Όπως εγώ την ήθελα. Όπως και όσο εγώ το 'θελα να με σφίξει. Να ναι διακριτική και δοτική μαζί. Να το κάνει λαμβάνοντας υπόψη της τους δικούς μου φόβους, τις κρυφές μου επιθυμίες. Να σεβαστεί τους δικούς μου δισταγμούς.
Όσες φορές έκανε να με αγκαλιάσει, ποτέ αυτή η αγκαλιά δεν ήταν όπως την λαχταρούσα. Ήταν πάντα λειψή, υπερβολικά γεμάτη, άδεια, ή περισσότερο σύντομη απ’ ότι ήθελα. Πάντα έλεγα στον εαυτό μου:
«Είδες;! Είχες δίκιο που δίσταζες να την αγκαλιάσεις εσύ πρώτος… Αφού το ξέρεις: Δεν έχει να σου την δώσει…». Κι όμως, ξόδεψα χρόνια στην μεμψιμοιρία και στην προσχεδιασμένη αυτοματαίωση…
Ήρθε κάποια στιγμή η ώρα που γέμισε η καρδιά μου απ’ αυτό που ζητούσα, πριν η μάνα μου να μου το δώσει, κι ένιωσα πολύ πόνο για κείνον τον άνθρωπο, τη μάνα μου, που δεν ήξερε πως ν’ αγκαλιάσει (γιατί δεν ήξερε ούτε πως ν’ αγαπήσει, ούτε τον εαυτό της… πώς να ξέρει να το κάνει για τους άλλους!;).
Γεμάτο καθώς ήταν το ποτήρι μου, θέλησα να δώσω και σε κείνη να πιεί να ξεδιψάσει.
Κι άρχισα εγώ αυτήν την φορά να την αγκαλιάζω για να της δώσω το περίσσευμα απ’ την δική μου γιομάτη αγκαλιά.
Κι εκείνη το κατάλαβε που δεν περίμενα αντάλλαγμα! Και μ’ έσφιξε με ευγνωμοσύνη.
Κι ήταν όπως ακριβώς την ήθελα! Μια αγκαλιά διψασμένη, γεμάτη από αποδοχή της δικής μου προσφοράς. Γεμάτη από αποδοχή.
Κι εγώ τώρα χάρηκα πολύ! Γιατί βρήκα αυτόν και αυτό που πάντα ζητούσα!
Έναν ενδεή άνθρωπο, διψασμένο όπως ήμουν πριν κι εγώ, να δέχεται την αγκαλιά μου σαν πολύτιμο θησαυρό.
Και πιο πολύ χάρηκα που δεν ζητούσα αυτήν την φορά, δεν περίμενα την ανταπόδοση. Με γέμιζε που έδινα αυτό που για χρόνια είχα ο ίδιος στερήσει από μένα: Όχι την αγκαλιά κάποιου άλλου, της μάνας μου! Όχι! Του χα στερήσει την δική μου γεμάτη αγκαλιά…
Την χαρά της αγκαλιάς που από περίσσευμα προσφέρεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου