8 Απριλίου 1966: λίγες ημέρες πριν από το Πάσχα, το γνωστό εβδομαδιαίο ενημερωτικό περιοδικό TIME της Νέας Υόρκης, έχει ένα ιδιαίτερο εξώφυλλο που θα προκαλέσει σκάνδαλο και θα θεωρηθεί ως ένα από τα πιο προκλητικά εξώφυλλα στην ιστορία του περιοδικού. Σε κατάμαυρο φόντο με μεγάλα κόκκινα γράμματα υπήρχε το ερώτημα: «Είναι ο Θεός νεκρός;»
Στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο τεύχος απλώς συζητούσε τις απόψεις του Τόμας Τζ. Τζ. Άλτιζερ, θιασώτη της Ριζοσπαστικής Θεολογίας (γνωστή και ως «θεολογία του θανάτου του Θεού»), τις οποίες είχε πρόσφατα εκφράσει (μαζί με τον Ουίλιαμ Χάμιλτον) στο έργο τους “Radical Theology and the Death of God”, στηριγμένοι στους Ουίλιαμ Μπλέικ, Χέγκελ και Νίτσε, υφιστάμενοι μάλιστα και δριμεία κριτική από παραδοσιακούς Χριστιανούς θεολόγους και απολογητές (ενδεικτικά, βλ. το τρίλημμα του Σ.Ες. Λούις).
Γύρω από τέτοιου είδους προβληματισμούς περιστρέφονται και τα έξι δοκίμια του τόμου Ο θάνατος του Θεού – Από τον Διαφωτισμό μέχρι την εποχή μας, που είναι γραμμένα από διαφορετικούς ειδικούς και εστιάζουν το καθένα σε διαφορετικές πλευρές της ίδιας διαδικασίας. Αρχικά, ο Κέναν Μάλικ, ισχυριζόμενος ότι η συζήτηση για την ύπαρξη του Θεού κρύβει μέσα της ένα άλλο ζήτημα, που δεν είναι άλλο από την εμφάνιση νέων μορφών κοινωνικής οργάνωσης, θεωρεί ότι αυτό που ονομάζουμε συνήθως «Διαφωτισμό» έχει δύο πτυχές, τον μετριοπαθή και τον ριζοσπαστικό Διαφωτισμό. Παρόλο που άξονας για την καθοριστική μεταβολή των ιδεών μας περί Θεού υπήρξε αναμφισβήτητα ο Διαφωτισμός του 18ου αιώνα, ωστόσο, οι ακραίες συνέπειές του δεν θα γίνουν ορατές παρά τον 19ο αιώνα. Η Λίσα Μακ Κάλοου ισχυρίζεται ότι «ο θάνατος του Θεού», που έγινε πλήρως αντιληπτός τον 19ο αιώνα, μπορεί να εντοπιστεί στις απαρχές του ακόμη νωρίτερα, και συγκεκριμένα στον νομιναλισμό του ύστερου Μεσαίωνα (13ος αιώνας). Πνεύματα που συνέλαβαν αυτή την κοσμοϊστορική διαδικασία για τη Δύση, ήταν ο «ιππότης της πίστης» Κίρκεγκορ, o Στίρνερ, o Ντοστογιέφσκι και φυσικά ο Νίτσε, στη φιλοσοφία του οποίου το πρόβλημα του Θεού κατείχε καίριο ρόλο, όπως επιδιώκει να δείξει ο Κάρολ Λάνγκφορντ.
Ο «θάνατος του Θεού» και στη λογοτεχνία
Εκτός όμως από τη φιλοσοφία, τον «θάνατο του Θεού» εξέφρασε και η ίδια η λογοτεχνία. Χωρίς την παρουσία του Θεού, έστω και ως κάτι το αιώνιο και υπαρκτό μέσα στην πλάση, ο λογοτέχνης αντικρίζει και σκιαγραφεί στις σελίδες των βιβλίων του έναν κόσμο γυμνό, ξένο και έρημο, ένα απλό σύνολο φυσικών δεδομένων που αδιαφορεί πλήρως για καθετί ανθρώπινο, γράφει χαρακτηριστικά ο Τσαρλς Ι. Γκλίξμπεργκ, στο δοκίμιό του. Ο μοντερνισμός είναι η προσπάθεια της λογοτεχνίας να εκφράσει έναν τέτοιο κόσμο. Όσο για τις συνέπειες όλων αυτών στην ερωτική ζωή, ο σύγχρονος άνθρωπος, μας λέει πάλι ο Γκλίξμπεργκ, παραμέρισε τους ενδοιασμούς του και αφοσιώθηκε στον έρωτα, μόνο και μόνο για ν’ ανακαλύψει αργότερα κατάπληκτος πίσω από αυτόν, τον θάνατο, με τον οποίο είναι αλληλένδετοι, όπως έλεγε και ο Φρόυντ. Τέλος, το δοκίμιο του Άλτιζερ εξετάζει την Αμερική, ως την αδιαφιλονίκητη ιστορική μητρόπολη όλων των παραπάνω εξελίξεων.
Το πρόβλημα του Θεού τίθεται από τον Νίτσε με τους ίδιους όρους που το έθεσε ο ντοστογιεφσκικός ήρωας Κυρίλοφ: η παραδοχή της ανυπαρξίας του Θεού ανοίγει μπροστά στην ανθρωπότητα δύο δρόμους, είτε την απελπισία, είτε την ανάληψη του ρόλου του Θεού μέσω της θέσπισης καινούργιων ηθικών αξιών και σκοπών ζωής.
Το κλασικό απόσπασμα του Νίτσε για τον Θεό αποτελεί πάντως χαρακτηριστικό δείγμα σύγκλισης προβληματισμών ανάμεσα σε φιλοσοφία και λογοτεχνία, καθώς ήδη ο Ντοστογιέφσκι έθεσε το πρόβλημα της ύπαρξης του Θεού σχεδόν με τους ίδιους όρους που χρησιμοποίησε αργότερα ο ίδιος και οι άθεοι υπαρξιστές. Βέβαια, το πρόβλημα του Θεού τίθεται από τον Νίτσε με τους ίδιους όρους που το έθεσε ο ντοστογιεφσκικός ήρωας Κυρίλοφ: η παραδοχή της ανυπαρξίας του Θεού ανοίγει μπροστά στην ανθρωπότητα δύο δρόμους, είτε την απελπισία, είτε την ανάληψη του ρόλου του Θεού μέσω της θέσπισης καινούργιων ηθικών αξιών και σκοπών ζωής. Στο βιβλίο του Ο μηδενισμός πριν από τον Νίτσε (μτφρ. Γιώργος Ν. Μέρτικας, εκδ. Πατάκη) ο Αμερικανός φιλόσοφος Μάικλ Άλεν Γκιλέσπι εντοπίζει τα θεμέλια του μηδενισμού στις απαρχές των Νεώτερων Χρόνων, όταν διαλύθηκε η μεσαιωνική σύνθεση της φιλοσοφίας με την πίστη και σηματοδοτήθηκε η υπερτίμηση της ανθρώπινης ελευθερίας και βούλησης σε σχέση με τον λόγο και την τάξη. Ο «θάνατος του Θεού», λέει, προκαλεί δύο μορφές μηδενισμού: τη σοπεναουερική παραίτηση από τη ζωή (παθητικός μηδενισμός) και την επιτάχυνση της καταστροφής του κόσμου των Ρώσων αναρχικών του 1860 (ενεργητικός μηδενισμός). Με αυτόν τον τρόπο, οι δύο διαφορετικές εννοιολογήσεις του μηδενισμού συνδέονται στενά. Να σημειωθεί, παρεμπιπτόντως, ότι η έννοια «μηδενισμός», που θα συζητηθεί εκτενέστερα στη συνέχεια, εμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1862, μέσα στο μυθιστόρημα του Ιβάν Τουργκένιεφ Πατέρες και Γιοι (μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, εκδ. Άγρα). Βέβαια, η έννοια του Θεού κατά τον 19ο αιώνα στη Δύση έπαιζε ήδη έναν μάλλον δευτερεύοντα ρόλο, αφού δεν αποτελούσε θεμέλιο του πολιτισμού αλλά μονάχα μια ηθική εγγύηση της αστικής κοσμοεικόνας.
Η πορεία προς την απομάγευση
Αν οι παραπάνω συγγραφείς υπέδειξαν ορισμένα καίρια σημεία σχετικά με την απομάκρυνση του ιερού από τον σύγχρονο κόσμο, ο φιλόσοφος Μαρσέλ Γκοσέ αναλαμβάνει το ακόμη πιο δύσκολο έργο να περιγράψει αναλυτικά τον τρόπο με τον οποίο επήλθε αυτή η απομάγευση. Το βιβλίο του αποτελεί, όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, μια «πολιτική ιστορία της θρησκείας» (ή μάλλον ένα πρώιμο σχεδίασμα) και διαιρείται σε δύο μέρη: «Μεταμορφώσεις του θεϊκού» και «Απόγειο και θάνατος του Θεού». Πίσω από το αφαιρετικό και κάπως δυσνόητο ύφος του, υπάρχει η αφήγηση μιας ιστορίας που δεν είναι παρά η ιστορία του Δυτικού πολιτισμού, από τον οποίο διαμορφώθηκε ο κόσμος μας σχεδόν στο σύνολό του. Αρχικά, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο Γκοσέ στηρίζεται στην έννοια της «απομάγευσης του κόσμου», που είχε περιγράψει ο Μαξ Βέμπερ στην περίφημη διάλεξή του περί επιστήμης, αλλά τη λαμβάνει με την πλατύτερη σημασία της, ως διαδικασία απομάκρυνσης του ιερού από τις ανθρώπινες κοινωνίες. Για τον Γκοσέ δύο ήταν οι ριζικές τομές: γέννηση κράτους και εμφάνιση μονοθεϊσμού. Μάλιστα η πρώτη δεν θα είχε αξιοποιηθεί ποτέ ιστορικά δίχως τη συνδρομή της δεύτερης. Ο Γκοσέ βλέπει τον κόσμο ως μια σταδιακή διαδικασία διάζευξης από την κυριαρχία της αμιγούς θρησκευτικότητας (την οποία προσδιορίζει ως αρχέγονο συντηρητισμό προς μια αδιασάλευτη τάξη). Για τον Γκοσέ, η χριστιανική κοσμοθεωρία εμπεριέχει τα σπέρματα που τελικά θα οδηγήσουν με διαλεκτικό τρόπο πέρα από αυτή. Με τον μονοθεϊσμό για πρώτη φορά το θείο χωρίζεται από τον κόσμο. Ο κόσμος γίνεται έτσι κάτι αλλότριο, απέναντι στο οποίο ο άνθρωπος αντιπαρατίθεται. Ο Γκοσέ σημειώνει διαδοχικά όλα τα στάδια αυτής της μετάβασης.
Για τον Γκοσέ δύο ήταν η ριζικές τομές: γέννηση κράτους και εμφάνιση μονοθεϊσμού. Μάλιστα η πρώτη δεν θα είχε αξιοποιηθεί ποτέ ιστορικά δίχως τη συνδρομή της δεύτερης.
Ο Γκοσέ κάνει λόγο για «αξονική εποχή» (περίπου από το 700 ως το 200 π.Χ.) δανειζόμενος τον όρο από τον Γερμανό υπαρξιστή φιλόσοφο Καρλ Γιάσπερς, για να εντάξει εκεί το σύνολο θρησκευτικών σχηματισμών που αναδύθηκαν την πρώτη χιλιετία προ Χριστού σε Κίνα, Ελλάδα, Ινδία, Ιράν και Ισραήλ. Οι μεγάλες θρησκείες, τονίζει, αποτελούν απλώς διάφορα επιμέρους σημεία παρακμής της αρχέγονης θρησκευτικότητας. Συγκεκριμένα, η πρώτη μορφή θρησκείας ταύτιζε αυτόν τον κόσμο με το θείο. Ο ηγεμόνας ήταν άμεσος εκπρόσωπος του θεού και ολόκληρη η κοινωνία αντλούσε τη νομιμοποίησή της από ένα ιερό παρελθόν που χάνεται στα βάθη της ιστορίας (αν μπορεί να γίνει εδώ λόγος για ιστορία). Η ζωή των ανθρώπων ήταν προσδιορισμένη ως μίμηση πανάρχαιων και ιερών προτύπων, ενώ η παραμικρή αυτονομία ήταν σχεδόν αδιανόητη. Ο κόσμος ήταν κάτι το απόλυτα έτερο και όλη η ζωή προσδιοριζόταν από τη μίμηση ορισμένων άχρονων και θεϊκών προτύπων. Η ανθρωπότητα έζησε με αυτόν τον τρόπο για ολόκληρους αιώνες και τίποτε δεν κατάφερε να διαταράξει σοβαρά αυτή την προοπτική της. Δύο ήταν οι ριζικές τομές που άλλαξαν την ιστορίας της ανθρωπότητας: η δημιουργία κρατών και η εμφάνιση του μονοθεϊσμού, κορύφωση της οποίας υπήρξε ο Χριστιανισμός της Δύσης. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Γκοσέ, «ο Χριστιανισμός υπήρξε η θρησκεία της εξόδου από τη θρησκεία». Η πρωτόγονη θρησκεία εκφράζει την απόλυτη στατικότητα και ως σήμερα μπορεί κανείς να το δει αυτό, καθώς εκείνη διατηρείται στην καθαρή της μορφή σε ορισμένες περιοχές από την Αμερική ως τη Νέα Γουινέα. «Πρωτόγονες» κοινωνίες είναι οι κοινωνίες που υπήρχαν πριν τη δημιουργία κράτους.
Δύο αποκλίνοντες δρόμοι
Μετά την ανάπτυξη κρατών, εμφανίστηκαν δύο αποκλίνοντες δρόμοι όσον αφορά το θρησκευτικό φαινόμενο: οι ανατολικές θρησκείες αφενός και ο (εβραϊκός) μονοθεϊσμός αφετέρου. Ο τελευταίος υπήρξε και ο ιστορικά σημαντικότερος. Βέβαια, τονίζει ο Γκοσέ, ο μονοθεϊσμός δεν είναι αναγκαστικά δυναμικός (Ισλάμ), ενώ από την άλλη, υπάρχει και ένα σύστημα θρησκευτικής αρνησικοσμίας χωρίς τον μονοθεϊσμό (Βουδισμός). Ωστόσο, το μονοθεϊστικό credo γίνεται δύναμη ρήξης από τη στιγμή που επενδύει στον άλλο κόσμο σε δυναμική αντιπαράθεση με τούτον εδώ. Αντίθετα με αυτά, ο Χριστιανισμός δεν ήταν ούτε δόγμα ριζικά αναχωρητικό, ούτε όμως ένα δόγμα απόλυτης υποταγής. Ο Γκοσέ ανιχνεύει την προοδευτική αύξηση της εσωτερικότητας και της οικουμενικότητας, από τους προφήτες του Ισραήλ ως τον Ιησού Χριστό και τον απόστολο των εθνών, Παύλο. Με την ιδέα της Δημιουργίας αφενός ο κόσμος έχει πάψει να νοείται ως κάτι το εξάπαντος ολοκληρωμένο, αφετέρου ο άνθρωπος διαθέτει πλέον μια προνομιακή σχέση εσωτερικότητας με τον Δημιουργό του, άρα και υπεροχή έναντι του κόσμου. Κύρια ιστορική συγκυρία που ευνόησε την εκδίπλωση του Χριστιανισμού ήταν το μακροχρόνιο πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και το οποίο αποπειράθηκε να καλύψει η Εκκλησία. Η ίδια η εκκλησία φέρει εντός της τα σπέρματα της τελικής αμφισβήτησής της: όσο και αν η ίδια έδρασε για αιώνες ως μεσολαβήτρια ανάμεσα στους δύο κόσμους, ωστόσο το μήνυμά της, η εσωτερική επαφή του Θεού με κάθε άνθρωπο μέσα στην ψυχή του, θα απέτρεπε κάθε οριστική συμφιλίωση των δύο κόσμων.
Με τον Χριστιανισμό, το θείο αναγνωρίζεται ως κάτι που βρίσκεται έξω από τον κόσμο. Η χριστιανική εσχατολογία θα ωθήσει τους ανθρώπους να επικεντρωθούν στο μέλλον αντί για το μυθικό παρελθόν.
Η συνύπαρξη κοσμικού με το πνευματικό που αργότερα έδωσε τη θέση της στη σύλληψη του κοσμικού ως πεδίου εφαρμογής είναι η απαρχή των Νεοτέρων Χρόνων. Η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτόν τον κόσμο και τον άλλο, που είναι η σύγκρουση από την οποία ξεπηδούν όλες οι υπόλοιπες στη χριστιανική πίστη, συγκεφαλαιώνεται καίρια στο δόγμα της Ενσάρκωσης, λέει ο Γκοσέ. Η ενσάρκωση του Χριστού ως τέλεια αλληλοπεριχώρηση της θείας με την ανθρώπινη φύση θα απεικονίζει στο εξής τη σύγκρουση ανάμεσα σε αυτόν τον κόσμο (ενθάδε) και στον άλλο κόσμο (επέκεινα). Με τον Χριστιανισμό, το θείο αναγνωρίζεται ως κάτι που βρίσκεται έξω από τον κόσμο. Η χριστιανική εσχατολογία θα ωθήσει τους ανθρώπους να επικεντρωθούν στο μέλλον αντί για το μυθικό παρελθόν. Επιπλέον, η φύση αποϊεροποιείται και λόγω αυτής της αποϊεροποίησής της καταρρέει και η υποταγή των ανθρώπινων όντων σε αυτή και ξεκινά η κυριαρχία τους πάνω της. Συνάμα, η σύγκρουση των δύο αρχών (ενθάδε-επέκεινα) θα λάβει κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις μέσω της αδιάκοπης διαμάχης της θρησκευτικής εξουσίας με την κοσμική και τις μορφές που αυτή θα λάβει. Σηματοδοτείται έτσι το πέρασμα από τον ηγεμόνα-θεό στον ηγεμόνα ελέω Θεού, που εκφράζει ουσιαστικά το πέρασμα από το «έτερο» (εξωτερικό) στο επίγειο (εμμενές). Όσο και αν ο ηγεμόνας αναγνωρίζεται ως εκπρόσωπος του Θεού, ποτέ ξανά στο εξής δε θα μπορεί διεκδικήσει για τον εαυτό του την ιδιότητα του Θεού.
Σταδιακά, η σύγκρουση ενθάδε-επέκεινα θα αρχίσει να παίρνει νέα κατεύθυνση: κατεύθυνση στο επέκεινα μέσω της ικανοποίησης όλων των επιταγών του ενθάδε. Με λίγα λόγια, στόχος αρχίζει και γίνεται η αναζήτηση του άλλου κόσμου δια της αφοσίωσης σε αυτόν. Βέβαια, και πάλι θα μπορούσε ακόμη και έτσι να προκύψει ένας σταθεροποιητικός συμβιβασμός του ενθάδε με το επέκεινα, όπως αυτό συνέβη με την Ανατολική Χριστιανοσύνη στο Βυζάντιο, μας λέει ο Γκοσέ. Εδώ εκτός από την ίδια την εκκλησία ως θεσμό (π.χ. με τη Γρηγοριανή μεταρρύθμιση του 11ου αιώνα – η Γρηγοριανή μεταρρύθμιση που υπήρξε το πρώτο δείγμα γραφειοκρατικού ορθολογισμού) συνέδραμε αρκετά και ο μοναχισμός. Σε αντίθεση με τον Ανατολικό αναχωρητισμό, που οδηγείται σε μια στείρα αρνησικοσμία, ο Δυτικός αναχωρητισμός αποσκοπεί στη βελτίωση του ενθάδε. Αφετηρία αυτής της διαδικασίας θα αποτελέσει ο Άγιος Βενέδικτος, λέει ο Γκοσέ. Οι μεγάλες χριστολογικές διαμάχες του 4ου και του 5ου αιώνα εκφράζουν ακριβώς αυτόν τον ανθρωποκεντρισμό, αφού διαπραγματεύονται τη συνύπαρξη των δύο φύσεων (θείας και ανθρώπινης) το πρόσωπο του Χριστού. Καθώς ο Θεός είναι κάτι με το οποίο ο πιστός επικοινωνεί εσωτερικά, καθώς βρίσκεται μέσα του, αυτός ο ανθρωποκεντρισμός (που ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Θεός προσλαμβάνει την ανθρώπινη φύση) φέρνει εν σπέρματι την ιδέα της ισότητας και της αυτονομίας των ανθρώπινων όντων. Σε αντίθεση με άλλες θρησκείες, ο Χριστιανισμός «θρησκεία αιρέσεων», συνδυάζοντας την κλειστότητα ενός δόγματος με την ανοικτότητα των ερμηνειών του. Πρόκειται για την κατ’ εξοχήν θρησκεία που χρήζει ερμηνειών, αντίθετα και πάλι με το Ισλάμ όπου θεωρείται βλασφημία ν’ αποπειραθεί κανείς να ερμηνεύσει το Κοράνι, λέει και πάλι ο Γκοσέ.
Ο Γκοσέ αρνείται κάθε ντετερμινισμό: όλα αυτά θα μπορούσαν κάλλιστα και να μην είχαν συμβεί, ελλείψει ευνοϊκών ιστορικών συγκυριών. Ωστόσο, οι ιστορικές συγκυρίες προσέφεραν απλώς την πρακτική ευκαιρία της εκδίπλωσης όσων τάσεων ενυπήρχαν ήδη στο χριστιανικό δόγμα. Μαζί με την απομάκρυνση του Θεού από τη φύση (αποϊεροποίηση φύσης) καταλύεται εν δυνάμει και η ιεραρχία: ο ηγεμόνας παύει να ενσαρκώνει τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στους δύο κόσμους και πλέον αρχίζει ν’ αντιπροσωπεύει την οριστική διάζευξή τους (ελέω Θεού μονάρχης). Η προτεσταντική Μεταρρύθμιση με τον «εγκόσμιο ασκητισμό» που εκείνη επέφερε δεν είναι τίποτα περισσότερο από αποκορύφωμα μιας εξέλιξης που προετοιμαζόταν αιώνες. Ο Προτεσταντισμός απλώς βάθυνε το χάσμα ενθάδε/επέκεινα. Τελικά, από στατικός και θείος ο κόσμος άρχισε να γίνεται αντιληπτός ως κάτι το ρευστό, κάτι που επιδέχεται και χρήζει μορφοποίησης. Αυτό αποπειράθηκαν να κάνουν οι διάφορες πολιτικές ιδεολογίες μέχρι σήμερα. Όπως είπε κάποτε ο Μαρξ: «οι φιλόσοφοι πάντα εξηγούσαν τον κόσμο, αλλά ο σκοπός είναι να τον αλλάξουμε». Ο Γκοσέ υμνεί τον Χριστιανισμό επειδή θεωρεί ότι εκείνος, λόγω της εσωτερικής του δυναμικής και των διαλεκτικών του αντιφάσεων, τελικά έφυγε από το ιστορικό προσκήνιο, δίνοντας τη θέση του (και τη θέση της θρησκείας γενικά) στο νεωτερικό πνεύμα της αναζήτησης για τη χειραφέτηση του ανθρώπου απέναντι στη φύση και στην κοινωνία.
Κοινωνίες πέραν του θρησκευτικού
Χάρη στον Χριστιανισμό, καταλήγει, φτάσαμε τελικά να ζούμε σε πέραν του θρησκευτικού κοινωνίες. Τι σημαίνει όμως αυτό; Για τον Γκοσέ, κοινωνία πέραν του θρησκευτικού είναι μια κοινωνία που επενδύει στο μέλλον, από το οποίο και αντλεί τη νομιμοποίησή του. Νομιμοποιείται από τις προσδοκίες που εκφράζουν τα μέλη της, τα οποία δεν είναι παθητικοί φορείς αλλά συνειδητοί διαμορφωτές του κοινωνικού γίγνεσθαι ιδεολογίες που προωθούν τη χειραφέτηση. Αν και αποδέχεται τη θεωρία της εκκοσμίκευσης, κατά την οποία οι νεότερες ιδεολογίες αποτελούν εκκοσμικευμένες μορφές μετάθεσης του θρησκευτικού ζήλου, ο Γκοσέ ξεκαθαρίζει πως οι ιδεολογίες δεν αποτελούν απλή συνέχεια των θρησκειών με άλλη μορφή, αλλά συνάμα και αντιστροφή τους. Έξοδος από τη θρησκεία δε σημαίνει οριστική εξάλειψη κάθε θρησκευτικής εμπειρίας αλλά απλώς ότι το θεμελιωδώς έτερο έχει πάψει ν’ αποτελεί τη βάση νομιμοποίησης των κοινωνιών μας. Δε ζούμε σε δίχως θρησκεία κοινωνίες αλλά σε κοινωνίες όπου το θρησκευτικό στοιχείο αποτελεί ένα συγκεκριμένο, οριοθετημένο τμήμα, τα οποίο ακολουθεί τους κανόνες τους. Αφού έπαψε να ρυθμίζει τη λειτουργία τους εξ ολοκλήρου, ο Ιερό επανενσωματώθηκε ως μέρος της κουλτούρας. Η θρησκεία έχει τελειώσει ως δομή αλλά υπάρχει ακόμη ως κουλτούρα, χωρίς όμως να υφίσταται κάποια αντίφαση, λέει ο Γκοσέ. Πλέον ζούμε σε κοινωνίες που δεν καθορίζονται έξωθεν αλλά αυτοθεσμίζονται. Θεμέλιο των νεωτερικών κοινωνιών αποτελεί η σύγκρουση (ο Γκοσέ θέτει σχηματικά το 1880 ως «θεσμοθέτηση» της σύγκρουσης λόγω της εμφάνισης της καθολικής ψηφοφορίας και ταξικών εργατικών κομμάτων που απευθύνονταν στη μάζα). Αντίθετα με όλες εκείνες τις κοινωνίες που νομιμοποιούνται από το παρελθόν («κοινωνίες μαθητείας»), οι κοινωνίες που στρέφονται στο μέλλον εστιάζουν στο παιδί και αναγνωρίζουν της σημασίας του κοινωνικού του ρόλου. Η εκπαίδευση από τη Νεωτερικότητα αρχίζει να θεωρείται ως επένδυση στο μέλλον και η ιστορίας της εκπαίδευσης αποτελεί την ιστορία της διαρκούς αύξησης της έμφασης που δίνεται στις λανθάνουσες δυνατότητες σε βάρος των τρεχουσών (έμφαση στο πώς της μαθησιακής διαδικασίας και όχι στο τι).
Αντίθετα με όλες εκείνες τις κοινωνίες που νομιμοποιούνται από το παρελθόν («κοινωνίες μαθητείας»), οι κοινωνίες που στρέφονται στο μέλλον εστιάζουν στο παιδί και αναγνωρίζουν της σημασίας του κοινωνικού του ρόλου.
Πού βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα; Το μέλλον είναι άγνωστο, απρόβλεπτο και μη προκαθορισμένο στη μετά τις ιδεολογίες κοινωνία. Ιδεολογίες ήταν η τελευταία μορφή που έλαβε το θρησκευτικό. Ζούμε σ’ ένα σύστημα αιώνιο (με την έννοια ότι στηρίζεται σε απρόσωπους θεσμούς που είναι πρωτοτυπία της Δύσης και μπορούν ν’ αναπαράγονται ατελεύτητα) και απείρως τελειοποιήσιμο μέσα από την αέναη αλλαγή. Όσο για το δομικό σχήμα της θρησκευτικής εμπειρίας, αυτό παραμένει μαζί μας υπό άλλη μορφή: συγκεκριμένα, αποκρυσταλλώνεται στη σκέψη, το φαντασιακό, καθώς και τον τρόπο που συλλαμβάνουμε τον εαυτό μας. Και η τέχνη είναι η συνέχεια του Ιερού (όπως το ορίζει ο Ρούντολφ Ότο) με άλλα μέσα. Το σχήμα του Γκοσέ μοιάζει να απολήγει σε μια εγελιανή ουτοπία διαρκούς προόδου. Βέβαια θα μπορούσαν να ισχύουν όλα τα παραπάνω και συγχρόνως να βρισκόμαστε χωρίς να το συνειδητοποιούμε μέσα σε μια δυστοπία σαν αυτή που περιγράφεται στο μυθιστόρημα Θαυμαστός καινούργιος κόσμος, και μάλλον κάπως έτσι το φανταζόταν ο Χάξλεϊ. Στο τελευταίο κεφάλαιο, λοιπόν, ο Γκοσέ αποκαλύπτει τις σκοτεινές πτυχές αυτής της κατάστασης:
«Είμαστε εφεξής καταδικασμένοι να ζούμε στερημένοι νοήματος, απογυμνωμένοι και μέσα στην αγωνία αυτό από το οποίο, από τότε που άνθισε η ανθρώπινη περιπέτεια, η χάρις των θεών μας μας είχε απαλλάξει; Τώρα, επαφίεται στον καθένα να επεξεργαστεί τις δικές του απαντήσεις». (σ. 429).
Έτσι, οι προβληματισμοί των δύο βιβλίων συναντώνται ξανά, προβάλλοντας τις μορφές που μπορεί να λάβει μια ζωή σε έναν δίχως Θεό κόσμο.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου