Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (917-976)

ΧΟ. δεινὸν τὸ τίκτειν καὶ φέρει φίλτρον μέγα
πᾶσίν τε κοινόν ὥσθ᾽ ὑπερκάμνειν τέκνων.
ΑΧ. ὑψηλόφρων μοι θυμὸς αἴρεται πρόσω·
920 ἐπίσταμαι δὲ τοῖς κακοῖσί τ᾽ ἀσχαλᾶν
μετρίως τε χαίρειν τοῖσιν ἐξωγκωμένοις.
λελογισμένοι γὰρ οἱ τοιοίδ᾽ εἰσὶν βροτῶν
ὀρθῶς διαζῆν τὸν βίον γνώμης μέτα.
ἔστιν μὲν οὖν ἵν᾽ ἡδὺ μὴ λίαν φρονεῖν,
925 ἔστιν δὲ χὥπου χρήσιμον γνώμην ἔχειν.
ἐγὼ δ᾽, ἐν ἀνδρὸς εὐσεβεστάτου τραφεὶς
Χείρωνος, ἔμαθον τοὺς τρόπους ἁπλοῦς ἔχειν.
καὶ τοῖς Ἀτρείδαις, ἢν μὲν ἡγῶνται καλῶς,
πεισόμεθ᾽, ὅταν δὲ μὴ καλῶς, οὐ πείσομαι.
930 ἀλλ᾽ ἐνθάδ᾽ ἐν Τροίᾳ τ᾽ ἐλευθέραν φύσιν
παρέχων, Ἄρη τὸ κατ᾽ ἐμὲ κοσμήσω δορί.
σὲ δ᾽, ὦ παθοῦσα σχέτλια πρὸς τῶν φιλτάτων,
ἃ δὴ κατ᾽ ἄνδρα γίγνεται νεανίαν,
τοσοῦτον οἶκτον περιβαλὼν καταστελῶ,
935 κοὔποτε κόρη σὴ πρὸς πατρὸς σφαγήσεται,
ἐμὴ φατισθεῖσ᾽· οὐ γὰρ ἐμπλέκειν πλοκὰς
ἐγὼ παρέξω σῷ πόσει τοὐμὸν δέμας.
τοὔνομα γάρ, εἰ καὶ μὴ σίδηρον ἤρατο,
τοὐμὸν φονεύσει παῖδα σήν. τὸ δ᾽ αἴτιον
940 πόσις σός· ἁγνὸν δ᾽ οὐκέτ᾽ ἐστὶ σῶμ᾽ ἐμόν,
εἰ δι᾽ ἔμ᾽ ὀλεῖται διά τε τοὺς ἐμοὺς γάμους
ἡ δεινὰ τλᾶσα κοὐκ ἀνεκτὰ παρθένος,
θαυμαστὰ δ᾽ ὡς ἀνάξι᾽ ἠτιμασμένη.
ἐγὼ κάκιστος ἦν ἄρ᾽ Ἀργείων ἀνήρ,
945 ἐγὼ τὸ μηδέν, Μενέλεως δ᾽ ἐν ἀνδράσιν,
ὡς οὐχὶ Πηλέως, ἀλλ᾽ ἀλάστορος γεγώς,
εἴπερ φονεύει τοὐμὸν ὄνομα σῷ πόσει.
μὰ τὸν δι᾽ ὑγρῶν κυμάτων τεθραμμένον
Νηρέα, φυτουργὸν Θέτιδος ἥ μ᾽ ἐγείνατο,
950 οὐχ ἅψεται σῆς θυγατρὸς Ἀγαμέμνων ἄναξ,
οὐδ᾽ εἰς ἄκραν χεῖρ᾽, ὥστε προσβαλεῖν πέπλοις·
ἢ Σίπυλος ἔσται πόλις, ὅρισμα βαρβάρων,
ὅθεν πεφύκασ᾽ οἱ στρατηλάται γένος,
Φθίας δὲ τοὔνομ᾽ οὐδαμοῦ κεκλήσεται.
955 πικροὺς δὲ προχύτας χέρνιβάς τ᾽ ἀνάξεται
Κάλχας ὁ μάντις. τίς δὲ μάντις ἔστ᾽ ἀνήρ,
ὃς ὀλίγ᾽ ἀληθῆ, πολλὰ δὲ ψευδῆ λέγει
τυχών· ὅταν δὲ μὴ τύχῃ, διοίχεται;
οὐ τῶν γάμων ἕκατι —μυρίαι κόραι
960 θηρῶσι λέκτρον τοὐμόν— εἴρηται τόδε·
ἀλλ᾽ ὕβριν ἐς ἡμᾶς ὕβρισ᾽ Ἀγαμέμνων ἄναξ.
χρῆν δ᾽ αὐτὸν αἰτεῖν τοὐμὸν ὄνομ᾽ ἐμοῦ πάρα,
θήραμα παιδός· ἡ Κλυταιμήστρα δ᾽ ἐμοὶ
μάλιστ᾽ ἐπείσθη θυγατέρ᾽ ἐκδοῦναι πόσει.
965 ἔδωκά τἂν Ἕλλησιν, εἰ πρὸς Ἴλιον
ἐν τῷδ᾽ ἔκαμνε νόστος· οὐκ ἠρνούμεθ᾽ ἂν
τὸ κοινὸν αὔξειν ὧν μέτ᾽ ἐστρατευόμην.
νῦν δ᾽ οὐδέν εἰμι παρά γε τοῖς στρατηλάταις
ἐν εὐμαρεῖ με δρᾶν τε καὶ μὴ δρᾶν καλῶς.
970 τάχ᾽ εἴσεται σίδηρος, ὃν πρὶν ἐς Φρύγας
ἐλθεῖν, †φόνου κηλῖσιν αἵματι† χρανῶ,
εἴ τίς με τὴν σὴν θυγατέρ᾽ ἐξαιρήσεται.
ἀλλ᾽ ἡσύχαζε· θεὸς ἐγὼ πέφηνά σοι
μέγιστος, οὐκ ὤν· ἀλλ᾽ ὅμως γενήσομαι.
975 ΧΟ. ἔλεξας, ὦ παῖ Πηλέως, σοῦ τ᾽ ἄξια
καὶ τῆς ἐναλίας δαίμονος, σεμνῆς θεοῦ.

***
ΚΟΡ. Μεγάλο πράμα να είσαι μάνα· αγάπη
τόσο βαθιά αυτό δίνει σε όλες, ώστε
κάνουν κάθε θυσία για τα παιδιά τους.
ΑΧΙ. Περήφανη, ψηλά η ψυχή μου ορμάει·
920 στις δυστυχίες ωστόσο, με το μέτρο
ξέρω ν᾽ αγαναχτώ, και πάλι το ίδιο
στις ευτυχίες να χαίρομαι. Κανόνα
σωστό ακλουθούν όσοι άνθρωποι μου μοιάζουν:
στοχαστικά περνούνε τη ζωή τους.
Είναι στιγμές που είναι γλυκό να λείπει
παραπανίσια φρόνηση, άλλες πάλι
που ο στοχασμός μάς χρειάζεται. Κοντά
σε θεοφοβούμενο άνθρωπο, το Χείρωνα,
εγώ έχω ανατραφεί, κι έτσι έχω μάθει
τρόπους απλούς. Καλά αν θα κυβερνούνε
οι Ατρείδες, θα υπακούω· αν όμως όχι,
δε θα υπακούω. Κι εδώ μα και στην Τροία,
930 όσο για με, θα υπηρετώ με τα όπλα
σαν άνθρωπος ελεύθερος τον Άρη.
Εσέ, που οι φίλτατοί σου σού έχουν τόσο
σκληρά φερθεί, με τη δική μου —ως πρέπει
σ᾽ ένα γενναίο— συμπόνια θα τυλίξω,
και ποτέ την κοπέλα σου ο γονιός της,
δική μου αφού την είπαν, δε θα σφάξει·
στον άντρα σου δε δίνω τον εαυτό μου
δολοπλοκίες να κάνει· τ᾽ όνομά μου
της κόρης σου φονιάς θα γίνει τότε,
κι ας μην πήρε μαχαίρι. Ο αίτιος βέβαια
940 είν᾽ ο άντρας σου· και το κορμί μου ωστόσο
δε θα ᾽ναι αγνό, αν χαθεί για με, για γάμο
μ᾽ εμένα η κόρη αυτή, που της ορίζουν
πάθη φριχτά, ανυπόφορα, και τέτοια
της κάνουν προσβολή, που δεν της πρέπει.
Θα ᾽μουν εγώ ο πιο πρόστυχος Αργείος,
θα ᾽μουν εγώ ένα τίποτα —ο Μενέλαος
για άντρας θα πέρναε τότε— ως να μην είχα
γονιό μου τον Πηλέα παρά κανένα
δαίμονα του κακού, αν φονιάς θα γίνει,
για χατίρι του αντρός σου, τ᾽ όνομά μου.
Μά το Νηρέα, το θρέμμα των κυμάτων,
που ᾽ναι ο γονιός της μάνας μου της Θέτης,
950 ούτε και με του δάχτυλου την άκρη
την κόρη σου, της κόρης σου τους πέπλους
ο αφέντης ο Αγαμέμνονας θ᾽ αγγίξει.
Αλλιώς, για πολιτεία θα λογαριάζουν
τη Σίπυλο, στα μέρη των βαρβάρων,
που κείθε οι στρατηγοί γενοκρατιούνται,
και τ᾽ όνομα της Φθίας θα το ξεγράψουν.
Και τ᾽ αγιοκρίθι κι ο αγιασμός, που ο Κάλχας
ο μαντολόγος θα σηκώνει, θα είναι
πικρά γι᾽ αυτόν. Τί μάντης δα είναι κιόλας
ένας που, αν τύχει, λίγες λέει αλήθειες
και ψέματα πολλά, κι αν δεν πετύχει,
κάνει φτερά και φεύγει; Αυτό δεν το είπα
960 για την παντρειά, —χιλιάδες με γυρεύουν—
μα ο βασιλιάς βαριά μ᾽ έχει προσβάλει.
Έπρεπε τ᾽ όνομά μου, για παγίδα
του κοριτσιού, από με να το ζητήσει·
η Κλυταιμήστρα πείστηκε προπάντων,
γιατί σ᾽ εμένα θα ᾽δινε την κόρη.
Στους Έλληνες δε θα ᾽λεγα όχι, ανίσως
σκόνταφτε αυτού της Τροίας η εκστρατεία·
για το κοινό καλό εκεινών, που βγήκα
στον πόλεμο μαζί τους, δε θ᾽ αρνιόμουν
κάτι να δώσω. Τώρα ειμ᾽ ένα τίποτα,
κι οι στρατηγοί ειν᾽ αφέντες να μου κάνουν
κακό ή να μη μου κάνουν, όπως θέλουν.
970 Σε λίγο το σπαθί, που, πριν να πάω
στην Τροία, θα το ματώσω, αυτό θα ξέρει
την κόρη σου αν κανένας θα μου πάρει.
Ησύχασε· τρανός θεός για σένα
προβάλλω εγώ· δεν είμαι, αλλά θα γίνω.
ΚΟΡ. Αντάξια σου τα λόγια σου, Αχιλλέα,
και της θαλασσινής σεβάσμιας θεάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου