Martin Heidegger: 1889-1976
Αλήθεια: διαλεκτική συγκάλυψης και αποκάλυψης
§1
Ο Χάιντεγκερ συζητά την αλήθεια λαμβάνοντας ως αφετηρία την αρχαία ελληνική λέξη: ἀλήθεια. Σε τούτη τη λέξη/έννοια εκφράζεται, για πρώτη φορά στην ιστορία του δυτικού στοχασμού η αρχέγονη ουσία της αλήθειας, η οποία βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τον παραδοσιακό προσδιορισμό της αλήθειας ως συμφωνίας του πράγματος και της νόησης:
«Ας αφήσουμε κατά μέρος για λίγο τον ορισμό της ουσίας της αλήθειας, που έχουμε συζητήσει και που, όπως προέκυψε, είναι συνήθης προ πολλού και ας ρωτήσουμε τώρα, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη αυτό τον συνήθη ορισμό, πώς έγινε αντιληπτή η αλήθεια κατά την απαρχή της δυτικής φιλοσοφίας, δηλ. πώς οι Έλληνες κατανοούσαν ό,τι αποκαλούμε “αλήθεια”. Ποια λέξη είχαν γι’ αυτό; Η ελληνική λέξη για την αλήθεια … είναι ἀλήθεια, εκκάλυψη, αποκάλυψη. Κάτι το αληθές είναι κάτι το ἀληθές, το εκκαλυμμένο. Τι συνάγουμε, πρωτίστως, απ’ αυτή τη λέξη;
Βρίσκουμε δυο πράγματα:
1. Οι Έλληνες κατανοούσαν αυτό, που αποκαλούμε αληθές, ως το εκ-καλυμμένο, το ά-κρυπτο, όχι πια καλυμμένο, όχι πια κρυμμένο· ως αυτό, που είναι χωρίς κάλυψη, χωρίς κρυπτότητα, επομένως αυτό που έχει αποσπαστεί βιαίως από την κρυπτότητα, που έχει, κατά κάποιο τρόπο, αρπαχθεί απ’ αυτήν. Για τους Έλληνες λοιπόν το αληθές είναι κάτι που αυτό καθαυτό δεν έχει πια ένα Άλλο, δηλ. κρυπτότητα, έχει ελευθερωθεί από τούτη. Όθεν, η ελληνική έκφραση για την αλήθεια, τόσο κατά τη σημασιολογική της δομή όσο και κατά τη μορφολογική της τοιαύτη, έχει ένα θεμελιωδώς άλλο περιεχόμενο απ’ ό,τι η γερμανική λέξη “Wahrheit” [=αλήθεια] όσο επίσης και απ’ ό,τι η λατινική έκφραση “veritas”.
2. Η σημασία της ελληνικής λέξης για την αλήθεια δεν έχει καμιά σχέση με την απόφανση και με εκείνη τη συνάφεια του πράγματος, με τους όρους της οποίας εξηγείται συνήθως η ουσία της αλήθειας, δηλ. με τη συμφωνία και την ορθότητα» (GA 34, 10-11).
§2
Ο Χάιντεγκερ, κατ’ αυτό τον τρόπο, επιχειρεί να αναζητήσει την ουσία της αλήθειας πέρα από οποιεσδήποτε θεωρητικές επινοήσεις ή αντίστοιχες αποφάνσεις, όπως έχουν κατοχυρωθεί μέσα στην ιστοριογραφία της υπό συζήτηση έννοιας, γι’ αυτό κατευθύνει το ερευνητικό του βλέμμα προς ένα κατ’ εξοχήν πρακτικό επίπεδο· πρακτικό, με την έννοια του προσβάσιμου σε ό,τι μας αποκαλύπτει η δομή της ελληνικής λέξης: ἀλήθεια: το στερητικό α συν τη λέξη: λήθη. Η έννοια της αλήθειας λοιπόν, ως εκκάλυψη ή ακρυπτότητα, προχωρεί πολύ πέρα από την καθιερωμένη αντίληψη και συσχετίζεται με την απόκρυψη, τη λήθη. Ο γερμανός φιλόσοφος επανερμηνεύει την αλληγορία του Πλάτωνος ως τη διαμάχη ανάμεσα στις δυο οντότητες της αλήθειας. Ο ελληνικός όρος της αλήθειας εκφράζει την ιδέα της αλήθειας ως κρυπτότητας, ενώ η αλήθεια μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως ακρυπτότητα. Στην αλληγορία του σπηλαίου κεντρική θέση κατέχει η παιδεία, η καλλιέργεια της ψυχής, εν είδει αντιστροφής της τελευταίας προς τον νοητό κόσμο της αλήθειας. Η σύλληψη της αλήθειας ως αποκάλυψης δεν εξαφανίζεται στον Πλάτωνα, καθώς η ουσία της εδώ είναι παρούσα ως απομάκρυνση από την κρυπτότητα, από τη συγκάλυψη, ως αγώνας/πόλεμος με τη συγκάλυψη, όπως μαρτυρεί η κάθοδος του φιλοσόφου, του ελεύθερου ανθρώπου στο σπήλαιο, δίνοντας αφορμή στη διαμάχη, στη διαπάλη ανάμεσα στους δεσμώτες και τον φιλόσοφο-άνθρωπο, που έχει απελευθερωθεί από τις σκιές του σπηλαίου, από το σκότος της αισθητής πραγματικότητας. Η παιδεία για τον Πλάτωνα αποτελεί εκείνη τη νικηφόρα σταθερά, που επιτρέπει να ξεπεραστεί η απόκρυψη. Η συγκάλυψη απειλεί αδιάκοπα, ασταμάτητα την αποκάλυψη. Στη συνάφεια τούτη το σπήλαιο, την αρχέγονη μη-αλήθεια, από την οποία εκκινεί η εκδίπλωση της αλήθειας και ενάντια στην οποία στρέφεται.
§3
Ωστόσο, ο Πλάτων εκθέτει την εξής αντίληψη για την αλήθεια: η αποκάλυψη υπόκειται στο ζυγό της Ιδέας. Το πράγμα δεν εμφανίζεται από μόνο του μέσα στην εξωτερική απόσυρση, στη συγκάλυψη, στην απόκρυψη· απεναντίας, η αποκάλυψή του εξαρτάται από την προηγούμενη αποκάλυψη της Ιδέας, που συνιστά την ουσία, την quiditas. Η Ιδέα γίνεται το a priori, ο όρος της μη-απόκρυψης του όντος. Εάν το σπήλαιο συνεχίσει να αποτελεί το νεύμα προς την αλήθεια ως αποκάλυψη, η ανάβαση από το σπήλαιο σηματοδοτεί την ορθότητα. Η αλήθεια έτσι δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του Είναι, αλλά της γνώσης, του αληθούς λόγου που πραγματώνει μια ομοίωση, μια ομοιότητα που μιμείται τη δομή του πράγματος. Στον Αριστοτέλη βρίσκουμε την ίδια ένταση μεταξύ δύο αντιλήψεων της αλήθειας, γιατί μερικές φορές ισχυρίζεται ότι η αλήθεια είναι στα πράγματα, μερικές φορές είναι στην κρίση. Η αλήθεια, ως ενότητα της συγκάλυψης και της αποκάλυψης, είναι η συγκάλυψη που εγγυάται στο Είναι την αποκάλυψή του. Συλλαμβάνεται έτσι ως διαύγαση ενός κόσμου της παρουσίας και παρουσίασης των όντων μέσα στη σκέψη και την ομιλία, που εκδηλώνονται από την αρχή υπό την προοπτική της ομοίωσης και της συμφωνίας, ήτοι ως συμφωνία της παράστασης και αυτού που είναι παρόν.
Αλήθεια: διαλεκτική συγκάλυψης και αποκάλυψης
§1
Ο Χάιντεγκερ συζητά την αλήθεια λαμβάνοντας ως αφετηρία την αρχαία ελληνική λέξη: ἀλήθεια. Σε τούτη τη λέξη/έννοια εκφράζεται, για πρώτη φορά στην ιστορία του δυτικού στοχασμού η αρχέγονη ουσία της αλήθειας, η οποία βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τον παραδοσιακό προσδιορισμό της αλήθειας ως συμφωνίας του πράγματος και της νόησης:
«Ας αφήσουμε κατά μέρος για λίγο τον ορισμό της ουσίας της αλήθειας, που έχουμε συζητήσει και που, όπως προέκυψε, είναι συνήθης προ πολλού και ας ρωτήσουμε τώρα, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη αυτό τον συνήθη ορισμό, πώς έγινε αντιληπτή η αλήθεια κατά την απαρχή της δυτικής φιλοσοφίας, δηλ. πώς οι Έλληνες κατανοούσαν ό,τι αποκαλούμε “αλήθεια”. Ποια λέξη είχαν γι’ αυτό; Η ελληνική λέξη για την αλήθεια … είναι ἀλήθεια, εκκάλυψη, αποκάλυψη. Κάτι το αληθές είναι κάτι το ἀληθές, το εκκαλυμμένο. Τι συνάγουμε, πρωτίστως, απ’ αυτή τη λέξη;
Βρίσκουμε δυο πράγματα:
1. Οι Έλληνες κατανοούσαν αυτό, που αποκαλούμε αληθές, ως το εκ-καλυμμένο, το ά-κρυπτο, όχι πια καλυμμένο, όχι πια κρυμμένο· ως αυτό, που είναι χωρίς κάλυψη, χωρίς κρυπτότητα, επομένως αυτό που έχει αποσπαστεί βιαίως από την κρυπτότητα, που έχει, κατά κάποιο τρόπο, αρπαχθεί απ’ αυτήν. Για τους Έλληνες λοιπόν το αληθές είναι κάτι που αυτό καθαυτό δεν έχει πια ένα Άλλο, δηλ. κρυπτότητα, έχει ελευθερωθεί από τούτη. Όθεν, η ελληνική έκφραση για την αλήθεια, τόσο κατά τη σημασιολογική της δομή όσο και κατά τη μορφολογική της τοιαύτη, έχει ένα θεμελιωδώς άλλο περιεχόμενο απ’ ό,τι η γερμανική λέξη “Wahrheit” [=αλήθεια] όσο επίσης και απ’ ό,τι η λατινική έκφραση “veritas”.
2. Η σημασία της ελληνικής λέξης για την αλήθεια δεν έχει καμιά σχέση με την απόφανση και με εκείνη τη συνάφεια του πράγματος, με τους όρους της οποίας εξηγείται συνήθως η ουσία της αλήθειας, δηλ. με τη συμφωνία και την ορθότητα» (GA 34, 10-11).
§2
Ο Χάιντεγκερ, κατ’ αυτό τον τρόπο, επιχειρεί να αναζητήσει την ουσία της αλήθειας πέρα από οποιεσδήποτε θεωρητικές επινοήσεις ή αντίστοιχες αποφάνσεις, όπως έχουν κατοχυρωθεί μέσα στην ιστοριογραφία της υπό συζήτηση έννοιας, γι’ αυτό κατευθύνει το ερευνητικό του βλέμμα προς ένα κατ’ εξοχήν πρακτικό επίπεδο· πρακτικό, με την έννοια του προσβάσιμου σε ό,τι μας αποκαλύπτει η δομή της ελληνικής λέξης: ἀλήθεια: το στερητικό α συν τη λέξη: λήθη. Η έννοια της αλήθειας λοιπόν, ως εκκάλυψη ή ακρυπτότητα, προχωρεί πολύ πέρα από την καθιερωμένη αντίληψη και συσχετίζεται με την απόκρυψη, τη λήθη. Ο γερμανός φιλόσοφος επανερμηνεύει την αλληγορία του Πλάτωνος ως τη διαμάχη ανάμεσα στις δυο οντότητες της αλήθειας. Ο ελληνικός όρος της αλήθειας εκφράζει την ιδέα της αλήθειας ως κρυπτότητας, ενώ η αλήθεια μπορεί να κατανοηθεί μόνο ως ακρυπτότητα. Στην αλληγορία του σπηλαίου κεντρική θέση κατέχει η παιδεία, η καλλιέργεια της ψυχής, εν είδει αντιστροφής της τελευταίας προς τον νοητό κόσμο της αλήθειας. Η σύλληψη της αλήθειας ως αποκάλυψης δεν εξαφανίζεται στον Πλάτωνα, καθώς η ουσία της εδώ είναι παρούσα ως απομάκρυνση από την κρυπτότητα, από τη συγκάλυψη, ως αγώνας/πόλεμος με τη συγκάλυψη, όπως μαρτυρεί η κάθοδος του φιλοσόφου, του ελεύθερου ανθρώπου στο σπήλαιο, δίνοντας αφορμή στη διαμάχη, στη διαπάλη ανάμεσα στους δεσμώτες και τον φιλόσοφο-άνθρωπο, που έχει απελευθερωθεί από τις σκιές του σπηλαίου, από το σκότος της αισθητής πραγματικότητας. Η παιδεία για τον Πλάτωνα αποτελεί εκείνη τη νικηφόρα σταθερά, που επιτρέπει να ξεπεραστεί η απόκρυψη. Η συγκάλυψη απειλεί αδιάκοπα, ασταμάτητα την αποκάλυψη. Στη συνάφεια τούτη το σπήλαιο, την αρχέγονη μη-αλήθεια, από την οποία εκκινεί η εκδίπλωση της αλήθειας και ενάντια στην οποία στρέφεται.
§3
Ωστόσο, ο Πλάτων εκθέτει την εξής αντίληψη για την αλήθεια: η αποκάλυψη υπόκειται στο ζυγό της Ιδέας. Το πράγμα δεν εμφανίζεται από μόνο του μέσα στην εξωτερική απόσυρση, στη συγκάλυψη, στην απόκρυψη· απεναντίας, η αποκάλυψή του εξαρτάται από την προηγούμενη αποκάλυψη της Ιδέας, που συνιστά την ουσία, την quiditas. Η Ιδέα γίνεται το a priori, ο όρος της μη-απόκρυψης του όντος. Εάν το σπήλαιο συνεχίσει να αποτελεί το νεύμα προς την αλήθεια ως αποκάλυψη, η ανάβαση από το σπήλαιο σηματοδοτεί την ορθότητα. Η αλήθεια έτσι δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του Είναι, αλλά της γνώσης, του αληθούς λόγου που πραγματώνει μια ομοίωση, μια ομοιότητα που μιμείται τη δομή του πράγματος. Στον Αριστοτέλη βρίσκουμε την ίδια ένταση μεταξύ δύο αντιλήψεων της αλήθειας, γιατί μερικές φορές ισχυρίζεται ότι η αλήθεια είναι στα πράγματα, μερικές φορές είναι στην κρίση. Η αλήθεια, ως ενότητα της συγκάλυψης και της αποκάλυψης, είναι η συγκάλυψη που εγγυάται στο Είναι την αποκάλυψή του. Συλλαμβάνεται έτσι ως διαύγαση ενός κόσμου της παρουσίας και παρουσίασης των όντων μέσα στη σκέψη και την ομιλία, που εκδηλώνονται από την αρχή υπό την προοπτική της ομοίωσης και της συμφωνίας, ήτοι ως συμφωνία της παράστασης και αυτού που είναι παρόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου