Το είναι και το γίγνεσθαι τα γνωρίζουμε ως εννοιολογικό ζεύγος χαρακτηριζόμενο κατά κύριο λόγο από αντιθετικότητα. Η σύλληψη αυτής της αντιθετικότητας συμπυκνώνει τον αγώνα της φιλοσοφίας να κατακτήσει γνωστικά τον κόσμο, να περικλείσει μέσα στα όρια των εννοιών μια πραγματικότητα η οποία από καιρού εις καιρόν δεν παύει να μας δείχνει εύγλωττα σημεία της απειρότητάς της.
Μία χαρακτηριστική γεύση του προβλήματος παίρνουμε ανατρέχοντας στην κλασσική αντίθεση ανάμεσα στον Παρμενίδη και τον Ηράκλειτο, μια αντίθεση που μπορούμε να την ανασυνθέσουμε ως σύγκρουση δύο προτάσεων κατάκτησης μιας περιπόθητης διάρκειας μέσα στο λόγο, εννοημένο σε όλη την αρχαία πολυσημία του. Ο Παρμενίδης οδηγήθηκε από τη θεά του ποιήματος του στην οδό της αλήθειας που τον έφερε μακριά από τον κόσμο της απατηλής και σφαλερής υποκειμενικότητας των κοινών θνητών και αντιπαρέθεσε στην πλάνη των πολλών όντων το ένα αγέννητο και άφθαρτο ον του στοχασμού του. Αλλά και ο ευρισκόμενος σε ανταγωνισμό μαζί του Ηράκλειτος δεν διέφερε και πολύ σ' αυτό το σημείο σε τελευταία ανάλυση. Σύμφωνα με τον Εφέσιο οι κοινοί θνητοί σφάλλουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, νομίζοντας πως υπάρχει σταθερότητα εκεί που υπάρχει αδιάκοπη μεταβολή. Κι εκείνος όμως βρέθηκε αναγκαστικά στη θέση να περικλείσει τη μεταβλητότητα του κόσμου μέσα σε μορφώματα του λόγου, δηλαδή έννοιες. Τούτες οι έννοιες, π.χ. «παλίντροπος αρμονία», εκφράζοντας την κινητικότητα του κόσμου, στέκονται ταυτόχρονα και επιβιώνουν πέρα και πάνω από αυτήν, διεκδικούν τη θέση τους μέσα στη διάρκεια του ανθρώπινου λόγου.
Ο Πλάτων, ο οποίος αναφερόταν στον Παρμενίδη ως δάσκαλο, επιχείρησε να ξεπεράσει τις αδυναμίες της συμπαγούς ολότητας και αδιάλλακτης μοναδικότητας του παρμενίδειου όντος με τη δική του θεωρία των ιδεών. Τις αδυναμίες της δικής του σύνθεσης πιθανότατα να τις διείδε, σίγουρα πάντως προέβλεψε τις ενδεχόμενες αντιρρήσεις και γι' αυτό εν πολλοίς προκατέλαβε την αριστοτελική κριτική. Είναι αξιοσημείωτο ότι ενώ ο Πλάτων όρισε τη φιλοσοφία σε συμφωνία με τον Παρμενίδη ως γνώση του αναλλοίωτου όντος και απέκλεισε ρητά από αυτήν την εμπειρικά προφανή διάσταση της μεταβολής, δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να αποκλείσει τη μεταβολή από το εσωτερικό της γένεσης και της εκδίπλωσης της φιλοσοφικής σκέψης, κάνοντας λόγο πολύ πιο πριν από τον Χέγκελ για «κίνηση της έννοιας» (Πολιτεία VII 7, 524ο). Η αριστοτελική θεωρία της κίνησης των όντων επιχείρησε από την άλλη να καταδείξει τα συγκεκριμένα όρια τόσο της κίνησης όσο και της ακινησίας, επηρεάζοντας εις βάθος για πολλούς αιώνες την αντίληψη της φύσης.
Μια σημαντική παρατήρηση του Αριστοτέλη, η οποία πλαισιώνει την κριτική του στον Πλάτωνα και στους άλλους παλιότερους φιλοσόφους, επιχειρεί να δώσει μια εξήγηση της εμφάνισης της θεωρίας των ιδεών: «συνέβη δ' ή περί των ιδεών δόξα τοις ειπονσι δια το πει-σθήναι περί της αληθείας τοις Ήρα-κλειτείοις λόγοις ως πάντων των αισθητών αεί ρεόντων, ώστ' είπερ επιστήμη τινός εσται χαί φρόνησις, ετέρας δεϊν τινάς φύσεις είναι παρά τάς αισθητός μένουσας" ου γαρ είναι των ρεόντων έπιστήμην» (Μετά τα Φυσικά, Μ 4, 1078&12-17). Αυτή η παρατήρηση πρέπει πρωτίστως να εκτιμηθεί στη συγκεκριμένη διάσταση της ιστορίας της φιλοσοφίας. Οι πλατωνικές ιδέες αξιολογούνται από τον επικριτή τους ως εγχείρημα κατασκευής μιας αξιόπιστης γνωσιολογικής βάσης με δεδομένη την ατέρμονη ρευστότητα των αισθητών πραγμάτων που είχε διαπιστώσει ο Ηράκλειτος και την επίσης σιωπηρή προκείμενη πως δεν μπορεί να υπάρξει σταθερή, δηλαδή αξιόπιστη, γνώση όταν το αντικείμενο της είναι αδιάκοπα ασταθές.
Όμως σε ό, τι αφορά τη θεμελιωδώς κριτική λειτουργία της σκέψης η αριστοτελική παρατήρηση επιδέχεται μια διερεύνηση. Όχι μόνο ο Πλάτων, αλλά και πρωτύτερα οι Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας και Δημόκριτος και βεβαίως ο ίδιος ο Παρμενίδης, διαμόρφωσαν τον φιλοσοφικό τους προσανατολισμό παρωθημένοι από την ηρακλείτεια πρόκληση της έμφασης στο γίγνεσθαι στα όρια της απολυτοποίησης. Σε τελευταία ανάλυση όλοι οι παραπάνω φιλόσοφοι, με το δικό του τρόπο ο καθένας, επιχείρησαν να ορίσουν μια διάσταση της σταθερότητας του όντος, χωρίς από την άλλη, με την εξαίρεση του Παρμενίδη βέβαια και της σχολής του, να ολισθήσουν στην αδιέξοδη και μονομερή άρνηση κάθε κίνησης. Η μη αμφισβητηθείσα μαρτυρία ότι στα χρόνια του Σωκράτη και του Πλάτωνος ξεχώριζε μια σχολή ηρακλείτειας φυσικής φιλοσοφίας (με εκφραστή τον Κρατύλο, πρβλ. Μετά τα Φυσικά, Γ 5, 1010Ε10-15), η οποία είχε τραβήξει στα όρια του κωμικού τις ηρακλείτειες θέσεις, δεν μπορεί να σκιάσει τη μεγάλη σημασία που είχε στην ιστορία της σκέψης η γενναία αναμέτρηση του Εφεσίου με το γίγνεσθαι στην πληρότητα του. θα μπορούσαμε εξάλλου να απαριθμήσουμε ουκ ολίγα άλλα ονόματα φιλοσόφων που δε δημιούργησαν σχολή με την έννοια της συνεπούς υπεράσπισης της αυθεντικής διδασκαλίας του. Ούτε από την άλλη η υστερότερη βέβαιη επίδραση της ηρακλείτειας φυσικής στους στωικούς, έχει αναδρομικά κρινόμενη ιδιαίτερη σημασία μπροστά στην εν πολλοίς έμμεση και ουσιαστικά ανεκτίμητη συνεισφορά του «σκοτεινού» Ηράκλειτου, η οποία στο βάθος συνίσταται στο σκάνδαλο που προκάλεσε. Επειδή τούτο τοποθετεί ριζοσπαστικά το πρόβλημα της σχέσης της σκέψης με τον κόσμο, έμελλε να είναι σκάνδαλο διαρκές. Στη νεότερη εποχή η φιλοσοφία του Χέγκελ μας προσφέρει μια μεγαλοπρεπή σύνθεση της πλατωνικής κίνησης της έννοιας με την ηρακλείτεια αντιθετική κινητικότητα του όντος ή, σύμφωνα με επικρατήσασα ορολογία, της πλατωνικής και της ηρακλείετειας διαλεκτικής.
Η δική μας εντρύφηση στις σημαντικές μορφές της παρελθούσας σκέψης υπαγορεύεται από το γεγονός ότι η αποκρυπτογράφηση της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζούμε έχει ούτως ή άλλως ζωτική σημασία για το ευ ζην μας: αυτό που μας διδάσκει εν προκειμένω η καθημερινή εμπειρία, το αναπτύσσει και το επισφραγίζει η φιλοσοφία. Η αναμέτρηση μας με τις συνεπαγόμενες δυσκολίες οξύνει το στοχασμό και χαλυβδώνει τη δύναμη για ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου