Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2021

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ (1919 – 1922): Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΕΞΙ (31 Οκτωβρίου - 15 Νοεμβρίου 1922)

 Η ΜΕΓΑΛΗ ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΕΞΙ ΤΟ 1922


ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου πολέμου οι δυνάμεις της Αντάντ προχωρούν στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατά την συνδιάσκεψη του Παρισιού αποφασίζεται η Μεγάλη Βρετανία να καταλάβει την περιοχή της Παλαιστίνης και του Ιράκ, η Γαλλία να προσαρτήσει τη Συρία και το Λίβανο, η Ιταλία να καταλάβει τα Νότια Παράλια της Μικράς Ασίας και να αποβιβαστούν τμήματα του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη ώστε να εγγυηθούν την ειρήνη στην περιοχή, η Αμερική εξ' αρχής ήταν αντίθετη στο διαμελισμό των εδαφών με αποτέλεσμα να μην επικυρώσει τις αποφάσεις της συνδιάσκεψης. Ήδη κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου είχαν ξεκινήσει βιαιοπραγίες έναντι των Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Έτσι ο Ελευθέριος Βενιζέλος πίεζε καθ όλη τη διάρκεια της συνδιάσκεψης για την απόβαση του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη ώστε να προστατευθούν οι Χριστιανοί της περιοχής. Οι λόγοι που οδήγησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις στην απόφαση να επιτρέψουν την είσοδο του Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη ήταν αφενός ότι θα έπρεπε κάποιος να αναλάβει την επιβολή της ειρήνης στην περιοχή και αφετέρου να ανακόψουν τις επεκτατικές βλέψεις της Ιταλίας η οποία είχε ήδη καταλάβει την Αττάλεια και κινούνταν προς την περιοχή της Σμύρνης. Στις 2 Μαΐου 1919 τα Ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονται στη Σμύρνη υπό τις έντονες επευφημίες και τους έξαλλους πανηγυρισμούς των Ελλήνων και Αρμενίων κατοίκων. 

Η Ιταλία μη ικανοποιημένη από την έκβαση των γεγονότων αποχωρεί από την Αττάλεια και αποφασίζει την ενίσχυση του Κεμάλ σε οικονομικό και διπλωματικό επίπεδο. Παράλληλα το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα με ηγέτη του τον Μουσταφά Κεμάλ γιγαντώνεται εναντίων του Σουλτανικού Κράτους. Αρνείται να δεχθεί τις ύπαρξη ξένων δυνάμεων στη Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους ταπεινωτικούς όρους των Συμμαχικών Δυνάμεων. Μεταφέρει την πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από την Κωνσταντινούπολη στην Άγκυρα και αποφασίζει να διεξάγει πόλεμο φθοράς στον Ελληνικό στρατό της Σμύρνης καθώς και να αναπτύξει διπλωματικές επαφές με τις δυνάμεις της Αντάντ.

Οι αποφάσεις των δυνάμεων της Αντάντ στη Συνδιάσκεψη της ειρήνης στο Παρίσι επικυρώθηκαν επισήμως με τη συνθήκη των Σεβρών στις 28 / 07 / 1920. Βάσει της συνθήκης η Ελλάδα προσαρτούσε την Ανατολική Θράκη ως την Κωνσταντινούπολη, τα νησιά του Βορείου Αιγαίου με την Ίμβρο και την Τένεδο καθώς και αποκτούσε τη Διοίκηση της Σμύρνης. Σχετικά με την κατοχή της Σμύρνης, θα διεξαγόταν δημοψήφισμα έπειτα από 5 χρόνια ώστε να αποφασίσουν οι κάτοικοι της περιοχής εφόσον επιθυμούσαν την επίσημη ένωση με την Ελλάδα. Η Συνθήκη των Σεβρών δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από τον Κεμάλ, ενώ η Γαλλία διατύπωσε τις επιφυλάξεις της, δεν είναι τυχαίο ότι η συγκεκριμένη συνθήκη παρομοιάζεται με τις εύθραυστες πορσελάνες των Σεβρών. 

Ακόμα παρατηρείται αλλαγή στη στάση των Μεγάλων Δυνάμεων οι οποίες ενώ επικύρωσαν τη Συνθήκη, στο παρασκήνιο αναπτύσσουν σχέσεις με το Κεμαλικό Καθεστώς. Από τη στιγμή που ήταν προφανής η επικράτηση του Μουσταφά Κεμάλ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ξεκίνησε ένας αγώνας δρόμου μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για το ποια θα καταφέρει να αποσπάσει οικονομικά προνόμια από το νεοσύστατο Κεμαλικό Καθεστώς. Έπειτα από την Συνθήκη των Σεβρών ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζητάει την έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων ώστε να ξεκινήσει ευρείας κλίμακας επιχειρήσεις επειδή ο Κεμαλικός στρατός επιτίθονταν στο Ελληνικό έδαφος παραβιάζοντας την Συνθήκη των Σεβρών. 

Οι μεγάλες δυνάμεις δίνουν τη συγκατάθεσή τους και έτσι το Μικρασιατικό μέτωπο διευρύνεται. Παράλληλα στην Ελλάδα ο Εθνικός Διχασμός κορυφώνεται δεδομένου ότι η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» του Γούναρη δεν συμφωνούσε με την εξωτερική πολιτική των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου στο μέτωπο της Μικράς Ασίας. Η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων καθώς και το αυξανόμενο σε γόητρο και ισχύ Κεμαλικό Καθεστώς ανησυχούν την αντι βενιζελική παράταξη η οποία αποδοκιμάζει ανοιχτά την κλιμάκωση των επιχειρήσεων στο μέτωπο της Μικράς Ασίας.

Τα ολέθρια αποτελέσματα του Εθνικού Διχασμού κάνουν την εμφάνιση τους όταν στις 30 Ιουλίου 1920 δύο απότακτοι αξιωματικοί προσπαθούν να δολοφονήσουν τον Ελευθέριο Βενιζέλο στον σταθμό της Λυών, την στιγμή που έμπαινε στο τρένο για να επιστρέψει στην Ελλάδα έπειτα από την υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών. Ακριβώς την επόμενη ημέρα οι Βενιζελικοί ως αντίποινα συλλαμβάνουν όλους τους αντιβενιζελικούς πολιτικούς, καταστρέφουν το θέατρο της Μαρίκας Κοτοπούλη και δολοφονούν στην Αθήνα τον πολιτικό, διπλωμάτη και εξέχουσα φυσιογνωμία του Μακεδονικού Αγώνα Ίωνα Δραγούμη.

Η δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη συγκλόνισε τον πολιτικό βίο της χώρας προκαλώντας τη φρίκη του Ελευθερίου Βενιζέλου, ενώ το χάσμα μεταξύ των δύο αντίπαλων παρατάξεων βάθαινε όλο και περισσότερο. Έπειτα από αυτά τα γεγονότα, δεδομένης της δυσφορίας που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στο λαό και μεσούσης της Μικρασιατικής εκστρατείας ο Ελευθέριος Βενιζέλος προκηρύσσει εκλογές. Ημερομηνία των εκλογών ορίζεται η 1 Νοεμβρίου 1920. Στον ήδη ταραγμένο πολιτικό βίο της Ελλάδος ήρθε να προστεθεί και ο αναπάντεχος θάνατος του Βασιλέως Αλεξάνδρου ο οποίος επήλθε έπειτα από το δάγκωμα μίας μαϊμούς στο Τατόι, στις 12 / 10 / 1920.

Την ίδια μέρα η κυβέρνηση εκδίδει και δημοσιεύει «διάγγελμα επί τω θανάτω του Βασιλέως Αλεξάνδρου». Στο ίδιο διάγγελμα γίνεται λόγος και για την ανάγκη αντικατάστασης του Βασιλέως από αντιβασιλέα. Πράγματι, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κάλεσε τη Βουλή, αν και είχε διαλυθεί εν όψει των εκλογών της 1ης Νοεμβρίου 1920, η οποία εξέλεξε ως αντιβασιλέα τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη. Αυτή ήταν μία προσωρινή λύση μέχρι τις επερχόμενες εκλογές αφού το θέμα της διαδοχής του Βασιλέως Αλεξάνδρου παρέμενε ακόμα «ανοιχτό». Οι εκλογές διεξάγονται και η παράταξη του Βενιζέλου χάνει. Ο ίδιος ο Βενιζέλος δεν εκλέγεται ούτε καν βουλευτής και αυτοεξορίζεται στο Παρίσι. 

Τις εκλογές κερδίζει η «Ηνωμένη Αντιπολίτευση». Τα αίτια τη ήττας είναι πολλά κυριότερα θεωρούνται η εξάντληση του Ελληνικού λαού ο οποίος βρισκόταν σε συνεχή επιστράτευση από το 1912 καθώς και ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων (οι οποίες βοήθησαν την επιβολή του Βενιζέλου) κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού. Το Δεκέμβριο του 1920 η κυβέρνηση Δημητρίου Ράλλη οργάνωσε δημοψήφισμα για την επάνοδο του Βασιλέως Κωνσταντίνου ως λύση του ζητήματος της διαδοχής που είχε προκύψει από το θάνατο του Βασιλέως Αλεξάνδρου. Στο δημοψήφισμα αποφασίζεται η επιστροφή του Βασιλέως Κωνσταντίνου.


Θεωρώντας ότι η Ελλάδα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Αγγλίας, η Γαλλία, η οποία είχε κυρίως οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή, αρχίζει να εκφράζει επίσημα πλέον την άποψη για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών και προτείνει την «πολιτική» λύση για την αντιμετώπιση του Τουρκικού εθνικισμού. Παράλληλα στην Αγγλία οι εσωτερικές αντιδράσεις πλήθαιναν συνεχώς πιέζοντας για αναθεώρηση της Συνθήκης των Σεβρών. Επιπλέον οι επαφές του Κεμάλ με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία ήταν σταθερά αντίθετη στη στρατιωτική επέμβαση στη Μικρά Ασία, θεωρώντας την επεκτατικό πόλεμο υποκινούμενο από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αντιμετωπίστηκε καχύποπτα από τις μεγάλες δυνάμεις οι οποίες έπρεπε να σπεύσουν ώστε να κατοχυρώσουν τα δικαιώματά τους. 

Έτσι η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 και η επαναφορά του Βασιλέως Κωνσταντίνου έδωσαν απλώς την ευκαιρία στις Δυνάμεις, και κυρίως στη Γαλλία και στην Ιταλία, να εκδηλώσουν ανοιχτά την αντίθεσή τους απέναντι στην Ελλάδα και προσεγγίζουν την Κεμαλική Τουρκία. Τον Φεβρουάριο του 1921 συγκαλείτε στο Λονδίνο Διασυμμαχική Συνδιάσκεψη στην οποία συμμετέχουν και εκπρόσωποι του Κεμαλικού καθεστώτος έπειτα από υπόδειξη της Ιταλίας, ώστε να αποφασιστεί από τους συμμάχους το μέλλον του μετώπου της Ανατολής. Η συμμετοχή των εκπροσώπων του Κεμαλικού Καθεστώτος σημαίνει πλέον ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις αναγνωρίζουν και επίσημα το καθεστώς Κεμάλ. 

Οι συζητήσεις κατέληξαν σε διπλωματικό αδιέξοδο λόγω των υπερβολικών και παράλογων απαιτήσεων του Κεμάλ ο οποίος είχε ενδυναμωθεί οικονομικά και διπλωματικά από την υποστήριξη των Μπολσεβίκων, των Γάλλων και των Ιταλών. Παρόλο που η Ελληνική κυβέρνηση συμμετείχε στη συνδιάσκεψη με σκοπό να τερματίσει τον πόλεμο και να προσαρτήσει όσα εδάφη μπορεί αναίμακτα, οι παράλογες απαιτήσεις του Κεμάλ καθώς και η διαμήνυση από πλευράς Γαλλίας και Αγγλίας ότι αν ο Ελληνικός στρατός υποχωρούσε δεν θα μεσολαβούσαν για την ορθή μεταχείριση των Ελλήνων οι οποίοι θα έμεναν απροστάτευτοι στα Βάθη της Τουρκίας, αναγκάζουν την Ελληνική κυβέρνηση να κλιμακώσει τις επιχειρήσεις.

Έτσι το Μάρτιο του 1921 εξαπολύεται επίθεση προς τις θέσεις Εσκί Σεχίρ και Αφιόν Καραχισάρ, στόχος του Ελληνικού στρατού είναι να φέρει καίριο πλήγμα στις συγκοινωνιακές αρτηρίες και να δυσκολέψει την μεταφορά εφοδίων προς τον Κεμάλ. Τις νικηφόρες μάχες διαδέχονται ήττες στο μέτωπο λόγω της κούρασης και την εξάντλησης του στρατού. Τα άσχημα νέα του μετώπου οδηγούν σε πολιτική κρίση. Ο πρωθυπουργός Καλογερόπουλος ο οποίος μόλις πριν από 2 μήνες είχε διαδεχθεί τον Ράλλη παραιτείται και τη θέση του αναλαμβάνει ο ίδιος ο Δημήτριος Γούναρης. Το Μάιο του 1921 ξεκινάει γενικευμένη επίθεση από τον Ελληνικό στρατό. 

Λόγω της κρισιμότητας της κατάστασης επισκέπτεται την Σμύρνη ο Βασιλέας Κωνσταντίνος μαζί με τον Δημήτριο Γούναρη τους οποίους υποδέχονται με θερμές εκδηλώσεις οι Έλληνες της περιοχής. Τον Ιούλιο του 1921 ο Ελληνικός στρατός επιτυγχάνει σπουδαία νίκη έναντι του Κεμαλικού στρατού στο Εσκί Σεχίρ και αναγκάζει τον Κεμαλικό Στρατό να οπισθοχωρήσει στην Άγκυρα. Στις 15 του ίδιου μήνα λαμβάνεται η απόφαση να κινηθεί ο Ελληνικός Στρατός προς την Άγκυρα ώστε να πλήξει την «καρδιά του Κεμαλικού καθεστώτος» και να καταστρέψει τις βάσεις ανεφοδιασμού του Τουρκικού στρατού. Ακολουθεί η μάχη του Σαγγάριου όπου ο Κεμαλικός στρατός κρατά αρχικά αμυντική στάση. 

Από τις αρχές έως και τα τέλη Αυγούστου του 1921 ο Ελληνικός στρατός προελαύνει νικηφόρα και στις 28 Αυγούστου του ίδιου έτους γυρνάει σε αμυντική γραμμή για να αντιμετωπίσει την Τούρκικη αντεπίθεση. Ο Ελληνικός στρατός λόγω της σφοδρής αντεπίθεσης αναγκάζεται να συμπτύξει τις γραμμές του για να αμυνθεί επιτυχώς. Τους μήνες που ακολούθησαν δεν πραγματοποιήθηκαν σπουδαίες πολεμικές επιχειρήσεις ούτε από τον Ελληνικό αλλά ούτε και από τον Τουρκικό στρατό. Η απραξία του μετώπου βρισκόταν σε πλήρη αντιδιαστολή με τις διπλωματικές επαφές οι οποίες από την πλευρά τις Ελληνικής κυβέρνησης βρίσκονταν στο ζενίθ. 

Ο Έλληνας πρωθυπουργός σε συνεχείς επαφές του με τους εκπροσώπους των μεγάλων δυνάμεων ζητούσε να βρεθεί συμβιβαστική λύση για την αποχώρηση του Ελληνικού στρατού από την Μικρά Ασία καθώς και άρση του οικονομικού αποκλεισμού. Οι Μεγάλες Δυνάμεις παρόλα αυτά δεν ήθελαν να εμπλακούν. Μόνο η Αγγλία σε θεωρητικό επίπεδο υποστήριζε τις Ελληνικές θέσεις, περισσότερο για να εξασφαλίσει τα δικά τις προνόμια. Στην Ελλάδα η οικονομική κατάσταση είναι άθλια δεδομένου ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες όπως ισχυρίζονταν κρατούσαν ουδέτερη στάση, διέκοψαν την οικονομική ενίσχυση ενώ παράλληλα οι ανάγκες του μετώπου αυξάνονταν κατακόρυφα. 

Οι αυξημένες οικονομικές ανάγκες αναγκάζουν τον τότε υπουργό οικονομικών Πρωτοπαπαδάκη να προβεί σε ένα παράδοξο αναγκαστικό εσωτερικό δάνειο στις 25 / 03 / 1922 διχοτομώντας το νόμισμα. Στις 13 / 08 / 1922 ξεκινάει σφοδρή αντεπίθεση του Κεμαλικού στρατού. Ο Ελληνικός στρατός ταλαιπωρημένος και μακριά από τα κέντρα ανεφοδιασμού του υποχωρεί και στις 26 Αυγούστου το Ελληνικό μέτωπο καταρρέει. Ο Ελληνικός στρατός φεύγει ατάκτως κατευθυνόμενος προς τα παράλια ώστε να μπορέσει να μεταβεί στην Ελλάδα. Τα νέα της κατάρρευσης του μετώπου οδηγούν στην αθρόα προσέλευση Ελλήνων στα παράλια της Μικράς Ασίας οι οποίοι φοβούμενοι τις εξελίξεις εγκαταλείπουν τις πατρογονικές τους εστίες στην ενδοχώρα. 

Μέσα σε λίγες ημέρες η προκυμαία της Σμύρνης γεμίζει από πρόσφυγες Χριστιανούς οι οποίοι περίμεναν κάποιο πλοίο ώστε να μπορέσουν να φύγουν για την Ελλάδα. Στις 28 / 08 / 1922 μπαίνει στη Σμύρνη Τουρκική διοίκηση και την ίδια ημέρα βασανίζεται και θανατώνεται ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος ο οποίος αρνήθηκε παρά τις πιέσεις των Γάλλων για να του παρέχουν προστασία, να εγκαταλείψει το ποίμνιο του. Την ήδη αφόρητη κατάσταση της προκυμαίας ήρθε να επιβαρύνει η φωτιά που ξέσπασε στην Αρμένικη συνοικία και η οποία σε λίγα λεπτά εξαπλώθηκε στην Ελληνική. Το μέτωπο της φωτιάς εξαπλωνόταν σε απόσταση 2 χιλιομέτρων. 

Πλέον οι άνθρωποι που συνωστίζονταν στη προκυμαία βρίσκονταν μεταξύ φωτιάς και θάλασσας. Ήδη στην προκυμαία της Σμύρνης έκαναν την εμφάνιση τους πλοία των ουδέτερων δυνάμεων τα οποία κοίταζαν παθητικά τις εξελίξεις. Μέχρι τα μέσα του Σεπτεμβρίου είχαν φύγει ή είχαν συλληφθεί όλοι οι Έλληνες τις Μικράς Ασίας. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, ο στρατός, που είχε καταφύγει στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, εξεγέρθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 υπό την ηγεσία των συνταγματαρχών Πλαστήρα και Γονατά.


Τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου μπροστά στην ανικανότητα των κυβερνήσεων να διαχειριστούν την κρίση ξέσπασε το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 στην Χίο και τη Λέσβο υπό τον Στυλιανό Γονατά, τον Φωκά και τον Νικόλαο Πλαστήρα, οι οποίοι σχημάτισαν επαναστατική επιτροπή κηρύσσοντας επανάσταση. Παράλληλα ο στρατιωτικός Θεόδωρος Πάγκαλος μαζί με μια ομάδα αξιωματικών, προσκείμενων προς το κόμμα των Φιλελευθέρων, συνέλαβε πλειάδα πολιτικών. Στις 13 Σεπτεμβρίου ο Ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στο Λαύριο και η επαναστατική επιτροπή ανέλαβε την διακυβέρνηση του κράτους.

Στην προκήρυξη τους ζητούσαν μεταξύ άλλων: Την παραίτηση του Βασιλέως Κωνσταντίνου υπέρ του Διαδόχου Γεωργίου, την παραίτηση της κυβέρνησης, την διάλυση της Βουλής και διόριζαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο εκπρόσωπο της Ελλάδας. Στις 14 Σεπτεμβρίου ο Βασιλέας Κωνσταντίνος παραιτείται και φεύγει από την Ελλάδα. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1922, ο θρόνος πέρασε στο Διάδοχο Γεώργιο, ο οποίος ονομάστηκε Βασιλεύς Γεώργιος Β'. Επιπλέον παραιτήθηκε η κυβέρνηση Τριανταφυλλάκου, η οποία και αντικαταστάθηκε από την βραχύβια, μόλις μίας ημέρας, κυβέρνηση Χαραλάμπη που με την σειρά της αντικαταστάθηκε από αυτή του Σωτήριου Κροκίδα. 

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε οριστεί εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό. Βλέποντας ότι ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος μπορούσε να έχει ολέθρια αποτελέσματα για τα οικονομικά τους συμφέροντα οι Μεγάλες Δυνάμεις επεμβαίνουν για να ξεκινήσουν συζητήσεις ειρήνης των δύο χωρών. Απαίτηση του Κεμάλ για να ξεκινήσουν οι συζητήσεις ήταν να δοθεί η Ανατολικά Θράκη πίσω στην Τουρκία. Παρά τις ελπίδες του Βενιζέλου για στήριξη της Αγγλίας, τελικά στις 23 Σεπτεμβρίου οι πρώην Σύμμαχοι της Ελλάδος ζητούν την παράδοση της Ανατολικής Θράκης. Κατόπιν αυτών στις 11 / 10 / 1922 υπογράφεται η Συνθήκη ανακωχής των Μουδανιών. 

Το κύριο θέμα της ανακωχής αφορούσε τα σύνορα της Ελλάδας με την Τουρκία στην Ανατολική Θράκη, που κανονίστηκε να είναι ο ποταμός Έβρος (Μαρίτσα). Ανάλογα με την απώλεια του εδάφους στη Θράκη καθορίστηκε η γραμμή υποχώρησης των Ελληνικών στρατευμάτων και ξεκίνησε η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης από τους Έλληνες. Η συνθήκη πρόβλεπε η υποχώρηση των Ελλήνων να πραγματοποιηθεί σε 15 μέρες και σε 30 μέρες να αναλάβει η Τουρκία την εξουσία στην περιοχή. 8.000 Τούρκοι αστυνομικοί εγκαταστάθηκαν στην Ανατολική Θράκη κατά τη διάρκεια της εκκένωσης. 

Η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά πέρασαν υπό Τουρκική κυριαρχία και η Τουρκία υποχρεώθηκε να επιτρέψει την ελεύθερη διέλευση των πλοίων από τα Στενά. Η επιθυμία των Τούρκων να περιληφθεί η Δυτική Θράκη στην επικράτειά τους δεν πραγματοποιήθηκε. Η περιοχή δυτικά του Έβρου παρέμεινε Ελληνική επαρχία. Η ανακωχή των Μουδανιών που υπογράφηκε από την Τουρκία και την Ελλάδα ήταν μια προετοιμασία για τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923. Οι δύο συνθήκες αποτέλεσαν το τέλος του Ελληνοτουρκικού Πολέμου 1919 - 1922 και αντικατέστησαν τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920 που ήταν θνησιγενής. Η συνθήκη της Λωζάννης αφορούσε στην Ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. 

Η Ελληνοτουρκική Συνθήκη Ανταλλαγής αποτελεί μια πρωτοφανή ρύθμιση στην παγκόσμια ιστορία, καθώς βάσει αυτής εκπατρίστηκαν αναγκαστικά, χωρίς δυνατότητα επιστροφής και με μοναδικό κριτήριο της θρησκεία, περίπου δύο εκατομμύρια άνθρωποι – 1,2 εκατομμύρια Ορθόδοξοι Χριστιανοί και 600.000 Μουσουλμάνοι. Από τη ρύθμιση εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης. Αυτή η συνθήκη ήταν ουσιαστικά μία επισημοποίηση της πραγματικότητας, δεδομένου ότι ήδη 1.000.000 Έλληνες είχαν μετακινηθεί στην Ελλάδα από τα παράλια της Μικράς Ασίας, ενώ περίπου 250.000 είχαν έρθει από την Ανατολική Θράκη. 

Πλέον η Ελλάδα μέσα σε όλα τα προβλήματα που την ταλανίζουν έχει να αντιμετωπίσει και το προσφυγικό ζήτημα το οποίο ζητάει επιτακτικά λύση. Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης θα ενσωματωθούν γρήγορα, θα συμβάλουν ενεργά σε όλους τους τομείς της κοινωνίας και θα βοηθήσουν σημαντικά στην οικονομική και πολιτιστική πορεία της Ελλάδος. Στην Ελλάδα τυπικά το ζήτημα της Μικρασιατικής καταστροφής λήγει με την δίκη που έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η Δική των Έξι. Η δίκη διεξήχθη από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 15 Νοεμβρίου 1922 για να καταδικαστούν οι αίτιοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. 

Οι Μεγάλες Δυνάμεις εξ αρχής πιέζουν τον Πλαστήρα ώστε να μην προβεί σε ακρότητες η επανάσταση, όμως η επιθυμία τους δεν εισακούεται. Η επαναστατική επιτροπή προχωρεί σε εκκαθάριση των αντιβενιζαλικών στο στρατό και στο κοινοβούλιο. Η πεποίθηση που κυριαρχούσε ήταν ότι ο Ελληνικός στρατός δεν νικήθηκε, αλλά προδόθηκε και ως εκ τούτου οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στους κατηγορουμένους ήταν για εσχάτη προδοσία. Στις 15 Νοεμβρίου 1922 εκδίδεται η απόφαση του δικαστηρίου η οποία ήταν η ακόλουθη :

«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β' το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατά νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζηανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. 
Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατά του Δημητρίου Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Νικολάου Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γεωργίου Μπαλτατζή και Νικολάου Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μιχαήλ Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων».


Την ίδια ημέρα πραγματοποιήθηκαν οι εκτελέσεις. Η δίκη αυτή αποτελεί ένα από τα πιο δραματικά επεισόδια του Εθνικού Διχασμού και έγινε κυρίως για να ικανοποιηθεί το λαϊκό αίσθημα το οποίο ζητούσε εκδίκηση για την Μικρασιατική καταστροφή.

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΤΩΝ ΕΞΙ

«Την 11ην και 30΄π.μ. της σήμερον, εις τον παρά τω Γουδί χώρον εξετελέσθη εν πλήρει στρατιωτική τάξει, η θανατική εκτέλεσις των έξ καταδικασθέντων υπό του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου, υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής, ήτοι των απαρτισάντων το Συμβούλιον των Πέντε πολιτικών Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτου, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη, ως και του αρχιστρατήγου της ήττης Γ. Χατζανέστη. Της εκτελέσεως προηγήθη η στρατιωτική καθαίρεσις και η θεία μετάληψις εν ταις φυλακαίς Αβέρωφ. Οι νεκροί, μεταφερθέντες πάραυτα, εις το Α΄ Νεκροταφείον, παρεδόθησαν εις τους οικείους των προς ταφήν. Προ της εκτελέσεως οι κατάδικοι, ερωτηθέντες περί της υστάτης θελήσεώς των, ουδέν είπον».

Ανακοινωθέν Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου._

15 Νοεμβρίου 1922 

Ένας γκρίζος ουρανός σκέπαζε την παγωμένη Αθήνα εκείνο το πρωινό. Οι μέρες ήταν θλιβερές και πένθιμες. Η Ελλάδα ολόκληρη μαυροντυμένη θρηνούσε τα παιδιά της. Τα παιδιά της εκείνα που είχαν χαθεί στη Μικρασιατική Εκστρατεία, που σφαγιάστηκαν ανελέητα κατά την υποχώρηση του Ελληνικού στρατού, αλλά κι εκείνα που μαρτύρησαν στο Ολοκαύτωμα της Σμύρνης Δεν είχαν περάσει δυο μήνες από τη συμφορά, όταν στις 31 Οκτωβρίου 1922, άρχισε η πολύκροτη Δίκη των Έξι ή για την ακρίβεια των Οκτώ, (οι Στρατηγός και Γούδας καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά), η «δίκη των μεγάλων ενόχων», όπως έλεγε ο Πλαστήρας. 

Στρατιώτες και καραβάνια προσφύγων -των τυχερών εκείνων που επέζησαν- κατακλύζουν τη μητέρα πατρίδα. Στα μάτια τους αντιφεγγίζουν ακόμα οι φωτιές της Σμύρνης. Τα πτώματα που επιπλέουν στο νερό, ο καπνός, τα ερείπια, η αγριότητα, η αντάρα, ο θάνατος δεν φεύγουν στιγμή απ’ το μυαλό τους. Ανέστιοι και ξεριζωμένοι, θα προσπαθήσουν να κλείσουν τις πληγές και να συναρμολογήσουν ξανά τη ζωή τους. Τα πάνω έχουν έρθει κάτω. Έριδες ταλανίζουν την Ελλάδα, που είναι διχασμένη σε δύο στρατόπεδα: τους Κωνσταντινικούς και τους Βενιζελικούς. Οι κυβερνήσεις ανεβοκατεβαίνουν. Ο ένας τα ρίχνει στον άλλον. 

Παρόλα αυτά, μια φωνή αντηχεί πέρα ως πέρα σ’ ολόκληρη την Ελλάδα: ''Να πληρώσουν οι υπαίτιοι''. Όμως πολλά και διάφορα ήταν τα αίτια της Μικρασιατικής καταστροφής, άμεσα και έμμεσα, όπως η μακροχρόνια παράταση του πολέμου, η βαθιά διαίρεση του σώματος των αξιωματικών, η καλή οργάνωση του Κεμαλικού στρατού κι ο οικονομικός πόλεμος που κήρυξαν στη χώρα μας οι Σύμμαχοι μετά την επάνοδο του Κωνσταντίνου. Η δίκη αυτή λοιπόν δεν αποσκοπούσε παρά στην ικανοποίηση της λαϊκής οργής και την αποκατάσταση του γοήτρου του στρατού. Τα πάθη κοχλάζουν και τυφλώνουν. 

Κι όταν το αίμα είναι ακόμα νωπό, σίγουρα η απόσταση από την αλήθεια είναι μεγάλη. Πράγματι, μετά την ήττα των Ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία εξερράγη στρατιωτική επανάσταση υπό τον Ν. Πλαστήρα στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, που ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να παραιτηθεί. Η επαναστατική αυτή κυβέρνηση ωστόσο είναι αποφασισμένη να ξεκαθαρίσει τα πράγματα και να καθίσει τους, κατά τη γνώμη της, υπαίτιους στο σκαμνί. Έτσι συγκροτήθηκε το Έκτακτο Επαναστατικό Στρατοδικείο, με πρόεδρο τον υποστράτηγο Οθωναίο, που έβγαλε και την ετυμηγορία. 

Οι Έξι κρίθηκαν ένοχοι για εσχάτη προδοσία. Μια μάλλον άγνωστη όμως πτυχή των γεγονότων εκείνων, που θέτει πληθώρα ακόμα ερωτηματικών για το κατά πόσο εκτελέστηκαν οι πραγματικοί ένοχοι, είναι η περίπτωση του Πρίγκιπα Ανδρέα. Ο «Βασιλόπαις», όπως επιθυμούσε να τον αποκαλούν, είχε πάρει μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία ως υποστράτηγος, διοικώντας την ΧΙΙ Μεραρχία και στη συνέχεια προήχθη σε αντιστράτηγο και ανέλαβε τη διοίκηση του Β' Σώματος Στρατού. Από το σημείο όμως αυτό και μετά αρχίζουν τα προβλήματα. 

Ο Πρίγκιπας ήρθε σε ρήξη με τους επιτελείς του, όταν ο αρχιστράτηγος Παπούλας διέταξε το Β' Σώμα Στρατού να προχωρήσει κι εκείνος κράτησε το Σώμα στάσιμο για 12 ημέρες, μη εκτελώντας τη διαταγή, γιατί θεωρούσε ότι έτσι έπρεπε να γίνει. Παρόλα αυτά η οριστική ρήξη, που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει, ήρθε όταν ο Παπούλας, αναμένοντας επίθεση εναντίον του Γ' Σώματος και σχεδιάζοντας να αιφνιδιάσει τον Κεμάλ με ταυτόχρονη επίθεση των δύο άλλων Σωμάτων, διέταξε τον Ανδρέα να κινηθεί. Όμως εκείνος είχε πάλι τη δική του άποψη. Μετακίνησε το Σώμα του πίσω από το Γ' Σώμα, αφήνοντας τελείως ακάλυπτο το Α' Σώμα, που έπαθε πανωλεθρία. 

Κατόπιν τούτου ο Πρίγκιπας αντικαταστάθηκε από τον αντιστράτηγο Τρικούπη. Ήταν όμως πολύ αργά. Τέσσερις μέρες μετά την εκτέλεση των έξι ωστόσο, έγινε η δίκη του «Βασιλόπαιδος», που ολοκληρώθηκε αυθημερόν. Το Στρατοδικείο τον έκρινε ένοχο παμψηφεί, αναγνωρίζοντάς του όμως ελαφρυντικά λόγω απειρίας. Καταδικάστηκε σε καθαίρεση και ισόβια εξορία. Οι Άγγλοι μάλιστα είχαν υποσχεθεί έκτακτη οικονομική βοήθεια για την περίθαλψη των προσφύγων, εάν η δίκη είχε θετική εξέλιξη για τον Ανδρέα. (Σημείωση: Ο Ανδρέας ήταν παντρεμένος με την Αγγλίδα πριγκίπισσα Αλίκη και ήταν πατέρας του σημερινού Φίλιππου της Αγγλίας). 

Τελικά ο Πρίγκιπας κατέληξε να ζει μόνος του στο Μόντε Κάρλο εκεί ακριβώς είχε καταφύγει και μια άλλη αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, αντιπαθής και μισητή στο λαό της Ιωνίας, ο ύπατος αρμοστής της Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης. Και οι δυο τελούσαν υπό την προστασία των Άγγλων. Το σίγουρο είναι άλλωστε πως αν δεν είχε γίνει η εκτέλεση η ροή της Ιστορίας θα ήταν διαφορετική. Το τηλεγράφημα του Βενιζέλου από τη Λοζάνη, που προσπαθούσε να αποτρέψει το γεγονός, έφτασε πολύ αργά. Ακόμα κι ο αδιάλλακτος Πάγκαλος θα ομολογήσει μετά από χρόνια: 

«Δεν διέπραξαν οι τυφεκισθέντες συνειδητήν προδοσίαν, όπως εκατηγορήθησαν, αλλά υπήρξαν μοιραία θύματα εις τον βωμόν της πατρίδος κατά τας κρισίμους στιγμάς». Επίσης ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς παρατηρεί: «Η αιματοχυσία εκείνη, άσκοπη και χωρίς επιπτώσεις κάποιας κάθαρσης είχε ως αποτέλεσμα να αναζωπυρωθεί ο παλαιός Διχασμός του λαού και να ανοιχθούν κατάστιχα πολιτικών αντεκδικήσεων στο χώρο του αντιβενιζελισμού και του Βενιζελισμού, που ταλάνισαν τη χώρα με διαφορετική κάθε φορά μορφή και κίνητρα ως τον πόλεμο του 1940  1941, την Κατοχή, τα μεταπελευθερωτικά χρόνια του εμφυλίου πολέμου και της δικτατορίας των συνταγματαρχών» 

 
Όπως και να έχει πάντως το πράγμα, η εκτέλεση των έξι, που όλοι είχαν πιστέψει ότι θα λειτουργούσε σαν βαλβίδα αποσυμπίεσης του ασφυκτικού κλίματος, έριξε περισσότερο λάδι στη φωτιά, αναζωπυρώνοντας τα πάθη και ζωντανεύοντας ξανά το φοβερό εφιάλτη του Διχασμού, που θα εξακολουθεί να αιωρείται στο ιστορικό υποσυνείδητο του Έθνους για πολλά χρόνια ακόμα.

Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΕΞΙ 
 
Με τον όρο «Δίκη των έξι» έχει καταγραφεί στην Ελληνική ιστορία η δίκη ενώπιον έκτακτου στρατοδικείου στο οποίο παραπέμφθηκαν από την Επαναστατική Επιτροπή για να τιμωρηθούν οι θεωρούμενοι ως υπεύθυνοι για τις συνέπειες της Μικρασιατικής εκστρατείας, κοινώς για την Μικρασιατική Καταστροφή. Αν και οι κατηγορούμενοι ήταν οκτώ, η ονομασία «Δίκη των έξι» δόθηκε λόγω των έξι εκτελέσεων που τελικώς αποφασίστηκαν και πραγματοποιήθηκαν την ίδια σχεδόν ημέρα στο Γουδί. Το περιστατικό αυτό αποτελεί την κορύφωση αλλά και τον επίλογο του Εθνικού Διχασμού. Όταν κατέρρευσε το Μικρασιατικό μέτωπο, ο Ελληνικός στρατός υποχώρησε και κατευθύνθηκε προς τα νησιά του Αιγαίου. 

Οι αξιωματικοί ένιωθαν προδομένοι και εκτεθειμένοι στις διαθέσεις του Κεμάλ, από τις παλινωδίες αλλά και τις σκοπιμότητες των πολιτικών παιχνιδιών που διαδραματίζονταν στην Αθήνα, όλο αυτό το διάστημα που αυτοί πολεμούσαν στην Μικρά Ασία. Μπροστά στην ανικανότητα των κυβερνήσεων να διαχειριστούν την κρίση, ξέσπασε το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 στην Χίο και τη Λέσβο υπό τον Στυλιανό Γονατά, τον Δ. Φωκά και τον Νικόλαο Πλαστήρα, οι οποίοι σχημάτισαν επαναστατική επιτροπή κηρύσσοντας επανάσταση. Παράλληλα ο στρατιωτικός Θεόδωρος Πάγκαλος μαζί με μια ομάδα αξιωματικών, προσκείμενων προς το κόμμα των Φιλελευθέρων, συνέλαβε πλειάδα πολιτικών και τους οδήγησε στην αστυνομική διεύθυνση Αθηνών. 

Κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε απομόνωση.Στις 13 Σεπτεμβρίου 1922 ο Ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε στο Λαύριο και η επαναστατική επιτροπή ανέλαβε την διακυβέρνηση του κράτους. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α' παραιτήθηκε από το θρόνο αναχωρώντας για την Ιταλία και παραχωρώντας τον θρόνο στον γιο του Γεώργιο Β'. Μια μέρα πριν από την αναχώρησή του και την άνοδο στο θρόνο του γιου του Γεωργίου σχηματίστηκε πολιτική κυβέρνηση, στην οποία η επανάσταση παραχώρησε ένα μέρος (όχι το σημαντικότερο) της εξουσίας της. Πρωθυπουργός ορίστηκε ο Α. Ζαΐμης, τέως αρμοστής της Κρήτης, που και στο παρελθόν αρκετές φορές είχε χρησιμοποιηθεί σαν «λύση εκτάκτου ανάγκης». 

Ο Ζαΐμης όμως δε δέχτηκε την εντολή και καθήκοντα πρωθυπουργού ανέλαβε να εκτελεί προσωρινά ο αντιπρόεδρος της κυβερνήσεως και υπουργός Εσωτερικών Σωτ. Κροκίδας. Το Υπουργείο Εξωτερικών δόθηκε στο Νικ. Πολίτη, τέως υπουργό Εξωτερικών του Βενιζέλου. Από το Παρίσι, όπου βρισκόταν ο Πολίτης, δήλωσε ότι αποδέχεται το διορισμό του και ανέλαβε τα καθήκοντά του λίγες μέρες αργότερα. Η υπόλοιπη κυβέρνηση συμπληρώθηκε ως έξης: Φ. Βασιλείου υπουργός Δικαιοσύνης, Ευθ. Κανελλόπουλος Εθνικής Οικονομίας, Α. Διομήδης Οικονομικών, Ι. Σιώτης Παιδείας, Α. Χαραλάμπης Στρατιωτικών, Δ. Παπαχρηστος Ναυτικών, Γ. Εμπειρίκος Επισιτισμού, Α. Δοξιάδης Περιθάλψεως, Π. Καλλιγάς Συγκοινωνιών και Γεωργίας και Α. Χρηστομάνος Τ. 

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε οριστεί εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό.Λίγες μέρες αργότερα αναδιοργανώθηκε και η ηγεσία του κινήματος. Καταργήθηκε ή δωδεκαμελής Επαναστατική Επιτροπή, ενώ ταυτόχρονα αυξήθηκαν κατά δύο τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Επαναστάσεως με τη συμμετοχή σ’ αυτήν του πλοίαρχου Άλ. Χατζηκυριάκου και του συνταγματάρχη Λ. Σακελλαρόπουλου. Η αρχική σκέψη της Επαναστάσεως να προσαχθούν οι κρατούμενοι υπουργοί στο πολεμικό «Λήμνος» στον Πειραιά και να εκτελεσθούν εκεί, μετά από συνοπτική διαδικασία, είχε εγκαταλειφθεί. 

Η μετριοπαθέστερη μερίδα των Φιλελευθέρων, την οποία εκπροσωπούσε ο στρατηγός Δαγκλής, δε συμφωνούσε με αυτή τη διαδικασία και, το κυριότερο, οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας είχαν εκφράσει την απόλυτη αντίθεσή τους στις εκτελέσεις κατά την πρώτη συνάντησή τους με τους ηγέτες του κινήματος στις 15 / 28 Σεπτεμβρίου. Στη συνάντηση εκείνη ο Γονατιάς και ο Πλαστήρας συμφώνησαν ότι θα έπρεπε να παραπεμφθούν οι κατηγορούμενοι σε τακτικό δικαστήριο. Την απόφασή της αυτή γνωστοποίησε στις εφημερίδες ή Επανάσταση στις 16 / 29 Σεπτεμβρίου με ανακοινωθέν του Γραφείου Τύπου της Επαναστατικής Επιτροπής.

Οι αντιδράσεις, ιδιαίτερα στις τάξεις των μεσαίων και κατωτέρων στελεχών του στρατού, υπήρξαν έντονες και άμεσες, και οδήγησαν την ηγεσία του κινήματος να αλλάξει τελικά γραμμή πλεύσεως στο ζήτημα της τιμωρίας «των υπευθύνων της καταστροφής». Υποκινούμενοι κυρίως (όλοι όχι αποκλειστικά) από τον Πάγκαλο, που προσπαθούσε με τον τρόπο αυτό να προωθηθεί στην ηγεσία της επαναστάσεως, με σκοπό την εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας, οι αξιωματικοί έδειχναν αποφασισμένοι να ανατρέψουν τους -γενικότερα «διστακτικούς»- Πλαστήρα και Γονατά. Οι όποιες υποκινήσεις, όμως, ούτε δημιούργησαν ούτε, συνεπώς, αποτελούν ερμηνεία για τη στάση του στρατού στο θέμα αυτό. 

Το κλίμα εχθρότητας εναντίον «των πολιτικών» υπήρχε ήδη στις τάξεις των αξιωματικών και ή πεποίθηση -το σοβαρότερο από όλα τα επιχειρήματα- ότι χωρίς την τιμωρία των «υψηλά ισταμένων» δε θα μπορούσε να αποκατασταθεί «με τον κλάδον της ελαίας αλλά και με το κνούτον» η πειθαρχία στο στράτευμα, ήταν πεποίθηση γενική που την συμμεριζόταν απόλυτα και η ηγεσία του κινήματος. Η συντηρητική πλειοψηφία των στελεχών του κόμματος των Φιλελευθέρων, παρόλο που δεχόταν, και αυτή, την ταύτιση της τιμωρίας των υπευθύνων με την ανασυγκρότηση του στρατού, έκρινε ότι οι αντιρρήσεις της Αγγλίας στο θέμα των εκτελέσεων έπρεπε να γίνουν σεβαστές. 


Σ’ αυτούς ακριβώς όμως τους κύκλους των Φιλελευθέρων υπήρχαν και διαφορετικές απόψεις. Κατά τη διάρκεια μακράς συνομιλίας του με τον Λίντλεϊ, τέως υπουργός του Βενιζέλου προσπάθησε να πείσει τον Άγγλο πρεσβευτή ότι «η εκτέλεση ολίγων υπουργών θα ικανοποιούσε την εκδικητικότητα του πλήθους και θα αποσοβούσε τον κίνδυνο να στραφεί η κοινή γνώμη εναντίον εκείνων που αρχικά ξεκίνησαν τη Μικρασιατική εκστρατεία». Στις 4 / 17 Οκτωβρίου 1922, η πενταμελής «Εκτελεστική Επιτροπή της Επαναστάσεως» εξέδωσε διάγγελμα, στο οποίο μνημόνευε για πρώτη φορά την ανάγκη της «παραδειγματικής ποινικής τιμωρίας των εχθρών της πατρίδος»:

«Η Επαναστατική Επιτροπή έχουσα την αντίληψιν ότι έχει επιτευχθή πλήρης σαφήνεια ως προς τον πολιτικόν χαρακτήραν και τους σκοπούς της Επαναστάσεως, θεωρεί επιβεβλημένον όπως προβή εις τας ακόλουθους δηλώσεις: Η Επανάστασις έχει ταχθεί υπεράνω των κομμάτων. Αυτό σημαίνει ότι η Επανάστασις ούτε κομματίζεται, ούτε φατριάζει. Και θα τηρήση μέχρι των εκλογών, κατά τας οποίας θα εκφρασθή ελευθέρως η κυρίαρχος θέλησις του ελληνικού λαού και δικαιοσύνην και ευνομίαν, και τάξην. Αλλά δεν σημαίνει ότι η Επανάστασις δεν ακολουθεί ωρισμένην εθνικήν πολιτικήν, αφού η ύπαρξις της Επαναστάσεως αποτελεί πολιτικήν. 
 
Και η πολιτικήν της εθνικής σωτηρίας, την οποίαν διέγραψεν η Επανάστασις, δεν συνίστατο μόνο εις εξαναγκασμόν της παραιτήσεως του Κωνσταντίνου, αλλά -χωρίς βεβαίως να θίγει τας βάσεις του πολιτεύματος- και εις την κατάλυσιν ολοκλήρου του Κωνσταντινικού -αυλικού, πολιτικού και στρατιωτικού- συγκροτήματος, το οποίο έταξεν τον Βασιλέα υπεράνω της Πατρίδος, κατέλυσε τας λαϊκάς ελευθερίας και τοιουτοτρόπως επροκάλεσε την μεγάλην Εθνικήν Συμφοράν. Επίσης η πολιτική της Επαναστάσεως συνίσταται εις την προσπάθειαν προς πλήρην ανασύνδεσιν των συμμαχικών σχέσεων της Ελλάδος, προς τας Μεγάλας Δυνάμεις, επειδή πιστεύει ότι μόνο τοιουτοτρόπως είναι δυνατή η εθνική σωτηρία.

Συνεπώς, η Επανάστασις ευρίσκεται αντιμέτωπος και θεωρεί εχθρούς της Πατρίδος όλους ανεξαιρέτως τους πρωτοστατήσαντας παράγοντας του Κωνσταντινισμού, εις τους οποίους οφείλεται η διάρρηξις των συμμαχιών, η μεγάλη τραγωδία του Γένους. Τέλος η πολιτική της εθνικής σωτηρίας συνίσταται εις την προσπάθειαν προς έξαρσιν του εθνικού φρονήματος και συναδέλφωσιν. Αλλ’ η συναδέλφωσις θα ήτο αρχή ανήθικος αν επρόκειτο να σημάνη λήθην ή μετάθεσιν των τρομερών ευθυνών, σύγχυσιν των αθώων και ενόχων.

Η Επαναστάσις αποβλέπει εις την συναδέλφωσιν του πλανηθέντος λαού, ο οποίος υπέστη υπό των αναξίων αρχόντων τας σκληράς θυσίας αίματος, χρήματος και τιμής. Αλλά θεωρεί επιβεβλημένην την παραδειγματικήν ποινικήν τιμωρίαν των «εχθρών της πατρίδος», εις τους οποίους οφείλεται η κατάρρευσις του Μικρασιατικού Μετώπου, καθώς και η διεθνής καταδίκη της Θράκης -η οποία δυστυχώς είχε προηγηθή της Επαναστάσεως- καθώς και το οριστικόν, ηθικόν, και πολιτικόν θάνατον των πρωτουργών της καταστροφής. Συνεπώς είναι κοινή απαίτησις ο πάνδημος στιγματισμός των μεγάλων ενόχων.

Γονατάς, Πλαστήρας, Σακελλαρόπουλος, Χατζηκυριάκος, Φωκάς». 

Αλλά και το διάγγελμα αυτό, που το είχε συντάξει ο πολιτικός σύμβουλος του Πλαστήρα, Γεώργιος Παπανδρέου, δεν πέτυχε να καθησυχάσει τα πνεύματα, εφόσον δεν προσδιόριζε ούτε το χρόνο ούτε τον τρόπο παραπομπής των κρατουμένων σε δίκη. Στις 9 Οκτωβρίου ογκώδης διαδήλωση 100.000 πολιτών στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα απαίτησε την άμεση εκτέλεση των υπευθύνων. Η λογική που είχε περάσει η Επαναστατική Επιτροπή στον λαό, ήταν ότι η Ελλάδα δεν ηττήθηκε αλλά προδόθηκε.

ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΔΙΚΗ

Αμέσως τα περισσότερα στελέχη της κυβέρνησης Γούναρη και ο ίδιος ο Γούναρης συνελήφθησαν και συγκεντρώθηκαν στην αστυνομική διεύθυνση Αθηνών. Η διαδικασία «απονομής δικαιοσύνης» δεν είχε καθοριστεί αφού υπήρχαν διαφορετικές απόψεις ως προς τις κινήσεις που έπρεπε να γίνουν. Η μετριοπαθής μερίδα ζητούσε προσαγωγή σε δίκη των υπευθύνων ενώ η σκληροπυρηνική (Παπαναστασίου, Πάγκαλος, Οθωναίος) την άμεση εκτέλεσή τους. Επιπλέον υπήρχε η πίεση των ξένων δυνάμεων που ζητούσαν δίκη χωρίς συνοπτικές διαδικασίες. Στις 9 Οκτωβρίου ογκώδης διαδήλωση 100.000 πολιτών στην πλατεία Συντάγματος στην Αθήνα απαίτησε την άμεση εκτέλεση των υπευθύνων. 

Η λογική που είχε περάσει η επαναστατική επιτροπή στον λαό ήταν ότι η Ελλάδα δεν ηττήθηκε αλλά προδόθηκε. Στις 12 Οκτωβρίου εκδόθηκε και το διάταγμα περι συστάσεως και λειτουργίας εκτάκτου στρατοδικείου προς εκδίκασιν των κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής κατηγοριών. Πρόεδροι της ανακριτικής επιτροπής και του έκτακτου στρατοδικείου ανέλαβαν οι υποστράτηγοι Θεόδωρος Πάγκαλος και Αλέξανδρος Οθωναίος αντίστοιχα αφού είχαν λάβει σαφείς διαβεβαιώσεις απ τον Πλαστήρα ότι θα εκτελεστεί οιαδήποτε απόφαση του στρατοδικείου. Βοηθοί του Πάγκαλου ορίστηκαν οι συνταγματάρχες Ι. Καλογεράς και Χ. Λούφας. 

 
Για τους σκοπούς της ανακρίσεως οι κατηγορούμενοι μεταφέρθηκαν από την Αστυνομική διεύθυνση Αθηνών στις φυλακές Αβέρωφ. Σύμφωνα με την έκθεση της Ανακριτικής Επιτροπής, που υπεγράφη στις 24 Οκτωβρίου αλλά δημοσιεύθηκε στον τύπο στις 26 Οκτωβρίου, παραπέμπονταν σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας οι:
  • Δημήτριος Γούναρης, αρχηγός του Λαϊκού Κόμματος και πρωθυπουργός την περίοδο 1921 - 1922 
  • Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, υπουργός οικονομικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και πρωθυπουργός το 1922 
  • Νικόλαος Στράτος, πρωθυπουργός το 1922 (για μερικές ημέρες μόνον) και υπουργός Εσωτερικών το 1922 
  • Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργός εξωτερικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη 
  • Νικόλαος Θεοτόκης, υπουργός στρατιωτικών στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη 
  • Γεώργιος Χατζανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης 
  • Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη 
  • Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος ε.α. και υπουργός στις κυβερνήσεις Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη 
Το κατηγορητήριο, παρατηρεί ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς, είχε το χαρακτήρα επαναστατικού εγγράφου και πιθανότατα συντάχθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, πολιτικό σύμβουλο της Επανάστασης. 

Μέσα στο κατηγορητήριο υπήρχε ξεχωριστό κεφάλαιο που απέρριπτε την ένσταση των κατηγορουμένων για δίκη από το ειδικό δικαστήριο της Βουλής. Επίσης μέσα στο κατηγορητήριο ιδιαίτερες κατηγορίες υπήρχαν για τους Στράτο, Στρατηγό και Θεοτόκη. Η ευθύνη του Χατζηανέστη παρουσιάστηκε σε ειδικό κεφάλαιο, και χαρακτηριζόταν ως υπαίτιος της καταρρεύσεως του μετώπου. Όταν ο Γούναρης άκουσε το κατηγορητήριο δήλωσε: «Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα εις το κατηγορητήριον και αυτό με ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκην μας και δεν καταβάλλουν προσπάθειαν δια να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικώς ισχυρούς». 

 Κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε απομόνωση, ενώ τους στερήθηκε και η πρόσβαση σε έγγραφα απαραίτητα για την υπεράσπισή τους. Όλων η απολογία ήταν μικρή πλην του Γούναρη που παρέδωσε απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων. Η άποψη ότι ο Γούναρης παρέδωσε το υπόμνημα επειδή ήταν άρρωστος δεν ευσταθεί. Ήταν πράγματι άρρωστος αλλά ο ίδιος, όπως είπε στον Βοζίκη, προτίμησε να απολογηθεί εγγράφως ώστε, εφόσον ήταν σίγουρος για τη θανατική του καταδίκη, να μείνει η δική του θεώρηση των γεγονότων για τις επόμενες γενεές. Αποτελεί όμως δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να απολογηθεί με υπόμνημα.

Η ΣΥΣΤΑΣΗ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ

Στις 12 Οκτωβρίου εκδόθηκε και το διάταγμα περί συστάσεως και λειτουργίας εκτάκτου στρατοδικείου προς εκδίκαση των, κατά των υπαιτίων της εθνικής καταστροφής, κατηγοριών. Η τελική του σύνθεση του Στρατοδικείου (μετά την αίτηση εξαιρέσεως τεσσάρων από τους στρατοδίκες) ήταν ή έξης: 

Θ. Χαβίνης, Άνδρ. Παναγιωτόπουλος και Μ. Ζωγράφος (συνταγματάρχες), Κ. Μανέτας (αντισυνταγματάρχης), Χαρ. Γραβάνης, Η. Βαμβακόπουλος και Λεων. Κανάρης (ταγματάρχες), Βυρ. Καραπαναγιώτης (λοχαγός), Κ. Τσερούλης (στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος), Ι. Γιαννικώστας (πλοίαρχος), Κ. Φραγκόπουλος και Γ. Σκανδάλης (αντιπλοίαρχοι). Επίτροποι της Επαναστάσεως ορίστηκαν ο Α. Γεωργιάδης (εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και οι συνταγματάρχες Ν. Γρηγοριάδης και Ν. Ζουρίδης, ενώ συνήγοροι των κατηγορουμένων παρέστησαν οι: Σ. Σωτηριάδης, Κ. Τσουκαλάς, Α. Παπαληγούρας, Α. Ρωμανός, Οικονομίδης, Χ. Δουκάκης και Νοταράς. 

Μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισης ήταν οι Ραγκαβής, συνταγματάρχης, Παναγάκος, ταγματάρχης, Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, ο οποίος μάλιστα αμφισβήτησε το ποινικό μέρος του κατηγορητηρίου. Επίσημος σκιτσογράφος της δίκης ήταν ο Περικλής Βυζάντιος. Για τους σκοπούς της ανακρίσεως οι κατηγορούμενοι μεταφέρθηκαν από την αστυνομική διεύθυνση Αθηνών στις φυλακές Αβέρωφ. Σύμφωνα με την έκθεση της Ανακριτικής Επιτροπής, που υπεγράφη στις 24 Οκτωβρίου αλλά δημοσιεύθηκε στον τύπο στις 26 Οκτωβρίου, παραπέμπονταν σε δίκη με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. 

 
Στη συνέχεια το κατηγορητήριο προσδιόριζε τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι κατηγορούμενοι κατά την τέλεση του αδικήματος της εσχάτης προδοσίας.

«Κατηγορείσθε ότι από της 1ης Νοεμβρίου 1920 και εφ’ έξης μέχρι της 26ης Αυγούστου 1922 συναποφασίσαντες μετά των συνυπουργών υμών περί πράξεως εσχάτης προδοσίας εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστηρίξατε την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου, τουτέστιν εις την υπό της Ελλάδος κατεχομένην και δια της συνθήκης των Σεβρών κατακεκυρωμένη χώραν της Μικράς Ασίας παραδώσαντες άμα εις τον εχθρόν πόλεις, φρούρια, μέγα μέρος του στρατού και μεγίστης αξίας υλικόν πολέμου κλπ. .κλπ. δια των επομένων μέσων.

1) Διότι εν γνώσει της από 20 Νοεμβρίου διακοινώσεως των Μ. Δυνάμεων Γαλλίας, Αγγλίας και Ιταλίας προς τον ελληνικόν λαόν, ήτις κατηγορηματικώς εδήλου την έκπτωσιν ημών εκ της μετά των ειρημένων Δυνάμεων συμμαχίας και των εκ ταύτης συνεπειών προέβητε εις διενέργειαν δημοψηφίσματος, δια του από 12 Νοεμβρίου Ν. Διατάγματος, ούτινος επεδιώξατε την κύρωσιν, δια του από 26 Ιανουαρίου 1921 ψηφίσματος της Συνελεύσεως, ης είχατε την πλειονοψηφίαν, προς επαναφοράν του τέως Βασιλέως, εκθέσαντες ούτω την Ελλάδα θεωρηθείσαν συνένοχον των εχθρικών πράξεων του Κωνσταντίνου. 
 
Εις τας συνεπείας της ως άνω διακοινώσεως, αποκρύψαντες άμα την παρ’ υμών προς τας ειρημένας Δυνάμεις δοθείσαν απάντησιν, εν η δολίως επεζητήθη η επαύξησις της εις τον ελληνικόν λαόν αποδοθείσης ευθύνης, δια της ανακριβούς βεβαιώσεως ότι τα 98% τούτου εψήφισαν υπέρ της επαναφοράς του τέως Βασιλέως και ήτις απάντησις παρέμεινεν άγνωστος μέχρι της υπό της Άνακριτικής Επιτροπής ανακαλύψεως του σχετικού εγγράφου.

2) Διότι ενώ δια της από 13 Ιανουαρίου 1920 αποφάσεως των Συμμάχων επεδικάσθη εις την Ελλάδα η Β. Ήπειρος με τα συμφωνηθέντα σύνορα μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας δια της συμφωνίας Βενιζέλου-Τιττόνι της 16ης Ιουλίου 1919 και ενώ η Δωδεκάνησος δια της αυτής συμφωνίας είχε παραχωρηθεί εις την Ελλάδα, υμείς δεν προέβητε εις την λήψιν των αναγκαίων μέτρων δια την προσάρτησιν των ελληνικότατων τούτων χωρών εις το Κράτος εξυπηρετήσαντες ούτω συμφέροντα ξένης Δυνάμεως, διότι απησχολείσθε εν τω μεταξύ εις την ενεργείαν του ολεθρίου ψηφίσματος, το οποίον ήγαγε την Ελλάδα εις την καταστροφήν.

3) Διότι παρεγνωρίσατε την από 25ης Νοέμβριου 1920 διακοίνωσιν των αυτών ως άνω δυνάμεων περί οικονομικού της Ελλάδος αποκλεισμού εις περίπτωσιν επαναφοράς του Κωνσταντίνου επί του Θρόνου της Ελλάδος στερήσαντες ούτω την Πατρίδα ημών συναλλάγματος 33 εκατομμυρίων δολαρίων, 5 εκατομμυρίων αγγλικών λιρών και 566 εκατομμυρίων φράγκων, αφίσαντες το παρά της Εθνικής Τραπέζης εκδοθέν χαρτονόμισμα, ακάλυπτον, τον Δημόσιον χρεώστην των αντιστοίχων ποσών των εκδοθέντων χαρτονομισμάτων. 
 
Δημιουργήσαντες ούτω την πτώσιν, τον εξευτελισμό της δυνατότητος προς δόσιν εγγυήσεων δια την σύναψιν εξωτερικού δανείου, ματαιώσαντες την δια της από 26ης Φεβρουαρίου 1918 συμφωνίας μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, περί παροχής του πρώτου υλικού επί πιστώσει, παροχήν τοιούτου, ως και των ωφελειών του άρθρου 2, της αυτής συμφωνίας δημιουργήσαντες τελικώς δια πάντων τούτων και άλλων συνεπειών την οικονομικήν καταστροφήν της Πατρίδος. Την διακοίνωσιν δε ταύτην δόλω απεκρύψατε από τον ελληνικόν λαόν, δια κυβερνητικών ανακοινώσεων, παρανόμως λειτουργούσης, λογοκρισίας και αυθαιρέτων ενεργειών δικαστικών οργάνων.

4) Διότι ετοποθετήσατε επικεφαλής ανωτέρων και κατωτέρων μονάδων απειροπόλεμα και άχρηστα στελέχη και απεμακρύνατε του στρατεύματος ικανά και εμπειροπόλεμα και ενετάξατε εις τον στρατόν αυτομόλους προς τον εχθρόν εις βάρος του στρατεύματος και της Πατρίδος.

5) Διότι καίτοι κατέστησαν παγκοίνως γνωσταί αι δηλώσεις των πρωθυπουργών Αγγλίας και Γαλλίας προς τον κ.Δ. Γούναρην και δια αύτου προς πάντας τους συγκατηγορουμένους ως και του Προέδρου της επί των εξωτερικών κοινοβουλευτικής επιτροπής της Γαλλίας, Λεγκ ότι η Ελλάς δεν δύναται να τύχη ουδεμιάς υποστηρίξεως, εφ’ όσον ευρίσκεται εις τον Θρόνον ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος, ούτε εις τον Βασιλέα υπεδείξατε να παραιτηθή, ούτε εν τη μη παραδοχή της υποδείξεώς σας παρητήθητε, από- κρύψαντες εις τον ελληνικόν λαόν πάντοτε την αλήθειαν, ην συστηματικώς δια των εν τη Συνελεύσει αγορεύσεων σας, δι’ ανακοινώσεων κυβερνητικών, δια των οργάνων του κυβερνητικού τύπου και δια παρανόμως λειτουργούσης λογοκρισίας κατορθώσατε ν’ αποκρύπτετε, εν γνώσει του αδυνάτου της διεθνούς αναγνωρίσεως του Καθεστώτος και απεπνίξατε πάσαν αποκαλυπτικήν φωνήν περί των λόγων της εκπτώσεως ημών εκ των συμμαχιών και του οικονομικού αποκλεισμού μέχρι της ημέρας της καταστροφής.

6) Διότι εκ Λονδίνου διετάχθησαν αι πολεμικαι επιχειρήσεις του Μαρτίου 1921 προς Άγκυραν, ίνα αποδώση τα αποτελέσματά της η κηρυχθείσα επιστράτευσις προκληθείσης ούτω παρ’ υμών της πρώτης ήττης του ελληνικού στρατού ήτις έσχε σημαντικά αποτελέσματα επί της εν γένει κατόπιν καταστάσεως.

7) Διότι παρά την γνώμην του αρμοδίου Διοικητού της Στρατιάς, όστις δεν ενέκρινε την συνέχισιν της εκστρατείας προς Άγκυραν μετά την κατάληψιν του Δορυλαίου, ελάβετε μετά του τέως Βασιλέως την απόφασιν της εκστρατείας ταύτης και επροκαλέσατε ούτω τον ηθικόν κλονισμόν και την απώλειαν βασίμου και σοβαράς ελπίδος ,στρατιωτικής ημών επιβολής επί του αντιπάλου.


8) Διότι ανεθέσατε την αρχηγίαν του Στρατού εις τον ανεύθυνον τέως Βασιλέα.

9) Διότι εψηφίσθησαν υπό τάς εμπνεύσεις υμών υπό της Εθνοσυνελεύσεως, ης είχατε την πλειονοψηφίαν, νόμοι αμοιβής στασιαστών κατά τής Πατρίδος, αυτομόλων προς τον εχθρόν, λιποτακτών, διασπαθήσεως του δημοσίου πλούτου, δι’ αποζημιώσεις βουλευτών της Βουλής του Δεκεμβρίου 1915 και δήθεν παθόντων προσώττων κλπ. εν παραγνωρίσει της οικονομικής εξαντλήσεως εις ην υπεβάλετε την χώραν και εν πληρεστάτη γνώσει ότι ο στρατός έπασχεν ελλείψει χρημάτων ως εξ επισήμων εμφαίνεται, εκθέσεων στερούμενος μισθοδοσίας, τροφής και ιματισμού, ούτως ώστε η οικονομική αύτη εξάντλησις και η διπλωματική απομόνωσις η αποκλείουσα την εκμετάλλευσιν πάσης επιτυχίας και η ατέρμων παράτασις προκάλεσαν αναποδράστως την κατάρρευσιν του μετώπου και επομένως την καταστροφήν της Χώρας.

10) Διότι καίτοι παμψηφεί υπό της Εθνοσυνελεύσεως εψηφίσθη έσχάτως όριον των Εθνικών ημών διεκδικήσεων, η Συνθήκη των Σεβρών, εν τούτοις ανετέθη δια της ελληνικής αντιπροσωπείας αποτελουμένης εκ των εξ υμών κ.κ. Γούναρη και Μπαλτατζή εν λευκώ η μεσολάβησις προς λύσιν των ζητημάτων τούτων εις ξένας Δυνάμεις, ενώ προηγουμένως ούτε κατ’ αρχήν εγένοντο δεκταί παρ’ υμών Αι προτάσεις των Μ. Δυνάμεων του Ιουνίου 1921, δι’ ων εσώζετο τουλάχιστον ολόκληρος η Θράκη και επετυγχάνετο η αυτονομία της Μ. Ασίας με διατήρησιν ελληνικού στρατού εν Σμύρνη.

11) Διότι εν τη Κυβερνήσει συνασπισμού μετά του κ. Ν. Στράτου προέβητε εις τον διορισμόν του αντιστρατήγου Χατζηανέστη ως Αρχιστρατήγου, γνωστού εις πάντας και εις υμάς ως ανισορρόπου και διαλυτικού στοιχείου.

12) Διότι απεσπάσατε εις Θράκην δυνάμεις εκ Μ. Ασίας προς παιδαριώδη σκοπόν, συντελέσαντες ούτως εις την μείωσιν της μαχητικότητος του στρατού Μ. Ασίας, δόντες την ευκαιρίαν εις τον εχθρόν να εκδηλώση την τελευταίαν επίθεσίν του εξ ης επήλθεν ο επίλογος της εθνικής καταστροφής ην δια των προαναφερθέντων λόγων παρεσκευάσατε.

13) Διότι δια της συμβάσεως, ην υπεγράψατε μετά του Άγγλου Υπουργού του Θησαυροφυλακίου, παρητήθητε των πιστώσεων, δι’ ας είχον αναλάβει οι σύμμαχοι υποχρεώσεις, εις βάρος της χώρας ημών.

14) Διότι ηνέχθητε να σχηματισθή παρακυβέρνησις υπό τον Πρίγκηπα Νικόλαον, Στρέιτ, Δούσμανην Β., Κωνσταντινόπουλον Κ., Τζόντον κτλ. κτλ. ήτις δια δολοφονιών, απειλών, επιθέσεων κατ’ αόπλων πολιτών κλπ, ενέσπειρε τρομοκρατίαν προς διατήρησιν της αρχής, χωρίς να ύπαρχοι ουδεμία αμφιβολία περί του ολέθρου προς ον έβαινεν ή χώρα.

15) Διότι παρημποδίσατε να ηγηθεί της διπλωματικής αντιπροσωπείας ο τότε πρωθυπουργός Δημ. Ράλλης και ως αντιπρόσωπος των αλυτρώτων ο Ε. Βενιζέλος εις το κατά Φεβρουάριον του 1921 συνέδριον του Λονδίνου».

Μέσα στο κατηγορητήριο υπήρχε ξεχωριστό κεφάλαιο που απέρριπτε την ένσταση των κατηγορουμένων για δίκη από το ειδικό δικαστήριο της Βουλής με τα εξής λόγια:

«Αλλ’ όχι! Το Έθνος ορθούμενον αιμοσταγές, κρεουγημένον, αλλά αδυσώπητον ενώπιον του, ζητεί παρ’αυτού και των συνεργατών του δικαιοσύνην δια την προδοσίαν και τιμωρίαν δια το έγκλημα. Και εν ονόματι του Έθνους την δικαιοσύνην ταύτην η Επανάστασις θα την αποδώση».

Όταν ο Γούναρης άκουσε το κατηγορητήριο δήλωσε: «Δεν έχει τίποτε που να στηρίζεται μέσα εις το κατηγορητήριον και αυτό με ανησυχεί. Έχουν εξασφαλίσει την καταδίκην μας και δεν καταβάλουν προσπάθειαν δια να δημιουργήσουν λόγους φαινομενικώς ισχυρούς».

Η ΔΙΚΗ

Η δίκη άρχισε στις 31 Oκτωβρίου / 13 Νοεμβρίου 1922 στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής. Το στρατοδικείο ασχολήθηκε καταρχάς με την εξέταση -και απόρριψη- της ενστάσεως αναρμοδιότητας και εκείνης του περιορισμού της ευθύνης των κατηγορουμένων κατά το χρόνο της υπουργικής τους ευθύνης, που είχε υποβάλλει ή υπεράσπιση. Ακολούθησε η εξέταση δώδεκα μαρτύρων κατηγορίας και δώδεκα μαρτύρων υπερασπίσεως -κατά πλειοψηφία στρατιωτικών και στις δύο περιπτώσεις- οι απολογίες των κατηγουμένων και οι αγορεύσεις των επιτρόπων της επαναστάσεως και των συνηγόρων.

Πρόεδρος του στρατοδικείου ορίστηκε ο Αλέξανδρος Οθωναίος, αναπληρωτής πρόεδρος ο υποναύαρχος Κωνσταντίνος Βούλγαρης και μέλη του οι συνταγματάρχες Δημοσθένης Φλωριάς, Θεόδωρος Χαβίνης, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, ο πλοίαρχος Ιωάννης Γιαννηκώστας, ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Μαμούρης, ο στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος β΄τάξεως Κωνσταντίνος Τσερούλης, ο αντιπλοίαρχος Κωνσταντίνος Φραγκόπουλος, οι ταγματάρχες Ν. Βαμβακόπουλος και Χ. Γραβάνης και ο λοχαγός Ανδρέας Κατσαράκης. Αναπληρωματικά μέλη ορίστηκαν οι Μιχαήλ Ζωγράφος, Λεωνίδας Κανάρης, Γεώργιος Σκανδάλης, Βασίλης Τζιότζιος, Αθανάσιος Ζάγκας, Θεόδωρος Βουτσαράς, Πλούτ. Χαλόφτης και Βύρων Καραπαναγιώτης. 

Επαναστατικοί επίτροποι διορίστηκαν ο αρεοπαγίτης Κωνσταντίνος Γεωργιάδης, οι συνταγματάρχες Νικόλαος Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης και γραμματέας του δικαστηρίου ο Ιωάννης Πεπονής. Συνήγοροι υπεράσπισης ήταν οι Αναστάσιος Παπαληγούρας για τους Πρωτοπαπαδάκη και Μπαλτατζή, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς για τους Γούναρη, Στράτο και Χατζανέστη, Σ. Σωτηριάδης για τον Γούδα, Οικονομίδης για τον Στρατηγό, Αριστοτέλης Ρωμανός για τον Θεοτόκη, Δουκάκης για τον Χατζανέστη ενώ οι Νοταράς και Πολίτης συμμετείχαν στην υπερασπιστική ομάδα. Επίσημος σκιτσογράφος της δίκης ήταν ο Περικλής Βυζάντιος.


Με εξαίρεση το γεγονός ότι, παρά την εύλογη αίτηση της υπερασπίσεως, ο πρόεδρος δε διέκοψε τη δίκη μετά τη σοβαρή ασθένεια του Δημήτριου Γούναρη (που χρειάστηκε να μεταφερθεί σε κλινική των Αθηνών, λόγω τύφου), η διαδικασία του δικαστηρίου κρατήθηκε σε υψηλό επίπεδο. Πέρα από τη συμπεριφορά του Οθωναίου, η δίκη, όπως επισημαίνει και ο Γρηγόρης Δαφνής, διεξήχθη απολύτως κανονικά. Οι κατηγορούμενοι είχαν πλήρη ελευθερία υπερασπίσεως. Δεν επετράπη όμως να χρησιμοποιήσουν οι κατηγορούμενοι δημόσια έγγραφα, τα οποία ήταν πολύτιμα σε παρόμοια δίκη όταν αντιμετώπιζαν κατηγορίες για πράξεις δύο ετών. 

Ο Στράτος παρατήρησε, μάλλον δηκτικώς, ότι πρέπει από μνήμης να μνημονεύουν τα σχετικά έγγραφα αλλά, σε αυτήν την περίπτωση, δεν είναι βέβαιο ότι θα γίνουν πιστευτά, ειδάλλως -αν οι δικαστές πίστευαν όσα λέγουν οι κατηγορούμενοι- δεν θα υπήρχε λόγος να δικασθούν. Για την απόφαση του στρατοδικείου ωστόσο δεν υπήρχαν πολλές αμφιβολίες ούτε πριν από την έναρξη της δίκης ούτε κατά τη διάρκειά της. Παρά τις αναμφισβήτητες ευθύνες των κατηγορουμένων για τη Μικρασιατική Καταστροφή, η παραπομπή τους με το συγκεκριμένο κατηγορητήριο και η καταδίκη τους, με βάση το κατηγορητήριο αυτό, υπήρξε πράξη σκοπιμότητας, «εθνικής σκοπιμότητας». 

Όπως πoλύ εύστοχα, παραδέχτηκε αργότερα τόσο ο Πάγκαλος όσο και οι περισσότεροι πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές ή μελετητές των γεγονότων της εποχής εκείνης. Το κατηγορητήριο τυπικά αστήρικτο γιατί η κατεχόμενη από τον Ελληνικό στρατό περιοχή της δυτικής Μικρός Ασίας δεν ήταν Ελληνικό έδαφος ούτε κατά το διεθνές ούτε κατά το ελληνικό Δίκαιο, παρέμεινε και ουσιαστικά αστήρικτο μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, εφόσον από κανένα στοιχείο της διαδικασίας αυτής δεν προέκυψε ή έννοια του δόλου των κατηγορουμένων. 

Η διαδικασία ξεκίνησε με την κατάθεση των δώδεκα μαρτύρων κατηγορίας μεταξύ των οποίων ήταν οι Αναστάσιος Παπούλας, αντιστράτηγος ε.α., Μ. Πάσσαρης, συνταγματάρχης, Π. Σουμίλας, υποστράτηγος, Γ. Σπυρίδωνος, συνταγματάρχης, Μιλτιάδης Κοιμήσης, αντισυνταγματάρχης, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ταγματάρχης και υπασπιστής του Πάγκαλου, Κ. Κανελλόπουλος, λοχαγός, Λ. Σπαής, λοχαγός, Αναστάσιος Βενετσανόπουλος, διευθυντής επιμελητείας του υπουργείου στρατιωτικών, Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, ο οποίος διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας,Φωκίων Νέγρης, Βενιζελικός πολιτικός, και Κωνσταντίνος Ρέντης, διπλωματικός υπάλληλος και μετέπειτα υπουργός. 

Μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισης ήταν οι Ραγκαβής, συνταγματάρχης, Παναγάκος, ταγματάρχης, Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, ο οποίος μάλιστα αμφισβήτησε το ποινικό μέρος του κατηγορητηρίου. Η δίκη διεξήχθη σε 14 συνεδριάσεις. Μετά την απόρριψη των ενστάσεων των κατηγορουμένων εξετάστηκαν 12 μάρτυρες κατηγορίας και 12 υπεράσπισης. Επιτυχία της κατηγορούσας αρχής υπήρξε ότι οι περισσότεροι μάρτυρες κατηγορίας προήρχοντο από το αντιβενιζελικό στρατόπεδο, όπως και οι κατηγορούμενοι. 

Κατά τη διάρκεια της δίκης, η κατηγορία προσπαθούσε ουσιαστικά να αποδείξει δύο πράγματα: ότι η στρατιωτική ευθύνη για την κατάρρευση του μετώπου βάρυνε αποκλειστικά την ανώτατη ηγεσία των ελληνικών δυνάμεων υπό τον αρχιστράτηγο Χατζανέστη (ο τέως αρχηγός της Στρατιάς στρατηγός Παπούλας εμφανίστηκε στο δικαστήριο ως μάρτυρας κατηγορίας, αν και ο ίδιος τον είχε προτείνει για την συγκεκριμένη θέση), και ότι γενικότερα, η θέση αδυναμίας (στρατιωτικής, διπλωματικής και οικονομικής), στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα, ήταν αποκλειστικό αποτέλεσμα της απομονώσεώς της από την Αντάντ (Entente), μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου, και της «αυτοτελειακής πολιτικής» που υιοθέτησε ο Κωνσταντινισμός. 

Ο Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, αν και αντιπολιτευόμενος των κατηγορουμένων, διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας ενώ ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος προσήλθε ως μάρτυς υπεράσπισης αν και ήταν στενός συνεργάτης του Βενιζέλου. Ο Δημήτριος Γούναρης δεν είχε την ευκαιρία ολοκληρωμένης υπεράσπισης αφού αναγκαζόταν να λείπει λόγω του τύφου που τον ταλαιπωρούσε. Η υπεράσπιση, από την άλλη πλευρά, επιχειρούσε να αντικρούσει σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο το πρώτο σκέλος της κατηγορίας και να αποδείξει, ως προς το δεύτερο, ότι οι κατηγορούμενοι δεν ακολούθησαν αυτοτελειακή πολιτική (πράγμα που ήταν απόλυτα σωστό) και ότι η στάση της Entente δεν άλλαξε μετά τη μεταπολίτευση (πράγμα που δεν ήταν σωστό). 

Οι αναφορές σε ουσιαστικά αίτια, που μπορεί να οδήγησαν σε κάποιες αλλαγές της στάσεως των Μεγάλων Δυνάμεων, αίτια που να μην είχαν όμως καμία σχέση με τις ελληνικές εσωτερικές εξελίξεις, υπήρξαν εξαιρετικά σπάνιες, διατυπώθηκαν κυρίως από το Ν. Στράτο (που με την απολογία και τη δευτερολογία του παρουσιάστηκε περισσότερο συγκροτημένος από τους υπόλοιπους κατηγορούμενους) και είχαν τη μορφή προσεκτικών, συνήθως, νύξεων. Η απολογία όλων των κατηγορούμενων ήταν μικρή, πλην του Γούναρη που παρέδωσε απολογητικό υπόμνημα 67 σελίδων. 

Η άποψη ότι ο Γούναρης παρέδωσε το υπόμνημα επειδή ήταν άρρωστος δεν φαίνεται να ευσταθεί. Ήταν πράγματι άρρωστος αλλά ο ίδιος, όπως είπε στον Βοζίκη, προτίμησε να απολογηθεί εγγράφώς ώστε, εφ’ όσον ήταν σίγουρος για τη θανατική του καταδίκη, να μείνει η δική του θεώρηση των γεγονότων για τις επόμενες γενεές. Αποτελεί όμως δικαίωμα κάθε κατηγορουμένου να απολογηθεί με υπόμνημα. Παρά το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας -στο βαθμό που είναι δυνατόν να διαχωριστεί το κατηγορητήριο σε «στρατιωτικό» και «πολιτικό»- αφιερώθηκε στην εξέταση των στρατιωτικών αιτίων της καταστροφής. 

Το κύριο χαρακτηριστικό της δίκης ήταν αυτή ακριβώς η σύμπτωση απόψεων, η αποδοχή κοινών πλαισίων, τόσο από την κατηγορία όσο και από την υπεράσπιση, στο ζήτημα των σχέσεων της Ελλάδος με την Αντάντ. Χωρίς την καλή διάθεση των Δυνάμεων η Ελλάδα δεν ήταν «σοβαρόν έθνος», όπως υποστήριζε ο Γούναρης, ούτε η Ελληνική διπλωματία μπορούσε να παίζει το ρόλο «Μεγάλης Δυνάμεως», σύμφωνα με τον επίτροπο Ν. Ζουρίδη. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το εύρος και ο βαθμός της αποδοχής των πλαισίων αυτών από ολόκληρη την Ελληνική πολιτική ηγεσία, αποδοχής πού δεν εκπροσωπούσε μόνο, και κυρίως, δεν «επέβαλλε» ο Βενιζέλος. 

 
Ο αντιβενιζελικός Γ. Ράλλης, ο αντικειμενικότερος από τούς μάρτυρες κατηγορίας, κατέθεσε -σαν γνωστό και αποδεκτό γεγονός από τα πολιτικά κόμματα και την κοινή γνώμη- ότι κατά τη διάρκεια της κυβερνήσεως των Φιλελευθέρων η «Ελλάς εχρησίμευσεν ως στρατιωτικόν μέσον δια τα ζητήματα της Ανατολής, δια να τερματισθεί ο πόλεμος εις την Ανατολήν», ενώ ο Κ. Ζαβιτζιάνος, μετριοπαθής Βενιζελικός την εποχή εκείνη (μάρτυρας κατηγορίας) θα απαντήσει «Ασφαλώς» σε ερώτηση ενός από τούς στρατοδίκες «αν τα συμφέροντα της Ελλάδος εξαρτώνται αποκλειστικώς εκ της Αγγλίας και της Γαλλίας». 

Τέλος ο Κ. Ρέντης, ο κύριος πολιτικός μάρτυρας κατηγορίας (πού ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης και προσωρινά των Εξωτερικών στη νέα κυβέρνηση που ορκίστηκε κατά την τελευταία μέρα της δίκης), είπε τα έξης γύρω από το ζήτημα αυτό: 

«Την λύσιν του Ανατολικού ζητήματος εισηγήθει τρόπον τινά η Ελλάς. Είπεν εις τας Δυνάμεις: Γνωρίζομεν ότι ήτο ανάγκη υπάρξεως μιας μεγάλης Δυνάμεως, διότι σεις μεταξύ σας δεν συμφωνείτε, ούτε εις τον διαμοιρασμόν ούτε δια να λάβει καμία την θέσιν της Ανατολικής Δυνάμεως, οιαδήποτε εξ υμών. Αλλ’ αντί να έχετε τους Τούρκους, διατί να μη θέσητε ημάς τους Έλληνας, οι οποίοι θα είμεθα και πιστότεροι προς σας και φορείς του πολιτισμού, καθ’ ων ναυτικόν Κράτος; 
 
Αι δυνάμεις εστηρίχθησαν ίσως εις την θάλασσαν και δεν ήθελαν να επαναληφθεί η περίπτωση του 1914, οπότε οι Τούρκοι έκλεισαν τα Στενά. Δεν ήτο δυνατόν να ειπώμεν ότι είμεθα αυτοτελείς και να ενεργήσωμεν δια των ιδίων μας δυνάμεων. Αλλ’ ούτε η ιστορία μας ούτε η πραγματική κατάστασις επιτρέπει να ενεργήσωμεν μόνοι».

Οι κατηγορούμενοι κατάφεραν να αμυνθούν των κατηγοριών ενώ ιδιαίτερη εντύπωση δημιούργησε η κατάθεση του Παπούλα που προσπάθησε να αποδώσει όλες τις ευθύνες στον Χατζανέστη, τον οποίο ο ίδιος είχε προτείνει για την συγκεκριμένη θέση. Ο Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, αν και αντιπολιτευόμενος των κατηγορουμένων, διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας ενώ ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος προσήλθε ως μάρτυς υπεράσπισης, αν και ήταν στενός συνεργάτης του Βενιζέλου. Ο Δημήτριος Γούναρης δεν είχε την ευκαιρία ολοκληρωμένης υπεράσπισης αφού αναγκαζόταν να λείπει λόγω του τύφου που τον ταλαιπωρούσε.

Η ΕΤΥΜΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

Η απόφαση του εκτάκτου στρατοδικείου ήταν αναμενόμενη όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Παρ' όλα αυτά η Μεγάλη Βρετανία καθώς και μερικοί μετριοπαθείς κύκλοι στρατιωτικών και πολιτικών πίεζαν προκειμένου να μην πραγματοποιηθούν εκτελέσεις. Διά μέσου του πρεσβευτή τους Lindley, η Βρετανία ασκούσε πιέσεις στην Ελληνική κυβέρνηση απειλώντας τους με κυρώσεις. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή πρωθυπουργός της Βρετανίας ήταν ο Άντριου Μπόναρ Λω, ο πρώτος ξάδερφος του οποίου, αντιβασιλέας των Ινδιών, είχε παντρευτεί την αδελφή του Γεώργιου Χατζανέστη. 

Αντίθετα με όλους αυτούς ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ αδιαφόρησε για τους κατηγορουμένους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί χάσμα μεταξύ των βασιλικών. Ο Ιωάννης Μεταξάς με γραπτή επιστολή του, και κατόπιν συγκατάθεσης του πρωθυπουργού Κροκιδά, ζητάει από το υπουργικό συμβούλιο να δοθεί το δικαίωμα της έφεσης στους κατηγορουμένους. Η επαναστατική επιτροπή όμως την απέρριψε. Ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης, λίγες μέρες πριν την ανακοίνωση της απόφασης, στις 10 Νοεμβρίου παραιτείται κάτω από το βάρος των ασκούμενων πιέσεων.

Την παραίτησή του ακολουθεί ολόκληρη η κυβέρνηση Κροκιδά. Τέσσερις μέρες αργότερα σχηματίζεται κυβέρνηση υπό τον Γονατά. Στις 15 Νοεμβρίου, 07:15 π.μ., ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος διάβασε την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου:

«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β’ το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατα νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. 

Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη, αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού, υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα, υποναυάτχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπέρ του Δημοσίου κατα του Δ. Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Ν. Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μ. Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων. Εγκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύσθη εν Αθήναις τη 15η Νοεμβρίου 1922».

Ο Πρόεδρος – Ο Γραμματέας 
Α. Οθωναίος – Ιωάννης Πεπόνης 

Τα ξημερώματα ο υπουργός στρατιωτικών Πάγκαλος επισκέφθηκε τον Πλαστήρα ζητώντας του την επίσπευση των εκτελέσεων. Όταν ο Πλαστήρας υπέγραψε τη διαταγή για την εκτέλεση, κατέφθασε στο γραφείο του ο τότε σύμβουλός του Γεώργιος Παπανδρέου. Ο Πλαστήρας δεχόταν πιέσεις από τον υπουργό Στρατιωτικών Πάγκαλο, ο οποίος επηρέαζε ένα μεγάλο μέρος του λαού. Και αυτό γιατί ο πλοίαρχος Τάλμποτ με αντιτορπιλικό είχε αποπλεύσει από τη Γένοβα για τον Πειραιά με σκοπό την παράδοση Βρετανικού τελεσίγραφου του υπουργού εξωτερικών με το οποίο ζητούσε από την Ελληνική πλευρά την πλήρη συμμόρφωση στις υποδείξεις του.

Ξεκαθαρίζοντας ότι σε περίπτωση εκτέλεσης των κατηγορουμένων η Βρετανία θα άφηνε ανυπεράσπιστη την Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης και δεν θα τους παραχωρούσε δάνειο. Η άφιξη του αναμενόταν από ώρα σε ώρα. Στις 9 π.μ. στις φυλακές Αβέρωφ ανακοινώθηκε από τον επαναστατικό επίτροπο Γρηγοριάδη η απόφαση του δικαστηρίου στους κατηγορουμένους. Κανένας δεν αιφνιαδιάστηκε πλην του Χατζανέστη. Στους μελλοθάνατους δόθηκε προθεσμία δύο ωρών προκειμένου να αποχαιρετίσουν συγγενείς και φίλους. 


ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΩΡΕΣ ΤΩΝ ΜΕΛΛΟΘΑΝΑΤΩΝ

Βαριά άρρωστος ο Δημήτριος Γούναρης νοσηλευόταν στην κλινική Ασημακοπούλου, ενώ οι συγγενείς του επίτηδες απέφευγαν να τον πληροφορούν για την πορεία της δίκης. Την παραμονή του τέρματος της δίκης, στις 6 το βράδυ, ο πρώην πρωθυπουργός αντελήφθη ότι ο ανεψιός του Βασίλειος Σαγιάς δεν βρισκόταν όπως συνήθως κοντά του. Το γεγονός αυτό, τον ανησύχησε. Ήταν δύο μετά τα μεσάνυχτα, όταν την ηρεμία της οδού Ασκληπιού τάραξαν θόρυβοι από φρένα αυτοκινήτων που έτριζαν, και σταματούσαν στη γωνία Σόλωνος και Ασκληπιού. Σε λίγο μεγάλη στρατιωτική δύναμη είχε κυκλώσει όλο το τετράγωνο μέχρι και τη Σκουφά ακόμη. Η κλινική βρισκόταν αποκλεισμένη.

Μέσα στο δωμάτιο του αρρώστου κρατούμενου πολιτικού αγρυπνούσαν στο προσκεφάλι του η αδελφή του Αμαλία Κανελλοπούλου (μητέρα του Παναγιώτη Κανελλόπουλου), η σύζυγος του ανιψιού του Βασίλη Σαγιά, ο γαμπρός του Κανέλλος Κανελλόπουλος, και ο επίσης συγγενής του γιατρός από την Πάτρα Ιωάννης Βλάχος, που έμενε άφωνος και απελπισμένος. Σε μια στιγμή ο Γούναρης συνέρχεται από τον λήθαργο και βλέπει την αδελφή του να τον φιλάει με πολλή διακριτικότητα στο μέτωπο για να μην του ταράξει τον ύπνο.

Στις 7 το πρωί δυο φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα ένοπλους στρατιώτες στάθμευσαν μπροστά στην κλινική. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, έφθασαν ένα άλλο φορτηγό κλεισμένο από τις τρεις πλευρές, που είχε μεταβληθεί σε νοσοκομειακό όχημα, κι ένα επιβατικό γεμάτο αξιωματικούς της Χωροφυλακής. Ο ταγματάρχης Εμμανουήλ Κατσιγιαννάκης, εκτελώντας καθήκοντα υποδιευθυντού της αστυνομίας, ανέβηκε τρέχοντας τα μαρμάρινα σκαλιά της κλινικής. Ξαφνικά βρέθηκε μπροστά στον Κανελλόπουλο και στον γιατρό Βλάχο και τους είπε: ''Έχω διαταγήν να μεταφέρω εις τας φυλακάς Αβέρωφ τον κύριον Πρόεδρον''.

Οι διαπληκτισμοί γίνονταν έξω απ’ το δωμάτιο του μελλοθανάτου. Ο Γούναρης άκουσε τον θόρυβο και κάλεσε τον γαμπρό του να πληροφορηθεί τι συμβαίνει. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο ο Κατσιγιαννάκης. Μόλις ο Κατσιγιαννάκης βγήκε απ’ το δωμάτιο, ο Γούναρης σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και ζήτησε να τον βοηθήσουν να ντυθεί. Μόλις φόρεσε το πουκάμισο του, κλονίστηκε, κι έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι. Σε λίγα λεπτά σηκώθηκε και πάλι. Κι ενώ η αδελφή του κι η ανιψιά του τον βαστούσαν να φορέσει το γιλέκο και το κολάρο του, ο Γούναρης χτένισε τα μαλλιά του κοιτάζοντας σ’ ένα καθρεφτάκι που κρατούσε ο Βλάχος. 

Επειδή ο πυρετός είχε ανέβει 39.6, ο γιατρός του έκανε μια καρδιοτονωτική ένεση, και κατόπιν του φόρεσαν το σακάκι. Ύστερα κάθισε κι έγραψε σ’ ένα χαρτί τη διαθήκη του. ''Ότι απομένει εκ της μικρός περιουσίας μου μετά την αφαίρεσιν των χρεών μου, αφήνω εις τον γαμβρόν μου Κανέλλον Κανελλόπουλον, ον καθιστώ γενικό κληρονόμον, προς καλυτέραν αποκατάστασιν της κόρης του, ανεψιάς μου Μαρίας. Εις τον Δήμον Πατρέων την βιβλιοθήκην μου, και εις την υπηρέτριάν μου Ευφροσύνην Στρατή δέκα χιλιάδες δραχμών''. Μόλις το φορείο που μετέφερε τον Γούναρη έφθασε στις φυλακές Αβέρωφ, τον ξάπλωσαν στο κρεβάτι του κελιού. 

Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ήσαν εκεί κρατούμενοι, έτρεξαν αμέσως κοντά του για να του δώσουν κουράγιο. Στη γωνιά η ανιψιά του Μαρία Τυπάλδου και η μητέρα της Ιουλία Σαγιά δεν μπορούν να συγκρατηθούν και ξεσπούν σε λυγμούς. Ενώ οι «Έξι» περνούσαν τραγικές στιγμές, ο Άγγλος πρεσβευτής Λίντλεϊ αγρυπνούσε στην πρεσβεία, περιμένοντας την απόφαση, που θα του μετέδιδε αμέσως ένας άνθρωπός του που παρακολουθούσε τη δίκη. Η αναγγελία της θανατικής καταδίκης, έπεσε σαν βόμβα στην ξένη πρεσβεία. Ο Λίντλεϊ κατά βάθος πίστευε ότι οι στρατοδίκες δεν θα καταδίκαζαν τους πολιτικούς και στρατιωτικούς.

Ο Άγγλος πρεσβευτής μόλις συνήλθε από την πρώτη έκπληξη, δεν έχασε καιρό. Έπρεπε να κινηθεί αμέσως, μήπως προλάβαινε και τους έσωζε, ακόμα και μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Έπρεπε να επέμβει για να σώσει συγχρόνως και το βρετανικό γόητρο, που εκείνη τη στιγμή κουρελιαζόταν με την περιφρόνηση της επαναστατικής επιτροπής προς τις προειδοποιήσεις της Αγγλίας. Ο Λίντλεϋ πήρε αμέσως στο τηλέφωνο τον υπουργό Εξωτερικών Κωνσταντίνο Ρέντη και του ζήτησε να τον συνοδεύσει επειγόντως στο γραφείο του Πλαστήρα. 

Ο Ρέντης δεν έφερε αντίρρηση και ύστερα από μισή ώρα, ο Άγγλος πρεσβευτής ακολουθούμενος από την Έλληνα υπουργό Εξωτερικών έμπαινε στο γραφείο του αρχηγού της Επαναστάσεως. Στον διάδρομο των φυλακών ο Γ. Μπαλτατζής βημάτιζε νευρικά, ενώ γύρω του η γυναίκα και τα παιδιά του έκλαιγαν. Τους μοίρασε ό,τι μικροπράγματα είχε πάνω του κι ετοιμάσθηκε να δώσει στη γυναίκα του και τη βέρα του, αλλά μετάνιωσε. Ο αρχιστράτηγος Χατζηανέστης είχε γύρω του τη γυναίκα του και την κόρη του. Συνεχώς το βλέμμα του βυθιζόταν στα μάτια της δεύτερης που την υπεραγαπούσε, κι έσφιγγε και τις δυο στην αγκαλιά του.

Ο Νικόλαος Θεοτόκης (γιος του παλιού πρωθυπουργού Γ. Θεοτόκη, αδελφός του Τζων Θεοτόκη και θείος του Σπύρου Θεοτόκη) προσπαθούσε να παρηγορήσει την ημιλιπόθυμη σύζυγό του. Ένας θόρυβος από τον διάδρομο τους έκανε να γυρίσουν. Από το βάθος ερχόταν ο Γούναρης υποβασταζόμενος απ’ τον γαμπρό του Κανέλλο Κανελλόπουλο. Έκανε πρόβα αν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ο Γούναρης με αργά κλονισμένα βήματα πέρασε μπροστά από τα κελιά που ήσαν κλεισμένοι ο Παναγής Τσαλδάρης, ο Χαράλαμπος Βοζίκης, ο Στάης, ο στρατηγός Κωνσταντινόπουλος, ο δημοσιογράφος Νικόλαος Κρανιωτάκης και οι άλλοι του μετανοεμβριανού καθεστώτος.

Τους κοίταξε από τα μικρά γυάλινα παράθυρα των κελιών. Κι εκείνοι τον κοιτούσαν με θλίψη. Δεν ξέραν τι να του πουν, πώς να τον παρηγορήσουν. Ο Μπαλτατζής έδωσε στον ναύαρχο Γούδα το ρολόι του και το δακτυλίδι του με την παράκληση να τα δώσει στα παιδιά του. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει στο κελί ο υποδιευθυντής της αστυνομίας Κατσιγιαννάκης και απευθυνόμενος προς τον Γούδα του είπε: ''Κύριε ναύαρχε, πηγαίνετε να τους πείτε, ότι η εκτέλεσις έχει ορισθεί για τις ένδεκα το πρωί''. Στους μελλοθάνατους δόθηκε προθεσμία δύο ωρών προκειμένου να αποχαιρετίσουν συγγενείς και φίλους.

Ο Νικόλαος Στράτος, που μέχρι το τέλος της δίκης ήταν αισιόδοξος, όταν έγινε γνωστή η θανατική ποινή, έμεινε άφωνος. Οι δικοί του τον είχαν περικυκλώσει, η μητέρα του έκλαιγε γοερά, πράγμα που τον συνέτριβε ψυχικά.


ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Όταν στις 11:00 το πρωί έφθασε η στιγμή της αναχωρήσεως σημειώθηκαν συγκλονιστικές σκηνές μέσα στα κελιά των μελλοθανάτων. Η σύζυγος του Στράτου, η κόρη του Δώρα, η ηλικιωμένη μητέρα του ξέσπασαν σε δυνατούς λυγμούς. Το ίδιο έγινε και με τους συγγενείς των άλλων. Με δυσκολία οι μελλοθάνατοι κρατούν την ψυχραιμία τους και επιτάσσουν σιγή. Οι μελλοθάνατοι φόρεσαν τα παλτά και τα καπέλα τους και άρχισαν ν’ αποχαιρετούν τους οικείους τους. Ο ανθυπομοίραρχος παρακάλεσε τον Γούναρη να ξαπλωθεί στο φορείο, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Έριξε μια τελευταία ματιά στο κελί του, φίλησε στοργικά τους ανεψιούς του (τον ναύαρχο Τυπάλδο και τη σύζυγό του).

Κατόπιν προχώρησε με δυσκολία, διότι μόλις κατόρθωνε να συγκρατείται όρθιος από τον πυρετό. Στην κεντρική πόρτα των φυλακών περίμεναν δυο μεγάλα φορτηγά αυτοκίνητα γεμάτα χωροφύλακες. Στο ένα διακρινόταν η κάννη πολυβόλου. Άλλα δυο νοσοκομειακά αυτοκίνητα, κενά και κλειστά απ’ όλες τις πλευρές ήσαν από πίσω και στη συνέχεια αλλά στρατιωτικά και μερικά ιδιωτικά. Μέχρις ότου επιβιβασθούν οι μελλοθάνατοι ο Στράτος έβγαλε από την τσέπη του την αργυρά τσιγαροθήκη του και πρόσφερε τσιγάρο στον Γούναρη. Εκείνος δίστασε να το πάρει, αλλά τελικά τ’ αποφάσισε.

Προτού κατέβει τη σκάλα, στράφηκε προς τα δύο πρώτα κελιά και χαιρέτησε άλλη μια φορά τον Π. Τσαλδάρη, τον Βοζίκη, τον Τσόντο, τον Βάρδα, τον Σκλαβούνο και τον Κρανιωτάκη. Σε λίγο η θλιβερή πομπή ξεκίνησε. Προπορευόταν ένα φορτηγό, μετά δυο νοσοκομειακά, ένα άλλο φορτηγό με την κάννη του πολυβόλου προτεταμένη και την πομπή έκλειναν δυο-τρία αυτοκίνητα επιβατικά με τον Κατσιγιαννάκη και άλλους αξιωματικούς της Χωροφυλακής. Στον τόπο των εκτελέσεων είχε αρχίσει από τα ξημερώματα κίνηση στρατιωτικών τμημάτων.

Το θέαμα θα παρακολουθήσουν πολιτικοί, στρατιωτικοί, πολίτες, γιατροί και ασθενείς από το παρακείμενο νοσοκομείο «Σωτηρία», ένας διάκος, τσοπάνηδες από τις γειτονικές στάνες, δημοσιογράφοι αλλά κι ένας θεατρικός συγγραφέας, ο Παντελής Χορν. Παρόντες επίσης ο επαναστατικός επίτροπος Ν. Γρηγοριάδης, ο γραμματέας του Στρατοδικείου Ι. Πεπονής, ένας υπάλληλος της Αγγλικής Πρεσβείας, ο γιατρός του Γούναρη Ι. Βλάχος και ο γιος του Ν. Στράτου, Ανδρέας. Όλοι περιμένουν την άφιξη των μελλοθανάτων. Κάποιοι έχουν σκαρφαλώσει στα δέντρα. Κάποτε η συνοδεία τον αυτοκινήτων έφτασε «στον τόπο του μοιραίου».

Ακούγεται το σύνθημα για την ανασύνταξη φρουράς και στρατιωτών, σχηματίζοντας ένα «Π» με άνοιγμα προς το Ψυχικό. Τα αυτοκίνητα σταματούν. Ανοίγει η πόρτα του πρώτου νοσοκομειακού και ξεπροβάλλει το κεφάλι του Στράτου. Μοιάζει ν’ αναζητά μέσα στο πλήθος τον γιο του. Κατεβαίνει, αλλά παραπατάει. Φτιάχνει το καπέλο του αμήχανα. Μαζί με τον Πρωτοπαπαδάκη βοηθάει τον άρρωστο και εξαιρετικά χλωμό Γούναρη να κατεβεί κι αυτός. Κανένας δεν λέει στους καταδίκους τι πρέπει να κάνουν. Η αμηχανία του Στράτου είναι πιο έκδηλη. Τρίτος κατέβηκε ο Πρωτοπαπαδάκης που πρόσφερε το μπράτσο του στον Γούναρη για να στηριχτεί. 

Ένας όμιλος αξιωματικών στο βάθος έκανε συνεννοήσεις. Στο μεταξύ από το άλλο αυτοκίνητο κατέβηκαν κι οι υπόλοιποι. Νευρικός κι ανυπόμονος κατεβαίνει από το δεύτερο νοσοκομειακό ο στρατηγός Χατζανέστης. Φοράει αδιάβροχο χακί χρώματος για να καλύπτει τη χωρίς διάσημα στολή του, που μόνος είχε αποσπάσει στις φυλακές Αβέρωφ, μπλέκει τα χέρια του πίσω από την πλάτη, αποφεύγοντας να κοιτάξει το πλήθος. Στρατιωτική καθαίρεση δεν έγινε. Κατεβαίνουν κατόπιν ο Θεοτόκης κι ο Μπαλτατζής. Ο Χατζηανέστης που από πολλά χρόνια, έτρεφε την έμμονη ιδέα ότι είχε γυάλινα πόδια, βάδιζε νευρικά, μ’ ανυπομονησία. Ο Θεοτόκης, χλωμός, βιάζεται. 

Ο Μπαλτατζής απόλυτα ψύχραιμος, πλησιάζει τον Στράτο και κουβεντιάζουν. Εκείνος προσφέρει τσιγάρο σ’ αυτόν και στον Θεοτόκη. Ανάβουν κι οι τρεις από το ίδιο σπίρτο. Ύστερα πηγαίνει προς τον Γούναρη και μαζί με τον Πρωτοπαπαδάκη τον κρατούν για να μην πέσει. Τότε από το κοινό ακούγεται ένα δυνατό αναφιλητό. Είναι ο δημοσιογράφος Κώστας Αθάνατος, που όλο το διάστημα της δίκης και πριν απ’ αυτήν ζητούσε την αμείλικτη τιμωρία των «προδοτών». Οι συνάδελφοί του προσπαθούν να τον ησυχάσουν. Ο επαναστατικός επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης τον επιπλήττει.

Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ''ΕΞΙ''

Οι κατάδικοι έχουν οδηγηθεί στη μέση του «Π». Ο Γρηγοριάδης αρχίζει να διαβάζει την απόφαση του δικαστηρίου με φωνή τρεμάμενη, ενώ ένα στρατιωτικό τμήμα παρουσιάζει όπλα. Ξαφνικά η φωνή του κόβεται, μοιάζει έτοιμος να λιποθυμήσει. Έτρεξε αμέσως ο γραμματέας του Στρατοδικείου λοχαγός Ιωάννης Πεπονής, πήρε από τα χέρια του Γρηγοριάδη την απόφαση και συνέχισε την ανάγνωση της απόφασης. Στο μεταξύ ο Γρηγοριάδης συνήλθε, σηκώθηκε χλωμός, ρώτησε τους «Έξι» αν θέλουν τίποτα σαν «τελευταία επιθυμία». Όλοι απαντούν αρνητικά με νεύματα. Ο Στράτος δίνει την ασημένια ταμπακιέρα του στο μοίραρχο Βοβολίνη να την παραδώσει στο γιο του. Ο Θεοτόκης παραδίδει το ρολόι του.

Ο μοίραρχος Βοβολίνης τους πρότεινε αν θέλουν να τους δέσουν τα μάτια. Ο Μπαλτατζής φώναξε δυνατά: ''Όχι''. Την ίδια απάντηση έδωσαν και οι άλλοι με νεύματα. Ο Στράτος εξακολουθούσε να καπνίζει και να παρατηρεί το πλήθος και τους στρατιώτες. Το απόσπασμα ετοιμάζεται και ακούγεται ο ιερέας που ψάλλει τις τελευταίες ευχές. Με τον Γούναρη πρώτο κι οι άλλοι αποκαλύπτονται και σταυροκοπιούνται, ενώ οι στρατιώτες παρουσιάζουν όπλα. Ο Θεοτόκης κοιτάζει μακριά μέσα στο πλήθος. Ο Μπαλτατζής στηρίζει το μονόκλ του, ο Στράτος καπνίζει πάντοτε, ενώ ο Γούναρης λίγο κυρτωμένος σχεδόν τρικλίζοντας, με τα χέρια στις τσέπες, με τον γιακά του κουμπωμένου παλτού του υψωμένο, περιμένει το σκληρό τέλος.

Για τελευταία φορά γυρίζει το βλέμμα του δεξιά κι αριστερά στους φίλους του. Ένας αξιωματικός πλησιάζει για να «καθαιρέσει» τον αρχιστράτηγο εκείνος οργίζεται. Βγάζει τα διάσημα από την τσέπη του αδιάβροχου και τα πετάει, λέγοντας:

''Αισχύνομαι διότι διοίκησα τοιούτον στρατόν''.


Οι Θεοτόκης, Μπαλτατζής, Στράτος, Γούναρης, Πρωτοπαπαδάκης, Χατζανέστης έχουν τώρα τοποθετηθεί στη γραμμή σε απόσταση δέκα μέτρα ο ένας από τον άλλον. Ο παπα-Μερκούριος ψέλνει τις τελευταίες ευχές. Το έδαφος στο σημείο που στέκεται ο Πρωτοπαπαδάκης είναι λίγο ανώμαλο. Ασυναίσθητα προσπαθεί να το ισιώσει με το πόδι του. Το εκτελεστικό απόσπασμα έχει χωριστεί σε έξι ομάδες πέντε αντρών στην κάθε μία. Μόνο στην ομάδα που θα σκοπεύσει σε λίγο τον Χατζανέστη είναι έξι στρατιώτες και ο λοχίας επτά. 

Ακουγόταν ότι στο Φρουραρχείο φαντάροι καβγάδιζαν για το ποιος θα εξασφαλίσει μια θέση στο εκτελεστικό απόσπασμα, ότι Μικρασιάτες πλήρωσαν ακόμα και πενηντάρικο σε συναδέλφους τους που είχαν οριστεί στο απόσπασμα για να τους παραχωρήσουν την τιμή να «ντουφεκίσουν τους προδότες». Η ώρα είναι 11:26. Τώρα ακούγεται το πρόσταγμα του επικεφαλής του αποσπάσματος ανθυπολοχαγού Λίνου: ''Επί σκοπόν''. Με το «επί σκοπόν», ο Στράτος πετά το τσιγάρο του και περιμένει. Τριάντα ένα τουφέκια υψώνονται σημαδεύοντας. Το τραγικό παράγγελμα «πυρ» καλύφτηκε από τον κρότο των 31 όπλων, που αντήχησε μέσα στην ησυχία του δάσους. Λίγο αργότερα οι έξι λοχίες ρίχνουν με τα περίστροφά τους την χαριστική βολή στους έξι.

Ο Θεοτόκης κι ο Μπαλτατζής έγειραν ελαφρά προς τα πίσω κι ύστερα έπεσαν μ’ έναν υπόκωφο θόρυβο στο υγρό έδαφος. Ο Στρατός κλονίστηκε κι έπεσε απότομα προς τα πίσω λυγίζοντας ελαφρά το γόνατο. Ο Γούναρης κλονίστηκε και γέρνοντας λίγο δεξιά ξαπλώθηκε κάτω. Ο Πρωτοπαπαδάκης έπεσε μετά 1-2 δευτερόλεπτα. Ο Χατζηανέστης μόλις δέχτηκε τις σφαίρες έκανε μια απότομη κίνηση σαν να ήθελε να τινάξει το κεφάλι προς τα πίσω. Κούνησε σπασμωδικά τα χέρια στον αέρα, κι ύστερα έπεσε προς τα πίσω κλίνοντας το κεφάλι προς τα εμπρός. Τα πτώματά των μεταφέρθηκαν υπό δρακόντειες δυνάμεις ασφαλείας στο Α' νεκροταφείο Αθηνών για να ενταφιαστούν με συνοπτικές διαδικασίες στις 14:30 μ.μ.

Την ίδια ώρα ο πλοίαρχος Τάλμποτ έμπαινε στο γραφείο του Πλαστήρα για να του αποδώσει το τελεσίγραφο της κυβερνήσεώς του, για να του ανακοινωθεί ακολούθως ότι οι εκτελέσεις είχαν πραγματοποιηθεί. Η εκτέλεση των πολιτικών δημιούργησε διεθνείς αντιδράσεις. Η Ιταλία ζήτησε να από τον πρέσβη της να διακόψει τις επαφές με την Ελληνική κυβέρνηση, οι ΗΠΑ εξέφρασαν την απογοήτευσή τους για την εκτέλεση των έξι, η οποία θα δυσκόλευε την συνέχιση της οικονομικής αρωγής στην Ελλάδα, η Σουηδική και Βελγική κυβέρνηση εξέφρασαν την βαθιά αγανάκτησή τους ενώ η Βρετανία διέταξε την διακοπή των διμερών σχέσεων με παράλληλη ανάκληση του πρεσβευτή της.

Ακολούθησε ανακοίνωση, η οποία έλεγε:

«Την 11ην και 30΄π.μ. της σήμερον, εις τον παρά τω Γουδί χώρο εξετελέσθη εν πλήρει στρατιωτική τάξει, η θανατική εκτέλεσις των έξ καταδικασθέντων υπό του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου, υπευθύνων της Μικρασιατικής Καταστροφής, ήτοι των απαρτισάντων το Συμβούλιον των πέντε πολιτικών Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτου, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη, ως και του αρχιστρατήγου της ήττης Γ. Χατζανέστη. Της εκτελέσεως προηγήθη η στρατιωτική καθαίρεσις και η θεία μετάληψις εν ταις φυλακαίς Αβέρωφ. Οι νεκροί, μεταφερθέντες πάραυτα, εις το Α΄ Νεκροταφείον, παρεδόθησαν εις τους οικείους των προς ταφήν. Προ της εκτελέσεως οι κατάδικοι, ερωτηθέντες περί της υστάτης θελήσεώς των, ουδέν είπον».

Ανακοινωθέν Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου 
15 Νοεμβρίου 1922». 

Ο αιματηρός επίλογος της μεγαλύτερης ίσως πολιτικής τραγωδίας του τόπου μας, είχε κλείσει. 

Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

Ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, υπό την ιδιότητα του προέδρου της ανακριτικής επιτροπής, διέταξε τον συνταγματάρχη Χαρ. Λούφα να συλλάβει τον πρίγκιπα Ανδρέα, ο οποίος βρισκόταν στην Κέρκυρα. Πράγματι, ο Λούφας μετέβη στην Κέρκυρα, και το απόγευμα της 13ης Οκτωβρίου 1922, ο πρίγκιπας μεταφερόταν στην Αθήνα υπό ενισχυμένη συνοδεία. Κατά διαταγήν του Πάγκαλου, ο Ανδρέας ετέθη υπό αυστηρό περιορισμό στο ανάκτορο του αδελφού του πρίγκιπος Γεωργίου, άλλοτε αρμοστού της Κρήτης, που βρισκόταν στη διασταύρωση των οδών Ακαδημίας και Δημοκρίτου.

Η είδηση της συλλήψεως του πρίγκιπας, δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες και προκάλεσε ζωηρή αίσθηση. Ο βασιλιάς Γεώργιος ο Β', ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή απέφευγε επιμελώς οποιαδήποτε ανάμιξη στις πράξεις της Επαναστάσεως, εξανέστη από τη σύλληψη του θείου του. Ο βασιλόπαις - αντιστράτηγος κατηγορείτο ότι ως διοικητής του Β' Σώματος Στρατού, δεν είχε υπακούσει στις 27 Αυγούστου 1921 σε διαταγή της Στρατιάς, και μετακίνησε το Β' Σώμα Στρατού προς άλλη κατεύθυνση. Έτσι θεωρήθηκε ως κύριος και αποκλειστικά υπεύθυνος της ατυχούς εκείνης εκστρατείας προς τον Σαγγάριο.

Τέσσερις ημέρα μετά την εκτέλεση των έξι και παρά το γεγονός ότι ή κατηγορία εναντίον του πρίγκιπα Ανδρέα αποδείχτηκε πλήρως κατά τη διαδικασία, που ολοκληρώθηκε αυθημερόν και έκρινε ένοχο τον πρίγκιπα Ανδρέα, παμψηφεί, το στρατοδικείο, μετά από προσωπική παρέμβαση του Πάγκαλου, του αναγνώρισε το ελαφρυντικό «της τελείας απειρίας περί την διοίκησιν ανωτέρων μονάδων» και τον καταδίκασε στις 20 Νοεμβρίου / 3 Δεκεμβρίου στην ποινή της ισόβιας υπερορίας και της διαγραφής από το μητρώο των αξιωματικών.

Οι Άγγλοι είχαν υποσχεθεί και έκτακτη οικονομική βοήθεια για την περίθαλψη των προσφύγων, εάν η δίκη είχε θετική εξέλιξη για τον πρίγκηπα Ανδρέα, ο οποίος ήταν παντρεμένος με την Αγγλίδα πριγκίπισσα Αλίκη. Μια μέρα αργότερα ο πρίγκιπας, συνοδευόμενος από τον πλοίαρχο Τάλμποτ, αναχώρησε από το Φάληρο με το Αγγλικό αντιτορπιλικό «Καλυψώ». Το πλοίο σταμάτησε στην Κέρκυρα για να παραλάβει την οικογένειά του (γιος του πρίγκιπα Ανδρέα είναι ο μετέπειτα σύζυγος της βασίλισσας της Αγγλίας Ελισάβετ, Φίλιππος) και μετά κατευθύνθηκε στην Ιταλία.

Ακολούθως μετέβη στο Μόντε Κάρλο, όπου απολάμβανε και της προστασίας των Άγγλων, όπως ακριβώς λέγεται ότι τελούσε και ο άλλοτε Ύπατος Αρμοστής της Σμύρνης Αριστείδης Στεργιάδης, ο οποίος είχε καταφύγει κι αυτός στην Γαλλία. Στο βιβλίο που έγραψε «Δορύλαιον - Σαγγάριος», ο πρίγκιπας Ανδρέας παρατηρούσε ότι:
 
«Γενικώς υπάρχει τελεία άγνοια εν Ελλάδι περί ουσιωδών της κατά το θέρος 1921 εκστρατείας, αποδοτέα εις δύο τινά, πρώτον εις τον περί τα πολεμικά γεγονότα κάματον της κοινής γνώμης και δεύτερον εις την δραστηρίαν προσπάθειαν των επαναστατικών κύκλων προς συγκάλυψιν και διαστρέβλωσιν των γεγονότων».


Σ’ άλλο σημείο ανέφερε:

«Οι πολιτικοί παράγοντες της εποχής εκείνης δεν υπάρχουν πλέον – Βασιλεύς Κωνσταντίνος, Γούναρης, Στράτος, Πρωτοπαπαδάκης, Μπαλτατζής, Θεοτόκης – θα ήμην δε ευτυχής εάν λόγοι ιδικοί μου ηδύναντο να ρίψωσι πλειότερον φως και μεγαλειτέραν δικαιοσύνην εις το έργον των. Λάθη βεβαίως εγένοντο, και πολλά και μεγάλα. Ποίος όμως εξ ημών αναμάρτητος; Κακή πρόθεσις εκ μέρους αυτών δεν υπήρχεν. Έπεσαν θύματα της ιδίας ευπιστίας και καλής πίστεως, θύματα της διαιρέσεως των Ελλήνων, ην βεβαίως δεν προκάλεσαν αυτοί».

H εμπλοκή του Πρίγκιπα Ανδρέα κατά την διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας αφορούσε την διοίκηση στρατιωτικών μονάδων και σχηματισμών, η κατηγορία που του προσάπτεται θα πρέπει να αφορούσε σκόπιμη και καίρια βλάβη των επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού. Όπως είναι γνωστό, ο Πρίγκιπας Ανδρέας παρεπέμφθη σε στρατοδικείο λίγες ημέρες μετά την εκτέλεση των Έξι. Η κατηγορία που του απαγγέλθηκε ήταν ότι ως διοικητής του Β' Σώματος Στρατού και κατά την διάρκεια των επιθετικών επιχειρήσεων του Αυγούστου 1921, εκδήλωσε ανυποταξία ενώπιον του εχθρού. 

Μετά από 3ήμερη ακροαματική διαδικασία κηρύχθηκε παμψηφεί ένοχος και τιμωρήθηκε σε ισόβια υπερορία και καθαίρεση από τον βαθμό του υποστρατήγου. Καθώς μόλις είχε προηγηθεί η εκτέλεση των Έξι, ασκήθηκαν έντονες πιέσεις -από την Αγγλική κυρίως πλευρά- ώστε να μην επαναληφθεί νέα καταδίκη σε θάνατο, κάτι που όντως συνέβη μετά από προσωπική επέμβαση του Άγγλου απεσταλμένου Τάλμποτ στον Υποστράτηγο Θεόδωρο Πάγκαλο. 

Ωστόσο, οι γνωρίζοντες την ακριβή φύση της κατηγορίας που του απαγγέλθηκε αντιλαμβάνονται ότι η συγκεκριμένη κατηγορία περί ανυπακοής, εξεταζόμενη σοβαρά και στο γενικότερο πλαίσιο των επιχειρήσεων την δεδομένη χρονική στιγμή, όχι μόνο δεν επιδέχεται κατηγορηματικής βεβαιότητας ως προς την διάπραξη, αλλά δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να στοιχειοθετήσει οποιαδήποτε επίδραση στην γενικότερη εξέλιξη των επιχειρήσεων. Ούτως ή άλλως, κατά τη στιγμή που εκδηλώθηκε η υποτιθέμενη ανυπακοή, η Στρατιά Μικράς Ασίας είχε ήδη περιπέσει σε άμυνα, κλονισμένη από τον υψηλό αριθμό απωλειών και την σθεναρή αντίσταση των Κεμαλικών και ανέμενε την πολιτική απόφαση της Ελληνικής κυβέρνησης, την οποία ημέρες πριν είχε ενημερώσει αρμοδίως για την εξέλιξη των επιχειρήσεων. 

Σε καμμία περίπτωση το συγκεκριμένο μεμονωμένο περιστατικό δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ήταν υπεύθυνο για την εξέλιξη των γεγονότων, αφού η δυναμική της Ελληνικής ενέργειας είχε προ πολλού εξανεμιστεί. Πολύ περιληπτικά, η όλη υπόθεση σχετικά με την ''απειθαρχία'' του Πρίγκιπα Ανδρέα αφορούσε περιστατικό της 27ης Αυγούστου 1921, τη στιγμή δηλαδή που η Ελληνική επίθεση στο Σαγγάριο είχε ουσιαστικά αποτύχει και η Στρατιά ετοιμαζόταν να περιπέσει σε αμυντικό αγώνα, αντιλαμβανόμενη επιθετική κίνηση εκ μέρους των Τούρκων. Η διάταξη των τριών Ελληνικών Σ.Σ ήταν (από αριστερά προς δεξιά ή από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά - με μέτωπο προς τα βορειοανατολικά) Γ' Σ.Σ, Α' Σ.Σ και Β' Σ.Σ. 

Εξ αυτών, το πλέον ταλαιπωρημένο ήταν το Β' ΣΣ. εξ αιτίας των αιματηρών μαχών που μόλις είχε δώσει, της πορείας δια της Αλμυράς Ερήμου που είχε προηγηθεί καθώς και της μεγαλύτερης αποστάσεώς του από τη βασική οδό εφοδιασμού της Στρατιάς, γεγονός που σήμαινε ότι εφοδιαζόταν ελλιπώς. Εν όψει της διαφαινόμενης εχθρικής συγκέντρωσης και επιθετικής πρόθεσης των Τούρκων έναντι του Γ' Σ.Σ, η Στρατιά διέταξε τα Α' και Β' Σ.Σ να είναι έτοιμα να επιτεθούν στους τομείς τους ώστε να κλονίσουν την Τουρκική ηγεσία, να την εξαναγκάσουν να αποσπάσει δυνάμεις από την Κύρια Προσπάθειά της (στο Γ' Σ,Σ) και να τις μεταφέρει νοτιο-ανατολικότερα. 

Επέλεξε την ενέργεια αυτή έναντι της μεταφοράς του Β' Σ.Σ (του αριστερού της παρατάξεως, που δεν υφίστατο κίνδυνο) προς ενίσχυση του Γ' Σ.Σ κρίνοντας ότι αυτό δε θα προλάβαινε να ενισχύσει εγκαίρως το Γ' Σ.Σ αν μετακινούταν. Και τα δύο Σ.Σ, Α' και Β', διαφωνούσαν με την απόφαση αυτή. Θεωρώντας ότι η διαταγή της Σ.Μ.Α ήταν διατυπωμένη έτσι ώστε να υπονοεί ότι το Β' Σ.Σ δε διατάχθηκε να κινηθεί προς υποστήριξη του Γ' Σ.Σ μόνον εξ αιτίας της αμφιβολίας για την έγκαιρη μετακίνηση, και κρίνοντας ότι αυτό είναι εφικτό, το πρωί της 27ης Αυγούστου η διοίκηση του Σώματος αποφάσισε πρωτοβούλως να κινηθεί προς την περιοχή του Σιβρί (το δεξιό του Γ' Σ.Σ). 

Παρά το γεγονός ότι στις 03:00 της 27ης Αυγούστου έλαβε διαταγή να είναι σε ετοιμότητα να εξαπολύσει επίθεση εναντίον του αντιπάλου μόλις εκδηλωθεί η αναμενόμενη τουρκική επίθεση εναντίον του Γ' Σ.Σ, στις 08:00 της ίδιας ημέρας, και έχοντας διαπιστώσει ότι δεν έχει εκδηλωθεί η αναμενόμενη επίθεση, αποφάσισε την κίνηση προς βορειοανατολικά, ενημέρωσε τη Στρατιά για την πρόθεσή της επεξηγώντας τους λόγους που την επέβαλαν, μετακίνησε υπό το φως της ημέρας τα μη μάχιμα στοιχεία και τα μεταγωγικά και διέταξε την προετοιμασία της μετακίνησης των μάχιμων δυνάμεων κατά τη διάρκεια της νύχτας. 

Η Στρατιά μόλις ενημερώθηκε δεν ενέκρινε τη μετακίνηση, τονίζοντας (στις 27 / 8, 15:30) ότι είναι αποκλειστική της δικαιοδοσία μια τέτοια διαταγή. Κατά την 27η δεν εκδηλώθηκε η αναμενόμενη επίθεση, που τελικά εκδηλώθηκε το πρωί της 28ης Αυγούστου. Η Διοίκηση του Β' Σ.Σ δοκίμασε μεγάλη έκπληξη όταν τις απογευματινές ώρες της 28ης Αυγούστου δέχτηκε διαταγή από τη Στρατιά να προβεί στην ενέργεια που την προηγούμενη ημέρα είχε αποδοκιμαστεί έντονα. Με άλλα λόγια, η όλη υπόθεση της ''ανυπακοής'' αφορούσε μια πρωτοβουλία για μετακίνηση του Β' Σ.Σ σε χρόνο που αυτό δεν ήταν εμπλεγμένο, και αφορούσε μια πρωτοβουλία που η Στρατιά εμμέσως πλην σαφώς αναγνώρισε ως ορθή, επαναλαμβάνοντάς την την επομένη. 

Πιθανόν η στρατιωτική δεοντολογία να παραβιάστηκε τη στιγμή εκείνη (όχι πάντως προκλητικά, και σίγουρα όχι περισσότερο απ΄ ότι συνέβη σε πλείστες άλλες περιπτώσεις κατά την Εκστρατεία), αλλά όλη η σημασία του περιστατικού εξαντλείται σε αυτό. Είναι προφανές ότι καμία ''ευθύνη για τη Μικρασιατική Καταστροφή'' ή οποιαδήποτε άλλη ευθύνη για ζημία της Ελληνικής στρατιωτικής προσπάθειας δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί στο περιστατικό αυτό, η δε εκμετάλλευσή του κατά τη δίκη του Ανδρέα υπήρξε εντελώς προσχηματική. Η όλη υπόθεση έτυχε έντονης πολιτικής εκμετάλλευσης για λόγους εντυπωσιασμού και σκοπιμότητας εξ αιτίας της βασιλικής καταγωγής του διοικητή του Β' Σώματος. 


Η παραπομπή σε ξεχωριστό στρατοδικείο βασίστηκε σε ένα ήσσονος σημασίας περιστατικό που αφορούσε τη στρατιωτική δεοντολογία. Από το σημείο αυτό μέχρι να κατηγορείται ο Πρίγκιπας Ανδρέας ως ένας εκ των υπαιτίων για την Μικρασιατική Καταστροφή, η απόσταση είναι χαώδης, αφού το περιστατικό δεν είχε καμία επίδραση στην όλη Ελληνική στρατιωτική προσπάθεια.

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ''ΕΞΙ''

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατά τη διάρκεια των γεγονότων βρισκόταν εκτός Ελλάδος. Με το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 ορίστηκε ως διεθνής εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό αναλαμβάνοντας το βάρος όλων των διαπραγματεύσεων. Η στάση του για το θέμα της ''Δίκης των Έξι'' θεωρείται από τους περισσότερους αμφιλεγόμενη. Πολλοί πιστεύουν ότι αδράνησε τεχνηέντως. Σ’ όλη τη διάρκεια της δίκης περίμεναν κάποιο μήνυμά του, αλλά και όταν αυτό ήρθε, κάποιοι υποστήριξαν ότι εξακολουθούσε να είναι «διάβημα ουδετερότητας».

Ο Βενιζέλος παρά το ότι αρνιόταν να πάρει θέση στο ζήτημα της δίκης, επιμένοντας στη δήλωσή του να μην αναμειχθεί στην ενεργό πολιτική, αντέδρασε όπως μάντεψε ο Γεώργιος Παπανδρέου, αλλά ελαφρώς ετεροχρονισμένα. Το περιβόητο αποτρεπτικό για την εκτέλεση τηλεγράφημά του έφτασε από τη Λωζάνη στην Αθήνα, 19 ώρες μετά την απόφαση του στρατοδικείου, 14 ώρες μετά τον τουφεκισμό των έξι, 12 ώρες μετά την άφιξη του ναυάρχου Τάλμποτ και οκτώ ώρες μετά την αναχώρηση (κατόπιν ανάκλησής του) του Άγγλου πρεσβευτή. Το τηλεγράφημα έγραφε τα εξής:

«Λωζάννη, 15 Νοεμβρίου 1922.

Επαναστατικήν Επιτροπήν Αθήνας.

Σήμερον το απόγευμα και κατά την ώρα του τεΐου ο Λόρδος Κόρζον βαθύτατα συγκεκινημένος με επλησίασε και μοι επέδειξε τηλεγράφημα αγγέλων την απόφασιν του στρατοδικείου δι’ ης καταδικάζονται εις θάνατον οι κατηγορούμενοι. Μοι ετόνισε την φρικαλέαν εντύπωσιν η οποία θα εδημιουργείτο όχι μόνον μεταξύ των κυβερνητικών κύκλων εν Αγγλία, αν υπεύθυνοι υπουργοί της χώρας, οίτινες κατά τρόπον έκδηλον είχον υπέρ αυτών την υποστήριξιν της κοινής γνώμης ότε ανέλαβον την αρχήν, εξετελούντο. Και προσέθηκεν ότι αν πραγματοποιηθεί η εκτέλεσις, η Βρετανική κυβέρνησις θα προβή εις ανάκλησιν του πρεσβευτού της. 

Καίτοι, όπως γνωρίζετε μετά προσοχής αποφεύγω να επέμβω εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της χώρας, θεωρώ καθήκον μου να σας βεβαιώσω ότι η εντύπωσις θα είναι πράγματι ως την παριστά ο Λόρδος Κόρζον, και να επισύρω την προσοχήν σας επί του γεγονότος ότι η θέσις μου ενταύθα θα καταστεί δυσχερής».

ΕΛ.ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ.

Την επομένη της εκτέλεσης, σε συνέντευξή του από τη Λοζάνη στο «Βήμα της Ν. Υόρκης» χαρακτήριζε τους εκτελεσθέντες «προδότες». Ο Βρετανός διπλωμάτης Χάρολντ Νίκολσον σημειώνει:

«Ο κ. Βενιζέλος είναι συνήθως εξαιρετικά ευθύς σε σχέση με τα εσωτερικά ζητήματα ακόμη και όταν αγνοεί πολλές λεπτομέρειές τους. Τις τελευταίες ημέρες όμως λέει διαρκώς οτι δεν γνωρίζει, πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα και προσθέτει πως καλό θα ήταν να αποφύγουμε να δεσμευτούμε σε οτιδήποτε ενώ σε άλλα έγγραφα χαρακτηρίζεται ως ακατανόητη ιδίως εξ αιτίας της ακατανόητης επιφυλακτικοτητας για το θέμα των εκτελέσεων».

Ο Βρετανός πρέσβης Λίντλεϊ επισήμανε για το ίδιο θέμα ότι το γεγονός πως ο Βενιζέλος θα μπορούσε να αποτρέψει τις εκτελέσεις ανά πάσα στιγμή είναι αναμφίβολο. Την 12η Νοεμβρίου ο Βενιζέλος στις επίμονες πιέσεις του Βρετανού πρέσβη δήλωσε οτι «αι συστάσεις του αποτελούν παρέμβασιν εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της Ελλάδας και οτι η παραδειγματική τιμωρία των κατηγορουμένων αποτελεί ρητήν απαίτησιν της κοινής γνώμης». 

Το εμπιστευτικό τηλεγράφημα του Βενιζέλου από το Παρίσι προς τον υπουργό εξωτερικών έχει αναφερθεί ότι έφτασε αργά. Ακόμα όμως και έτσι δεν σήμαινε ότι θα αναβάλλονταν οι εκτελέσεις αφού μέσα ανέφερε ρητά: «εκτελέσεις περιορισθούν εν περιπτώσει καταδίκης εις μόνους διατελέσαντες πρωθυπουργούς και αρχηγόν στρατού». Δηλαδή πρότεινε να εκτελεστούν οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος και ο αρχηγός του στρατού Γεώργιος Χατζανέστης. 

Σε επιστολή του αργότερα προς τον Παναγή Τσαλδάρη το 1929 ο Βενιζέλος φρόντισε να γράψει για όλους τους εκτελεσθέντες:«Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς κατά τον πλεόν κατηγορηματικόν τρόπον οτι ουδείς εκ των πολιτικών αρχηγών της Δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί οτι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις εφηρμόσθη μετά το 1920, δύναται να κατηγορηθούν δια πράξιν προδοσίας της Πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατική καταστροφή». 


Μπορούσε ο Βενιζέλος να εμποδίσει, την εκτέλεση των Έξι; Στο ερώτημα αυτό δίνει την δική του απάντηση μέσα από άρθρο του, ο παλαιός ιδιαίτερός του και ιστορικός συγγραφέας Στ. Στεφάνου, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει και τα εξής:

«Ο μεγάλος πολιτικός δεν έπαυε να είναι Έλλην, ήτο δε φυσικόν να συμμερίζεται, εις εκείνας τας τραγικάς στιγμάς τα συναισθήματα όλου του κόσμου της Βενιζελικής παρατάξεως. Έχων ενώπιον των οφθαλμών του, απτά, τα αποτελέσματα της πολιτικής των αντιπάλων του, ήτο ανδρώπινον να ελαύνεται και αυτός από ψυχικάς αντιδράσεις οξύτατες. Η επιβεβλημένη στάσις δια την προσωπικήν του περίπτωσιν ήτο, λοιπόν, να συγκρατήση τα συναισθήματά του, να μη εκδηλωθή καθόλου και να ειπή αυτό που είπεν εξ αρχής, ότι αυτός ήτο εκτός της πολιτικής ζωής και δεν είχε δικαίωμα επεμβάσεως. 

Η στάσις αυτή του Βενιζέλου αρχίζει να γίνεται κάπως δύσκολος καθώς τα πράγματα σχετικώς με την δίκην προχωρούν πολύ γρήγορα προς την μοιραίαν κατάληξιν. Διότι τώρα αρχίζει να υπεισέρχεται, εκτός και πέραν πάσης άλλης σκοπιμότητας, ο καθαρώς ανθρωπιστικός παράγων. Δεν επρόκειτο πλέον, απλώς δια δίκην αλλά δι’ εκτελεστικόν απόσπασμα. Ο ανθρωπιστικός παράγων προέβαλε τας απαιτήσεις του και από τον ίδιον τον Βενιζέλον, όχι πλέον ως πολιτικόν, αλλά ως άνθρωπον. Και με πρόσθετσν σημασίαν δι’ εκείνον, εφ’ όσον ελάμβανε επί του προκειμένου την όψιν της γενναιοφροσύνης έναντι νικημένων από τα γεγονότα πολιτικών αντίπαλων. 

Εκ των υστέρων, οι κριτικοί της ιστορίας, προκατειλημμένοι και μη θα εύρουν προσφιλές θέμα σχολίων την στάσιν που εκράτησε ο Βενιζέλος εις το θέμα της εκτελέσεως των Εξ. Θα καταλογίσουν εις βάρος του, ότι δεν έσπευσε να την προλάβη, ενώ είχε, λέγουν, όλην την δύναμιν προς τούτο. Το πρώτον που ημπορεί να αμφισβητηθή αντικειμενικώς είναι, αν εκείνην την κρίσιμον ώραν, διέθετεν ο Βενιζέλος, πράγματι, μίαν τοιαύτην δύναμιν. Τα αδιάλλακτα στοιχεία της Επαναστάσεως δεν ήσαν τυφλώς υποτεταγμένα εις τας θελήσεις του Βενιζέλου. Και θα το δείξουν αργότερον, εις τας διαπραγματεύσεις της Συνθήκης της Λοζάννης. 

Αλλ’ εκτός αυτού θα ήτο εκτός πραγματικότητας και αψυχολόγητον, και οπωσδήποτε πρόωρον, αν μέσα εις την αποκορύφωσιν της Μικρασιατικής τραγωδίας, έβγαινε από την πρώτην ώραν ο Βενιζέλος να σταματήση με ένα του λόγον, αρκετά αυθαίρετον, την φυσικήν πορείαν των πραγμάτων, που επέβαλε να αναζητηθούν ευθύναι. Τα δικαιώματα του ανθρωπισμού, της επιεικείας και, έστω, της γενναιοφροσύνης θα έχουν τον λόγον μόνον εις το στάδιον εκείνο της εξελίξεως, όπου θα γίνη πλέον κατάδηλον ότι το δικαστήριον ετοιμάζεται να επιβάλη την εσχάτην των ποινών και ότι η Επανάστασις δεν ήτο διατεθειμένη να μη την εκτελέση.

Εις το στάδιον αυτό είναι γεγονός ότι ο Βενιζέλος θα ενεργήση. Μόλις πληροφορείται εις την Λωζάννην την απόφασιν του στρατοδικείου από τον λόρδον Κώρζον σπεύδει να στείλη εις την Επαναστατικήν Επιτροπήν τηλεγράφημα, με το οποίον την ειδοποιεί ότι η εκτέλεσις θα φέρη συνεπείας πολύ δυσάρεστους δια τα εθνικά συμφέροντα. Τους κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, μολονότι, το επαναλαμβάνει, «μετά προσοχής αποφεύγει να επέμβη εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της Χώρας». Μόνον μία τοιαύτη απειλή ημπορούσε να αποδυνάμωση τους αδιάλλακτους της Επαναστάσεως, που είχαν επικρατήσει.

Αυτήν λοιπόν, την απειλήν επισείει απροσώπως και αντικειμενικώς ο πληρεξούσιος της Επαναστάσεως δια τα εθνικά ζητήματα, με όλον το κύρος που του δίδει η προσωπικότης του. Τι περισσότερον θα ζητούσε η περίστασις; Το μόνον που θα ημπορούσε μία σοβαρά κριτική να καταλογίση εις τον Βενιζέλον είναι διατί αυτά που είπε την τελευταίαν ώραν, δεν τα έλεγεν ενωριτερον. Εις αυτήν την κριτικήν δυνατόν αντικειμενικώς να παρατηρηθή ότι, προτού εκδοθή η απόφασις του δικαστηρίου και ενώ διεξήγετο, ακόμη, η δίκη μία επέμβασις εις το έργον της Δικαιοσύνης θα ήτο κάτι περισσότερον από άτοπος, ιδίως προερχομένη από τον Βενιζέλον, που διεκήρυσσεν ότι δεν αναμιγνύεται εις τα πολιτικά πράγματα του Τόπου. 

Η κοινή βοή εκατομμυρίων Ελλήνων εζήτει κάποιαν κάθαρσιν εις την τραγωδίαν. Το ολιγώτερον που ημπορούσε να ικανοποιήση την κοινήν γνώμην, ήτο μία αυστηρά καταδίκη. Ουδείς, και ο Βενιζέλος περισσότερον δεν είχε το δικαίωμα να παρεμβληθή εις τον μηχανισμόν της Εθνικής δικαιοκρισίας. Η επέμβασις ήτο δικαιολογημένη μόνον μετά την έκδοσιν της αποφάσεως, δια να ματαιωθή, την τελευταίαν στιγμήν, η εκτέλεσίς της, εκ του φανερού μεν δια λόγους εθνικής σκοπιμότητας, εις την ουσίαν δε, δια λόγους ανθρωπισμού. Αυτόν τον ορθόδοξον μηχανισμόν κρίσεως και ενεργείας ηκολούθησε και ο Βενιζέλος εις το λεπτόν θέμα της δίκης υπευθύνων. 

Η επέμβασίς του έγινε την ώραν που έπρεπε δια να είναι αποτελεσματική. Αυτή είναι η απλή και αντικειμενική ερμηνεία της στάσεως του Ελευθερίου Βενιζέλου εις την υπόθεσιν των Εξ. Τα άλλα είναι κρίσεις όχι αμέτοχοι προκαταλήψεως. Φυσικά, δεν ημπορεί να καταλογίση κανείς εις βάρος του Βενιζέλου το ότι η Επανάσταση θα σπεύσει να εκτελέση αυθωρεί την απόφασιν του Στρατοδικείου, και έτσι θα «βραχυκυκλώση» τας διαφόρους ενεργείας δια την ματαίωσιν που θα ακολουθήσουν».

ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΕΞΙ

Η εκτέλεση των Έξι, στιγµή τραγική και µοναδική στην ιστορία του Ελληνικού κράτους, αναδεικνύει παραδειγµατικά τις διαστάσεις και το βάθος της σύγκρουσης που συντοµογραφικά ονοµάστηκε ''Διχασµός''. Aρκεί ν’ αναλογιστούµε πως ποτέ προηγουµένως δεν είχε εξοντώσει µια πολιτική παράταξη την ηγεσία µιας άλλης, και ούτε έκτοτε επαναλήφθηκε κάτι τέτοιο. Tα βασικά επιχειρήµατα µε τα οποία δικαιολογήθηκε, ήταν πως τα θύµατα ευθύνονταν για τη Mικρασιατική Kαταστροφή και πως η νέα εξουσία έπρεπε να δείξει, µε ένα ωµό ράπισµα, την αποφασιστικότητά της ν’ ανορθώσει το κράτος. Επιχειρήµατα όχι αβάσιµα, έστω και αν δύσκολα αρκούσαν για να δικαιώσουν µια τέτοια πράξη.

Συγχρόνως, οι εκτελέσεις είχαν και άλλες αιτίες και σκοπιµότητες. Συµβολικά λειτούργησαν σαν κάθαρση αφενός για την εθνική συµφορά και αφετέρου για την αντιδηµοκρατική εκτροπή των ετών 1920 - 1022. Χαράχτηκαν συνάµα ανεξίτηλα στη συλλογική συνείδηση – όπως δείχνει, εξάλλου, το ότι εξακολουθούν να απασχολούν ένα κοινό πολύ ευρύτερο από τους επαγγελµατίες ιστορικούς. Από πρακτική άποψη, διευκόλυναν άµεσα τους Δηµοκρατικούς επαναστάτες, αφού αποκεφάλισαν τη µοναρχική παράταξη, αλλά επίσης δηµιούργησαν µακροπρόθεσµα προβλήµατα στο αβασίλευτο πολίτευµα, το οποίο αντλούσε τη νοµιµότητά του από την Eπανάσταση του 1922. 

 
Στις παραγράφους που ακολουθούν, θα προσπαθήσουµε συνοπτικά να ανασυγκροτήσουµε το πολιτικό κλίµα των ηµερών εκείνων και το σκεπτικό όσων τις υποστήριξαν, µε βάση διπλωµατικά έγγραφα. Kαι ειδικότερα, µέσα από την αλληλογραφία της Βρετανικής πρεσβείας της Αθήνας µε το Φόρεϊν Όφφις - πηγή πολύτιµη, στο µέτρο που αποτυπώνει επακριβώς κι ερµηνεύει διεισδυτικά αφανείς πολιτικές επιλογές. Δεν θα έπρεπε εντούτοις να θεωρούµε τους Βρετανούς διπλωµάτες παντογνώστες, ούτε κατ’ ανάγκην διορατικότερους από τους συνοµιλητές τους: για παράδειγµα, στον ίδιο το χαµό των Έξι έχουµε µια χαρακτηριστική περίπτωση πολλαπλής αποτυχίας τους.

H δραµατική εκτέλεση παραπέµπει άµεσα στη Mικρασιατική Kαταστροφή - και η Kαταστροφή απαιτούσε τιµωρία πρώτα πρώτα επειδή βιώθηκε σαν προδοσία, καθώς ήταν απροσδόκητη και οι κυβερνώντες είχαν προηγουµένως αποξενωθεί από το πολιτικό σώµα. Μολονότι τα προβλήµατα γίνονταν καθηµερινά πιο πιεστικά, το καλοκαίρι του 1922, κυβέρνηση και Φιλελεύθερη αντιπολίτευση, πιστεύοντας πως το µέτωπο στη Mικρά Aσία θα άντεχε, οµφαλοσκοπούσαν. O πρωθυπουργός Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης παραδεχόταν πως τα εννέα δέκατα του πληθυσµού είχαν στραφεί εναντίον του, δεν έβλεπε όµως εναλλακτικές λύσεις. 

Aκόµη και µετά τη στρατιωτική συντριβή, οι κυβερνώντες προσπάθησαν να κρατηθούν πάση θυσία στην εξουσία: κατά τους Βρετανούς, Το µόνο πράγµα που ενώνει όλη σχεδόν την Ελλάδα είναι το σύνθηµα ''Nα φύγει ο Γούναρης'' - ο τελευταίος όµως δεν δείχνει καµιά διάθεση να κάνει κάτι τέτοιο προτού υποχρεωθεί από τα γεγονότα και προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από το Θρόνο για να καλυφτεί από την επερχόµενη θύελλα. Kαθώς η κυβέρνηση δεν είχε πλέον λαϊκό έρεισµα, κρίσιµο ερώτηµα έγινε αν θα την υποστήριζαν ο στρατός και τα στρατιωτικά και παραστρατιωτικά σώµατα των µετόπισθεν. 

Oι Πολιτικοί Σύλλογοι όµως, ένα µαζικό και παρακρατικής πλέον φύσης δίκτυο αντιβενιζελικών, το οποίο φαίνεται πως επηρέαζαν κυρίως ο Πρίγκιπας Nικόλαος και ο αντιπολιτευόµενος Iωάννης Mεταξάς, είχαν στραφεί εναντίον της. O Μεταξάς, προσπαθώντας να την ανατρέψει, είχε αλλεπάλληλες µυστικές επαφές µε τους κοµµουνιστές και τους Φιλελευθέρους, καθώς και µε τον Βρετανό πρέσβυ. Αρχικά ο Γούναρης και ο Πρωτοπαπαδάκης έπαιξαν το χαρτί του αυταρχισµού, ελπίζοντας έτσι να εξασφαλίσουν τον ζωτικό έλεγχο των αστικών κέντρων. Ωστόσο, η επιβολή τους περιοριζόταν ραγδαία, ώσπου χρειάστηκε ν’ αντικατασταθούν από µια µετριοπαθέστερη κυβέρνηση. 

Oι περισσότεροι απέθεταν τώρα τις ελπίδες τους στον Bενιζέλο, αλλά το Kόµµα Φιλελευθέρων ήταν απροετοίµαστο ν’ αναλάβει την εξουσία και οι επιτελείς του φοβούνταν να δράσουν. Kανείς δεν περίµενε να ξεσπάσει αντικυβερνητικό κίνηµα, όλοι όµως έτρεµαν τις λαϊκές αντιδράσεις και κυρίως τους στρατιώτες που θα επέστρεφαν από το µέτωπο. Παραµονές του πραξικοπήµατος, οι κυβερνώντες παρέµεναν διασπασµένοι. O νέος πρωθυπουργός Τριανταφυλλάκος προωθούσε τη συµφιλίωση διορίζοντας Βενιζελικούς σε σηµαντικές θέσεις. Aντιµετώπιζε όµως πανίσχυρες αντιδράσεις από την Aυλή. Ο Κωνσταντίνος, ακολουθώντας αντίθετη πολιτική, ετοίµαζε ένοπλη ρήξη µε όσους σκέφτονταν ν’ αµφισβητήσουν το θρόνο του. 

Συγχρόνως κινητοποιούνταν οι Δηµοκρατικοί, αλλά και οι µειονότητες στο βορά. Στις 13 Σεπτεµβρίου η Aθήνα αντιλήφθηκε το στρατιωτικό κίνηµα. Aµέσως ο πρεσβευτής Λίντλεϋ, διαπιστώνοντας πως ''Το αντιβασιλικό κλίµα φουντώνει στη χώρα'', ζητά να καταπλεύσουν Βρετανικά πολεµικά στον Πειραιά, για να ''αποτρέψουν την αιµατοχυσία'' και να φυγαδεύσουν εν ανάγκη τη βασιλική οικογένεια. O στρατιωτικός διοικητής της Aθήνας προσπαθεί να κινητοποιήσει τους Πολιτικούς Συλλόγους για αντίσταση µέχρις εσχάτων, αλλά δεν εισακούεται. Mε την επικράτηση του κινήµατος ήρθε η ώρα των αντιποίνων, αλλά απέµενε να κριθεί η έκτασή τους. 

H Προσωρινή Eπαναστατική Eπιτροπή, όπου συµµετείχαν ο Θ. Πάγκαλος και ο Aλ. Σβώλος, µόλις κατέλαβε την εξουσία στην Aθήνα άρχισε µαζικές συλλήψεις κι έρευνες. O Πάγκαλος παραδέχθηκε αργότερα πως είχε αποφασίσει χωρίς δίκη ''να κόψη 30 κεφαλάς, να αποστείλη εις υπερορίαν 1500 άτοµα'', αλλά τότε πιστευόταν πως ετοίµαζε τουλάχιστον δεκαπλάσιες εκτελέσεις. Έτσι θεωρήθηκε τεκµήριο µετριοπάθειας όταν οι συντηρητικότεροι στρατιωτικοί, που επικράτησαν λίγο αργότερα, προφυλάκισαν µόνον οκτώ ηγέτες του παλιού καθεστώτος. O Λίντλεϋ ειδοποιήθηκε ωστόσο, πως οι τελευταίοι κινδύνευαν να τουφεκιστούν µε συνοπτικές διαδικασίες. 

Kάλεσε επιτακτικά τον Γονατά και τον Πλαστήρα - κι εκείνοι, µουδιασµένοι ακόµη, τόν επισκέφθηκαν αµέσως. Περιστοιχισµένος από πλήθος διπλωµάτες, τους ανάγκασε να υποσχεθούν πως θα παρέπεµπαν τους τέως υπουργούς σε τακτικό δικαστήριο και θα αµνήστευαν όλους τους υπόλοιπους. ''Θεωρώ το ζήτηµα των τέως Yπουργών σηµαντική δοκιµασία δύναµης'', ανέφερε, ''και κυρίως γι’ αυτόν το λόγο κινητοποίησα το corps diplomatique''. H θέση των διαλλακτικών όµως δυσκόλεψε µόλις επιδεινώθηκε η εξωτερική κατάσταση: ως τις 20 Σεπτεµβρίου φάνηκε πως ίσως να χανόταν και η Aνατολική Θράκη. Oι στρατιωτικοί έδειξαν, µε το διάγγελµα ''περί χρηστής και ακοµµατίστου διοικήσεως'', πως σκόπευαν να κρατήσουν την εξουσία. 

Τέλη του µηνα κήρυξαν στρατιωτικό νόµο και συγκρότησαν έκτακτα στρατοδικεία. Ήδη οι Δηµοκρατικοί (δηλαδή, όσοι επιδίωκαν την κατάργηση της µοναρχίας) ζητούσαν ριζική επανάσταση: να εκκαθαριστούν οι δηµόσιες υπηρεσίες, να κηρύξει ο στρατός αβασίλευτη Δηµοκρατία και, πιο δυσοίωνα, ''να τουφεκισθούν τα όργανα της ξενικής προπαγάνδας''. Mόλις η Eπαναστατική Eπιτροπή παρέπεµψε στο στρατοδικείο τους κρατούµενους πολιτικούς, αναζωπυρώθηκε η εκστρατεία για την τιµωρία τους και µια επιτροπή, όπου πρωτοστατούσε ο Παπαναστασίου, οργάνωσε ένα πελώριο συλλαλητήριο στο κέντρο της πρωτεύουσας. 

Kυριάρχησε το σύνθηµα ''Θάνατος στους προδότας'', ενώ και το ψήφισµα των συγκεντρωµένων κατέληγε ''Eις θάνατον οι ένοχοι''. Δροµολογήθηκε λοιπόν η δίκη των Έξι. Oι τελευταίοι, έχοντας απωλέσει κάθε πολιτικό έρεισµα, δεν έλπιζαν πλέον παρά µόνο στους ξένους διπλωµάτες και στον νέο βασιλιά Γεώργιο, ο οποίος θα µπορούσε ενδεχοµένως να κάµψει τους επαναστάτες, αν απειλούσε να παραιτηθεί. O Γεώργιος όµως αδιαφόρησε, µε αποτέλεσµα να τον περιφρονήσουν οι οπαδοί και να τον µισήσουν οι συγγενείς των κατηγορουµένων. Πολλοί από τους τελευταίους, όπως ο Π. Pάλλης, ο Aριστ. Πρωτοπαπαδάκης και ο Aνδρέας Στράτος αντιτάχθηκαν σθεναρά στην επιστροφή του το 1935. 


Oι εκτελέσεις, από αυτή την άποψη, δεν συσπείρωσαν το βασιλικό στρατόπεδο, αλλά αντιθέτως άνοιξαν βαθύ ρήγµα στους κόλπους του. Όσο για τους ξένους διπλωµάτες, αυτοί είχαν ν’ αντιµετωπίσουν τον Bενιζέλο, που βρισκόταν για διαπραγµατεύσεις στην Eυρώπη το κρίσιµο εκείνο διάστηµα. H συµπεριφορά του, που χαρακτηριζόταν από τον Χάρολντ Νίκολσον ''ακατανόητη'', επηρέασε σηµαντικά τη στάση των Βρετανών: ''O κ. Bενιζέλος είναι συνήθως εξαιρετικά ευθύς (απέναντί µας) σε σχέση µε τα εσωτερικά ζητήµατα'', σηµείωνε ένα στέλεχος του Φόρεϊν Όφφις, ακόµη και όταν αγνοεί πολλές λεπτοµέρειές τους. 

Tις τελευταίες ηµέρες όµως λέει διαρκώς πως δεν γνωρίζει, πως δεν µπορεί τίποτε να προείπει κλπ και προσθέτει, πως καλό θα ήταν ν’ αποφύγουµε να δεσµευτούµε σε οτιδήποτε. Aκόµη πιο δυσοίωνο είναι πως την ίδια περίεργη στάση τηρεί επίσης ο κ. Πολίτης (τότε υπουργός Εξωτερικών) στην Aθήνα, και συνεπώς νοµίζω πως θα έπρεπε να κινηθούµε µε εξαιρετική προσοχή. Όπερ και εγένετο: ''µας προξενούν αµηχανία οι εσωτερικές συνθήκες της Ελλάδας'', προειδοποίησε τον Λίντλεϋ το Λονδίνο, ιδίως εξαιτίας της ασυνήθιστης επιφυλακτικότητας, µε την οποία εκφράζεται ο κ. Bενιζέλος όποτε θίγεται το ζήτηµα (των εκτελέσεων), καθώς κι εξαιτίας των υπαινιγµών του, πως θα έπρεπε ν’ αποφύγουµε οποιεσδήποτε δεσµεύσεις ή παροτρύνσεις. 

''Για ανθρωπιστικούς λόγους,κάνετε ό,τι µπορείτε για να αποτρέψετε περιττά αντίποινα, τα διαβήµατά σας όµως ,πρέπει να είναι απλώς προσωπικά και, ει δυνατόν, να µην δηµοσιοποιηθεί η ενδεχόµενη παρέµβασή σας''. Aναθέτοντας στον πρέσβυ την ευθύνη των χειρισµών στο παραπάνω πλαίσιο, το Φόρεϊν Όφφις ουσιαστικά εγκατέλειπε τους υπόδικους στη µοίρα τους. Tην αφανή υποκίνηση των εκτελέσεων από τον Bενιζέλο τόνιζαν και αργότερα οι Βρετανοί διπλωµάτες στην Αθήνα, επιµένοντας πως αν ήθελε ο Κρητικός επαναστάτης θα τις απέτρεπε, και πως η κατάσταση δεν ξέφυγε ποτέ από τον έλεγχο της κυβέρνησης, όπως πολλοί άλλοι υποστήριζαν. 

Σύντοµα φάνηκαν τα όρια της διπλωµατικής υποστήριξης στους Έξι, καθώς µάλιστα η προσπάθεια σωτηρίας τους µεταµορφώθηκε σε διελκυστίνδα µεταξύ της γαλλικής και της Βρετανοϊταλικής επιρροής. O Γάλλος πρέσβυς µαταίωσε την έκκληση χάριτος που ετοιµαζόταν να υπογράψει σύσσωµο το διπλωµατικό σώµα. Eρµηνεύοντας τη στάση αυτή, και βέβαιος πως και ο επικεφαλής της Γαλλικής Στρατιωτικής Aποστολής, Στρατηγός Γκραµά, ''αναµφίβολα ενθάρρυνε τις εκτελέσεις'', ο Βρετανός επιτετραµµένος συνέδεσε την (επιτυχή) επιδίωξη αµέσων πλεονεκτηµάτων από το Παρίσι µε δυσοίωνα ιδεολογικά παραδείγµατα προηγούµενων επαναστάσεων: 

''Έπειτα από δυο χρόνια παραµονής στην Aθήνα, διαπιστώνω την πρόσφατη αναβίωση της Γαλλικής επιρροής, η οποία αποκτά τώρα πρωτοφανείς διαστάσεις, ενώ είχε πρακτικά εκµηδενιστεί επί Kυβερνήσεων Γούναρη και Πρωτοπαπαδάκη, οπότε κυριαρχούσε η Βρετανική επιρροή. Οπωσδήποτε, οι Γάλλοι εκµεταλλεύονται το γεγονός, πως η Kυβέρνηση της Aυτού Mεγαλειότητος παρενέβη (εναντίον των εκτελέσεων), ενώ εκείνοι δεν κινήθηκαν. O Συνταγµατάρχης Πλαστήρας δείχνει εξαιρετική ευαισθησία απέναντι στη γνώµη των Γάλλων. Aκούω πως ασχολείται, όπως κάνουν και άλλοι Έλληνες τελευταία, µε το διάβασµα της ιστορίας της Γαλλικής Eπανάστασης - και όλοι τους δείχνουν γοητευµένοι από τις ακρότητες του Pοβεσπιέρου. 

Δεν είχε όµως µόνον ιδεολογικά κίνητρα η ακαµψία της στρατιωτικής ηγεσίας. H εκτέλεση των πολιτικών χρησιµοποιήθηκε επίσης για να διώξει µακριά από το στρατό το άγος της Καταστροφής. H συµβολική ενοχοποίηση των αντιβενιζελικών επέτρεψε να µην αναζητηθούν οι στρατιωτικοί υπαίτιοι της κατάρρευσης του µετώπου. Tα επόµενα χρόνια θα αναζωπυρωνόταν περιοδικά η σχετική συζήτηση, ιδίως όποτε διενεργούνταν κρίσεις και προαγωγές, και θα εκτοξεύονταν βαρύτατες µοµφές και αµοιβαίες κατηγορίες, επωδός όµως των περισσότερων θα ήταν πως κατά βάση δεν έφταιγε ο στρατός. 

Μόλις αποφάσισε λόγου χάρη η Κυβέρνηση Παπαναστασίου, την άνοιξη του 1924, να ερευνήσει δικαστικά τις ευθύνες της ήττας, έχασε την εξουσία. Όταν υποστηρικτές της επανέφεραν το ζήτηµα στην εθνοσυνέλευση, επί Κυβέρνησης Μιχαλακοπούλου, ξεσήκωσαν κατακραυγή: ο ίδιος ο πρωθυπουργός δήλωσε πως ''η συζήτησις επί της υποθέσεως της Μικρασιατικής καταστροφής (δεν) είναι συντελεστική εις το µέγα δηµόσιον συµφέρον, της τάξεως και της πειθαρχίας εν τω στρατεύµατι''. Φρόντισε να µη δοθεί συνέχεια - και πράγµατι, δίκη στρατιωτικών, άλλων από τον άµοιρο Xατζηανέστη, δεν έγινε ποτέ για την Καταστροφή. Αρκετές πολιτικές δυνάµεις στήριξαν µάλιστα, για δικούς τους λόγους, τους αδιάλλακτους στρατιωτικούς. 

Πρώτα πρώτα οι Δηµοκρατικοί, οι οποίοι ήταν και τα κύρια θύµατα των διώξεων του προηγούµενου καθεστώτος. O Αλέξανδρος Παπαναστασίου τόνισε δηµοσίως στους στρατιωτικούς ''έχοµεν ανάγκην ενός εξαγνισµού πλήρους'', και η Δηµοκρατική Ένωση τούς κάλυψε εξαρχής, όχι µόνον πολιτικά αλλά και ιδεολογικά: το σκεπτικό της καταδικαστικής απόφασης για τους Έξι απηχούσε σχεδόν κατά λέξη τις κατηγορίες του ''Δηµοκρατικού Mανιφέστου''. O συνεργάτης του Παπαναστασίου Θαλής Κουτούπης (τον οποίο εκτιµούσαν ιδιαιτέρως οι αντιβενιζελικοί, επειδή είχε αντιταχθεί στις αυθαιρεσίες των Φιλελευθέρων το 1917 - 1920), ζητούσε να µην εκτελέσουν µόνον τους Νοεµβριανούς κυβερνήτες, αλλά και τον έκπτωτο Κωνσταντίνο. 

Φασίζοντες Δηµοκρατικοί, όπως ο Φραγκούδης και ο Σπ. Mελάς, αρθρογραφούσαν µε πάθος υπέρ των θανατώσεων· ο σοσιαλιστής Γιαννιός τις επαινούσε ακόµη και όταν αλληλογραφούσε µε ξένους οµοϊδεάτες του. Όλοι όσοι ήθελαν να βαθύνει η επανάσταση έβλεπαν σ' αυτές το σηµείο απ' όπου δεν θα υπήρχε επιστροφή. Aπεναντίας, τις απεύχονταν ορισµένοι κοινωνικά µετριοπαθείς Δηµοκρατικοί, όπως ήταν ο Pέντης. H συντριπτική πλειονότητα των Φιλελευθέρων στελεχών επίσης φαίνεται πως υποστήριξε τις εκτελέσεις. “Πολλοί Bενιζελικοί, (συνόψισε ο Mπέντινκ), αποδοκιµάζουν έντονα το έγκληµα. O Στρατηγός Δαγκλής έκανε ό,τι µπορούσε για να το αποτρέψει''.

''Άλλοι όµως, και λυπάµαι που το λέω, το αποκήρυξαν µόνον όταν αντιλήφθηκαν πως θα σήµαινε ρήξη µε την Αγγλία''. O απολογισµός της υπόθεσης από τον Βρετανό πρεσβευτή ήταν επίσης ενδεικτικός. ''Δεν βρήκα ούτε έναν Βενιζελικό, ο οποίος να µην επιθυµούσε την εκτέλεση των τέως Υπουργών - και οι κυρίες του κόµµατος ήταν ακόµη πιο αιµοδιψείς από τους άνδρες'', δήλωνε ο Λίντλεϋ, προσθέτοντας: ''Tο γεγονός ότι ο κ. Βενιζέλος θα µπορούσε να αποτρέψει τις εκτελέσεις ανά πάσα στιγµή, ως την ώρα που παραιτήθηκε η πολιτική Κυβέρνηση, είναι, νοµίζω, αναµφίβολο''. Tέλος και πολλοί αντιβενιζελικοί, µε πρώτο τον Mεταξά, ζήτησαν επί πίνακι τις κεφαλές της προηγούµενης ηγεσίας. 

 
Kατά έναν έµπειρο και διορατικό παρατηρητή, ''µεταξύ των βιαιότερων υποστηρικτών των εκτελέσεων συγκαταλεγόταν ένα µέρος των αντιβενιζελικών, που θεώρησε ότι προδόθηκε από τους αρχηγούς του. Aν είχε αφεθεί στα χέρια τους το ζήτηµα, αναµφίβολα θα το έλυναν χωρίς χρονοτριβή, θανατώνοντας τους περισσότερους κατηγορούµενους οπότε και η Επαναστατική Επιτροπή θα γλύτωνε από το βάρος της δίκης και των εκτελέσεων που ακολούθησαν. Ωστόσο, είναι χαρακτηριστικό της Ελληνικής νοοτροπίας, πως θεωρεί τη δολοφονία ελαφρό πταίσµα σε σύγκριση µε την επιβολή της θανατικής ποινής έπειτα από δίκη - και η παραπάνω µερίδα ήδη καταδικάζει βοερά τις εκτελέσεις, για τις οποίες προηγουµένως φωνασκούσε''. 

Ποικίλες δυνάµεις ευνόησαν λοιπόν τις εκτελέσεις. Δεν υπάρχει λόγος να εξετάσουµε εδώ καταλεπτώς τα ιδεολογικής, συναισθηµατικής ή και καθαρά προσωπικής φύσης κίνητρα των ηγετών τους. Πιο ουσιώδες ερώτηµα είναι γιατί επιδίωξε το ίδιο αποτέλεσµα και ο Bενιζέλος, ο οποίος ευθύς αµέσως θεωρήθηκε αφανής πρωταγωνιστής αυτής της υπόθεσης. Όχι µόνον επειδή η συµπεριφορά του στη συγκεκριµένη περίσταση φωτίζει και άλλες κρίσιµες επιλογές της σταδιοδροµίας του, αλλά και γιατί ήταν ένα από τα ελάχιστα πρόσωπα που είχαν, εκείνες τις δραµατικές στιγµές, αρκετή πληροφόρηση και διανοητική διαύγεια για να κρίνουν το διακύβευµα µιας τέτοιας πράξης. H στάση του µπορεί βεβαίως εν µέρει ν’ αποδοθεί σε ευρύτερες στοχεύσεις. 

Για παράδειγµα, τον συνέφερε ν’ αποκεφαλίσει και να τροµοκρατήσει την άρχουσα ελίτ, ώστε αυτή να πάψει ν’ αντιστέκεται στους κοινωνικούς µετασχηµατισµούς που θεωρούσε επείγοντες εκείνος, προκειµένου να σωθεί το ίδιο το αστικό καθεστώς. H στρατιωτική ανασυγκρότηση, η αναδιοργάνωση του κράτους και της οικονοµίας, η αγροτική µεταρρύθµιση, καθώς και η αφοµοίωση των Νέων Xωρών και των προσφύγων, δύσκολα συµβιβάζονταν µε τη διατήρηση πραγµατικής εξουσίας στα χέρια ηγετών συνδεδεµένων µε τον ''Kωνσταντινισµό'', έστω και αν αυτοί βρίσκονταν στα έδρανα της αντιπολίτευσης. H εγκατάλειψη του αλυτρωτισµού για χάρη µιας νέας εξωτερικής στρατηγικής επίσης απαιτούσε εσωτερική συναίνεση ή σταθερότητα. 

O Βενιζέλος αποκτούσε µεγαλύτερη ευχέρεια διπλωµατικών χειρισµών εξουδετερώνοντας εκείνους που απειλούσαν να εκµεταλλευθούν τον απαραίτητο, όσο κι επώδυνο, συµβιβασµό του µε την Τουρκία. Nοµίζω όµως πως δεν πρέπει να παραβλέψουµε και κάποιους πιο άµεσους, καθαρά πολιτικής τάξης λόγους. Θα µπορούσε να υποστηριχθεί ότι οι εκτελέσεις εντέλει αποτελούσαν µια φυσιολογική συνέπεια της πρόσφατης διαµόρφωσης του πολιτικού συστήµατος. Παρουσιάζονταν ως λογικό, ή και θεµιτό και αναπόφευκτο µέσο, αφότου οι αντίπαλες ηγεσίες είχαν πάψει πλέον ν’ αντιλαµβάνονται τη διαµάχη µεταξύ τους µε όρους πολιτικού ανταγωνισµού και την βίωναν µε όρους πολιτικής ρήξης, ή και πολέµου. 

O Βενιζέλος ως το 1920 σταθερά απέρριπτε ανάλογα µέτρα, µολονότι είχε να επικαλεστεί πλήθος αφορµές, όπως λόγου χάρη τα Νοεµβριανά πογκρόµ του 1916, ή τις στρατιωτικές ανταρσίες που ακολούθησαν. Μεσούντος του πολέµου αρκέστηκε να εξορίσει, σε συνθήκες που θα ζήλευαν πολλοί εξόριστοι κατοπινών δεκαετιών, τους πολιτικούς που αµφισβητούσαν τη νοµιµότητα της κυβέρνησής του. Δεν είχε άµεση ευθύνη ούτε και για τη δολοφονία του Ίωνα Δραγούµη (την οποία πάντως οργάνωσαν άτοµα του στενού περιβάλλοντός του). Παρ’ όλες τις περιστασιακές παρεκτροπές, αν αποτιµήσουµε συνολικά τις στρατηγικές επιλογές του, µάλλον θα συµφωνήσουµε, πως έµεινε προσηλωµένος στο όραµα της φιλελεύθερης και κοινοβουλευτικής δηµοκρατίας. 

Εντούτοις, η πολιτεία των µοναρχικών κυβερνήσεων που ακολούθησαν έπειθε, πως οι επικεφαλής τους δεν είχαν θέση σ’ ένα τέτοιο πολίτευµα. Eνώ ήρθαν στην εξουσία µε κοινοβουλευτικό τρόπο τον Nοέµβριο του 1920, και µολονότι οι εξωτερικοί κίνδυνοι επέτασσαν, ακόµη και κατά τη δική τους αντίληψη, την εθνική ενότητα, εντούτοις οικοδόµησαν ένα αυταρχικό καθεστώς, που µιµούνταν τον Μουσσολινισµό και απέκλειε την οµαλή εναλλαγή στην εξουσία. Προσπαθώντας να περιγράψει κανείς χωρίς συναισθηµατική φόρτιση, αλλά µε ακριβολογία, τη συµπεριφορά τους, κι έστω και αφήνοντας κατά µέρους το ζήτηµα της ευθύνης για την κατάρρευση στη Μικρά Aσία, είναι αδύνατο ν’ αποφύγει πικρά συµπεράσµατα. 

Δεν ενδιαφέρθηκαν να κυβερνήσουν δηµοκρατικά. Όταν ήρθαν σε αδιέξοδο, αντί να το αντιµετωπίσουν θαρραλέα, µετέτρεψαν τις συνεδριάσεις του υπουργικού συµβουλίου σε διαβούλια για σχέδια µαζικής εξόντωσης των αντιπάλων τους. Ενορχήστρωσαν δολοφονίες, φυλακίσεις και συστηµατικές διώξεις αθώων, προγράφοντας ακόµη και µετριοπαθείς, όπως τον εκδότη Καβαφάκη, ή κι εθνικά σύµβολα, σαν τον Ναύαρχο Κουντουριώτη. Βοήθησαν µάλιστα να ενσωµατωθεί η διχαστική πόλωση στο λόγο περί έθνους, παρουσιάζοντας ως εθνικά ξένο τον εσωτερικό εχθρό, προκειµένου να νοµιµοποιήσουν την καταστολή που ασκούσαν. Aνάγκασαν όσους συµµετείχαν στο πολιτικό παιχνίδι να ριψοκινδυνεύουν την ίδια τη ζωή τους. 

O Βενιζέλος, έχοντας εγκύψει πολύ πριν από τον Πλαστήρα στη µελέτη της Γαλλικής Επανάστασης, είχε πρόχειρα παραδείγµατα για τους κινδύνους που επιφύλασσε κάθε εφικτή λύση. Είτε είχε κατά νου τα διλήµµατα των Ιακωβίνων, είτε απλώς το ''µάχαιραν έδωσες, µάχαιραν λαβείς'', πάντως άφησε να καταφερθεί στον εσωτερικό εχθρό ένα πλήγµα τόσο παραλυτικό, ώστε ν’ ανοίξει το δρόµο σε µείζονες µεταρρυθµίσεις. H αµείλικτη πυγµή δικαιολογούνταν τόσο από τη σκοπιά του πραγµατισµού όσο και της ιδεολογικής πολιτικής. Από την άλλη µεριά, ακόµη και σε κείνη την εποχή, που τα έθνη ζητούσαν περισσότερες ανθρωποθυσίες απ’ ό,τι συνήθως, ήταν προφανές το βάρος των εκτελέσεων.

Σήµαιναν ένα πρωτόγνωρο και άγνωστων επιπτώσεων βήµα στην ήδη οξύτατη πόλωση. H θεµελίωση σ’ ένα τέτοιο άγος του νέου καθεστώτος, δεν θα επηρέαζε µοιραία τις προοπτικές, αν όχι τον βαθύτερο χαρακτήρα του; Ή µήπως άραγε οι έξι εκτελέσεις, υπεράριθµες για ένα συνταγµατικό καθεστώς, ήταν συνάµα και πάρα πολύ λίγες για µια επανάσταση; Παραµένει ανοιχτό ερώτηµα, αν κέρδισε ή έχασε αυτό το στοίχηµα ο Bενιζέλος. Tο νέο πολιτικό τοπίο, που κρυσταλλώθηκε µετά τις τραυµατικές εµπειρίες του πολέµου και της επανάστασης, και µέσα από τις ιδέες και τις πράξεις καινούριων πρωταγωνιστών, διέφερε ριζικά από το προηγούµενο.

Aν δεν πλαισίωσε όσες κοινωνικές µεταρρυθµίσεις έµοιαζαν προσιτές στην κοσµογονία των προηγούµενων ετών, πάντως πρόβαλε ουσιαστικές προκλήσεις κι ελευθέρωσε ζωογόνες ελπίδες. Ωστόσο, σηµατοδότησε συνάµα την έκπτωση του φιλελευθερισµού από την προηγούµενη αίγλη του, την όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και την οικοδόµηση ενός αυταρχικού κράτους. Ορισµένοι από εκείνους που εκτέλεσαν τους Έξι δεν άργησαν να υιοθετήσουν, στην εσωτερική διακυβέρνηση όσο και στην εξωτερική πολιτική, µεθόδους και προτεραιότητες ανάλογες προς τις δικές τους. Έχοντας το πλεονέκτηµα να κρίνουµε εκ των υστέρων, µπορούµε να διαπιστώσουµε ότι, παρόλα τα εξιλαστήρια θύµατα, στη µεσοπολεµική Ελλάδα κάθε άλλο παρά ρίζωσε η δηµοκρατία.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ 

Η δίκη των έξι χαρακτηρίστηκε από τους περισσοτέρους ιστορικούς ως αναγκαία πολιτική κίνηση. Ο ιστορικός Τουρνάς θεωρεί ότι η κατηγορία της ενσυνείδητης προδοσίας δεν μπορεί να ευσταθήσει. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετέπειτα συμφώνησε στο ότι δεν δύναται να κατηγορηθούν δια πράξιν προδοσίας της Πατρίδος ενώ ο Θεόδωρος Πάγκαλος είπε ότι υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της Πατρίδος. Και ο ίδιος ο Νικόλαος Πλαστήρας φέρεται να μετάνιωσε αργότερα σύμφωνα με μαρτυρία φίλου του. Ο Βρετανός πρέσβης Λίντλεϊ χαρακτήρισε την δίκη των έξι αληθινή φάρσα ενώ ο Ολλανδός ομόλογός του ένα είδος θεατρικής παράστασης. 

Ο ιστορικός Θάνος Βερέμης υποστηρίζει στο έργο του οι επεμβάσεις του στρατού στην Ελληνική πολιτική ότι η δίκη των έξι εντασσόταν στις προσπάθειες των στρατιωτικών κύκλων να μετακυλίσουν αλλού τις ευθύνες της καταστροφής ενώ ο Γεώργιος Ζορμπάς, επίτιμος αντιεισαγγελέας του Αρείου Πάγου και πρόεδρος της Αρχής Καταπολέμησης Βρώμικου Χρήματος αναφερόμενος στο νομικό πλαίσιο της δίκης είπε: «Το στρατοδικείο και η ενώπιον αυτού διαδικασία καταπάτησε στοιχειώδη υπερασπιστικά δικαιώματα των κατηγορουμένων».

Η Ελλάς πλήρωσε πανάκριβα τον εθνικό διχασμό. Τις συνέπειες που είχε και θα έχει επίσης στο μέλλον αυτός ο διχασμός επεσήμανε ο Παν. Κανελλόπουλος, ίσως πρώτος απ’ όλους. Παρά το ότι η οικογένειά του ήταν βυθισμένη στο πένθος, είχε το ψυχικό συχνός να παραμερίσει την πικρία του, και όταν το 1935 ίδρυσε το «Ενωτικόν Κόμμα», σ’ ένα σπουδαίο άρθρο του, επισήμανε τον μέγα εθνικό κίνδυνο:

«Απευθύνομαι προς εκείνους, οι οποίοι γνωρίζουν, ότι εφόσον υπάρχει Βενιζελισμός και αντιβενιζελισμός, δεν υπάρχει έθνος. Όσοι το γνωρίζουν και δεν έλθουν, αυτοί προδίδουν την συνείδησίν των και την πατρίδα των. Όσοι δεν το γνωρίζουν ακόμη, αυτοί ας λάβουν υπ’ όψιν των, τον εξής στοιχειώδη συλλογισμόν: Η διαίρεσις των Ελλήνων εις Βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, προσέλαβε την μορφήν αντιδικίας, η οποία υπερβαίνει τα όρια των θεμιτών πολιτικών ανταγωνισμών και αίρει την ψυχικήν ενότητα του Έθνους».

Το 1933 εντοιχίστηκε μαρμάρινη πλάκα στην είσοδο του υπουργείου δικαιοσύνης με τα ονόματα των εκτελεσθέντων ενώ στον τόπο εκτελέσεως στο Γουδί κατασκευάστηκε η εκκλησία της Αναστάσεως. 
Το 2008 ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη προσέφυγε στον Άρειο Πάγο ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του στρατοδικείου με το αιτιολογικό της ύπαρξης νέων στοιχείων. Το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου (3 προς 2) δέχθηκε τους ισχυρισμούς του και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια για την οριστική απόφαση. 

Το Δεκέμβριο του 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου τάχθηκε υπέρ της επανάληψης της «δίκης των έξι», σε διάσκεψη κεκλεισμένων των θυρών, κάνοντας δεκτή εισήγηση του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Αθανασίου Κονταξή. Τον Οκτώβριο του 2010 το ανώτατο δικαστήριο έκρινε αθώους τους καταδικασθέντες, κάνοντας δεκτή την αίτηση του Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη.

ΑΘΩΟΙ ΟΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΘΕΝΤΕΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΤΩΝ ΕΞΙ - Η ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ

Στις 20 Ιανουαρίου 2008 ο Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο και ζήτησε με αίτησή του την ακύρωση της απόφασης του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών της 15ης Νοεμβρίου 1922 και την επανάληψη της διαδικασίας (δίκης), με το αιτιολογικό της ύπαρξης νέων στοιχείων, σύμφωνα με το άρθρο 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Τα νέα στοιχεία που επικαλέστηκε ο αιτών ήταν μία επιστολή του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Παναγή Τσαλδάρη (Ιανουάριος 1929) και ένα απόσπασμα από την ομιλία του Ελευθερίου Βενιζέλου στη Βουλή στις 31 Μαρτίου 1932.

Στην επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη έγραφε ο Ελευθέριος Βενιζέλος: ''Δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπο ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσία κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπο εις την μικρασιατική καταστροφή. Δύναμαι μάλιστα να σας διαβεβαιώσω ότι πιστεύω ακραδάντως ότι θα ήσαν ευτυχείς αν η πολιτική των οδηγεί την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον''.

Κατά δε τη συνεδρίαση της Βουλής της 31ης Μαρτίου 1932, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, αναφερθείς στο θέμα της θανατικής καταδίκης των «έξι» , δήλωσε ότι αποτελεί ειλικρινή του επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των νεκρών, υπέρ των οποίων ήταν έτοιμος να προσέλθει σε μνημόσυνο όπως δεηθεί, μετά των συγγενών και φίλων αυτών, από κοινού υπέρ εκείνων. Στις 19 Νοεμβρίου 2009 το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου συνελθών σε συμβούλιο δέχθηκε τους ισχυρισμούς του αιτούντος με ψήφους 3 έναντι 2 και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου για την οριστική απόφαση (1533 / 2009).

Στις 20 Δεκεμβρίου 2009 η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου συνεδρίασε κεκλεισμένων των θυρών και με εισήγηση του αντεισαγγελέα του δικαστηρίου Αθανασίου Κονταξή έκρινε ότι εσφαλμένα παραπέμφθηκε ενώπιόν της από το Ποινικό Τμήμα το ζήτημα της επανάληψης της «δίκης των έξι» και ότι κατά συνέπεια αναβιώνει η απόφαση 1533 / 2009 του Ζ' Ποινικού Τμήματος. Στις 12 Μαΐου 2010 συνήλθε σε συμβούλιο το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου υπό νέα σύνθεση, για να συμπληρώσει την απόφαση 1533 / 2009 και να διατυπώσει το διατακτικό, σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.


Στη δίκη παρενέβη με δήλωση πολιτικής αγωγής η Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος, που εκπροσωπεί 185 σωματεία και πλέον των 300.000 απογόνων των προσφύγων του 1922, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να απορριφθεί η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας, επειδή οι έξι καταδικασθέντες από το Στρατοδικείο με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους προκάλεσαν τη Μικρασιατική Καταστροφή και τον ξεριζωμό του Ελληνισμού από τις πατρογονικές ρίζες του, μετά 3.000 χρόνια παρουσίας στη Μικρά Ασία. Τότε η Ομοσπονδία είχε τονίσει ότι «τυχόν αθώωση των καταδικασθέντων συνιστά ευθεία προσβολή της συλλογικής μνήμης όλων των απογόνων των Μικρασιατών προσφύγων και προσβάλει βάναυσα την ιστορική τους μνήμη».

Η παράσταση πολιτικής αγωγής απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από το δικαστήριο. Στις 20 Οκτωβρίου 2010 το δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του και έκανε δεκτή την αίτηση του Μιχαήλ Πρωτοπαπαδάκη, κρίνοντας αθώους τους έξι καταδικασθέντες σε θάνατο από το Έκτακτο Επαναστατικό Δικαστήριο Αθηνών. Με την απόφαση 1675 / 2010 το Ζ' Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου ακυρώνει την απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών ως προς όλους τους καταδικασμένους για εσχάτη προδοσία και παύει οριστικά την ποινική δίωξη λόγω παραγραφής.

Αθώους έκρινε ο Άρειος Πάγος τους καταδικασθέντες σε θάνατο κατά τη «Δίκη των Έξι» μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μετά από αίτηση του εγγονού ενός από τους καταδικασθέντες για αναψηλάφηση της Δίκης. Η απόφαση ελήφθη με πλειοψηφία τρία υπέρ έναντι δύο κατά και βασίστηκε σε ένα τηλεγράφημα και μία ομιλία στο Κοινοβούλιο του Ελευθέριου Βενιζέλου.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ


(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου