Ο άνθρωπος έφτασε στο μαγαζί του σοφού, και του είπε:
«Έχω διαβάσει πολύ κι έχω βρεθεί με πολλούς ανθρώπους, σοφούς και φωτισμένους. Πιστεύω πως μπόρεσα να συγκρατήσω όλη αυτή τη γνώση που πέρασε απ΄ τα χέρια μου κι αυτή που οι δάσκαλοί μου μου άφησαν. Σήμερα πιστεύω ότι μόνο εσύ μπορείς να μου δείξεις τη συνέχεια. Είμαι βέβαιος ότι, αν με δεχτείς για μαθητή σου, μπορώ να συμπληρώσω αυτά που ξέρω με τα λίγα ή τα πολλά που μου λείπουν».
Ο δάσκαλος του είπε:
«Πάντα είμαι διατεθειμένος να μοιραστώ όσα ξέρω. Ας πιούμε λίγο τσάι πριν αρχίσουμε το πρώτο μας μάθημα».
Ο δάσκαλος σηκώθηκε κι έφερε δύο πανέμορφα πορσελάνινα φλιτζάνια μισογεμάτα με τσάι και μια χάλκινη κανατούλα, απ’ όπου άχνιζε το αρωματικό αφέψημα.
Ο μαθητής άρπαξε ένα από τα φλιτζάνια κι ο δάσκαλος έπιασε την τσαγιέρα και την έγειρε, για να προσθέσει τσάι στο φλιτζάνι του.
Το υγρό δεν άργησε να ανέβει ως το χείλος της πορσελάνης, αλλά ο δάσκαλος δεν έδειξε να το προσέχει. Ο δάσκαλος συνέχιζε να ρίχνει τσάι στο φλιτζάνι το οποίο, αφού ξεχείλισε και γέμισε το πιατάκι που κρατούσε ο μαθητής, άρχισε να στάζει και στο χαλί του μαγαζιού. Τότε ήταν που ο μαθητής πήρε το θάρρος να επιστήσει την προσοχή του δασκάλου:
«Δάσκαλε» του είπε, «μη ρίχνεις άλλο τσάι, το φλιτζάνι είναι γεμάτο, δε χωράει άλλο…»
Χαίρομαι που το προσέχεις,» είπε ο δάσκαλος, «στο φλιτζάνι δεν έχει χώρο γι΄ άλλο τσάι. Εσύ, έχεις χώρο γι’ αυτά που προσπαθείς να μάθεις μαζί μου;» και συνέχισε: «Αν είσαι διαθετειμένος να αφομοιώσεις πραγματικά ό,τι μάθεις, το φλυτζάνι σου, θα πρέπει να εγκαταλείπεις αυτό που γέμιζε το μυαλό σου, αυτό που γνωρίζεις, χωρίς καν να ξέρεις τι θα πάρει τη θέση του.»
«Έχω διαβάσει πολύ κι έχω βρεθεί με πολλούς ανθρώπους, σοφούς και φωτισμένους. Πιστεύω πως μπόρεσα να συγκρατήσω όλη αυτή τη γνώση που πέρασε απ΄ τα χέρια μου κι αυτή που οι δάσκαλοί μου μου άφησαν. Σήμερα πιστεύω ότι μόνο εσύ μπορείς να μου δείξεις τη συνέχεια. Είμαι βέβαιος ότι, αν με δεχτείς για μαθητή σου, μπορώ να συμπληρώσω αυτά που ξέρω με τα λίγα ή τα πολλά που μου λείπουν».
Ο δάσκαλος του είπε:
«Πάντα είμαι διατεθειμένος να μοιραστώ όσα ξέρω. Ας πιούμε λίγο τσάι πριν αρχίσουμε το πρώτο μας μάθημα».
Ο δάσκαλος σηκώθηκε κι έφερε δύο πανέμορφα πορσελάνινα φλιτζάνια μισογεμάτα με τσάι και μια χάλκινη κανατούλα, απ’ όπου άχνιζε το αρωματικό αφέψημα.
Ο μαθητής άρπαξε ένα από τα φλιτζάνια κι ο δάσκαλος έπιασε την τσαγιέρα και την έγειρε, για να προσθέσει τσάι στο φλιτζάνι του.
Το υγρό δεν άργησε να ανέβει ως το χείλος της πορσελάνης, αλλά ο δάσκαλος δεν έδειξε να το προσέχει. Ο δάσκαλος συνέχιζε να ρίχνει τσάι στο φλιτζάνι το οποίο, αφού ξεχείλισε και γέμισε το πιατάκι που κρατούσε ο μαθητής, άρχισε να στάζει και στο χαλί του μαγαζιού. Τότε ήταν που ο μαθητής πήρε το θάρρος να επιστήσει την προσοχή του δασκάλου:
«Δάσκαλε» του είπε, «μη ρίχνεις άλλο τσάι, το φλιτζάνι είναι γεμάτο, δε χωράει άλλο…»
Χαίρομαι που το προσέχεις,» είπε ο δάσκαλος, «στο φλιτζάνι δεν έχει χώρο γι΄ άλλο τσάι. Εσύ, έχεις χώρο γι’ αυτά που προσπαθείς να μάθεις μαζί μου;» και συνέχισε: «Αν είσαι διαθετειμένος να αφομοιώσεις πραγματικά ό,τι μάθεις, το φλυτζάνι σου, θα πρέπει να εγκαταλείπεις αυτό που γέμιζε το μυαλό σου, αυτό που γνωρίζεις, χωρίς καν να ξέρεις τι θα πάρει τη θέση του.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου