Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἑλένη (1512-1540)

ΑΓ. ἄναξ, τὰ κάκιστ᾽ ἐν δόμοις ηὑρήκαμεν·
ὡς καίν᾽ ἀκούσηι πήματ᾽ ἐξ ἐμοῦ τάχα.
ΘΕ. τί δ᾽ ἔστιν; ΑΓ. ἄλλης ἐκπόνει μνηστεύματα
1515 γυναικός· Ἑλένη γὰρ βέβηκ᾽ ἔξω χθονός.
ΘΕ. πτεροῖσιν ἀρθεῖσ᾽ ἢ πεδοστιβεῖ ποδί;
ΑΓ. Μενέλαος αὐτὴν ἐκπεπόρθμευται χθονός,
ὃς αὐτὸς αὑτὸν ἦλθεν ἀγγέλλων θανεῖν.
ΘΕ. ὦ δεινὰ λέξας· τίς δέ νιν ναυκληρία
1520 ἐκ τῆσδ᾽ ἀπῆρε χθονός; ἄπιστα γὰρ λέγεις.
ΑΓ. ἥν γε ξένωι δίδως σύ· τοὺς δὲ σοὺς ἑλὼν
ναύτας βέβηκεν, ὡς ἂν ἐν βραχεῖ μάθηις.
ΘΕ. πῶς; εἰδέναι πρόθυμος· οὐ γὰρ ἐλπίδων
ἔσω βέβηκε μίαν ὑπερδραμεῖν χέρα
1525 τοσούσδε ναύτας ὧν ἀπεστάλης μέτα.
ΑΓ. ἐπεὶ λιποῦσα τούσδε βασιλείους δόμους
ἡ τοῦ Διὸς παῖς πρὸς θάλασσαν ἐστάλη,
σοφώταθ᾽ ἁβρὸν πόδα τιθεῖσ᾽ ἀνέστενεν
πόσιν πέλας παρόντα κοὐ τεθνηκότα.
1530 ὡς δ᾽ ἤλθομεν σῶν περίβολον νεωρίων,
Σιδωνίαν ναῦν πρωτόπλουν καθείλκομεν
ζυγῶν τε πεντήκοντα κἀρετμῶν μέτρα
ἔχουσαν. ἔργου δ᾽ ἔργον ἐξημείβετο·
ὁ μὲν γὰρ ἱστόν, ὁ δὲ πλάτην καθίστατο
1535 †ταρσόν τε χειρὶ† λευκά θ᾽ ἱστί᾽ †εἰς ἓν ἦν†
πηδάλιά τε ζεύγλαισι παρακαθίετο.
κἀν τῶιδε μόχθωι, τοῦτ᾽ ἄρα σκοπούμενοι,
Ἕλληνες ἄνδρες Μενέλεωι ξυνέμποροι
προσῆλθον ἀκτὰς ναυφθόροις ἠσκημένοι
1540 πέπλοισιν, εὐειδεῖς μέν, αὐχμηροὶ δ᾽ ὁρᾶν.

***
(Ο Θεοκλύμενος βγαίνει από το παλάτι. Έρχεται ο δεύτερος αγγελιαφόρος.)
ΑΓΓ. Σε βρίσκω, αφέντη, για κακό μαντάτο·
παράξενα στ᾽ αλήθεια έργα θ᾽ ακούσεις.
ΘΕΟ. Τί τρέχει;
ΑΓΓ. Ψάξε να βρεις άλλη γυναίκα τώρα·
γιατί έφυγε απ᾽ τη χώρα πια η Ελένη.
ΘΕΟ. Πώς; Περπατώντας ή έβγαλε φτερούγες;
ΑΓΓ. Ο Μενέλαος την πήρε με καράβι·
αυτός που ήρθε και σου είπε τον χαμό του.
ΘΕΟ. Ω! λόγια φοβερά και απίστευτα. Όμως
1520 με τί πλεούμενο έχει αυτή ξεφύγει;
ΑΓΓ. Μ᾽ εκείνο που έδωσες στον ξένο· οι ναύτες,
για να το ξέρεις, ήτανε δικοί σου.
ΘΕΟ. Πώς; Θέλω να μάθω· δεν πιστεύω
να νίκησε ένας μόνο πλήθος ναύτες,
που πήγαν στον γιαλό μαζί με σένα.
ΑΓΓ. Αφήνοντας η Ελένη το παλάτι,
κατέβαινε στη θάλασσα με βήμα
βαρύ και αργό, τον άντρα της θρηνώντας
που ζωντανός κοντά της ήταν όμως.
1530 Σα φτάσαμε όλοι στο καραβοστάσι,
τραβήξαμε ένα πλοίο της Σιδώνας
μεγάλο κι αταξίδευτο, πενήντα
κουπιά, πενήντα πάγκους είχε. Τότε
πέσαμε στη δουλειά· κατάρτι ο ένας
στεριώνει, τα κουπιά προσδένουν άλλοι,
σιάζουν τ᾽ άσπρα πανιά και το τιμόνι
στη θέση του καλά το συναρμόζουν.
Κι ενώ δουλεύαμε έτσι, στ᾽ ακρογιάλι,
θαρρείς και αυτό περίμεναν, προβάλλουν
Έλληνες, του Μενέλαου συντρόφοι,
κουρέλια απ᾽ το ναυάγιο φορώντας,
1540 καλοί στην όψη, αλλά γεμάτοι λέρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου