Όταν υπεισέλθει στην «Εγκράτεια» η Επίγνωση, τότε η πρώτη αναβαθμίζεται από απλή ανθρώπινη δυνατότητα σε Αρετή. Η αυτοσυγκράτηση είναι πλέον αποτέλεσμα λογικών αποφάσεων. Εγκρατεύεται κάποιος, όπως λακωνικά το γράφει στα «Ηθικά Ευδήμεια» ο Αριστοτέλης, «ΟΤΑΝ ΠΡΑΤΤΗι ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑΝ, ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΛΟΓΙΣΜΟΝ». Εγκράτεια είναι η αυτοσυγκράτηση που μας κάνει ικανούς να είμαστε κύριοι και όχι δούλοι των απολαύσεων ή συμπεριφορών μας.
Η «Εγκράτεια», ως αυτοσυγκράτηση, προσδιορίζεται ως Αρετή από πολύ νωρίς. Ακόμη και ένας Σκύθης, ο Ανάχαρσις γνωρίζει τον 6ο αιώνα το «ΓΛΩΣΣΗΣ, ΓΑΣΤΡΟΣ, ΑΙΔΟΙΩΝ, ΚΡΑΤΕΙΝ» και προτρέπει σε αυτό, δηλαδή στο να επιδεικνύουμε συγκράτηση στην ομιλία μας, στο φαγητό και το ποτό μας και στην σεξουαλικότητά μας. Αυτή η προτροπή του, επιγραφόταν αργότερα στους εν Αθήναις τιμητικούς ανδριάντες του («ΕΠΙΓΡΑΦΕΤΑΙ ΔΕ ΑΥΤΟΥ ΤΑΙΣ ΕΙΚΟΣΙ…»). Την αυτοσυγκράτηση ως προς την γλώσσα και τις αντιδράσεις προτείνει και ο Χίλων ο Λακεδαιμόνιος με το γνωστό «ΘΥΜΟΥ ΚΡΑΤΕΙ», το οποίο κατατάσσεται ανάμεσα στα λεγόμενα «Δελφικά Παραγγέλματα», ο Δημόκριτος αποφαίνεται πως ανδρείος δεν είναι μόνον εκείνος που νικάει τους εχθρούς του, αλλά και την φιληδονία («ΑΝΔΡΕΙΟΣ ΟΥΧ Ο ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΩΝ ΜΟΝΟΝ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ Ο ΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ ΚΡΕΙΣΣΩΝ»), ενώ ο Πυθαγόρας προτρέπει στο «ΦΕΥΓΕΙΝ ΣΑΡΚΩΝ ΠΛΕΟΝΑΣΜΟΝ», να αποφεύγουμε δηλαδή τις υπερβολικές σαρκικές απολαύσεις.
Ο Σωκράτης, όλη η σκέψη του οποίου περιστρέφεται γύρω από την επίτευξη της αυτονομίας και της εσωτερικής αυτοκυριαρχίας, ασχολείται (βλ. πλατωνικό διάλογο «Πρωταγόρας») με την «Εγκράτεια» μέσω του αντιθέτου της, της «Ακρασίας», δηλαδή του «ΥΠΟ ΤΩΝ ΗΔΟΝΩΝ ΗΤΤΑΣΘΑΙ» (353 a 1). Στα πλαίσια του «ΟΥΔΕΙΣ ΕΚΩΝ ΚΑΚΟΣ», του ότι δηλαδή κανείς δεν είναι συνειδητά φαύλος αλλά καταντάει τέτοιος από άγνοια ή πλάνη, αρνήθηκε την γενική πεποίθηση ότι η «Ακρασία» αποτελεί κατανίκηση από τις ηδονές και υποστήριξε, αντίθετα, ότι ο άνθρωπος οδηγείται στο κακό μόνον από εσφαλμένη κρίση, διαφορετικά το αποφεύγει. Για τον Σωκράτη, δεν υπάρχει άνθρωπος που «γιγνώσκει» περί του αγαθού και παρά ταύτα πράττει το κακό. Η άποψη αυτή του Σωκράτους δείχνει εκ πρώτη όψεως λανθασμένη, ωστόσο ο φιλόσοφος προφανώς με τις λέξεις «γιγνώσκειν» και «γιγνώσκοντες» αναφέρεται στην πλήρη «επίγνωση» του αγαθού και όχι στην γενικώς ειπείν «γνώση» («άποψη» στην πραγματικότητα), περί αυτού: αυτός που παρασύρεται έχει περισσότερες από μια «απόψεις» για το τι είναι αγαθόν και μοιραία άγεται και φέρεται, ανάλογα με τον υποκειμενισμό του ή τις περιστάσεις.
Στον ίδιο πλατωνικό διάλογο, ο Σωκράτης εξηγεί ότι είναι αποκλειστικά ο αυτοσεβασμός του (το κατεξοχήν προϊόν της «επιγνώσεως») αυτός που τον προστατεύει από το να ηττηθεί από τις ηδονές. Βλέπουμε εδώ ότι το κατεξοχήν προϊόν της «επιγνώσεως», ο αυτοσεβασμός, οδηγεί σε διαφορετική στάση από εκείνες στις οποίες καταλήγουν, ακόμα και σήμερα οι υπαρξιακά ανασφαλείς και έχοντες συμπλέγματα κατωτερότητας άνθρωποι, δηλαδή στην υποκατάσταση της ανθρώπινης αξίας με αυτό που ονομάζω «κατηφή ευδαιμονισμό», δηλαδή την συσσώρευση πλούτου, την λατρεία προσωρινών και σχετικών πραγμάτων, ή την επίδειξη σεξουαλικών, μυϊκών, διασκεδαστικών, ή άλλων «επιδόσεων». Κατά την μαρτυρία του Επικτήτου, ο Σωκράτης υποστήριζε πως η μεγαλύτερη ευτυχία του ανθρώπου είναι να παρακολουθεί κάθε ημέρα τον εαυτό του βελτιούμενο.
Ο Πλάτων διαφοροποιείται από την λογική παντοδυναμία που υποστηρίζει ο Σωκράτης, τριχοτομεί όπως και οι Πυθαγόρειοι (βλ. υποτιθεμένου Θεάγους «Περί Αρετής») την ψυχή (σε «Λογιστικόν», «Θυμοειδές» και «Επιθυμητικόν») και αναγάγει το πρόβλημα της «Ακρασίας» σε υπόθεση του τρίτου τμήματος, του λεγομένου «Επιθυμητικού», στα πλαίσια του οποίου μπορεί να συμβεί ο άνθρωπος να επιζητεί μορφές ηδονής που έρχονται σε αντίθεση με την λογική του. Σε αυτό το σχήμα, η «Εγκράτεια» γίνεται Αρετή που μέσω του «Λογιστικού», που εμπλουτίζει την ψυχή με ηθική διάθεση, εμποδίζει τον παρασυρμό. Η διαφοροποίηση ωστόσο από τον Σωκράτη, δεν είναι πλήρης: ο άνθρωπος παρασύρεται στην ακολασία είτε λόγω απουσίας της Αρετής της «Εγκράτειας», είτε από αμάθεια.
Ο πλατωνικός Σπεύσιππος («Όροι») ορίζει την «Εγκράτεια» ως δύναμη που υπομένει την λύπη, ακολούθηση του ορθού λογισμού και ανυπέρβλητη δύναμη του εννοηθέντος μέσω του ορθού λογισμού («ΔΥΝΑΜΙΣ ΥΠΟΜΕΝΗΤΙΚΗ ΛΥΠΗΣ. ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΙΣ ΤΩι ΟΡΘΩι ΛΟΓΙΣΜΩι. ΔΥΝΑΜΙΣ ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΛΗΦΘΕΝΤΟΣ ΟΡΘΩι ΛΟΓΙΣΜΩι»). «Εγκρατής» κατά τον Σπεύσιππο είναι εκείνος που παραμένει κύριος του εαυτού του όταν τα μέρη της ψυχής εμφανίζουν τάσεις αντίθετες προς τον ορθό λογισμό («ΕΓΚΡΑΤΗΣ ΕΣΤΙ Ο ΚΡΑΤΩΝ ΑΝΤΙΤΕΙΝΟΝΤΩΝ ΤΩΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΡΙΩΝ ΤΩι ΟΡΘΩι ΛΟΓΙΣΜΩι»).
Στο «Περί Αρετών και Κακιών», ο Αριστοτέλης ορίζει την «Εγκράτεια» ως Αρετή του «Επιθυμητικού», η οποία εξασφαλίζει την λογική διαχείριση των επιθυμιών με συγκράτηση απέναντι στις φαύλες απολαύσεις και ηδονές, καθώς και την καρτερία και υπομονή απέναντι στις δυσκολίες του βίου («ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ΕΣΤΙΝ ΑΡΕΤΗ ΤΟΥ ΕΠΙΘΥΜΗΤΙΚΟΥ… ΕΓΚΡΑΤΕΙΑΣ Δ' ΕΣΤΙ ΤΟ ΔΥΝΑΣΘΑΙ ΚΑΤΑΣΧΕΙΝ ΤΩι ΛΟΓΙΣΜΩι ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑΝ ΟΡΜΩΣΑΝ ΕΠΙ ΦΑΥΛΑΣ ΑΠΟΛΑΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΗΔΟΝΑΣ, ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΤΕΡΕΙΝ, ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΜΟΝΗΤΙΚΟΝ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΕΝΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΛΥΠΗΣ». Η «Εγκράτεια» άλλωστε είναι μία ακόμα μεσότητα, ανάμεσα στην «Ακρασία» και την «Αναισθησία», ανάμεσα στην αηδία του λαίμαργου και την αηδία του ανορεξικού. Σε λογική διαχείριση αναφέρεται και ένας ακραίος ηδονιστής, ο «Κυρηναϊκός» Αρίστιππος ο Πρεσβύτερος (435 – 355), μαθητής του Σωκράτους, με την διατύπωση πως εγκρατής δεν είναι κάποιος που απέχει από τις ηδονές, αλλά όποιος μπορεί να τις γεύεται δίχως να παρεκτρέπεται («ΚΡΑΤΕΙ ΗΔΟΝΗΣ ΟΥΧ' Ο ΑΠΕΧΟΜΕΝΟΣ, ΑΛΛ' Ο ΧΡΩΜΕΝΟΣ ΜΕΝ, ΜΗ ΠΡΟΕΚΦΕΡΟΜΕΝΟΣ ΔΕ»).
Ο μαθητής του Σωκράτους Αντισθένης, ιδρυτής της σχολής των «Κυνικών», πρότυπο της οποίας είναι ο Ηρακλής, έχει ορίσει ως κατεξοχήν Αρετές την «Εγκράτεια», την «Καρτερία» και την «Απάθεια». Πρεσβεύοντες μιαν απλή ζωή σύμφωνα με την Φύση, και αρνούμενοι τις καθιερωμένες κοινωνικές αξίες, οι Κυνικοί θεωρούν ότι πρέπει να αντιμετωπισθούν με τη μέγιστη περιφρόνηση τα όσα αιχμαλωτίζουν τους ανθρώπους στα δεσμά των «αναγκών», δηλαδή ο πλούτος, η πολυτέλεια, τα αξιώματα, η δόξα, και, φυσικά οι απολαύσεις. Κατ’ αυτούς, η ειρήνη του πνεύματος και η ακμή του σώματος, κατακτώνται μέσω μίας απλής και λιτής διαβίωσης, της λεγόμενης «εντίμου πενίας» (συγγενούς της «ολιγαρκείας»). Οι Κυνικοί βλέπουν ότι στον άμετρο και αφιλοσόφητο άνθρωπο, τα αποκτήματα κατά κανόνα γίνονται αδυσώπητοι και εκνευριστικοί κτήτορες, και η λεγομένη «κοινωνική θέση» ή τα διάφορα αξιώματα γίνονται δυνάστες των κατόχων τους, τους οποίους εν τέλει καταπίνουν.
Ο Στωϊκός Κλεάνθης, διάδοχος του Ζήνωνος, ορίζει την αυτοσυγκράτηση ως ένα από τα χαρακτηριστικά του Θείου: «Τ'ΑΓΑΘΟΝ ΕΡΩΤΑιΣ Μ' ΟΙΟΝ ΕΣΤ; ΑΚΟΥΕ ΔΗ: ΤΕΤΑΓΜΕΝΟΝ, ΔΙΚΑΙΟΝ, ΟΣΙΟΝ, ΕΥΣΕΒΕΣ, ΚΡΑΤΟΥΝ ΕΑΥΤΟΥ, ΧΡΗΣΙΜΟΝ, ΚΑΛΟΝ, ΔΕΟΝ, ΑΥΣΤΗΡΟΝ, ΑΥΘΕΚΑΣΤΟΝ, ΑΙΕΙ ΣΥΜΦΕΡΟΝ, ΑΦΟΒΟΝ, ΑΛΥΠΟΝ, ΛΥΣΙΤΕΛΕΣ, ΑΝΩΔΥΝΟΝ, ΩΦΕΛΙΜΟΝ, ΕΥΑΡΕΣΤΟΝ, ΑΣΦΑΛΕΣ, ΦΙΛΟΝ, ΕΝΤΙΜΟΝ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΝ, ΟΜΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΝ, ΕΥΚΛΕΕΣ, ΑΤΥΦΟΝ, ΕΠΙΜΕΛΕΣ, ΠΡΑιΟΝ, ΣΦΟΔΡΟΝ, ΧΡΟΝΙΖΟΜΕΝΟΝ, ΑΜΕΜΠΤΟΝ, ΑΙΕΙ ΔΙΑΜΕΝΟΝ» («Stoicorum Veterum Fragmenta», 1.557). Στο ανθρώπινο επίπεδο η «Εγκράτεια» είναι συνειδητή ρύθμιση της ορμής για ζωή, και, κατά τους Στωϊκούς, αποτελεί «δευτερεύουσα» («υποτεταγμένη») Αρετή κάτω από την «πρώτη» («περί τις ορμές») Αρετή της «Σωφροσύνης», μαζί με την «Ευταξία», την «Κοσμιότητα» και την «Αιδημοσύνη». Στο «Εγχειρίδιον» (15), ο Επίκτητος γράφει για την αυτοσυγκράτηση τα εξής: «Να θυμάσαι ότι πρέπει να συμπεριφέρεσαι στην ζωή σου όπως θα συμπεριφερόσουν σε ένα συμπόσιο. (Όταν το φαγητό περιφέρεται και φθάνει σ’ εσένα, άπλωσε το χέρι και πάρε την μερίδα σου με ευπρέπεια. Σε προσπερνάει; ξέχασέ το. Δεν έχει έλθει ακόμα κοντά σου; μην το λαχταράς από μακριά, αλλά περίμενε ώσπου να φθάσει η σειρά σου). Το ίδιο να κάνεις και για τα παιδιά σου, την γυναίκα σου, τα αξιώματα, τα πλούτη, και τότε θα γίνεις άξιος ομοτράπεζος των Θεών» («ΜΕΜΝΗΣΟ ΟΤΙ, ΩΣ ΕΝ ΣΥΜΠΟΣΙΩι ΣΕ ΔΕΙ ΑΝΑΣΤΡΕΦΕΣΘΑΙ. (ΠΕΡΙΦΕΡΟΜΕΝΟΝ ΓΕΓΟΝΕ ΤΙ ΚΑΤΑ ΣΕ; ΕΚΤΕΙΝΑΣ ΤΗΝ ΧΕΙΡΑ ΚΟΣΜΙΩΣ ΜΕΤΑΛΑΒΕ. ΠΑΡΕΡΧΕΤΑΙ; ΜΗ ΚΑΤΕΧΕ. ΟΥΠΩ ΗΚΕΙ; ΜΗ ΕΠΙΒΑΛΛΕ ΠΟΡΡΩ ΤΗΝ ΟΡΕΞΙΝ, ΑΛΛΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕ, ΜΕΧΡΙΣ ΑΝ ΓΕΝΗΤΑΙ ΚΑΤΑ ΣΕ). ΟΥΤΩ ΠΡΟΣ ΤΕΚΝΑ, ΟΥΤΩ ΠΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΑ; ΟΥΤΩ ΠΡΟΣ ΑΡΧΑΣ, ΟΥΤΩ ΠΡΟΣ ΠΛΟΥΤΟΝ. ΚΑΙ ΕΣΗι ΠΟΤΕ ΑΞΙΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΣΥΜΠΟΤΗΣ»).
Την Αρετή της «Εγκράτειας» τίμησαν και οι, επίσης ηδονιστές όπως και οι «Κυρηναϊκοί», Επικούρειοι, αν και ο ίδιος ο Επίκουρος προτιμούσε, αντ’ αυτής, να χρησιμοποιεί τον όρο «Αυτάρκεια», στον οποίο θα αναφερθούμε σε επόμενο σεμινάριο. Ο οπαδός της εν λόγω Σχολής Λούκιος Τορκουάτος απαντάει περί αυτής στον Κικέρωνα: «δεν είναι επιθυμητή αυτή καθαυτή, αλλά την ενστερνιζόμαστε διότι προσφέρει ψυχική ηρεμία και κατευνάζει τις καρδιές με ένα αίσθημα αρμονίας, γιατί δεν αρκεί απλώς να κρίνουμε τι είναι σωστό ή δεν είναι σωστό να πράξουμε, απαιτείται και να εμμένουμε στις κρίσεις μας. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν αντοχή, και οι κρίσεις τους εξασθενούν και υποχωρούν μπροστά στην θέα των όμορφων όψεων των ηδονών και παραδίδονται αιχμάλωτοι στα πάθη τους… για μία ασήμαντη και μη αναγκαία ηδονή, την οποία θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν με άλλους τρόπους ή εύκολα να την απαρνηθούν, εκτίθενται στον κίνδυνο να πάθουν κάποια σοβαρή ασθένεια, ή να χάσουν την περιουσία τους, ή να εξευτελιστούν… Υπάρχουν ωστόσο και εκείνοι που μπορούν ν’ απολαμβάνουν τις ηδονές που δεν έχουν δυσάρεστες συνέπειες, και που διατηρούν την κριτική τους ικανότητα, μη παρασυρόμενοι σε διαδρομές που και οι ίδιοι τις θεωρούν λανθασμένες και απολαμβάνουν την υψηλότερη ηδονή απέχοντας από την επικίνδυνη ηδονή… ενστερνιζόμαστε την Εγκράτεια, όχι επειδή επιτίθεται στις ηδονές, αλλά γιατί εξασφαλίζει τις καλύτερες και μεγαλύτερες ηδονές» («De Finibus Bonorum et Malorum»). Η θέση αυτή των Επικουρείων είναι απολύτως λογική: η «Εγκράτεια» βοά ότι οι καλύτερες απολαύσεις είναι αυτές που τις έχουμε επιλέξει εμείς οι ίδιοι, λυτρωμένοι από την εξάρτηση.
Οι Ρωμαίοι απέδωσαν την «Εγκράτεια» με τον δικό τους όρο «Continentia». Ο Κικέρων την ορίζει ως όργανο διακυβέρνησης της επιθυμίας («Continentia est per quam cupiditas consilii gubernatione regitur»), ενώ ο Σενέκας την χρησιμοποιεί στο «Περί οργής» («De ira», 3.16.2) για να περιγράψει την γνωστή συγκράτηση των συναισθημάτων που προτείνουν οι Στωϊκοί. Τέλος, ο Ρωμαίος μυθογράφος του 2ου αιώνα Ψευδο-Υγίνος, εμφανίζει την «Continentia» ως «αδελφή» της Νεμέσεως, του Έρωτος (Amor), της Φιλότητος (Amicitia), της Ευσπλαχνίας (Misericordia), των τριών Μοιρών, και πολλών άλλων αρχέγονων θεοτήτων, όλων τους «τέκνων» της Νυκτός και του Ερέβους.
Από όσα είπαμε έως τώρα είναι περισσότερο από σαφές ότι η «Εγκράτεια» για εμάς τους Εθνικούς, σημαίνει μετριοπάθεια σε ό,τι αφορά τις αισθησιακές επιθυμίες και τις παρορμήσεις στην συμπεριφορά, πάγιο αυτοέλεγχο, αποτελεί δε για εμάς ένα ασφαλές εχέγγυο για αυθεντικότερες ή πληρέστερες μορφές ηδονής. Ο Αντρέ Κοντ Σπονβίλ (Andre Comte – Sponville, 1952 - ) στο βιβλίο του «Petit traite des grandes vertus» (1997) επισημαίνει ότι η «Εγκράτεια» «έχει να κάνει με την τέχνη της απόλαυσης, είναι μία υποκειμενική επεξεργασία της επιθυμίας, αλλά και αυτής της ίδιας της ζωής. Δεν αποσκοπεί στην υπέρβαση των ορίων μας, αλλά στον σεβασμό τους… είναι Αρετή που έχει να κάνει με την ορθοφροσύνη, όχι με την υποχρέωση. Είναι η εφαρμογή της Αρετής της Φρόνησης στον τομέα των απολαύσεων, ή η Αρετή της Φρόνησης στην υπηρεσία των απολαύσεων. Επιδιώκει την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη απόλαυση, όμως μέσα από την ισχυροποίηση των αισθήσεων ή μέσα από αυτή την ίδια την συνειδητοποίηση της απόλαυσης, και όχι μέσα από έναν ατελείωτο πολλαπλασιασμό των αντικειμένων της. Ο δυστυχής Δον Ζουάν είχε ανάγκη από τόσες πολλές γυναίκες, ο δυστυχής αλκοολικός έχει ανάγκη από τόσο πολύ πιοτό, ο δυστυχής λαίμαργος έχει ανάγκη από τόσο πολύ φαγητό… ο σοφός αντιθέτως βάζει όρια στην επιθυμία του, όπως και στον φόβο, στα όρια του σώματός του, που αυτά είναι και τα πραγματικά όρια της εγκράτειας».
Οι χριστιανοί διέστρεψαν και αυτή την σπουδαιότατη Αρετή των Ελλήνων από πάγιο αυτοέλεγχο κατά την όλη συμπεριφορά (και όχι μόνο στο τμήμα που αφορά την κοιλιά και τα αιδοία), από «φωτισμένο, ελεγχόμενο, καλλιεργημένο γούστο» όπως το έχει διατυπώσει σε άλλο σημείο του βιβλίου του ο προαναφερθείς Κοντ Σπονβίλ, σε συνειδητή επίθεση στην χαρά, συνηθέστερες μορφές της οποίας επίθεσης έκαναν την πολυήμερη νηστεία και τον σεξουαλικό ασκητισμό. Η «Εγκράτεια», αυτό που πολύ αργότερα ο αποσυνάγωγος Σπινόζα (Baruch Spinoza, 1632 - 1677) θα περιγράψει πετυχημένα ως «εκείνο που αποκλείει την αηδία ή ο,τιδήποτε μπορεί να καταλήξει σε αηδία» («Ethique IV»), ορίζεται από τον πολύ «Μεγάλο» Βασίλειο εσφαλμένα, χριστιανικά, δηλαδή καθαρά ενοχικά, ως «αναίρεση της αμαρτίας» και «νέκρωση του σώματος μέχρι των αυτών ακόμα των φυσικών επιθυμιών και λειτουργιών», ως, κατ’ αυτόν, υποτιθέμενη αφετηρία της χριστιανικής «πνευματικής ζωής» («ο αθλητής προγυμνάζεται, ο νηστευτής προεγκρατεύεται», γράφει ο ίδιος στον «Λόγο Α» «Περί Νηστείας»). Η υποτιθέμενη «Εγκράτεια» των χριστιανών είναι η αρρωστημένη κατάσταση («έλλειψις») της «Αναισθησίας», την οποία καταγγέλλει ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια», μαζί με την «υπερβολή» της «Ακολασίας».
Υπό την επιρροή του «απολογητή» Τατιανού του Σύριου, που εισηγήθηκε τον «πνευματικό» στόχο της «νεκρώσεως της ύλης», ανέπτυξε επίσης ο πρώϊμος Χριστιανισμός και ομώνυμη της «Εγκρατείας» αίρεση, τους λεγόμενους «Εγκρατίτες» ή «Εγκρατευτές» (2ος – 5ος αιώνας), οι οποίοι απέρριπταν τον γάμο, την συνουσία και μια σειρά τροφών, και θεωρούσαν «διαβολικό» τον οίνο. Θεωρητικοί της θεωρούνται ο Ιούλιος Κασσιανός και ο Δοσίθεος εκ Κιλικίας, που και οι δύο έγραψαν βιβλία υπέρ της χριστιανικής αντίληψης περί εγκρατείας. Και σε αυτούς, η «Εγκράτεια» δεν αφορά την αυτοσυγκράτηση κατά την όλη συμπεριφορά, αλλά αποκλειστικά και μόνον τις σωματικές ηδονές, αφού το σώμα αποτελεί τον κυριότερο εχθρό τους.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει τέλος, ο ουσιαστικά τρελλός συνειρμός, τον οποίο συναντάμε στο πρωτοχριστιανικό «προφητικό» κείμενο «Ο Ποιμήν του Ερμά» και συνδέει την στερητική χριστιανική «Εγκράτεια» με την επίσης χριστιανική απροσδιόριστη «Αγάπη»: «εκ της Πίστεως γεννάται Εγκράτεια, εκ της Εγκρατείας Απλότης, εκ της Απλότητος Ακακία, εκ της Ακακίας Σεμνότης, εκ της Σεμνότητος Επιστήμη, εκ της Επιστήμης Αγάπη» («Όρασις Γ»).
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου