νεκρό σύζυγό της, τον Αβραδάτα και τελικά αυτοκτονεί.

Η Πάνθεια είχε πιαστεί αιχμάλωτη από το στρατό του Κύρου. Ο Κύρος την προστάτευσε και τής φέρθηκε με αξιοπρέπεια. Έτσι η ίδια παρακάλεσε τον Κύρο να της επιτρέψει να στείλει μήνυμα στον Ασσύριο σύζυγό της, τον Αβραδάτα, να γίνει σύμμαχος του Κύρου. Πράγματι, ο Αβραδάτας παρουσιάστηκε στον Κύρο με τον στρατό του και του πρόσφερε τη συμμαχία του. Ο Αβραδάτας και ο Κύρος έγιναν φίλοι.

Η Πάνθεια σε μια κρίσιμη για τον Κύρο μάχη ζήτησε από τον Αβραδάτα να πολεμήσει με όλες του τις δυνάμεις στο πλευρό τού Κύρου ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Έτσι και έγινε, αλλά ο Αβραδάτας πολεμώντας σε μια κρίσιμη στιγμή μόνος του εναντίον πολυάριθμων εχθρών σκοτώθηκε στη μάχη. Η Πάνθεια, που τον αγαπούσε πολύ, τον θρηνεί και τελικά θέτει τέρμα στη ζωή της, ξεψυχώντας στην αγκαλιά του άντρα της.

Μετάφραση

Η γυναίκα διέταξε τους ευνούχους να απομακρυνθούν, «μέχρι να τον κλάψω όπως θέλω», τους είπε· στην τροφό είπε να παραμείνει και τη διέταξε, όταν πεθάνει, να σκεπάσει με το ίδιο ύφασμα αυτήν και τον άντρα της. Η τροφός την ικέτευσε θερμά να μην το κάνει αυτό, επειδή όμως τίποτα δεν κατάφερε και την έβλεπε να οργίζεται, κάθισε κλαίγοντας. Η Πάνθεια τότε έσυρε μαχαίρι που το είχε ετοιμάσει από πριν, σφάχτηκε και αφού ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος τού άντρα της ξεψύχησε. Η τροφός ξέσπασε σε θρήνο και σκέπασε τα σώματά τους, όπως τη διέταξε η Πάνθεια. Ο Κύρος μόλις πληροφορήθηκε την πράξη της γυναίκας, έτρεξε κατάπληκτος μήπως μπορούσε να παράσχει κάποια βοήθεια. Οι τρεις ευνούχοι εξάλλου, όταν αντίκρισαν αυτό που έγινε, έβγαλαν τα μαχαίρια τους και σφάχτηκαν.

Αρχαίο Κείμενο

Ἡ δὲ γυνὴ τοὺς μὲν εὐνούχους ἐκέλευσεν ἀποστῆναι͵ ἕως ἄν͵ ἔφη͵ τόνδ΄ ἐγὼ ὀδύρωμαι ὡς βούλομαι· τῇ δὲ τροφῷ εἶπε παραμένειν͵ καὶ ἐπέταξεν αὐτῇ͵ ἐπειδὰν ἀποθάνῃ͵ περικαλύψαι αὐτήν τε καὶ τὸν ἄνδρα ἑνὶ ἱματίῳ. Ἡ δὲ τροφὸς πολλὰ ἱκετεύουσα μὴ ποιεῖν τοῦτο͵ ἐπεὶ οὐδὲν ἥνυτε καὶ χαλεπαίνουσαν ἑώρα͵ ἐκάθητο κλαίουσα. Ἡ δὲ ἀκινάκην πάλαι παρεσκευασμένον σπασαμένη σφάττει ἑαυτὴν καὶ ἐπιθεῖσα ἐπὶ τὰ στέρνα τοῦ ἀνδρὸς τὴν ἑαυτῆς κεφαλὴν ἀπέθνῃσκεν. Ἡ δὲ τροφὸς ἀνωλοφύρατό τε καὶ περιεκάλυπτεν ἄμφω ὥσπερ ἡ Πάνθεια ἐπέστειλεν. Ὁ δὲ Κῦρος ὡς ᾔσθετο τὸ ἔργον τῆς γυναικός͵ ἐκπλαγεὶς ἵεται͵ εἴ τι δύναιτο βοηθῆσαι. Οἱ δὲ εὐνοῦχοι ἰδόντες τὸ γεγενημένον͵ τρεῖς ὄντες σπασάμενοι κἀκεῖνοι τοὺς ἀκινάκας ἀποσφάττονται.

Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, Ζ, iii, 14 – 15

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου