330 ΕΛ. φίλαι, λόγους ἐδεξάμαν·
βᾶτε βᾶτε δ᾽ ἐς δόμους,
ἀγῶνας ἐντὸς οἴκων
ὡς πύθησθε τοὺς ἐμούς.
ΧΟ. θέλουσαν οὔ με δὶς καλεῖς.
335 ΕΛ. ἰὼ μέλεος ἁμέρα.
τίν᾽ ἄρα τάλαινα τίνα λόγον
δακρυόεντ᾽ ἀκούσομαι;
ΧΟ. μὴ πρόμαντις ἀλγέων
προλάμβαν᾽, ὦ φίλα, γόους.
340 ΕΛ. τί μοι πόσις μέλεος ἔτλα;
πότερα δέρκεται φάος τέ-
θριππά θ᾽ ἁλίου κέλευθά τ᾽ ἀστέρων
ἢ ᾽ν νέκυσι κατὰ χθονὸς
345 τὰν χρόνιον ἔχει τύχαν;
ΧΟ. ἐς τὸ φέρτερον τίθει
τὸ μέλλον ὅτι γενήσεται.
ΕΛ. σὲ γὰρ ἐκάλεσα, σὲ δὲ κατόμοσα
τὸν ὑδρόεντι δόνακι χλωρὸν
350 Εὐρώταν, θανόντος
εἰ βάξις ἔτυμος ἀνδρὸς
†ἅδε μοι τί τάδ᾽ ἀσύνετα†,
φόνιον αἰώρημα
διὰ δέρας ὀρέξομαι,
ἢ ξιφοκτόνον διωγμὸν
355 αἱμορρύτου σφαγᾶς
αὐτοσίδαρον ἔσω πελάσω διὰ σαρκὸς ἅμιλλαν,
θῦμα τριζύγοις θεαῖσι
τῶι τε σήραγγας Ἴ-
δας ἐνίζοντι Πριαμί-
δαι ποτ᾽ ἀμφὶ βουστάθμους.
360 ΧΟ. ἄλλοσ᾽ ἀποτροπὰ κακῶν
γένοιτο, τὸ δὲ σὸν εὐτυχές.
ΕΛ. ἰὼ τάλαινα Τροία,
δι᾽ ἔργ᾽ ἄνεργ᾽ ὄλλυσαι μέλεά τ᾽ ἔτλας.
τὰ δ᾽ ἐμὰ δῶρα Κύπριδος ἔτεκε
365 πολὺ μὲν αἷμα, πολὺ δὲ δάκρυον
†ἄχεά τ᾽ ἄχεσι δάκρυα δάκρυσιν ἔλαβε πάθεα†,
ματέρες τε παῖδας ὄλεσαν,
ἀπὸ δὲ παρθένοι κόμας ἔ-
θεντο σύγγονοι νεκρῶν Σκαμάνδριον
ἀμφὶ Φρύγιον οἶδμα.
370 βοὰν βοὰν δ᾽ Ἑλλὰς ‹αἶ᾽›
ἐκελάδησεν ἀνοτότυξεν,
ἐπὶ δὲ κρατὶ χέρας ἔθηκεν,
ὄνυχι δ᾽ ἁπαλόχροα γένυν
ἔδευσεν φοινίαισι πλαγαῖς.
375 ὦ μάκαρ Ἀρκαδίαι ποτὲ παρθένε
Καλλιστοῖ, Διὸς ἃ λεχέων ἀπέ-
βας τετραβάμοσι γυίοις,
ὡς πολὺ κηρὸς ἐμᾶς ἔλαχες πλέον,
ἁ μορφᾶι θηρῶν λαχνογυίων
†ὄμματι λάβρωι σχῆμα λεαίνης†
380 ἐξαλλάξασ᾽ ἄχθεα λύπας·
ἅν τέ ποτ᾽ Ἄρτεμις ἐξεχορεύσατο
χρυσοκέρατ᾽ ἔλαφον Μέροπος Τιτανίδα κούραν
καλλοσύνας ἕνεκεν· τὸ δ᾽ ἐμὸν δέμας
ὤλεσεν ὤλεσε πέργαμα Δαρδανίας
385 ὀλομένους τ᾽ Ἀχαιούς.
***
330 ΕΛΕ. Σωστές, καλές μου, οι συμβουλές σας·
εμπρός εμπάτε στο παλάτι
να μάθετε ποιοί αγώνες
με καρτερούν ακόμα.
ΧΟΡ. Με χαρά δέχομαι το κάλεσμά σου.
ΕΛΕ. Ω! μαύρη μέρα.
Τάχα ποιό θλιβερό μαντάτο
θ᾽ ακούσω η δύστυχη;
ΧΟΡ. Μην προμαντεύεις συμφορές
κι από τα πριν θρηνολογείς.
340 ΕΛΕ. Τί να ᾽χει πάθει ο δόλιος μου άντρας;
Το φως του ήλιου τάχα θα το βλέπει,
το τέθριππό του το άρμα και των άστρων
τους δρόμους ή με τους νεκρούς
βαθιά στην κατωγής
τη σκοτεινή τους έχει μοίρα;
ΧΟΡ. Πάντοτε να ᾽χεις, ό,τι και να γίνει,
για τα μελλούμενα καλές ελπίδες.
ΕΛΕ. Φωνάζω εσένα, Ευρώτα δροσερέ,
με τα χλωρά καλάμια κι όρκο παίρνω
350 σε σένα, αν είναι αλήθεια ο λόγος
πως έχει ο άντρας μου χαθεί
— ανόητη τάχα φήμη; Πες μου.
Θηλιά θα βάλω στον λαιμό μου φονική
ή θάνατο θα βρω, τρυπώντας
με κοφτερό μαχαίρι το κορμί μου
ποτάμι να χυθεί το αίμα,
σφαχτάρι εγώ στις τρεις θεές
και στον τσοπάνη γιο του Πρίαμου,
που μια φορά κοντά στις στάνες
έπαιζε το μονότονο σουραύλι.
360 ΧΟΡ. Αλλού να πέσει το κακό,
για σε μονάχα η ευτυχία.
ΕΛΕ. Ω! Τροία κακορίζικη,
ρημάχτηκες για κάτι που δεν έγινε
και τόσα υπόφερες δεινά·
τα δώρα που μου χάρισεν η Κύπρη
ατέλειωτα γεννήσαν μοιρολόγια,
αρίφνητο αίμα, δυστυχίες
πάνω στις δυστυχίες,
θρήνους στους θρήνους, συμφορές…
Μανάδες χάσαν τα παιδιά τους·
στο φρυγικό του Σκάμαντρου το ρέμα
ρίξανε τα κομμένα τους μαλλιά
των σκοτωμένων οι αδερφές.
370 Με πικρούς βόγκους και κραυγές
θρηνολογήσαν οι Ελληνίδες,
χεροχτυπώντας το κεφάλι απελπισμένα
και με τα νύχια σκίζοντας, ματώνοντας
τα τρυφερά τους μάγουλα.
Ω! Καλλιστώ, καλότυχη παρθένα
της Αρκαδίας, που κάποτε
σου ᾽δωσε ο Δίας τετράποδο κορμί
κι έτσι έσμιξε μαζί σου·
καλύτερη απ᾽ τη μάνα μου είχες μοίρα·
με τη θωριά πυκνόμαλλου αγριμιού
—λιόντισσας όψη ανήμερη—
380 ξαλάφρωσες απ᾽ τη βαριά σου θλίψη·
του Μέροπα η κόρη, η Τιτανίδα,
που για την άφταστη ομορφιά της
η Άρτεμη την έδιωξε οργισμένη,
γίνηκε χρυσοκέρατη αλαφίνα·
μονάχα τα δικά μου κάλλη
της Δαρδανίας αφάνισαν τα κάστρα
και τους βασανισμένους Αχαιούς.
(Η Ελένη και ο χορός μπαίνουν στο παλάτι. Έρχεται ο Μενέλαος.)
βᾶτε βᾶτε δ᾽ ἐς δόμους,
ἀγῶνας ἐντὸς οἴκων
ὡς πύθησθε τοὺς ἐμούς.
ΧΟ. θέλουσαν οὔ με δὶς καλεῖς.
335 ΕΛ. ἰὼ μέλεος ἁμέρα.
τίν᾽ ἄρα τάλαινα τίνα λόγον
δακρυόεντ᾽ ἀκούσομαι;
ΧΟ. μὴ πρόμαντις ἀλγέων
προλάμβαν᾽, ὦ φίλα, γόους.
340 ΕΛ. τί μοι πόσις μέλεος ἔτλα;
πότερα δέρκεται φάος τέ-
θριππά θ᾽ ἁλίου κέλευθά τ᾽ ἀστέρων
ἢ ᾽ν νέκυσι κατὰ χθονὸς
345 τὰν χρόνιον ἔχει τύχαν;
ΧΟ. ἐς τὸ φέρτερον τίθει
τὸ μέλλον ὅτι γενήσεται.
ΕΛ. σὲ γὰρ ἐκάλεσα, σὲ δὲ κατόμοσα
τὸν ὑδρόεντι δόνακι χλωρὸν
350 Εὐρώταν, θανόντος
εἰ βάξις ἔτυμος ἀνδρὸς
†ἅδε μοι τί τάδ᾽ ἀσύνετα†,
φόνιον αἰώρημα
διὰ δέρας ὀρέξομαι,
ἢ ξιφοκτόνον διωγμὸν
355 αἱμορρύτου σφαγᾶς
αὐτοσίδαρον ἔσω πελάσω διὰ σαρκὸς ἅμιλλαν,
θῦμα τριζύγοις θεαῖσι
τῶι τε σήραγγας Ἴ-
δας ἐνίζοντι Πριαμί-
δαι ποτ᾽ ἀμφὶ βουστάθμους.
360 ΧΟ. ἄλλοσ᾽ ἀποτροπὰ κακῶν
γένοιτο, τὸ δὲ σὸν εὐτυχές.
ΕΛ. ἰὼ τάλαινα Τροία,
δι᾽ ἔργ᾽ ἄνεργ᾽ ὄλλυσαι μέλεά τ᾽ ἔτλας.
τὰ δ᾽ ἐμὰ δῶρα Κύπριδος ἔτεκε
365 πολὺ μὲν αἷμα, πολὺ δὲ δάκρυον
†ἄχεά τ᾽ ἄχεσι δάκρυα δάκρυσιν ἔλαβε πάθεα†,
ματέρες τε παῖδας ὄλεσαν,
ἀπὸ δὲ παρθένοι κόμας ἔ-
θεντο σύγγονοι νεκρῶν Σκαμάνδριον
ἀμφὶ Φρύγιον οἶδμα.
370 βοὰν βοὰν δ᾽ Ἑλλὰς ‹αἶ᾽›
ἐκελάδησεν ἀνοτότυξεν,
ἐπὶ δὲ κρατὶ χέρας ἔθηκεν,
ὄνυχι δ᾽ ἁπαλόχροα γένυν
ἔδευσεν φοινίαισι πλαγαῖς.
375 ὦ μάκαρ Ἀρκαδίαι ποτὲ παρθένε
Καλλιστοῖ, Διὸς ἃ λεχέων ἀπέ-
βας τετραβάμοσι γυίοις,
ὡς πολὺ κηρὸς ἐμᾶς ἔλαχες πλέον,
ἁ μορφᾶι θηρῶν λαχνογυίων
†ὄμματι λάβρωι σχῆμα λεαίνης†
380 ἐξαλλάξασ᾽ ἄχθεα λύπας·
ἅν τέ ποτ᾽ Ἄρτεμις ἐξεχορεύσατο
χρυσοκέρατ᾽ ἔλαφον Μέροπος Τιτανίδα κούραν
καλλοσύνας ἕνεκεν· τὸ δ᾽ ἐμὸν δέμας
ὤλεσεν ὤλεσε πέργαμα Δαρδανίας
385 ὀλομένους τ᾽ Ἀχαιούς.
***
330 ΕΛΕ. Σωστές, καλές μου, οι συμβουλές σας·
εμπρός εμπάτε στο παλάτι
να μάθετε ποιοί αγώνες
με καρτερούν ακόμα.
ΧΟΡ. Με χαρά δέχομαι το κάλεσμά σου.
ΕΛΕ. Ω! μαύρη μέρα.
Τάχα ποιό θλιβερό μαντάτο
θ᾽ ακούσω η δύστυχη;
ΧΟΡ. Μην προμαντεύεις συμφορές
κι από τα πριν θρηνολογείς.
340 ΕΛΕ. Τί να ᾽χει πάθει ο δόλιος μου άντρας;
Το φως του ήλιου τάχα θα το βλέπει,
το τέθριππό του το άρμα και των άστρων
τους δρόμους ή με τους νεκρούς
βαθιά στην κατωγής
τη σκοτεινή τους έχει μοίρα;
ΧΟΡ. Πάντοτε να ᾽χεις, ό,τι και να γίνει,
για τα μελλούμενα καλές ελπίδες.
ΕΛΕ. Φωνάζω εσένα, Ευρώτα δροσερέ,
με τα χλωρά καλάμια κι όρκο παίρνω
350 σε σένα, αν είναι αλήθεια ο λόγος
πως έχει ο άντρας μου χαθεί
— ανόητη τάχα φήμη; Πες μου.
Θηλιά θα βάλω στον λαιμό μου φονική
ή θάνατο θα βρω, τρυπώντας
με κοφτερό μαχαίρι το κορμί μου
ποτάμι να χυθεί το αίμα,
σφαχτάρι εγώ στις τρεις θεές
και στον τσοπάνη γιο του Πρίαμου,
που μια φορά κοντά στις στάνες
έπαιζε το μονότονο σουραύλι.
360 ΧΟΡ. Αλλού να πέσει το κακό,
για σε μονάχα η ευτυχία.
ΕΛΕ. Ω! Τροία κακορίζικη,
ρημάχτηκες για κάτι που δεν έγινε
και τόσα υπόφερες δεινά·
τα δώρα που μου χάρισεν η Κύπρη
ατέλειωτα γεννήσαν μοιρολόγια,
αρίφνητο αίμα, δυστυχίες
πάνω στις δυστυχίες,
θρήνους στους θρήνους, συμφορές…
Μανάδες χάσαν τα παιδιά τους·
στο φρυγικό του Σκάμαντρου το ρέμα
ρίξανε τα κομμένα τους μαλλιά
των σκοτωμένων οι αδερφές.
370 Με πικρούς βόγκους και κραυγές
θρηνολογήσαν οι Ελληνίδες,
χεροχτυπώντας το κεφάλι απελπισμένα
και με τα νύχια σκίζοντας, ματώνοντας
τα τρυφερά τους μάγουλα.
Ω! Καλλιστώ, καλότυχη παρθένα
της Αρκαδίας, που κάποτε
σου ᾽δωσε ο Δίας τετράποδο κορμί
κι έτσι έσμιξε μαζί σου·
καλύτερη απ᾽ τη μάνα μου είχες μοίρα·
με τη θωριά πυκνόμαλλου αγριμιού
—λιόντισσας όψη ανήμερη—
380 ξαλάφρωσες απ᾽ τη βαριά σου θλίψη·
του Μέροπα η κόρη, η Τιτανίδα,
που για την άφταστη ομορφιά της
η Άρτεμη την έδιωξε οργισμένη,
γίνηκε χρυσοκέρατη αλαφίνα·
μονάχα τα δικά μου κάλλη
της Δαρδανίας αφάνισαν τα κάστρα
και τους βασανισμένους Αχαιούς.
(Η Ελένη και ο χορός μπαίνουν στο παλάτι. Έρχεται ο Μενέλαος.)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου