Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1407a-1407b)

[V] Ἔστι δ᾽ ἀρχὴ τῆς λέξεως τὸ ἑλληνίζειν· τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ἐν πέντε, πρῶτον μὲν ἐν τοῖς συνδέσμοις, ἂν ἀποδιδῷ τις ὡς πεφύκασι πρότεροι καὶ ὕστεροι γίγνεσθαι ἀλλήλων, οἷον ἔνιοι ἀπαιτοῦσιν, ὥσπερ ὁ μέν καὶ ὁ ἐγὼ μέν ἀπαιτεῖ τὸν δέ καὶ τὸν ὁ δέ. δεῖ δὲ ἕως μέμνηται ἀνταποδιδόναι ἀλήλλοις, καὶ μήτε μακρὰν ἀπαρτᾶν μήτε σύνδεσμον πρὸ συνδέσμου ἀποδιδόναι τοῦ ἀναγκαίου· ὀλιγαχοῦ γὰρ ἁρμόττει. «ἐγὼ μέν, ἐπεί μοι εἶπεν (ἦλθε γὰρ Κλέων δεόμενός τε καὶ ἀξιῶν), ἐπορευόμην παραλαβὼν αὐτούς». ἐν τούτοις γὰρ πολλοὶ πρὸ τοῦ ἀποδοθησομένου συνδέσμου προεμβέβληνται σύνδεσμοι· ἐὰν δὲ πολὺ τὸ μεταξὺ γένηται τοῦ ἐπορευόμην, ἀσαφές. ἓν μὲν δὴ τὸ εὖ ἐν τοῖς συνδέσμοις, δεύτερον δὲ τὸ τοῖς ἰδίοις ὀνόμασι λέγειν καὶ μὴ τοῖς περιέχουσιν. τρίτον μὴ ἀμφιβόλοις. τοῦτο δ᾽ ἂν μὴ τἀναντία προαιρῆται, ὅπερ ποιοῦσιν ὅταν μηδὲν μὲν ἔχωσι λέγειν, προσποιῶνται δέ τι λέγειν· οἱ γὰρ τοιοῦτοι ἐν ποιήσει λέγουσιν ταῦτα, οἷον Ἐμπεδοκλῆς· φενακίζει γὰρ τὸ κύκλῳ πολὺ ὄν, καὶ πάσχουσιν οἱ ἀκροαταὶ ὅπερ οἱ πολλοὶ παρὰ τοῖς μάντεσιν· ὅταν γὰρ λέγωσιν ἀμφίβολα, συμπαρανεύουσιν —Κροῖσος Ἅλυν διαβὰς μεγάλην ἀρχὴν καταλύσει—

[1407b] καὶ διὰ τὸ ὅλως ἔλαττον εἶναι ἁμάρτημα διὰ τῶν γενῶν τοῦ πράγματος λέγουσιν οἱ μάντεις· τύχοι γὰρ ἄν τις μᾶλλον ἐν τοῖς ἀρτιασμοῖς ἄρτια ἢ περισσὰ εἰπὼν μᾶλλον ἢ πόσα ἔχει, καὶ τὸ ὅτι ἔσται ἢ τὸ πότε, διὸ οἱ χρησμολόγοι οὐ προσορίζονται τὸ πότε. ἅπαντα δὴ ταῦτα ὅμοια, ὥστ᾽ ἂν μὴ τοιούτου τινὸς ἕνεκα, φευκτέον. τέταρτον, ὡς Πρωταγόρας τὰ γένη τῶν ὀνομάτων διῄρει, ἄρρενα καὶ θήλεα καὶ σκεύη· δεῖ γὰρ ἀποδιδόναι καὶ ταῦτα ὀρθῶς· «ἡ δ᾽ ἐλθοῦσα καὶ διαλεχθεῖσα ᾤχετο». πέμπτον ἐν τῷ τὰ πολλὰ καὶ ὀλίγα καὶ ἓν ὀρθῶς ὀνομάζειν· «οἱ δ᾽ ἐλθόντες ἔτυπτόν με».

Ὅλως δὲ δεῖ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον· ἔστιν δὲ τὸ αὐτό· ὅπερ οἱ πολλοὶ σύνδεσμοι οὐκ ἔχουσιν, οὐδ᾽ ἃ μὴ ῥᾴδιον διαστίξαι, ὥσπερ τὰ Ἡρακλείτου. τὰ γὰρ Ἡρακλείτου διαστίξαι ἔργον διὰ τὸ ἄδηλον εἶναι ποτέρῳ πρόσκειται, τῷ ὕστερον ἢ τῷ πρότερον, οἷον ἐν τῇ ἀρχῇ αὐτῇ τοῦ συγγράμματος· φησὶ γὰρ «τοῦ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι ἄνθρωποι γίγνονται»· ἄδηλον γὰρ τὸ ἀεί, πρὸς ποτέρῳ ‹δεῖ› διαστίξαι. ἔτι τόδε ποιεῖ σολοικίζειν, τὸ μὴ ἀποδιδόναι, ἐὰν μὴ ἐπιζευγνύῃς ὃ ἀμφοῖν ἁρμόττει, οἷον [ἢ] ψόφῳ καὶ χρώματι τὸ μὲν ἰδὼν οὐ κοινόν, τὸ δ᾽ αἰσθόμενος κοινόν· ἀσαφῆ δὲ ἂν μὴ προθεὶς εἴπῃς, μέλλων πολλὰ μεταξὺ ἐμβάλλειν, οἷον «ἔμελλον γὰρ διαλεχθεὶς ἐκείνῳ τάδε καὶ τάδε καὶ ὧδε πορεύεσθαι», ἀλλὰ μὴ «ἔμελλον γὰρ διαλεχθεὶς πορεύεσθαι, εἶτα τάδε καὶ τάδε καὶ ὧδε ἐγένετο».

***
[5] Η βάση, πάντως, του ύφους είναι το να μιλάει κανείς σωστά ελληνικά, κάτι που αφορά στα εξής πέντε πράγματα: Πρώτον στα συνδετικά μόρια· να τα τοποθετεί δηλαδή κανείς στη φυσική τους θέση —πριν ή μετά το ένα από το άλλο— κατά την απαίτησή τους· επί παραδείγματι, το μὲν και το ἐγὼ μὲν απαιτούν το δὲ και το ὁ δὲ. Πρέπει μάλιστα το δεύτερο να έρχεται ως απόδοση του πρώτου όσο ακόμη ο ακροατής θυμάται, και ούτε να αφήνουμε μεγάλη απόσταση μεταξύ τους ούτε να εισάγουμε ένα άλλο συνδετικό μόριο πριν από αυτό που είναι απαραίτητο συμπλήρωμα του πρώτου, γιατί αυτό σε σπάνιες μόνο περιπτώσεις ταιριάζει. «Εγώ όμως, όταν μου μίλησε (γιατί ήρθε ο Κλέωνας παρακαλώντας και απαιτώντας), τους πήρα μαζί μου και ξεκίνησα». Στη φράση αυτή πολλά άλλα συνδετικά μόρια έχουν παρεμβληθεί πριν από αυτό που αναμένεται για την απόδοση. Και αν παρεμβληθούν πολλά ως το «ξεκίνησα», η φράση καταντάει ασαφής. Μια πρώτη λοιπόν προϋπόθεση είναι η σωστή χρήση των συνδετικών μορίων. Μια δεύτερη είναι το να δηλώνουμε τα πράγματα με τις ειδικές δικές τους λέξεις και όχι με λέξεις γενικού περιεχομένου. Μια τρίτη είναι το να μη χρησιμοποιούμε διφορούμενες λέξεις. Αυτά, βέβαια, αν ο ομιλητής δεν επιδιώκει ακριβώς το αντίθετο, κάτι που οι άνθρωποι το κάνουν όταν δεν έχουν τί να πουν, θέλουν όμως να δώσουν την εντύπωση ότι λένε κάτι — οι άνθρωποι αυτοί λένε μάλιστα αυτό που θέλουν να πουν χρησιμοποιώντας στίχους, όπως π.χ. ο Εμπεδοκλής· ο λόγος είναι ότι οι περιφράσεις με τα πολλά λόγια εξαπατούν, και οι ακροατές παθαίνουν ό,τι ο πολύς κόσμος όταν ακούει τους μάντεις· όταν δηλαδή οι μάντεις λένε διφορούμενα πράγματα, οι άνθρωποι δείχνουν με μια κίνηση της κεφαλής τους ότι συναινούν: Όταν περάσει τον Άλυ ποταμό ο Κροίσος θα καταστρέψει ένα μεγάλο βασίλειο

[1407b] — και επειδή οι πιθανότητες σφάλματος είναι τότε γενικά λιγότερες, οι μάντεις μιλούν για ένα πράγμα χρησιμοποιώντας έννοιες γένους αυτού του πράγματος: στο παιχνίδι «μονά-ζυγά» οι πιθανότητες επιτυχίας είναι περισσότερες, αν πει κανείς για τον συμπαίκτη του ότι έχει μέσα στη χούφτα του μονά ή ζυγά παρά αν πει έναν ακριβή αριθμό· επίσης αν πει ότι κάτι θα συμβεί παρά πότε θα συμβεί· αυτός είναι και ο λόγος που οι μάντεις ποτέ δεν προχωρούν και σε έναν ακριβή προσδιορισμό του χρόνου. Όλα αυτά είναι ίδια μεταξύ τους, και άρα πρέπει κανείς να τα αποφεύγει, αν δεν υπάρχει κάποιος λόγος σαν αυτόν που είπαμε.

Το τέταρτο είναι να διακρίνουμε —όπως έκανε ο Πρωταγόρας— τα γένη των ουσιαστικών: αρσενικά, θηλυκά και άψυχα. Και από αυτήν την άποψη πρέπει οι λέξεις να συνταιριάζονται σωστά μεταξύ τους: αυτή, έχουσα έρθει και έχουσα μιλήσει μαζί μου, έφυγε.

Το πέμπτο συνίσταται στο να δηλώνουμε σωστά τα πολλά, τα λίγα, το ένα: αυτοί, έχοντες έρθει, με χτυπούσαν.

Γενικά, ό,τι είναι γραμμένο πρέπει να μπορεί να διαβάζεται εύκολα και να απαγγέλλεται εύκολα — στην ουσία πρόκειται για ένα και το αυτό πράγμα. Αυτό είναι κάτι που δεν υπάρχει όπου υπάρχουν πολλά συνδετικά μόρια. Δεν υπάρχει επίσης σε γραπτά στα οποία το χώρισμα των λέξεων σε νοηματικές ενότητες δεν είναι και τόσο εύκολο πράγμα — τέτοια είναι τα γραπτά του Ηράκλειτου. Να χωριστούν, πράγματι, τα γραπτά του Ηράκλειτου σε νοηματικές ενότητες είναι μια δύσκολη υπόθεση, για τον λόγο ότι δεν είναι φανερό με ποιά λέξη πάει μαζί μαζί η κάθε λέξη: με την προηγούμενη ή με την επόμενή της, όπως, επί παραδείγματι, στην αρχή αρχή του συγγράμματός του, όπου λέει: «Αυτόν τον λόγο που υπάρχει πάντοτε οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τον κατανοήσουν»· δεν είναι, πράγματι, φανερό με ποιό από τα δύο —το προηγούμενο ή το επόμενο— πρέπει να συνδεθεί νοηματικά το πάντοτε. Επίσης δημιουργεί σολοικισμό η έλλειψη αντιστοιχίας, αν δεν συζευγνύεις μεταξύ τους δύο λέξεις με μια λέξη που ταιριάζει και στις δύο· το «βλέπω» π.χ. δεν μπορεί να ειπωθεί από κοινού για τον ήχο και για το χρώμα, ενώ μπορεί να ειπωθεί και για τα δύο το «αντιλαμβάνομαι». Ασάφεια, επίσης, δημιουργείς, αν, προτού ολοκληρώσεις τη φράση που άρχισες, βιάζεσαι να παρεμβάλεις ανάμεσα ένα σωρό άλλα πράγματα. Παράδειγμα η φράση «Γιατί σκόπευα, αφού μιλήσω μαζί του γι᾽ αυτό και γι᾽ αυτό και με αυτόν τον τρόπο, να αναχωρήσω», αντί για τη φράση «Γιατί σκόπευα, αφού μιλήσω μαζί του, να αναχωρήσω· ύστερα όμως συνέβη αυτό και αυτό και με αυτόν τον τρόπο».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου