Στην αρχαία Ελλάδα κάθε λογοτεχνικό είδος χρησιμοποιεί τη διάλεκτο της περιοχής στην οποία πρωτοκαλλιεργήθηκε. Έτσι η ελεγεία, ένα είδος «μελαγχολικής», θρηνητικής ποίησης, χρησιμοποιεί την ιωνική διάλεκτο, γιατί αυτό το είδος ποίησης πρωτοκαλλιεργήθηκε στις ιωνικές περιοχές. Ένας μεγάλος εκπρόσωπος αυτού του είδους ήταν ο ποιητής Αρχίλοχος από την Πάρο. Η μελική ποίηση, ποίηση που απαγγελλόταν από ένα άτομο με τη συνοδεία οργάνου (λύρας ή αυλού), αναπτύχθηκε στη Λέσβο και γι' αυτό χρησιμοποιεί τη λεσβιακή διάλεκτο. Η Σαπφώ, από τη Λέσβο, είναι το μεγάλο όνομα της μελικής ποίησης. Το ότι διάφορα είδη λογοτεχνίας, δηλαδή έντεχνου λόγου, χρησιμοποιούν τη διάλεκτο στην οποία πρωτοκαλλιεργήθηκαν δεν είναι παράξενο. Έτσι, όταν ακούμε σήμερα μαντινάδες, όλοι περιμένουμε να ακούσουμε την κρητική διάλεκτο, γιατί εκεί κυρίως λειτουργεί αυτό το είδος. Αυτό που ωστόσο αποτελεί ιδιαιτερότητα της αρχαίας Ελλάδας είναι ότι η διάλεκτος είναι σχεδόν υποχρεωτική για κάθε λογοτεχνικό είδος, ασχέτως αν αυτός που το καλλιεργεί είναι ομιλητής της διαλέκτου ή όχι. Έτσι, όποιος γράφει ελεγειακή ποίηση πρέπει να χρησιμοποιήσει την ιωνική διάλεκτο, ασχέτως αν η ιωνική είναι η «μητρική» του διάλεκτος. Στις αρχαίες τραγωδίες τα χορικά, το τραγούδι του «χορού» (της χορωδίας που αντιπροσωπεύει στις τραγωδίες την «κοινή γνώμη») είναι πάντα σε δωρική διάλεκτο, παρά το ότι ο συγγραφέας (Ευριπίδης, Σοφοκλής, Αισχύλος) δεν ήταν ομιλητής δυτικής διαλέκτου αλλά Αθηναίος, δηλαδή ομιλητής της αττικής. Για να καταλάβετε αυτή την ιδιαιτερότητα της αρχαίας λογοτεχνίας, φανταστείτε να είναι υποχρεωτικό σήμερα για όποιον θέλει να γράψει μαντινάδες να τις γράψει στη διάλεκτο της Κρήτης, είτε είναι ομιλητής της διαλέκτου, δηλαδή Κρητικός, είτε όχι.
Δυο λόγια τώρα για ένα λογοτεχνικό είδος, το έπος, που συνδέεται με τα ποιήματα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας και το όνομα του Ομήρου. Η γλώσσα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, η επική γλώσσα είναι ένα μείγμα ιωνικών και αιολικών διαλεκτικών στοιχείων. Απουσιάζουν τα δωρικά διαλεκτικά στοιχεία. Πρόκειται για μια μεικτή, τεχνητή γλώσσα, που δεν μιλήθηκε ποτέ αλλά «φτιάχτηκε» για τις ανάγκες της επικής ποίησης. Όσοι μετά τον Όμηρο γράφουν αυτό το είδος ποίησης χρησιμοποιούν αυτό το είδος γλώσσας. Έτσι, αντί για τον τύπο βία στο έπος βρίσκουμε τον ιωνικό τύπο βίη. Αντί για τον τύπο τέσσαρες βρίσκουμε τον αιολικό τύπο πίσυρες. Πώς προέκυψε αυτό το μείγμα; Οι ειδικοί υποθέτουν ότι τα έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, γεννήθηκαν σε μια πολύ μακρινή εποχή, στα μυκηναϊκά χρόνια και ίσως πιο πριν. Θα θυμάστε άλλωστε ότι στην Ιλιάδα κυριαρχεί ο Αγαμέμνονας, βασιλιάς των Μυκηνών. Αυτή η μεγάλη παλαιότητα των ομηρικών επών γίνεται φανερή από τη διατήρηση στη γλώσσα τους γλωσσικών στοιχείων που υπάρχουν στη μυκηναϊκή αλλά έχουν χαθεί πια στις αρχαίες διαλέκτους όπως τις ξέρουμε από κείμενα (επιγραφές κ.ά.) μετά το 750 π.Χ. Ένα παράδειγμα είναι η οργανική πτώση. Αυτή, όπως είδαμε, υπάρχει στη μυκηναϊκή διάλεκτο (π.χ. ἁνίαφι'με ηνία, με χαλινάρια'), και τη βρίσκουμε και στα ομηρικά έπη. Τα έπη λοιπόν γεννήθηκαν στη νότια Ελλάδα την εποχή του μυκηναϊκού πολιτισμού (14ος-13ος αιώνας π.Χ.) και ήταν προφορικά ποιήματα, ποιήματα δηλαδή που περνούσαν προφορικά από γενιά σε γενιά (άλλωστε η γραφή στα μυκηναϊκά είχε, όπως είδαμε, πολύ περιορισμένη, λογιστική, χρήση) και τραγουδιούνταν από ειδικούς τεχνίτες, τους ραψωδούς (η λέξη σημαίνει 'ράβω ωδές', δηλαδή 'συνθέτω τραγούδια'). Με την καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού τον 12ο αιώνα π.Χ. και τις μετακινήσεις πληθυσμών που ακολούθησαν, η ποιητική αυτή παράδοση συνεχίστηκε και καλλιεργήθηκε στις αιολόφωνες και ιωνόφωνες περιοχές. Έτσι γεννήθηκε αυτό το μείγμα ιωνικών και αιολικών διαλεκτικών στοιχείων που χαρακτηρίζει την επική γλώσσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου