ΦΑ. τάλανες ὦ κακοτυχεῖς [ἀντ.]
γυναικῶν πότμοι·
670 τίν᾽ ἢ νῦν τέχναν ἔχομεν ἢ λόγον
σφαλεῖσαι κάθαμμα λύειν λόγου;
ἐτύχομεν δίκας. ἰὼ γᾶ καὶ φῶς·
πᾶι ποτ᾽ ἐξαλύξω τύχας;
πῶς δὲ πῆμα κρύψω, φίλαι;
675 τίς ἂν θεῶν ἀρωγὸς ἢ τίς ἂν βροτῶν
πάρεδρος ἢ ξυνεργὸς ἀδίκων ἔργων
φανείη; τὸ γὰρ παρ᾽ ἡμῖν πάθος
πέραν δυσεκπέρατον ἔρχεται βίου.
κακοτυχεστάτα γυναικῶν ἐγώ.
680 ΧΟ. φεῦ φεῦ, πέπρακται, κοὐ κατώρθωνται τέχναι,
δέσποινα, τῆς σῆς προσπόλου, κακῶς δ᾽ ἔχει.
ΦΑ. ὦ παγκακίστη καὶ φίλων διαφθορεῦ,
οἷ᾽ εἰργάσω με. Ζεύς σε γεννήτωρ ἐμὸς
πρόρριζον ἐκτρίψειεν οὐτάσας πυρί.
685 οὐκ εἶπον, οὐ σῆς προυνοησάμην φρενός,
σιγᾶν ἐφ᾽ οἷσι νῦν ἐγὼ κακύνομαι;
σὺ δ᾽ οὐκ ἀνέσχου· τοιγὰρ οὐκέτ᾽ εὐκλεεῖς
θανούμεθ᾽. ἀλλὰ δεῖ με δὴ καινῶν λόγων·
οὗτος γὰρ ὀργῆι συντεθηγμένος φρένας
690 ἐρεῖ καθ᾽ ἡμῶν πατρὶ σὰς ἁμαρτίας,
ἐρεῖ δὲ Πιτθεῖ τῶι γέροντι συμφοράς,
πλήσει τε πᾶσαν γαῖαν αἰσχίστων λόγων.
ὄλοιο καὶ σὺ χὤστις ἄκοντας φίλους
πρόθυμός ἐστι μὴ καλῶς εὐεργετεῖν.
695 ΤΡ. δέσποιν᾽, ἔχεις μὲν τἀμὰ μέμψασθαι κακά,
τὸ γὰρ δάκνον σου τὴν διάγνωσιν κρατεῖ·
ἔχω δὲ κἀγὼ πρὸς τάδ᾽, εἰ δέξηι, λέγειν.
ἔθρεψά σ᾽ εὔνους τ᾽ εἰμί· τῆς νόσου δέ σοι
ζητοῦσα φάρμαχ᾽ ηὗρον οὐχ ἁβουλόμην.
700 εἰ δ᾽ εὖ γ᾽ ἔπραξα, κάρτ᾽ ἂν ἐν σοφοῖσιν ἦ·
πρὸς τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα.
ΦΑ. ἦ γὰρ δίκαια ταῦτα κἀξαρκοῦντά μοι,
τρώσασαν ἡμᾶς εἶτα συγχωρεῖν λόγοις;
ΤΡ. μακρηγοροῦμεν· οὐκ ἐσωφρόνουν ἐγώ.
705 ἀλλ᾽ ἔστι κἀκ τῶνδ᾽ ὥστε σωθῆναι, τέκνον.
***
ΦΑΙ. Ω μοίρα εσύ κακόβουλη
τω γυναικών, αβάσταγη.
670 Με τέχνη ποιά ή με ξόρκια
θα λύσουμε τον κόμπο αυτόν
της αμαρτίας και του κακού;
Τώρα ο θεός μάς τιμωρεί!
Χαίρετε γης και φως του Ηλιού!
Πούθε και πώς να γλίτωνα
απ᾽ το κακό που μ᾽ ήβρε!
Πού να κρυφτώ; Ποιός άνθρωπος
ή ποιός θεός θα με συντρέξει
στον ξεπεσμό μου; Τώρα δε βαστιέται
τέτοια ζωή! Κι αλίμονο σε μένα!
680 ΚΟΡ. Πωπώ, κυρά μου! Οι πονηριές της νένας
αποτύχανε! Τώρα τα ᾽χεις άσκημα!
ΦΑΙ. (στην Τροφό)
Κακούργα εσύ, χαλάστρα των δικώ σου,
τί μου ᾽κανες; Άμποτε ο Δίας γενάρχης μου
να σ᾽ έκαιγε μ᾽ αστροπελέκι, στάχτη.
Δε στό ειχα πει, για να προλάβω η δόλια
τη βουλή σου, να μη σου φύγει λέξη
για όσα τώρα να κοκκινίζω μ᾽ έκανες;
Μα εσύ δεν εκρατήθης κι έτσι τώρα
ατιμασμένη θα πεθάνω. Πρέπει
να σοφιστώ καινούργια σκέδια τώρα.
Ο νιος απ᾽ το θυμό του φρενιασμένος
με το δικό σου σφάλμα, στον πατέρα του
690 τη δική μου ντροπή θα μαρτυρήσει.
Θα τα πει και στο γέροντα Πιτθέα
και θα γεμίσει σούσουρ᾽ όλ᾽ η χώρα!
Καταραμένη να ᾽σαι κι όποιος άλλος
θέλει καλό στους φίλους του να κάνει,
χωρίς να θέλουν, και τους χαντακώσει!
ΤΡΟ. Έχεις δίκιο, κυρά, να κατακρίνεις
το φταίξιμό μου. Η λύπη σού θολώνει
το μυαλό. Κι όμως έχω δίκιο, αν θέλεις
κι εγώ ν᾽ αντιμιλήσω. Εγώ σ᾽ ανάθρεψα
και σ᾽ αγαπώ. Μα φάρμακο ζητώντας
της αρρώστιας σου, βρήκα ό,τι δεν ήθελα.
700 Αν πετύχαινα, τότε θα με λόγιαζες
άξιαν πολύ! Κι έτσι είναι: απ᾽ τ᾽ αποτέλεσμα
κρίνονται πάντα οι πράξες των ανθρώπων.
ΦΑΙ. Αυτά δε με ησυχάζουν. Κι είναι δίκιο
ν᾽ αντιμιλάς, αφού με καταπλήγωσες;
ΤΡΟ. Πολυλογούμε! Κι αν καλά δε φέρθηκα,
όμως υπάρχει ακόμα σωτηρία.
γυναικῶν πότμοι·
670 τίν᾽ ἢ νῦν τέχναν ἔχομεν ἢ λόγον
σφαλεῖσαι κάθαμμα λύειν λόγου;
ἐτύχομεν δίκας. ἰὼ γᾶ καὶ φῶς·
πᾶι ποτ᾽ ἐξαλύξω τύχας;
πῶς δὲ πῆμα κρύψω, φίλαι;
675 τίς ἂν θεῶν ἀρωγὸς ἢ τίς ἂν βροτῶν
πάρεδρος ἢ ξυνεργὸς ἀδίκων ἔργων
φανείη; τὸ γὰρ παρ᾽ ἡμῖν πάθος
πέραν δυσεκπέρατον ἔρχεται βίου.
κακοτυχεστάτα γυναικῶν ἐγώ.
680 ΧΟ. φεῦ φεῦ, πέπρακται, κοὐ κατώρθωνται τέχναι,
δέσποινα, τῆς σῆς προσπόλου, κακῶς δ᾽ ἔχει.
ΦΑ. ὦ παγκακίστη καὶ φίλων διαφθορεῦ,
οἷ᾽ εἰργάσω με. Ζεύς σε γεννήτωρ ἐμὸς
πρόρριζον ἐκτρίψειεν οὐτάσας πυρί.
685 οὐκ εἶπον, οὐ σῆς προυνοησάμην φρενός,
σιγᾶν ἐφ᾽ οἷσι νῦν ἐγὼ κακύνομαι;
σὺ δ᾽ οὐκ ἀνέσχου· τοιγὰρ οὐκέτ᾽ εὐκλεεῖς
θανούμεθ᾽. ἀλλὰ δεῖ με δὴ καινῶν λόγων·
οὗτος γὰρ ὀργῆι συντεθηγμένος φρένας
690 ἐρεῖ καθ᾽ ἡμῶν πατρὶ σὰς ἁμαρτίας,
ἐρεῖ δὲ Πιτθεῖ τῶι γέροντι συμφοράς,
πλήσει τε πᾶσαν γαῖαν αἰσχίστων λόγων.
ὄλοιο καὶ σὺ χὤστις ἄκοντας φίλους
πρόθυμός ἐστι μὴ καλῶς εὐεργετεῖν.
695 ΤΡ. δέσποιν᾽, ἔχεις μὲν τἀμὰ μέμψασθαι κακά,
τὸ γὰρ δάκνον σου τὴν διάγνωσιν κρατεῖ·
ἔχω δὲ κἀγὼ πρὸς τάδ᾽, εἰ δέξηι, λέγειν.
ἔθρεψά σ᾽ εὔνους τ᾽ εἰμί· τῆς νόσου δέ σοι
ζητοῦσα φάρμαχ᾽ ηὗρον οὐχ ἁβουλόμην.
700 εἰ δ᾽ εὖ γ᾽ ἔπραξα, κάρτ᾽ ἂν ἐν σοφοῖσιν ἦ·
πρὸς τὰς τύχας γὰρ τὰς φρένας κεκτήμεθα.
ΦΑ. ἦ γὰρ δίκαια ταῦτα κἀξαρκοῦντά μοι,
τρώσασαν ἡμᾶς εἶτα συγχωρεῖν λόγοις;
ΤΡ. μακρηγοροῦμεν· οὐκ ἐσωφρόνουν ἐγώ.
705 ἀλλ᾽ ἔστι κἀκ τῶνδ᾽ ὥστε σωθῆναι, τέκνον.
***
ΦΑΙ. Ω μοίρα εσύ κακόβουλη
τω γυναικών, αβάσταγη.
670 Με τέχνη ποιά ή με ξόρκια
θα λύσουμε τον κόμπο αυτόν
της αμαρτίας και του κακού;
Τώρα ο θεός μάς τιμωρεί!
Χαίρετε γης και φως του Ηλιού!
Πούθε και πώς να γλίτωνα
απ᾽ το κακό που μ᾽ ήβρε!
Πού να κρυφτώ; Ποιός άνθρωπος
ή ποιός θεός θα με συντρέξει
στον ξεπεσμό μου; Τώρα δε βαστιέται
τέτοια ζωή! Κι αλίμονο σε μένα!
680 ΚΟΡ. Πωπώ, κυρά μου! Οι πονηριές της νένας
αποτύχανε! Τώρα τα ᾽χεις άσκημα!
ΦΑΙ. (στην Τροφό)
Κακούργα εσύ, χαλάστρα των δικώ σου,
τί μου ᾽κανες; Άμποτε ο Δίας γενάρχης μου
να σ᾽ έκαιγε μ᾽ αστροπελέκι, στάχτη.
Δε στό ειχα πει, για να προλάβω η δόλια
τη βουλή σου, να μη σου φύγει λέξη
για όσα τώρα να κοκκινίζω μ᾽ έκανες;
Μα εσύ δεν εκρατήθης κι έτσι τώρα
ατιμασμένη θα πεθάνω. Πρέπει
να σοφιστώ καινούργια σκέδια τώρα.
Ο νιος απ᾽ το θυμό του φρενιασμένος
με το δικό σου σφάλμα, στον πατέρα του
690 τη δική μου ντροπή θα μαρτυρήσει.
Θα τα πει και στο γέροντα Πιτθέα
και θα γεμίσει σούσουρ᾽ όλ᾽ η χώρα!
Καταραμένη να ᾽σαι κι όποιος άλλος
θέλει καλό στους φίλους του να κάνει,
χωρίς να θέλουν, και τους χαντακώσει!
ΤΡΟ. Έχεις δίκιο, κυρά, να κατακρίνεις
το φταίξιμό μου. Η λύπη σού θολώνει
το μυαλό. Κι όμως έχω δίκιο, αν θέλεις
κι εγώ ν᾽ αντιμιλήσω. Εγώ σ᾽ ανάθρεψα
και σ᾽ αγαπώ. Μα φάρμακο ζητώντας
της αρρώστιας σου, βρήκα ό,τι δεν ήθελα.
700 Αν πετύχαινα, τότε θα με λόγιαζες
άξιαν πολύ! Κι έτσι είναι: απ᾽ τ᾽ αποτέλεσμα
κρίνονται πάντα οι πράξες των ανθρώπων.
ΦΑΙ. Αυτά δε με ησυχάζουν. Κι είναι δίκιο
ν᾽ αντιμιλάς, αφού με καταπλήγωσες;
ΤΡΟ. Πολυλογούμε! Κι αν καλά δε φέρθηκα,
όμως υπάρχει ακόμα σωτηρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου