5.6.2. Ο διχτάς, ο Σαμνίτης και τ᾽ άλλα παιδιά
Ο άνθρωπος που με είχε αγοράσει στη Ρώμη ήταν ο ιδιοκτήτης της Σχολής, παλιός μονομάχος και ο ίδιος. Η Σχολή του είχε κάπου εκατό εκπαιδευόμενους. Ήταν όλοι τους αιχμάλωτοι πολέμου, σαν εμένα, δούλοι ή βαρυποινίτες από φυλακές, και ορισμένοι μάλιστα θανατοποινίτες. Στο δωμάτιο, ή καλύτερα στο κελί, που μου έδωσαν υπήρχαν άνθρωποι όλων αυτών των κατηγοριών. Η Σχολή είχε πολύ προσωπικό: φρουρούς, εκπαιδευτές και δούλους που μαγείρευαν. Το πρόγραμμα ήταν βαρύ, άρχιζε με το χάραμα της μέρας και τέλειωνε με το σούρουπο, αλλά πολλές φορές συνεχιζόταν και με το φως των πυρσών. Ο ιδιοκτήτης λεγόταν Πολέμων και η καταγωγή του ήταν από τη Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Ήταν σκληρός άνθρωπος αλλά για μένα έδειξε από την αρχή κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια - ίσως γιατί είχε επενδύσει πολλά πάνω μου.
Όταν κάποιος Ρωμαίος αξιωματούχος στη Ρώμη, και σπανιότερα σε άλλες επαρχιακές πόλεις, γιόρταζε κάτι (ας πούμε μια στρατιωτική νίκη) ή ήθελε να καλοπιάσει τον λαό, πρόσφερε με δικές του δαπάνες αγώνες μονομάχων. Φυσικά πλήρωνε τους ιδιοκτήτες των σχολών για να του δώσουν το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό για τους αγώνες· οι μονομάχοι του Πολέμωνα ήταν περιζήτητοι.
Ήμουν εκπαιδευόμενος για έναν ολόκληρο χρόνο. Οι μονομάχοι, ανάλογα με τη σωματική τους διάπλαση και τις ιδιαίτερες ικανότητές τους, χωρίζονται ήδη από το στάδιο της εκπαίδευσης σε διάφορες κατηγορίες: οι πιο σωματώδεις και δυσκίνητοι αγωνίζονται με πλήρη πανοπλία, ασπίδα και ξίφος· οι βαρύτερα οπλισμένοι ονομάζονται «Σαμνίτες», και αυτοί που έχουν κάπως ελαφρύτερη εξάρτυση είναι οι «Θρακιώτες»· ύστερα είναι οι λεγόμενοι «διχτάδες», δηλαδή αυτοί που είναι οπλισμένοι μόνο με μια τρίαινα και ένα δίχτυ, που το χρησιμοποιούν για να ακινητοποιήσουν τον αντίπαλο σαν θήραμα για να τον καρφώσουν στη συνέχεια με την τρίαινα. Οι πιο βαρείς και αργόστροφοι αγωνίζονται με βαριά ξίφη και φορούν περικεφαλαίες με σιδερένια προσωπίδα που όμως δεν έχει τρύπες για να βλέπουν· έτσι μονομαχούν στα τυφλά. Οι θεατές διασκεδάζουν εξαιρετικά με αυτό το είδος της τυφλής μονομαχίας· αλλά μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές δεν το διασκεδάζουν καθόλου.
Στην αρχή ο Πολέμων με προόριζε για Σαμνίτη· ύστερα άλλαξε γνώμη και με έκανε διχτά, επειδή παρ᾽ όλο τον όγκο μου ήμουν πολύ ευκίνητος. Οχτώ μήνες αλύπητης εκπαίδευσης στην ειδικότητα του διχτά. Ο αρχιεκπαιδευτής ήταν ενθουσιασμένος με τις επιδόσεις μου, έπινε κυριολεκτικά νερό στο όνομά μου και προέβλεπε ότι θα έκανα θραύση στις αρένες. Στο κελί μου είχα συγκάτοικο και έναν Ισπανό, που τον ήξεραν όλοι σαν «Μυταρά». Ο Μυταράς ήταν ψηλός και ζύγιζε όσο τρεις κανονικοί άνθρωποι μαζί. Αυτός έγινε Σαμνίτης· ήταν ο καλύτερος φίλος μου.
Θυμάμαι ότι όσο ήμουν στη Σχολή μάς έδιναν φαγητό τρεις φορές τη μέρα. Μιλάμε για πολύ και καλό φαΐ. Ποτέ άλλοτε δεν είχα φάει τόσο πολύ και τόσο καλά στη ζωή μου· το ίδιο έλεγαν και οι υπόλοιποι εκπαιδευόμενοι· και όλοι μαζί διασκεδάζαμε με τον Μυταρά τον Ισπανό, που έτρωγε πάντα διπλάσιες μερίδες και όταν δεν χόρταινε, πράγμα που συνέβαινε πολύ συχνά, καθάριζε και τα αποφάγια των άλλων.
Φαΐ και εκπαίδευση, εκπαίδευση και φαΐ. Έμαθα να χειρίζομαι με μεγάλη μαεστρία το δίχτυ και να ακινητοποιώ τον αντίπαλο με το αριστερό χέρι· με το δεξί κρατούσα την τρίαινα και χτυπούσα. Ο Πολέμων έτριβε τα χέρια του. Μου είχε, όπως είπα, κάποια συμπάθεια (που δεν έδειχνε συνήθως για κανέναν και για τίποτε), αλλά ποτέ δεν νοιάστηκε να με ρωτήσει για την προηγούμενη ζωή μου. Κι ήταν αυτός που μου έδωσε το ρωμαϊκό όνομα «Πορσήνας», επειδή, έλεγε, του θύμιζα κάποιον Πορσήνα. Δεν μου έδωσε ποτέ περισσότερες εξηγήσεις· άλλωστε ήταν τύπος που ελάχιστα μιλούσε.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου