Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Από τη γνώση της φύσης στη φύση της γνώσης

Η συμβολή των προσωκρατικών

Εισαγωγή

Όταν ο καθηγητής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας James Lesher (1998) έγραψε για την συμβολή των προσωκρατικών φιλοσόφων στην θεωρία γνώσης, αναφέρθηκε στην περίεργη αίσθηση που αποκομίζει κάποιος όσον αφορά την ανάδυση του λεγόμενου προβλήματος της γνώσης. Την αίσθηση δηλαδή ότι η μετέπειτα θεωρία γνώσης του Πλάτωνα αναπτύχθηκε και έλαβε χώρα σε ένα άνυδρο και ταυτόχρονα άγνωστο γνωσιολογικά περιβάλλον. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ο οποιοσδήποτε μελετητής νιώθει σαν κάποιος που έρχεται στο τέλος μιας ενδιαφέρουσας κουβέντας ή σαν κάποιος που αρχίζει να διαβάζει ένα βιβλίο από την αρχή του τελευταίου κεφαλαίου του. Η απορία για το τι έχει προηγηθεί είναι έκδηλη. Τι περιελάμβανε άραγε το βιβλίο της θεωρίας της γνώσης πριν από την εποχή του Σωκράτη και πως τα επιστημολογικά ζητήματα που διερευνήθηκαν από τον Πλάτωνα ετέθησαν καταρχήν σε φιλοσοφική συζήτηση;

Γνωρίζουμε ότι οι πρώτοι φιλόσοφοι τον 6ο αι. π.Χ. έθεσαν τα προβλήματα της υποκείμενης πραγματικότητας και της μεταβολής. Ποια είναι δηλαδή η πραγματικότητα που μας περιβάλλει και όταν πράγματι ανακαλύψουμε τα θεμελιώδη συστατικά της, υπάρχει καμία αμφιβολία ότι αυτά θα είναι αμετάβλητα; Είναι η σταθερότητα στο επίπεδο της τελικής πραγματικότητας συμβατή με τη δυνατότητα αλλαγής; Και τι συμβαίνει με τις παρατηρούμενες μεταβολές στον κόσμο; Πίσω από αυτά τα δύο προβλήματα βρισκόταν πάντα ένα τρίτο: το πρόβλημα της γνώσης. Το εν λόγω πρόβλημα ετέθη ευθέως τον 5ο αιώνα από τον Πλάτωνα, στο πλαίσιο της συζήτησης σχετικά με τα άλλα δύο ερωτήματα[1]. Όμως αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τα ενδιαφέροντα των φιλοσόφων πριν τον Σωκράτη ήταν αμιγώς φυσικού και κοσμολογικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με τον Lesher (1998), οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι επιχείρησαν να κατανοήσουν τη φύση της αισθητηριακής αντίληψης και επομένως να εγείρουν γνωσιολογικά ζητήματα.

Ο Lesher (1999, σελ. 226-227) αναφέρει ότι σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (βλ. Μετά τα Φυσικά, Α΄) ο Θαλής ήταν ο πρώτος από μια σειρά ερευνητών που προσπάθησαν να αντιστοιχήσουν όλα τα φυσικά φαινόμενα με μια βασική υλική ουσία ή αρχή. Αν δεχτούμε τη θέση του Αριστοτέλη ως έστω και κατά προσέγγιση ορθή, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο Θαλής και οι διάδοχοί του Αναξίμανδρος και Αναξιμένης, υπέθεταν ότι οι βασικές αιτίες και αρχές στη φύσης αναμένουν να ανακαλυφθούν από τον άνθρωπο οι έρευνές τους επίσης θεωρείται ότι αντιπροσωπεύουν την αρχή μιας «παράδοσης κριτικού ορθολογισμού» στη Δύση. Έτσι, αν και δεν έχουμε ρητές αναφορές σχετικά με το θέμα της γνώσης από τους εν λόγω πρώτους φιλόσοφους-επιστήμονες, φαίνεται εντελώς λογικό να τους καταλογίσουμε κάποιο βαθμό «γνωσιολογικής αισιοδοξίας» (“epistemological optimism”). Σε άλλο σημείο του άρθρου επισημαίνεται ότι κάθε πρώιμος στοχαστής για τον οποίο έχουμε επαρκείς πληροφορίες ασχολήθηκε με αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί ως η βασική προϋπόθεση της γνωσιολογικής αισιοδοξίας: ότι δηλ. τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα στη φύση συμβαίνουν σύμφωνα με ένα σύνολο δεδομένων- και επομένως ανιχνεύσιμων-γενικών αρχών (Lesher, 1999, σελ. 228).

Η ισχύς βέβαια της εν λόγω παραδοχής έχει δοκιμαστεί από την διατύπωση θέσεων ορισμένων μελετητών, όπως του David Hamlyn (1961), ο οποίος υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν άξιες προ-Πλατωνικές επιστημολογικές θεωρήσεις, τουλάχιστον στο επίπεδο μιας συστηματικής μελέτης. Όπως αναφέρει ο Hamlyn (1961, σ. 8): «Τα ενδιαφέροντα αυτών των [προσωκρατικών] φιλοσόφων ήταν καθαρά φυσιολογικού ή φυσικού χαρακτήρα. Δεν έκαναν καμία προσπάθεια να φιλοσοφήσουν σχετικά με την έννοια της αισθητηριακής αντίληψης, ούτε γενικώς να εγείρουν γνωσιολογικά ζητήματα». Αναφορές όπως αυτή ενέπνευσαν μια αναζήτηση πηγών που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν μια ικανοποιητική απάντηση σε τέτοιου είδους θέσεις. Η πλέον γνωστή και κατεξοχήν ικανοποιητική απάντηση θεωρώ, ότι δίνεται μέσα από το άρθρο του Karl Popper (1958-59) με τίτλο «Πίσω στους Προσωκρατικούς»[2]. Εκεί ο Popper εξυμνεί την ορθολογικότητα των προσωκρατικών φιλοσόφων τονίζοντας ιδιαίτερα αυτό που θεωρεί ως το πιο σημαντικό στοιχείο τους: το ότι δηλαδή ανέπτυξαν μεταξύ τους έναν κριτικό διάλογο. Δημιούργησαν και συμμετείχαν σε μια ‘συζήτηση’ που στηρίζονταν στην λογική και όχι σε δόγματα και προκαταλήψεις. Ας δούμε όμως πως ξεδιπλώνει τον προβληματισμό του ο συγγραφέας, μέσα από μια επιλεκτική παρουσίαση του άρθρου.

Θαλής και Αναξίμανδρος

Ήδη από την αρχή ο Popper ξεκαθαρίζει την αντίθεση του στην Βακώνεια θεωρία γνώσης, δηλ. στην πρωτοκαθεδρία της παρατήρησης και της επαγωγής. Υποστηρίζει δε ότι το παράδειγμα των προσωκρατικών αντικρούει την εν λόγω προσέγγιση. Αναφέρει τον πρώτο φιλόσοφο, Θαλή τον Μιλήσιο και στην θεωρία του περί του σχήματος και της θέσης της Γης. Ο Θαλής, σύμφωνα με τις πηγές, είχε υποστηρίξει ότι η Γη στηρίζεται στο νερό και επιπλέει σε αυτό όπως ακριβώς ένα πλοίο στη θάλασσα. Έτσι, όταν συμβαίνει ένας σεισμός, η Γη σείεται από την κίνηση του νερού. Η εν λόγω εικασία, η οποία είχε ως σκοπό να εξηγήσει την θέση της γης καθώς και τους σεισμούς, δεν στηριζόταν εξολοκλήρου στην παρατήρηση. Το θεμέλιο της εν λόγω θεωρίας δεν ήταν οι αισθήσεις. Η όποια εμπειρική/παρατηρησιακή αντιστοιχία μπορεί να ανιχνευθεί στο ότι ο φιλόσοφος σίγουρα θα είχε γίνει μάρτυρας τόσο σεισμών όσο και της πλεύσης ενός πλοίου.

Ο μαθητής του Θαλή, Αναξίμανδρος είναι πιθανόν να αντιτάχθηκε σε αυτή την ιδέα βασιζόμενος στο ακόλουθο επιχείρημα: Αν εξηγήσουμε την σταθερή θέση της Γης θεωρώντας ότι αυτή στηρίζεται στο νερό (Ωκεανό), τότε θα πρέπει να εξηγήσουμε ανάλογα και την (σταθερή) θέση του ωκεανού. Και στη συνέχεια να εξηγήσουμε το στήριγμα του στηρίγματος του ωκεανού κ.ο.κ. Έτσι, είναι εμφανές ότι τούτη η εξήγηση ή θεωρία φαντάζει μη ικανοποιητική. Συγκεκριμένα, οι λόγοι είναι οι εξής δύο; Πρώτον, στην προσπάθεια μας να επιλύσουμε ένα πρόβλημα δημιουργούμε ένα ανάλογο πρόβλημα. Δεύτερον, αν μία από τις προτεινόμενες λύσεις/δομές του προτεινόμενου συστήματος αποτύχει, τότε καταρρέει όλο το σύστημα. Για αυτό το λόγο ο Αναξίμανδρος προσεγγίζει τελείως διαφορετικά το κοσμολογικό ζήτημα αναφερόμενος στην εσωτερική ή δομική συμμετρία του κόσμου. Με αυτή την προσέγγιση εξασφαλίζει τη μη κατάρρευση του συστήματος, καθώς πλέον δεν υπάρχει κατεύθυνση προς την οποία αυτή μπορεί να συντελεστεί. Η ευστάθεια της Γης εξηγείται από την ισομερή απόσταση της από όλα τα υπόλοιπα σώματα. Και αυτό αποτελεί το επιχείρημα του Αναξίμανδρου.

Αυτό που είναι σημαντικό εδώ είναι ότι ο Αναξίμανδρος εγκαταλείπει, όπως αναφέρθηκε ήδη, την ιδέα της κατεύθυνσης (προς τα πάνω, προς τα κάτω κτλ.). Και αυτό είναι κάτι το οποίο αποτελεί μια νοητική (ασφαλώς μη παρατηρήσιμη) και δύσκολη να σχηματοποιήσει κανείς, σύλληψη. Σύμφωνα με το Popper, αν συνέχιζε τον εν λόγω συλλογισμό του περί ισομερούς απόστασης θα κατέληγε στην σφαιρικότητα της Γης. Όσον αφορά αυτό, ο φιλόσοφος φαίνεται να υποστήριζε ότι η Γη είχε το σχήμα ενός κυλίνδρου. «Περπατούμε στην μία από τις επίπεδες επιφάνειές της, ενώ η άλλη βρίσκεται στην αντίθετη πλευρά»[3]. Εδώ ίσως υπάρχει ένας υπαινιγμός ότι δεν υφίσταται πάνω (και κάτω) επιφάνεια, και ότι απλώς ονομάζουμε ‘πάνω’ την επιφάνεια στην οποία περπατούμε. Ο Kahn (1960, σελ. 81) μελετώντας την κοσμολογία του Αναξίμανδρου αναφέρει ως πηγές τον Ιππόλυτο («Η μορφή της Γης είναι υγρή, στρογγυλεμένη όπως μια πέτρινη στήλη») και τον Ψεύδο-Πλούταρχο («Η μορφή της είναι κυλινδρική, με βάθος το ένα τρίτο του πλάτους της»). Σύμφωνα με τον Kahn, η εν λόγω ιδέα εκφράζεται ιδιαιτέρως από τη σύγκριση της Γης με τις κοντές και φαρδιές, στρογγυλεμένες πέτρες από τις οποίες αποτελείται ένας ελληνικός κίονας. Μια γραφική αναπαράσταση της σχέσης βάθους και πλάτους της Γης δίνεται στο Σχήμα 1 .

Σχήμα 1: Μια αναπαράσταση του σχήματος της Γης
κατά τον Αναξίμανδρο

Και εδώ ο Popper επανέρχεται στην κριτική ενάντια στον «Βακωνικό μύθο». Τι ήταν εκείνο που εμπόδισε η φαίνεται να εμπόδισε τον Αναξίμανδρο να φτάσει στο συμπέρασμα ότι η Γη είναι σφαιρική; Μα βέβαια η εμπειρική διαδικασία της παρατήρησης. Αν βασιστούμε απλώς στην παρατήρηση, όλοι θα συμφωνήσουμε ότι η Γη είναι «αναμφιβόλως» επίπεδη. Αν όμως εικάσουμε χρησιμοποιώντας κριτική επιχειρηματολογία πάνω σε προ υπάρχουσες θεωρίες (βλ. Θαλή) είναι δυνατόν να προσεγγίσουμε την πραγματική κοσμολογική θεωρία για το σχήμα της Γης[4].

Άρα, η θεωρία του Αναξιμάνδρου ότι η Γη επιπλέει ελεύθερα χωρίς να πέφτει και δεν χρειάζεται να στηρίζεται σε κάτι, δεν βασίζεται (όπως στην περίπτωση του Θαλή) σε κάποια εμπειρική αντιστοιχία. Είναι πρώτα και κύρια διαισθητική. Και για αυτό το λόγο αποτελεί μία από τι πιο τολμηρές και επαναστατικές ιδέες στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης. Χωρίς αυτή την ρηξικέλευθη σύλληψη δεν θα είχαν διατυπωθεί οι ηλιοκεντρικές θεωρίες του Αρίσταρχου (3ος αι. π.Χ.) και του Κοπέρνικου (16ος αι. μ.Χ.). Και κατά μία έννοια, η εν λόγω προσέγγιση προβλέπει και την Νευτώνεια ιδέα της βαρύτητας. Επομένως, ένα πρώτο σημείο που κρατάμε είναι ότι δεν στοιχειοθετείται η άποψη ότι η αλήθεια της επιστημονικής γνώσης βασίζεται στην παρατήρηση. Όλες εκείνες οι επιστημονικές θεωρίες που γίνονται αποδεκτές ή ακόμη και εκείνες που απορρίπτονται τελικά αποτελούν καταρχήν υποθέσεις ή εικασίες. Κι αυτό είναι εμφανές στην περίπτωση του Αναξίμανδρου, όπου ο σκοπός του να προσεγγίσει την αλήθεια εξυπηρετήθηκε καλύτερα από την κριτική αποτίμηση προηγούμενων θεωριών και τη διατύπωση εικασιών και ανασκευών, παρά από μια εμπειρική διαδικασία παρατήρησης.

Βέβαια ένας οπαδός του Francis Bacon θα απαντούσε ότι για αυτό ακριβώς τον λόγο μιλάμε για πρώιμη ελληνική φιλοσοφία κι όχι πρώιμη ελληνική επιστήμη. Η επιστήμη αρχίζει όταν η μέθοδος της εικασίας αντικαθίσταται από την μέθοδο της παρατήρησης. Όταν ο παραγωγικός συλλογισμός αντικαθίσταται από τον επαγωγικό. Ο Popper απαντά ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα στηρίζεται στην προκείμενη που αναφέρει ότι οι επιστημονικές θεωρίες θα πρέπει να ορίζονται στη βάση επαγωγικών διαδικασιών.

Πιο συγκεκριμένα, αν ονομάσουμε ρ= επιστημονικές θεωρίες και q= επαγωγικές διαδικασίες, τότε,

Όμως στην πραγματικότητα πολύ λίγες φυσικές θεωρίες θα ενέπιπταν σε αυτή την κατηγορία. Οπότε η πρώτη προκείμενη (p) δεν είναι ορθή. Αυτό που είναι σημαντικό για μια θεωρία είναι η επεξηγηματική της ισχύ και θωράκιση της απέναντι στον έλεγχο και την κριτική κι όχι το πώς προήλθε. Δεν είναι αυτό που προσδίδει επιστημονικότητα σε μια θεωρία. Και ειδικά για τους προσωκρατικούς υπάρχει μια συνέχεια της σκέψης μεταξύ των θεωριών τους και των μετέπειτα εξελίξεων στην φυσική. Κι αν θα πρέπει να ονομάζονται φιλόσοφοι, προ-επιστήμονες ή επιστήμονες είναι κάτι που δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία.

Οι κοσμολογικές θεωρίες του Αναξίμανδρου είναι φυσικά εσφαλμένες. Εσφαλμένες όμως είναι και πολλές άλλες θεωρίες που βασίστηκαν σε αμέτρητα πειράματα και παρατηρήσεις, την επιστημοσύνη των οποίων κανείς δεν θα τολμούσε να αμφισβητήσει[5]. Σύμφωνα με τη μέθοδο ελέγχου της Διαψευσιοκρατίας, το να είναι μια θεωρία εσφαλμένη δεν σημαίνει ότι είναι και μη επιστημονική. Μια εσφαλμένη θεωρία μπορεί να αποτελεί επίτευγμα στον ίδιο βαθμό με μία ορθή θεωρία. Μπορεί για παράδειγμα να αναδείξει την ανάγκη τροποποιήσεων που θα οδηγήσουν στην εύρεση της αλήθειας. Στην περίπτωσή μας, η θεωρία του Θαλή επανεμφανίστηκε, μετά από τον κριτικό έλεγχο της, σε τροποποιημένη μορφή στον Αναξίμανδρο και πολύ αργότερα στις αρχές του 20ου αι. στο έργο του Alfred Wegener που αφορούσε την μετατόπιση των ηπείρων.

Οι πρώτοι φιλόσοφοι ερεύνησαν την αρχιτεκτονική του κόσμου, ρωτώντας για τη δομή, την κάτοψη, και το υλικό κατασκευής του. Και αυτά, σύμφωνα με τον Popper αποτέλεσαν τα τρία βασικά κοσμολογικά προβλήματα της Σχολής της Μιλήτου.

Το πρόβλημα της μεταβολής

Στη συνέχεια εμφανίστηκε το λεγόμενο πρόβλημα της μεταβολής που απασχόλησε τους Προσωκρατικούς και με το οποίο καταπιάνεται και ο Popper. Το εν λόγω πρόβλημα είναι φιλοσοφικό, αλλά και λογικό, σύμφωνα με τους Παρμενίδη και Ζήνωνα. Μια γενική διατύπωση του είναι η εξής: Πως είναι η μεταβολή (λογικώς) δυνατή; Πως μπορεί ένα πράγμα να μεταβάλλεται χωρίς να απωλέσει την ταυτότητα του; Αν δεν παραμείνει το ίδιο τότε δεν μεταβάλλεται. Ωστόσο, αν χάσει την ταυτότητά του, τότε δεν είναι πλέον το ίδιο πράγμα που άλλαξε και στο οποίο αναφερόμαστε.

Για τον Αναξίμανδρο ο κόσμος μας είναι απλώς ένας από άπειρους χωροχρονικά κόσμους. Αυτό το σύστημα κόσμων είναι άπειρο και επομένως σε κίνηση. Έτσι, δεν ετέθη για αυτόν ζήτημα διατύπωσης μιας γενικής θεωρίας της μεταβολής αν και προσπάθησε να εξηγήσει τια αλλαγές που συντελούνται γύρω μας (όπως π.χ. ημέρα- νύχτα, αλλαγές θερμοκρασίας, ανάπτυξη φυτών και έμβιων όντων κ.α.). Από την άλλη, ο μαθητής του Αναξιμένης ανέπτυξε με λεπτομέρεια αυτές τις ιδέες. Εξήγησε τις μεταβολές μεταξύ αντιθέτων μέσω (της θεωρίας) της πύκνωσης και της αραίωσης Για παράδειγμα, ο αέρας είναι ψυχρός, όταν βγαίνει πιεσμένος από τα χείλη, αλλά θερμός όταν βγαίνει αραιός από το ανοιχτό στόμα (αφελής επιστήμη αλλά επιστήμη!). Πίστευε στην αιώνια κίνηση του αέρα και φαίνεται να παρέκλινε κριτικά από τον δάσκαλό του, υποστηρίζοντας την δυνατότητα κίνησης/μεταβολής του ποσοτικά άπειρου αυτού στοιχείου.

Με αυτό τον τρόπο αντιμετωπίστηκε αρχικά το πρόβλημα της μεταβολής. Και οι τρεις Μιλήσιοι φιλόσοφοι είδαν τον κόσμο μας ως ένα σπίτι, το σπίτι όλων μας, ένα οικοδόμημα που παρά τις αντιθέσεις και τα φυσικά φαινόμενα, δεν έπαυε να αποτελεί ένα ασφαλές και σταθερό οικοδόμημα. Ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος από την άλλη πίστευε ότι αυτό το σπίτι καίγεται! Στον κόσμο του Ηράκλειτου δεν υπήρχε σταθερότητα. Όλα τα πράγματα βρίσκονται σε κίνηση συνεχώς, αποτελούν διεργασίες έστω κι αν αυτό διαφεύγει της αισθητηριακής μας αντίληψης. Είναι σαν τη φωτιά, η οποία αν και καταλαμβάνει χώρο είναι μια διεργασία, ένα ρεύμα ύλης.

Αυτή η θέση του Ηράκλειτου, ότι δηλ. όλα τα πράγματα είναι ένα αποτελώντας μια αιώνια φλόγα έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς απευθύνεται στο λόγο, στο επιχείρημα κι όχι στα δεδομένα των αισθήσεων. Δεν βλέπουμε την μεταβολή γύρω μας όμως γνωρίζουμε ότι συντελείται). Με τη συγκεκριμένη θεώρηση του, ο Ηράκλειτος υποδαύλισε τόσο το πρόβλημα της μεταβολής όσο και το πρόβλημα της γνώσης. Όλα τα πράγματα είναι φαινομενικά αντίθετα, ενώ στην πραγματικότητα, και για τον Θεό, είναι τα ίδια. Η αληθινή φύση των πραγμάτων προτιμά να κρύβεται. Στην πραγματικότητα δηλαδή όλα τα αντίθετα είναι τα ίδια, και μόνο στους ανθρώπους φαίνονται διαφορετικά. Δεν υπάρχει πραγματική γνώση αλλά φαινομενική, με την τελευταία να μην μπορεί να απαγκιστρωθεί από την πλάνη των αισθήσεων. Τέλος, όλα τα πράγματα είναι ένα...η αιώνια φωτιά.

Ο Popper ασκεί κριτική στην θεωρία του Ηράκλειτου περί κοσμικής μοναδικότητας, ταύτισης των αντιθέτων και φαινομένου και πραγματικότητας σημειώνοντας ότι καταλήγει να απειλεί το δόγμα του περί πραγματικής μεταβολής. Κι αυτό διότι αν όλα τα πράγματα είναι μόνο ένα, τότε η οποιαδήποτε αλλαγή είναι φαινομενική και όχι πραγματική. Στην πραγματικότητα δηλαδή η μεταβολή δεν υφίσταται. Αυτή τη συνέπεια επεξεργάστηκε ο Παρμενίδης (μαθητής του Ξενοφάνη κατά πολλούς), σύμφωνα με τον οποίο ο κόσμος ήταν ένας, αδιαίρετος και ακίνητος και η κίνηση δεν είναι, λογικώς, δυνατή.

Παρόλα αυτά, η κεντρική θέση του Ηράκλειτου ότι τα πάντα βρίσκονται σε μια ροή ήταν καινοτόμος. Και το πιο αποφασιστικό σημείο της θεωρίας του είναι το ότι είναι αληθής[6]. Δεν είδε απλώς την πανταχού παρούσα αλλαγή/μεταβολή όπως την αντιλαμβανόμαστε γύρω μας. Με την πρωτόγνωρη διαίσθηση του είδε αυτό που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε, ότι π.χ. τα σώματα μας είναι φλόγες (καθώς όλα τα πράγματα είναι φλόγες), ή ότι μια πέτρα ή ένα χάλκινο καζάνι πάντα υποβάλλεται σε αόρατες μεταβολές (στην υφή του, στο χρώμα κτλ.). Πάνω σε αυτό το τελευταίο σχόλιο όμως οι Kirk και Raven (1957, σελ. 197-198) αφού αναφέρονται στη στάση του Μέλισσου του Σάμιου αντιπαρατηρούν το εξής: «κάθε φορά που το δάχτυλο μας τρίβει ένα σιδερένιο κομμάτι, ξύνει και μία αδιόρατη ποσότητα σιδήρου. Όμως, όταν το δάκτυλο μας δεν τρίβει το εν λόγω κομμάτι, τότε γιατί κάποιος να σκεφτεί ότι αυτό μεταβάλλεται;» Ο Popper απαντά ότι μπορούμε να αναλογιστούμε μια τέτοια μεταβολή καθώς α) ο αέρας το τρίβει και ο αέρας είναι πάντα παρών, ή β) το σίδερο μετατρέπεται με τρόπο αόρατο σε σκουριά μέσω της διαδικασίας της οξείδωσης ή βραδείας καύσης (μεταβολή), ή τέλος γ) κάθε παλιότερο σίδερο απλά μοιάζει διαφορετικό από το νεότερο σίδερο, όπως ένας μεγάλος άνθρωπος μοιάζει διαφορετικός από ένα παιδί.

Ο κριτικός διάλογος στην επιστήμη

Επομένως, τόσο το πρόβλημα της υποκείμενης πραγματικότητας (κοσμολογικές θεωρίες) όσο και το πρόβλημα της μεταβολής, συζητήθηκαν εκτενώς κατά τον 6ο και αργότερα 5ο αι. π.Χ. Κι είναι αυτή ακριβώς η συζήτηση, ως διεργασία, που αποτελεί το μυστικό των πρώτων αυτών φιλοσόφων. Αποτελεί την αρχή της παράδοσης της κριτικής συζήτησης ή του κριτικού διαλόγου. Οι πρώτες ενδείξεις της εν λόγω παράδοσης αφορούσαν την κριτική του Αναξίμανδρου στον Θαλή. Μία κριτική που εκδηλώθηκε υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Πιο συγκεκριμένα, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Θαλής ήταν δάσκαλός του και ιδρυτής της Ιωνικής Σχολής στη Μίλητο καθώς και ο πρώτος εκ των επτά σοφών της αρχαιότητας. Επίσης είναι πιθανό, κρίνοντας από την μικρή διαφορά ηλικίας που είχαν, ο Αναξίμανδρος να εκδήλωσε την κριτική του ενόσω ο δάσκαλός του ήταν εν ζωή. Παρόλα αυτά δεν υπάρχουν πουθενά αναφορές στις πηγές για κάποια διαφωνία ή για σχίσμα μεταξύ τους.

Για αυτό και υποστηρίζεται ότι τότε ήταν που γεννήθηκε η παράδοση της ανοχής στην κριτική. Αυτή η στάση αποτέλεσε μια μνημειώδη καινοτομία. Σήμανε ένα διαχωρισμό από μια παράδοση που επέτρεπε μόνο ένα δόγμα ανά Σχολή, αναγνωρίζοντας μια πληθώρα δογμάτων τα οποία αναζητούσαν την αλήθεια μέσω του κριτικού διαλόγου.

Έτσι, η κάθε απόπειρα εύρεσης της αλήθειας δεν είναι τελική, αλλά υπόκειται πάντα σε βελτιώσεις. Η γνώση μας, ως θεωρία είναι καταρχήν υποθετική. Αποτελείται από υποθέσεις, εικασίες κι όχι από οριστικές και βέβαιες αλήθειες. Αυτή η παράδοση δημιούργησε τη λογική της επιστημονικής στάσης (scientific attitude), αποτελώντας όχι μόνο αναγκαία συνθήκη για την γέννηση της, αλλά, κατά τη γνώμη μου, και ικανή. Αν δεν υπήρχε αυτή η συζήτηση, κάθε εξέλιξη της επιστημονικής λογικής, όπως νοείται σήμερα, θα είχε αποτραπεί. Άλλωστε, η τόλμη κάθε καινοτομίας αποτιμάται από την αυστηρότητα με την οποία θα ελεγχθεί. Από την κριτική της αντιμετώπιση. Ο Popper υποστηρίζει ότι αυτή η ορθολογική-κριτική παράδοση εφευρέθηκε μία και μόνο φορά τον 6ο αι. π.Χ. Χάθηκε με την άνοδο του Αριστοτελικού δόγματος περί επιστήμης και ανακαλύφθηκε ξανά στην διάρκεια της Αναγέννησης, ιδιαίτερα από τον Γαλιλαίο.

Η ορθολογική παράδοση της κριτικού διαλόγου αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα επέκτασης της υποθετικής μας γνώσης. Η παρατήρηση και το πείραμα αναλαμβάνουν το ρόλο της κριτικής συζήτησης. Πάντα όμως μαζί με άλλες, μη εμπειρικές (μη παρατηρησιακές), συζητήσεις. Η σημασία δηλαδή της παρατήρησης και του πειράματος αναλώνεται μόνο στην ενδεχόμενη χρήση τους ως εργαλεία κριτικής των θεωριών. Το μόνο στοιχείο ορθολογικότητας στην απόπειρα μας να γνωρίσουμε τον κόσμο είναι η κριτική εξέταση των υποθετικών θεωριών μας, των εικασιών μας. Δεν γνωρίζουμε, απλώς υποθέτουμε (proposals and counter­proposals). Αυτή είναι κατά τον Popper η αληθινή θεωρία γνώσης. Η θεωρία ότι η γνώση προχωρά μέσω εικασιών και ανασκευών. Και η οποία βέβαια προσφέρεται από τον ίδιο για κριτική.

Συμπέρασμα

Στον πλατωνικό διάλογο Μένων η γνώση ορίστηκε ως «αληθής (ορθή) δόξα δεμένη με αιτίας λογισμώ» (98a). Θεμελιώθηκε δηλαδή ως προτιμότερη η αληθής πεποίθηση που είναι δεμένη με «αιτίας λογισμώ», δηλ. η επιστήμη, από την απλή αληθή πεποίθηση. Και η πρώτη διαφέρει από την τελευταία ως προς το ότι είναι «δεμένη». Στον Θεαίτητο (μετέπειτα πιθανόν διάλογο) εισάγεται ο ορισμός της γνώσης ως «αληθής κρίση μετά λόγου» (201 d & 202c8-10). Επίσης, είναι άλλο η αληθινή γνώμη και άλλο η γνώση.

Τι πίστευαν όμως οι Προσωκρατικοί για τον τρόπο με τον οποίο ορίζεται η γνώση; Απάντηση δεν υπάρχει καταγεγραμμένη. Σύμφωνα με τον Popper και το γνωσιοθεωρητικό πλαίσιο το οποίο υποστηρίζει, η επιστημονική παράδοση που εγκαινίασαν - αν και περιορισμένη σε κοσμολογικά κυρίως ζητήματα - ανέδειξε καταρχήν την πρωτοκαθεδρία της εικασίας ως πηγή γνώσης. Επίσης, το πρόβλημα της γνώσης ήταν πάντα εκεί, στη βάση του φιλοσοφικού στοχασμού. Οι πρώτοι φιλόσοφοι όχι απλώς έθεσαν τις βάσεις για την μετέπειτα σαφέστερη διατύπωση του, αλλά το διαχειρίστηκαν δείχνοντας με τη στάση τους το δρόμο που πρέπει να ακολουθούμε εάν αναζητούμε τη γνώση.

Στη γνωσιοθεωρία του Popper, υπάρχουν μόνο δύο τρόποι με τους οποίους κάποιες θεωρίες μπορούν να είναι ανώτερες από άλλες: α) όταν μπορούν να έχουν ευρύτερη εξηγητική ισχύ, και β) όταν μπορούν να είναι καλύτερα ελεγμένες (tested). Η δοκιμή, ο έλεγχος σημαίνει ότι έχουν πιο πλήρως και κριτικά συζητηθεί, στο πλαίσιο όλων όσων είναι γνωστά, όλων των αντιρρήσεων που μπορούν να διατυπωθούν. Βασικό στοιχείο αναλαμβάνει η παρατήρηση ή η πειραματική δοκιμή η οποία όμως έχει σχεδιαστεί με κύριο στόχο την άσκηση κριτικής στη θεωρία. Σε αυτό το πλαίσιο, οι πεποιθήσεις, η βάση δηλαδή της γνώσης, περιλαμβάνουν ασφαλώς τις εικασίες και η δικαιολόγηση τους πρέπει να περιλαμβάνει και την κριτική συζήτηση (Βλέπε Σχήμα 2)

 

 Γνώση

 Πεποίθηση

 

 (+) Εικασίες

 (υποθέσεις)

Δικαιολόγηση

 

- Κριτική συζήτηση

- Αντιδογματισμός              >  Αλήθεια

-  Ανασκευές

Σχήμα 2: Το γνωσιοθεωρητικό σχήμα του Popper


Οι προσωκρατικοί ήταν αντιδογματικοί. Και προχώρησαν σε ριψοκίνδυνες προβλέψεις. Ο κριτικός έλεγχος που εγκαινίασαν οδήγησε στην καλύτερη κατανόηση της έννοιας ‘γνώση’ και στην επίτευξη μιας μεγαλύτερης εγγύτητας στην αλήθεια. Η στάση τους συμβαδίζει και με το κριτήριο διαψευσιμότητας του Popper. Κάθε λανθασμένη πεποίθηση που ανακαλύπτεται μας φέρνει πιο κοντά στην αληθινή φύση των πραγμάτων. Κάθε ανασκευή είναι νέα γνώση. Πιστός στην προσέγγιση του περί επιστημονικής μεθόδου, θεωρεί ως γνήσιο έλεγχο μιας θεωρίας κάθε απόπειρα διάψευσης της από τους άλλους μεταγενέστερους ή μη επιστήμονες. Κι αυτό είναι που αναδεικνύει το μεγαλείο και την μεγάλη κληρονομιά των πρώτων αυτών φιλοσόφων, καθώς ήταν οι πρώτοι που το εφάρμοσαν.
-----------------------------------
[1] Πως μπορούμε να αποκτήσουμε γνώση της θεμελιώδους πραγματικότητας όταν η τελευταία υπόκειται των αισθητηριακών δεδομένων; Υπάρχουν οδηγοί πέραν των αισθήσεων που μπορούν να μας οδηγήσουν στην αλήθεια;

[2] Θα πρέπει βέβαια να αναφερθεί και το έργο του διακεκριμένου κλασικιστή Bruno Snell (1953), ο οποίος θεωρούσε τις προσωκρατικές απόψεις περί γνώσης ιδιαίτερα σημαντικές και ενδιαφέρουσες. Ο Snell υποστήριξε ότι οι Προσωκρατικοί ήταν οι πρώτοι που συνέλαβαν τη γνώση ως πνευματικό επίτευγμα. Στα γραπτά των πρώτων αυτών Ιώνων φιλοσόφων, επικράτησε η αρχαία επική διάκριση μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης γνώσης, του πραγματικού και του πλαστού, του ουσιώδους και του τυχαίου. Βάσει αυτής της διάκρισης οι Προσωκρατικοί ‘γνώρισαν’ τα προβλήματά τους και στη συνέχεια μπόρεσαν να τα διατυπώσουν.

[3] Βλ. Ιππόλυτος (Κατά Πασών Αιρέσεων Έλεγχος, Βιβλίο Α’).

[4] Σε δύο χωρία όπως έχουν διασωθεί στο έργο του Διογένη Λαέρτιου (βλ. Βίοι Φιλοσόφων, Βιβλίο Η’ και Θ ’), αναφέρεται ότι σύμφωνα με τον Θεόφραστο ο Παρμενίδης ήταν ο πρώτος που ονόμασε τον ουρανό κόσμο και είπε τη Γη στρογγυλή/σφαιρική καθώς και ότι άλλες πηγές απέδιδαν την προτεραιότητα στον Πυθαγόρα.

[5] Παραδείγματα αποτελούν οι περιπτώσεις α) του φλογιστού και β) του αιθέρα. Κατά τον 17ο αι. το φλογιστό ως (ανύπαρκτη) ουσία «εξηγούσε» τη διαδικασία της καύσης και της οξείδωσης. Πιο συγκεκριμένα, όλα τα καυστά υλικά εμπεριέχουν μια ποσότητα φλογιστό, ενώ τα άκαυστα υλικά είναι εκείνα που δεν περιέχουν την εν λόγω ουσία. Όταν ένα σώμα καίγεται χάνει την ποσότητα του φλογιστού που περιέχει, η οποία περνάει στον αέρα. Η συγκεκριμένη θεωρία μπορούσε να εξηγήσει παρατηρήσεις και πειραματικά ευρήματα, όπως για παράδειγμα το σβήσιμο του κεριού κάτω από μια καμπάνα. Το φλογιστό δεν μπορούσε να διαφύγει από το κερί, καθώς δεν υπήρχε αέρας, γέμιζε το χώρο και η φλόγα έσβηνε. Το ύπαρξη της ουσίας απορρίφθηκε εντέλει στα τέλη του 18ου αιώνα όταν τα πειράματα του A. Lavoisier εντόπισαν το οξυγόνο ως απαραίτητο στοιχείο για την καύση. Όσον αφορά τον αιθέρα, αυτός ήταν, σύμφωνα με την αρχαία και μεσαιωνική αντίληψη, το υλικό που γέμιζε τον χώρο του σύμπαντος γύρω από την γήινη σφαίρα και μπορούσε να εξηγήσει ακόμη και φαινόμενα διάδοσης του φωτός. Τον 19ο αι. η εν λόγω ιδέα απορρίφθηκε μετά το πείραμα των Michelson & Morley, το οποίο απέδειξε ότι το φως ταξιδεύει με σταθερή ταχύτητα παντού, και ως εκ τούτου ο αιθέρας δεν υπάρχει.

[6] Ας αναλογιστούμε, για παράδειγμα, τα ρεύματα ενέργειας των στοιχειωδών σωματιδίων της ύλης ως το θεμελιώδες συστατικό του σύμπαντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου