Στην ουσία, το δίκαιο αποτελεί πραγμάτωση της ισοτιμίας που πρέπει να εκφραστεί είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο. Στις ισότιμες σχέσεις η απλή αριθμητική εκδοχή του δικαίου είναι επαρκής, αφού μεταξύ ίσων μοιράζονται όλα επακριβώς. Στις ανισότιμες σχέσεις, όμως, η ακριβής μοιρασιά αποτελεί αδικία, αφού αυτός που έχει προσφέρει τα περισσότερα παίρνει τα ίδια με τους άλλους που δε συνεισέφεραν τόσο. Στην περίπτωση αυτή το αναλογικό δίκαιο θα αποδώσει στον καθένα το μερίδιο που αξίζει σύμφωνα με το μέγεθος της προσφοράς του, το οποίο δεν είναι το ίδιο για όλους, όπως στην περίπτωση του αριθμητικού δικαίου.
Ο Αριστοτέλης διευκρινίζει: «Άλλοτε η ισότητα πραγματώνεται βάσει αριθμού, άλλοτε βάσει λόγου» (1242b 15-16). Και θα εξηγήσει: «Αν οι συνέταιροι εισέφεραν ίσο χρηματικό ποσό, αριθμητικά ίσο θα είναι και το κέρδος τους· αν όχι ίσο, αναλογική θα είναι η μετοχή τους στα κέρδη» (1242b 16-18).
Η αντίληψη αυτή του δικαίου μπορεί να ορίζει επαρκώς τις πολιτικές σχέσεις της χρησιμοθηρικής φιλίας (συναλλαγές), αλλά δεν μπορεί να εφαρμοστεί με τον ίδιο απόλυτο τρόπο όταν πρόκειται για τη φιλία που αφορά τις σχέσεις συγγένειας ή τις διαπροσωπικές σχέσεις, όπου κι αυτές μπορούν να είναι ανισοβαρείς (σχέσεις πατέρα παιδιών) και ισότιμες-συντροφικές (αδερφικές σχέσεις): «Στην ανισοβαρή φιλία, όμως, ο κατώτερος αποδίδει το αντιστρόφως ανάλογο, στο πλαίσιο μιας αντιδιαμετρικής σχέσης. Θεωρείται ότι με αυτόν τον τρόπο αμβλύνεται η υπεροχή του ανώτερου, και η φιλία και κοινωνική σχέση διέπεται από τη λογική της φορολογίας» (1242b 18-21).
Η απόλυτη ακρίβεια του αριθμητικού δικαίου είναι αδύνατο να εφαρμοστεί σε τέτοιες περιπτώσεις, αφού είναι αδύνατο να αποδοθεί με τρόπο απολύτως χειροπιαστό η διαφορά της αξίας, ώστε να εκφραστεί με απόλυτα αριθμητικά δεδομένα. Εξάλλου, στις φιλικές σχέσεις κάτι τέτοιο δε θα ήταν ούτε επιθυμητό (πέρα από αδύνατο), αφού κανείς δε θα ήθελε να μετρήσει το μέγεθος της υπεροχής ανάμεσα σε αγαπημένα πρόσωπα υποβιβάζοντας τις σχέσεις σε συναλλαγές.
Αυτό που μένει είναι μια αναλογική απόδοση σεβασμού, που ασφαλώς δεν αποδίδει με τρόπο απόλυτο το μέγεθος της ανισότητας («αμβλύνεται η υπεροχή του ανώτερου») σύμφωνα «με τη λογική της φορολογίας». Έτσι προκύπτει μια νέα προβληματική: «Συνεπώς, σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να βρεθεί ένα μέτρο ισότητας πέρα από τον αριθμό και να προκύψει αναλογία» (1242b 22).
Η απόδοση της τιμής θα παίξει ακριβώς αυτό το ρόλο: «Και αυτό δεν είναι άλλο από την τιμή, που εκ φύσεως αρμόζει να αποδίδεται εκ μέρους του αρχομένου τόσο στον άρχοντα όσο και στο θεό. Διότι πρέπει με κάποιο τρόπο να εξισωθούν το κέρδος του ενός με την τιμή του άλλου» (1242b 23-25).
Κι εδώ ο όρος άρχων-αρχόμενος δεν πρέπει να εκληφθεί με την τρέχουσα πολιτική έννοια, αλλά με την πολιτική αναλογία που αποδίδει ο Αριστοτέλης στις σχέσεις. Ο άντρας έχει αριστοκρατική σχέση με τη γυναίκα, δεσποτική με το δούλο και βασιλική με τα παιδιά. Οι σχέσεις αυτές ορίζονται από τη φύση και προσομοιάζουν με εκείνες του ευεργέτη και του ευεργετούμενου.
Οι αντίστοιχες σχέσεις στην πολιτική τους έκφραση είναι καθαρά ισότιμες κι απολύτως χρησιμοθηρικές, αφού έχουν να κάνουν με την αμοιβαία εξυπηρέτηση συμφερόντων: «Οπωσδήποτε βασισμένη στην ισότητα είναι η φιλία η πολιτική, η οποία ανάγεται στη χρησιμότητα. Και όπως ακριβώς οι πόλεις είναι φιλικές ως χρήσιμες η μία με την άλλη, με τον ίδιο τρόπο και οι πολίτες» (1242b 25-29).
Για να συμπληρωθεί: «Συναντάται και σ’ αυτήν την περίπτωση» (εννοείται της πολιτικής φιλίας) «το ζεύγος άρχων-αρχόμενος, πλην όμως όχι αυτό που επιβάλλει η φύση ούτε και το άλλο όπου ο ένας είναι βασιλιάς, αλλά το εκ περιτροπής· και στόχος της εξουσίας στο συγκεκριμένο ζεύγος δεν είναι η ευεργεσία του άλλου, όπως την παρέχει ο θεός, αλλά η παροχή ίσων αγαθών και υπηρεσιών. Σίγουρα, με αυτόν τον τρόπο η πολιτική φιλία αποβλέπει στην ισότητα» (1242b 32-37).
Οι σχέσεις ευεργεσίας (ανθρώπου-θεού) που διέπουν τον πατέρα με τα παιδιά δεν έχουν καμία σχέση με την πολιτική φιλίας, που παρουσιάζεται αποκλειστικά ως αμοιβαία επωφελώς σχέση δούναι-λαβείν. Κι αυτός είναι ο ορισμός της χρησιμοθηρικής φιλίας: «Δύο είναι τα είδη της φιλίας που ανάγεται στη χρησιμότητα, η νομική και η ηθική» (1242b 37-38).
Η νομική φιλία έχει να κάνει με τον καθορισμό των σχέσεων της πολιτικής-χρησιμοθηρικής φιλίας, ενώ η ηθική σχετίζεται με τη συντροφική φιλία: «Όταν, λοιπόν, η πολιτική αυτή φιλία βασίζεται σε μια δημόσια σύμβαση, τότε είναι νομική φιλία. Ενώ όταν οι φίλοι βασίζονται στην αμοιβαία εμπιστοσύνη, η φιλία τους θέλει να είναι ηθική και συντροφική» (1242b 43-45). Ο διαχωρισμός των δύο αυτών εκδοχών φιλίας πρέπει να είναι απολύτως ξεκάθαρος: «Άλλο η φιλία που βασίζεται στη χρησιμότητα, άλλο στην αρετή» (1242b 47-48).
Τα προβλήματα ξεκινούν όταν αρχίζουν να συγχέονται οι σχέσεις και δεν αποδίδεται με σαφήνεια το είδος της συναναστροφής: «Αυτοί, όμως, θέλουν να τα έχουν και τα δύο ταυτόχρονα, και βασίζουν από τη μία τη σχέση τους στη χρησιμότητα, την κάνουν από την άλλη φιλία ηθική, οπότε με το σκεπτικό ότι έχουν εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλο δεν τη δένουν νομικά» (1242b 48-49 και 1242a 1-2).
Με δυο λόγια, όταν οι σχέσεις της χρησιμότητας δεν κατοχυρώνονται νομικά, αλλά διαμορφώνονται από την εμπιστοσύνη (σαν να επρόκειτο για ηθική φιλία) θα επέλθουν παρεξηγήσεις που θα τις διαλύσουν. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι οι άνθρωποι πολλές φορές έχουν την τάση να θεωρούν ηθικές τις καθαρά χρησιμοθηρικές σχέσεις που συνάπτουν αμελώντας τη νομική τους κατοχύρωση.
Άλλοτε πάλι, ενώ έχουν ηθικές-συντροφικές σχέσεις, αποφασίζουν να συνάψουν και πολιτικές (π.χ. συνεταιρίζονται σε μια επιχείρηση) και θεωρώντας ότι η πρότερη ηθική τους φιλία αποτελεί εγγύηση που καθιστά άχρηστη τη νομική κατοχύρωση των νέων σχέσεων, τις παραμελούν αφήνοντας τις συμφωνίες ασαφείς και ευάλωτες. Κατά κανόνα οι σχέσεις αυτές ναυαγούν καταδεικνύοντας ότι η πρότερη ηθική φιλία δεν ήταν τόσο δυνατή, ώστε να στηρίξει και την πολιτική που ακολούθησε ή ότι η φύση της ηθικής φιλίας είναι εντελώς διαφορετική με την πολιτική, ώστε είναι αδύνατο να αποτελέσει η μία εχέγγυο της άλλης. Ο διαχωρισμός των σχέσεων και η νομικά κατοχυρωμένη σαφήνεια του πλαισίου συνεργασίας σε κάθε περίπτωση λειτουργεί προστατευτικά.
Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Έτσι, ορισμένοι είναι στην αρχή φίλοι ηθικοί, καθώς βασίζονται στην αρετή· όταν όμως συμβεί κάτι που αντιτίθεται στο συμφέρον τους, βγαίνει στο φως η διαφορά τους. Διότι οι πολλοί επιζητούν το καλό και το ωραίο ως μια πολυτέλεια δίπλα σε όλα τα άλλα που έχουν· έτσι κάνουν και με τη φιλία την ωραία. Είναι προφανές ότι πρέπει να γίνει η διάλυση των συγκεκριμένων φιλικών σχέσεων» (1243a 43-45 και 1243b 1-3).
Για την απόδοση δικαίου σε μη νομικές φιλικές σχέσεις τα πράγματα δεν είναι εύκολα: «Σε μια τέτοια φιλία οι αντεγκλήσεις προκαλούν έκπληξη, πώς είναι δυνατόν ο ένας να κατηγορεί και ο άλλος να κατηγορείται, όταν έχουν εμπιστευτεί ο ένας τον άλλο με βάση το ήθος του και όχι νομικές διατάξεις. Και ακόμη παραπέρα, προκύπτει πρόβλημα για το πώς θα αποδοθεί δικαιοσύνη: άραγε με κριτήριο την αξία του πράγματος που προκάλεσε τη διένεξη ή μήπως με κριτήριο τη σημασία του για τον ένα που βλάπτεται;» (1243a 14-20).
Το ακαθόριστο της έλλειψης νομικού πλαισίου επιτρέπει στην κάθε πλευρά να εστιάζει όπου θέλει: «Ο ένας έχει την απαίτηση να ευεργετηθεί αντίστοιχα προς τις μεγάλες υπηρεσίες του, που βοήθησε έναν φίλο τονίζει το πόσο σημαντική ήταν η βοήθειά του και πόσο ωφέλησε το φίλο του, αλλά παραθεωρεί το πόσο εύκολη ήταν από τη μεριά του η συγκεκριμένη παρέμβαση. Ο άλλος αντίστροφα: στέκεται στο πόσο εύκολο ήταν για το φίλο του, και παραθεωρεί το πόσο σημαντικό για τον ίδιο» (1243a 25-29).
Όμως, το πράγμα μπορεί να τεθεί κι αντιστρόφως: «Κάποιος μπαίνει σε κίνδυνο για να προσφέρει στο φίλο του ένα ασήμαντο χρηματικό ποσό· τότε αυτός τονίζει το μέγα μέγεθος του κινδύνου, ενώ ο φίλος το μικρό μέγεθος των χρημάτων, σαν ένας που δανείστηκε και τώρα επιστρέφει τα χρήματα. Αλλά στα χρήματα ακριβώς εντοπίζεται η διένεξη· ο ένας δίνει αξία στη σημασία που είχαν τη συγκεκριμένη στιγμή που τα έδωσε, ο άλλος μένει στην τωρινή τους αξία» (1243a 32-37).
Σε τελική ανάλυση, οι σχέσεις που καταλήγουν σε τέτοια παρατράγουδα είναι σαφέστατα χρησιμοθηρικές, που λόγω παρανοήσεως θεωρήθηκαν ηθικές. Οι αληθινά ηθικές φιλίες δεν μπορεί να αντιμετωπίζουν τέτοια προβλήματα. Η χρήση της αρετής προασπίζει τις σχέσεις αποδίδοντας το δίκαιο με τον ιδανικότερο τρόπο: «Γενικώς στη φιλία που συστήνεται λόγω χρησιμότητας παρατηρούνται περισσότερες διενέξεις συγκριτικά με τα άλλα δύο είδη φιλίας (η αρετή, από τη μία, είναι ασυμβίβαστη με τέτοιες διενέξεις, ενώ οι φίλοι λόγω ηδονής άνετα χωρίζουν τους δρόμους τους όταν δώσουν και πάρουν αυτό που θέλουν· αντιθέτως, οι φίλοι λόγω χρησιμότητας δε διαλύουν αμέσως τη σχέση τους, εκτός αν συνδέονται νομικά και εταιρικά)» (1243a 2-7).
Ο Αριστοτέλης θα φτάσει στον τελικό διαχωρισμό της πολιτικής και της ηθικής φιλίας: «Συμπέρασμα: η πολιτική φιλία επικεντρώνεται στη συμφωνία των φίλων και στο αντικείμενο αυτής της συμφωνίας, ενώ η ηθική στην προαίρεση των φίλων» (1243a 38-39).
Κατ’ επέκταση: «Εάν πρόκειται για ηθικούς φίλους, το μόνο που πρέπει να κοιτούμε είναι η ισότητα των προθέσεών τους, και το να μην απαιτήσει ο ένας τίποτε περισσότερο από τον άλλο. Εάν πρόκειται για φίλους λόγω χρησιμότητας και για πολιτικούς φίλους, να κοιτούμε τι θα συνέφερε και τους δυο εάν λειτουργούσαν κοινή συναινέσει» (1243b 3-6).
Το ότι η φιλία της ηθικής αφορά την προαίρεση των φίλων κι όχι το πλαίσιο κάποιας συμφωνίας καθιστά σαφές ότι η σχέση αυτή δεν έχει να κάνει με την ισότιμη ανταπόδοση των συναλλαγών, όπως συμβαίνει στο χρησιμοθηρικό-πολιτικό επίπεδο των σχέσεων. Η ηθική φιλία έχει να κάνει με την ανιδιοτελή προσφορά στο επίπεδο του δυνατού, που δε χρειάζεται ούτε να μετρηθεί ούτε να αξιολογηθεί, αφού και τα δύο μέρη κατανοούν πλήρως ότι το επίπεδο και η ποιότητα της σχέσης τίθεται υπεράνω κάθε ανταλλακτικής αξίας.
Ο Αριστοτέλης προσθέτει: «Όσο για την ηθική αρετή, που βασίζεται στην προαίρεση των φίλων, είναι προφανές ότι αν κάποιος δέχτηκε μια μεγάλη ευεργεσία από το φίλο του και δεν μπορεί να την ανταποδώσει πλήρως αλλά όσο μπορεί, δεν υπάρχει πρόβλημα. Και ο θεός ακόμα δείχνει την ίδια ανοχή και δέχεται τις θυσίες των ανθρώπων, όσο μπορεί ο καθένας» (1243b 12-16).
Από κει και πέρα, υπάρχουν και κάποιες φιλίες που τις χαρακτηρίζονται ασύμμετρες: «Πολλές διενέξεις προκύπτουν στις ασύμμετρες φιλίες, όπου είναι δύσκολο να διαγνωσθεί το δίκαιο. Δεν είναι κάτι απλό το να αποτιμηθούν με ενιαίο μέτρο σχέσεις ασύμμετρες, όπως οι ερωτικές. Ο ένας κυνηγάει τον άλλο για την ηδονή και θέλει να συζεί μ’ αυτόν, ενώ ο δεύτερος τον πρώτο ως, κατά περίσταση, χρήσιμο. Και όταν περάσει ο έρωτας, αλλάζει ο ένας και μαζί του και ο άλλος, και τότε κάθονται και υπολογίζουν τα πάντα και ερίζουν» (1243b 18-25).
Το ότι οι ερωτικές σχέσεις παρουσιάζονται ως περίπτωση που μονάχα ο ένας αποβλέπει στην ηδονή (ο άλλος στη χρησιμότητα) αποτελεί μάλλον υποτιμητική οπτική. Η απόρριψη του αμοιβαίου έρωτα τον υποβιβάζει σε ανταλλακτική σχέση, όπου ο ένας βολεύεται (χωρίς να εισπράττει ηδονή) κι ο άλλος αντλεί ευχαρίστηση.
Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για μια διασταύρωση της χρησιμοθηρικής φιλίας με εκείνη της ευχαρίστησης. Το δεδομένο ότι κάποτε ο έρωτας περνάει αφήνοντας πάντα υπολογισμούς και καυγάδες καταδεικνύει αδιαπραγμάτευτο μηδενισμό.
Το ενδεχόμενο να μην αναφέρει την περίπτωση της αμοιβαίας ερωτικής έλξης-ηδονής με το σκεπτικό ότι οι σχέσεις της ευχαρίστησης έχουν ήδη αναφερθεί ως εύθραυστες και περιστασιακές («οι φίλοι λόγω ηδονής άνετα χωρίζουν τους δρόμους τους όταν δώσουν και πάρουν αυτό που θέλουν» 1243a 4-5) δεν αλλάζει την απαισιόδοξη οπτική του έρωτα ως κάτι φθαρτό και συγκυριακό. Το βέβαιο είναι ότι ο Αριστοτέλης στα παραδείγματα που φέρνει για να αποσαφηνίσει την έννοια της ασύμμετρης φιλίας επικαλείται τις σχέσεις των καλλιτεχνών με το κοινό, του γιατρού με τον ασθενή, του μαθητή με το δάσκαλο.
Συγκεκριμένα αναφέρει: «… όπως ο Πύθων και ο Παμμενής, ή όπως γενικώς δάσκαλος και μαθητής (η γνώση και τα χρήματα δεν μετριούνται με μέτρο ενιαίο), ή όπως ο Ηρόδικος ο ιατρός με κάποιον που του έδωσε μικρή αμοιβή, και ο τραγουδιστής με την κιθάρα και ο βασιλιάς» (1243b 25-31). Με άλλα λόγια, ως ασύμμετρη φιλία ορίζεται εκείνη η χρησιμοθηρική σχέση που η προσφορά του ενός είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, ώστε να αποδοθεί με ακρίβεια η ανταλλακτική της αξία.
Στις σχέσεις αυτού του είδους είναι πολύ συχνό να υπάρχουν διαμαρτυρίες, αφού εύκολα μπορεί κάποιος να νιώσει ότι τον αδικούν. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να καθοριστεί ένα ενιαίο μέτρο που θα περιλαμβάνει κι αυτού του είδους τις υπηρεσίες εκτιμώντας το χρηματικό αντίκρισμα που πρέπει να έχουν: «Οπωσδήποτε επιβάλλεται και πάλι να χρησιμοποιηθεί ενιαίο μέτρο, πλην όμως όχι ένας συγκεκριμένος όρος αλλά μια συγκεκριμένη αναλογία· μέσω της αναλογίας πρέπει να αποτιμήσουμε τη σχέση, όπως ακριβώς αποτιμάται και μια σχέση στην κοινωνία. Πώς θα συστήσουν κοινωνία ο τεχνίτης του δέρματος με τον γεωργό, αν δεν εξισωθούν τα έργα τους μέσω κάποιας αναλογίας;» (1243b 36-37).
Για να ολοκληρώσει: «Και στις ασύμμετρες, λοιπόν, σχέσεις μια τέτοια αναλογία λειτουργεί ως μέτρο· π.χ. εάν ο ένας ζητάει από τον άλλο σοφία, και ο άλλος υπόσχεται λεφτά, μέτρο γίνεται η αναλογία σοφία-πλούτος, και έτσι προκύπτει τι θα δώσει ο ένας στον άλλο. Διότι εάν ο ένας έδωσε στον άλλο το μισό από το δικό του αγαθό που είναι το λιγότερο άξιο από τα δύο ανταλλασσόμενα, και ο άλλος δεν έδωσε ούτε καν το ελάχιστο ποσό από το σπουδαίο δικό του αγαθό, είναι προφανές ότι ο δεύτερος αδικεί τον πρώτο» (1243b 37-46).
Οι λόγοι που ο έρωτας συγκαταλέγεται σε αυτού του είδους τις σχέσεις δε διευκρινίζονται. Προφανώς λόγω της δυσκολίας στην αποτίμηση της προσφοράς του. Και βέβαια εδώ δε γίνεται λόγος για την καθαρά εμπορική εκδοχή του, όπου ο έρωτας πουλιέται κι αγοράζεται, γιατί σε αυτή την περίπτωση δεν υπάρχει ούτε επιθυμία για συμβίωση (όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης) ούτε το πέρασμα του χρόνου, ώστε ο έρωτας να περάσει και να αρχίσουν οι διενέξεις.
Ο έρωτας προφανώς δεν ανήκει στην κατηγορία των ασύμμετρων φιλιών. Είναι μια κατηγορία μόνος του… ή δεν ανήκει στις φιλίες.
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου