ΙΒ'. ΑΚΑΙΡΙΑΣ
[12.1] [Ἡ μὲν οὖν ἀκαιρία ἐστὶν ἐπίτευξις ‹χρόνου› λυποῦσα τοὺς ἐντυγχάνοντας,]
[12.2] ὁ δὲ ἄκαιρος τοιοῦτός τις, οἷος ἀσχολουμένῳ προσελθὼν ἀνακοινοῦσθαι.
[12.3] καὶ πρὸς τὴν αὑτοῦ ἐρωμένην κωμάζειν πυρέττουσαν.
[12.4] καὶ δίκην ὠφληκότα ἐγγύης προσελθὼν κελεῦσαι αὑτὸν ἀναδέξασθαι.
[12.5] καὶ μαρτυρήσων παρεῖναι τοῦ πράγματος ἤδη κεκριμένου.
[12.6] καὶ κεκλημένος εἰς γάμους τοῦ γυναικείου γένους κατηγορεῖν.
[12.7] καὶ ἐκ μακρᾶς ὁδοῦ ἥκοντα ἄρτι παρακαλεῖν εἰς περίπατον.
[12.8] δεινὸς δὲ καὶ προσάγειν ὠνητὴν πλείω διδόντα ἤδη πεπρακότι.
[12.9] καὶ ἀκηκοότας καὶ μεμαθηκότας ἀνίστασθαι ἐξ ἀρχῆς διδάσκων.
[12.10] καὶ προθύμως δὲ ἐπιμεληθῆναι, ἃ μὴ βούλεταί τις γενέσθαι, αἰσχύνεται δὲ ἀπείπασθαι. [12.11] καὶ θύοντας καὶ ἀναλίσκοντας ἥκειν τόκον ἀπαιτήσων.
[12.12] καὶ μαστιγουμένου οἰκέτου παρεστὼς διηγεῖσθαι ὅτι καὶ αὑτοῦ ποτε παῖς οὕτω πληγὰς λαβὼν ἀπήγξατο.
[12.13] καὶ παρὼν διαίτῃ συγκρούειν, ἀμφοτέρων βουλομένων διαλύεσθαι.
[12.14] καὶ ὀρχησόμενος ἅψασθαι ἑτέρου μηδέπω μεθύοντος.
***
12. Ο ΑΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΟΣ
[12.1] [Έλλειψη συγχρονισμού είναι η επιλογή χρονικής στιγμής, που ενοχλεί εκείνους που συναντώνται (με τον ασυγχρόνιστο),]
[12.2] ενώ ο ασυγχρόνιστος το είδος του ανθρώπου, ο οποίος έρχεται να ζητήσει συμβουλές, την ώρα που κάποιος είναι απασχολημένος.
[12.3] Στην ερωμένη του κάνει καντάδα, ενώ αυτή έχει πυρετό.
[12.4] Πηγαίνει σε κάποιον που μόλις έχασε κάποια υπόθεση εγγύησης και τον παρακαλεί να εγγυηθεί και γι᾽ αυτόν.
[12.5] Όταν είναι να καταθέσει ως μάρτυρας στο δικαστήριο, προσέρχεται σε χρόνο κατά τον οποίο η υπόθεση έχει ήδη κριθεί.
[12.6] Όταν είναι καλεσμένος σε γάμο, αυτός κατηγορεί το γένος των γυναικών.
[12.7] Προσκαλεί σε περίπατο κάποιον, ο οποίος μόλις έχει φτάσει μετά από μακρά οδοιπορία.
[12.8] Είναι ικανός να φέρει αγοραστή που δίνει περισσότερα χρήματα σε κάποιον, ο οποίος έχει ήδη πουλήσει το εμπόρευμά του.
[12.9] Σηκώνεται και προσπαθεί να διαφωτίσει πάλι από την αρχή ανθρώπους που έχουν ήδη ακούσει και κατανοήσει κάποια υπόθεση.
[12.10] Είναι πρόθυμος να φροντίσει για τη διεκπεραίωση κάποιας υπόθεσης, για την οποία ο άλλος δεν επιθυμεί να έρθει εις πέρας, ντρέπεται όμως και να το αρνηθεί.
[12.11] Έρχεται και ζητά τον τόκο, την ώρα που οι άλλοι κάνουν θυσία κι έχουν έξοδα.
[12.12] Όταν μαστιγώνουν κάποιον δούλο, αυτός στέκεται δίπλα και αναφέρει ότι και ένας δικός του δούλος, όταν μαστιγώθηκε κάποτε με τον ίδιο τρόπο, πήγε και κρεμάστηκε.
[12.13] Όταν παρευρίσκεται σε κάποια υπόθεση διαιτησίας, κάνει τους αντιδίκους να έρθουν σε σύγκρουση μεταξύ τους, ενώ και οι δύο πλευρές είχαν την πρόθεση να συμφιλιωθούν.
[12.14] Όταν θέλει να χορέψει, προσκολλάται σε κάποιον που δεν έχει ακόμη μεθύσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου