Ο φιλόδοξος είναι ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο. Εμείς όμως εκπαιδεύουμε τα παιδιά να είναι φιλόδοξα: «Να είσαι ο πρώτος, να φτάσεις στην κορυφή και τότε θα είσαι ευτυχισμένος!».
Έχεις δει εσύ ποτέ κάποιον που να βρίσκεται στην κορυφή, να είναι ταυτόχρονα και ευτυχισμένος;
Ήταν ευτυχισμένος ο Αλέξανδρος ο Μέγας, όταν έγινε κατακτητής τού κόσμου; Ήταν ένας από τους πιο δυστυχισμένους ανθρώπους που έζησαν ποτέ πάνω στη γη. Βλέποντας την ευδαιμονία του Διογένη, ζήλεψε. Να ζηλεύει ένα ζητιάνο;
Ο Διογένης ήταν ζητιάνος. Δεν είχε τίποτα – ούτε καν μια κούπα για να ζητιανεύει φαγητό. Τουλάχιστον ο Βούδας είχε μια κούπα και τρεις ρόμπες. Ο Διογένης ήταν γυμνός. Κάποτε είχε μια κούπα.
Βρισκόταν στην όχθη ενός ποταμού, διψούσε κι έβγαλε την κούπα του για να πάρει νερό, όταν είδε ένα σκύλο να πηδάει χαρούμενος μέσα στο ποτάμι, να πλένεται και να πίνει νερό.
Και τότε μπήκε στο νου του Διογένη η ιδέα: «Αυτός ο σκύλος είναι πιο ελεύθερος από μένα. Δεν χρειάζεται να κουβαλάει καμία κούπα μαζί του. Κι αν εκείνος μπορεί να τα καταφέρει χωρίς κούπα, γιατί να μην μπορώ να τα καταφέρω κι εγώ; Αυτή η κούπα είναι το μοναδικό πράγμα που έχω και πρέπει να προσέχω να μη μου την κλέψουν. Μερικές φορές, ακόμη και μέσα στη νύχτα ρίχνω μια ματιά, για να δω αν εξακολουθεί να βρίσκεται κοντά μου ή μου την έκλεψαν.» Πέταξε την κούπα στο ποτάμι και ευχαρίστησε το σκύλο για το σπουδαίο μήνυμα που του είχε φέρει από την ύπαρξη.
Ο Αλέξανδρος ζήλεψε αυτόν τον άνθρωπο, που δεν είχε απολύτως τίποτα. Πόσο δυστυχισμένος, πρέπει να ήταν.
Εξομολογήθηκε στον Διογένη: «Αν ποτέ μού δώσει ο Θεός την ευκαιρία, θα του ζητήσω να μη με κάνει Αλέξανδρο, να με κάνει Διογένη.»
Ο Διογένης γέλασε και του είπε: «Και γιατί θέλεις να γίνεις Διογένης στην επόμενη ζωή; Ποιος ξέρει για την επόμενη ζωή; Γιατί το αναβάλλεις; Ακόμη και η επόμενη μέρα είναι αβέβαιη, ακόμη και η επόμενη στιγμή είναι αβέβαιη. Αν θέλεις πραγματικά να είσαι Διογένης, μπορείς να γίνεις αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Πέταξε τα ρούχα σου στο ποτάμι και ξέχνα την κατάκτηση τού κόσμου. Αυτό είναι σκέτη ανοησία και το ξέρεις! Ξάπλωσε και λιάσου, όπως λιάζομαι κι εγώ. Υπάρχει αρκετός ήλιος και για τους δυο μας.»
Ο Αλέξανδρος βεβαίως δεν μπόρεσε να αποδεχθεί την πρόσκληση. Είπε: «Σ’ ευχαριστώ για την πρόσκληση, για την ώρα όμως δεν μπορώ να το κάνω. Ίσως στην επόμενη ζωή…»
Ο Διογένης τον ρώτησε: «Και τί θα κάνεις όταν θα έχεις κατακτήσει τον κόσμο;»
Ο Αλέξανδρος είπε: «Τότε θα ξαπλώσω κι εγώ και θα λιάζομαι.»
Ο Διογένης είπε: «Τότε, κάνε στην άκρη, γιατί μου κόβεις τον ήλιο. Εγώ είμαι ήδη ξαπλωμένος και θέλω να λιαστώ!»
Απλώς παρατήρησε τους ανθρώπους που έχουν πετύχει στον κόσμο και θα εγκαταλείψεις την ιδέα της επιτυχίας.
Έχεις δει εσύ ποτέ κάποιον που να βρίσκεται στην κορυφή, να είναι ταυτόχρονα και ευτυχισμένος;
Ήταν ευτυχισμένος ο Αλέξανδρος ο Μέγας, όταν έγινε κατακτητής τού κόσμου; Ήταν ένας από τους πιο δυστυχισμένους ανθρώπους που έζησαν ποτέ πάνω στη γη. Βλέποντας την ευδαιμονία του Διογένη, ζήλεψε. Να ζηλεύει ένα ζητιάνο;
Ο Διογένης ήταν ζητιάνος. Δεν είχε τίποτα – ούτε καν μια κούπα για να ζητιανεύει φαγητό. Τουλάχιστον ο Βούδας είχε μια κούπα και τρεις ρόμπες. Ο Διογένης ήταν γυμνός. Κάποτε είχε μια κούπα.
Βρισκόταν στην όχθη ενός ποταμού, διψούσε κι έβγαλε την κούπα του για να πάρει νερό, όταν είδε ένα σκύλο να πηδάει χαρούμενος μέσα στο ποτάμι, να πλένεται και να πίνει νερό.
Και τότε μπήκε στο νου του Διογένη η ιδέα: «Αυτός ο σκύλος είναι πιο ελεύθερος από μένα. Δεν χρειάζεται να κουβαλάει καμία κούπα μαζί του. Κι αν εκείνος μπορεί να τα καταφέρει χωρίς κούπα, γιατί να μην μπορώ να τα καταφέρω κι εγώ; Αυτή η κούπα είναι το μοναδικό πράγμα που έχω και πρέπει να προσέχω να μη μου την κλέψουν. Μερικές φορές, ακόμη και μέσα στη νύχτα ρίχνω μια ματιά, για να δω αν εξακολουθεί να βρίσκεται κοντά μου ή μου την έκλεψαν.» Πέταξε την κούπα στο ποτάμι και ευχαρίστησε το σκύλο για το σπουδαίο μήνυμα που του είχε φέρει από την ύπαρξη.
Ο Αλέξανδρος ζήλεψε αυτόν τον άνθρωπο, που δεν είχε απολύτως τίποτα. Πόσο δυστυχισμένος, πρέπει να ήταν.
Εξομολογήθηκε στον Διογένη: «Αν ποτέ μού δώσει ο Θεός την ευκαιρία, θα του ζητήσω να μη με κάνει Αλέξανδρο, να με κάνει Διογένη.»
Ο Διογένης γέλασε και του είπε: «Και γιατί θέλεις να γίνεις Διογένης στην επόμενη ζωή; Ποιος ξέρει για την επόμενη ζωή; Γιατί το αναβάλλεις; Ακόμη και η επόμενη μέρα είναι αβέβαιη, ακόμη και η επόμενη στιγμή είναι αβέβαιη. Αν θέλεις πραγματικά να είσαι Διογένης, μπορείς να γίνεις αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Πέταξε τα ρούχα σου στο ποτάμι και ξέχνα την κατάκτηση τού κόσμου. Αυτό είναι σκέτη ανοησία και το ξέρεις! Ξάπλωσε και λιάσου, όπως λιάζομαι κι εγώ. Υπάρχει αρκετός ήλιος και για τους δυο μας.»
Ο Αλέξανδρος βεβαίως δεν μπόρεσε να αποδεχθεί την πρόσκληση. Είπε: «Σ’ ευχαριστώ για την πρόσκληση, για την ώρα όμως δεν μπορώ να το κάνω. Ίσως στην επόμενη ζωή…»
Ο Διογένης τον ρώτησε: «Και τί θα κάνεις όταν θα έχεις κατακτήσει τον κόσμο;»
Ο Αλέξανδρος είπε: «Τότε θα ξαπλώσω κι εγώ και θα λιάζομαι.»
Ο Διογένης είπε: «Τότε, κάνε στην άκρη, γιατί μου κόβεις τον ήλιο. Εγώ είμαι ήδη ξαπλωμένος και θέλω να λιαστώ!»
Απλώς παρατήρησε τους ανθρώπους που έχουν πετύχει στον κόσμο και θα εγκαταλείψεις την ιδέα της επιτυχίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου