ΕΚ. ὦ θύγατερ, οὑμοὶ μὲν λόγοι πρὸς αἰθέρα
335 φροῦδοι μάτην ῥιφθέντες ἀμφὶ σοῦ φόνου·
σὺ δ᾽, εἴ τι μείζω δύναμιν ἢ μήτηρ ἔχεις,
σπούδαζε πάσας ὥστ᾽ ἀηδόνος στόμα
φθογγὰς ἱεῖσα, μὴ στερηθῆναι βίου.
πρόσπιπτε δ᾽ οἰκτρῶς τοῦδ᾽ Ὀδυσσέως γόνυ
340 καὶ πεῖθ᾽ —ἔχεις δὲ πρόφασιν· ἔστι γὰρ τέκνα
καὶ τῷδε— τὴν σὴν ὥστ᾽ ἐποικτῖραι τύχην.
ΠΟ. ὁρῶ σ᾽, Ὀδυσσεῦ, δεξιὰν ὑφ᾽ εἵματος
κρύπτοντα χεῖρα καὶ πρόσωπον ἔμπαλιν
στρέφοντα, μή σου προσθίγω γενειάδος.
345 θάρσει· πέφευγας τὸν ἐμὸν Ἱκέσιον Δία·
ὡς ἕψομαί γε τοῦ τ᾽ ἀναγκαίου χάριν
θανεῖν τε χρῄζουσ᾽· εἰ δὲ μὴ βουλήσομαι,
κακὴ φανοῦμαι καὶ φιλόψυχος γυνή.
τί γάρ με δεῖ ζῆν; ᾗ πατὴρ μὲν ἦν ἄναξ
350 Φρυγῶν ἁπάντων· τοῦτό μοι πρῶτον βίου·
ἔπειτ᾽ ἐθρέφθην ἐλπίδων καλῶν ὕπο
βασιλεῦσι νύμφη, ζῆλον οὐ σμικρὸν γάμων
ἔχουσ᾽, ὅτου δῶμ᾽ ἑστίαν τ᾽ ἀφίξομαι·
δέσποινα δ᾽ ἡ δύστηνος Ἰδαίαισιν ἦ
355 γυναιξὶ παρθένοις τ᾽ ἀπόβλεπτος μέτα,
ἴση θεοῖσι πλὴν τὸ κατθανεῖν μόνον·
νῦν δ᾽ εἰμὶ δούλη. πρῶτα μέν με τοὔνομα
θανεῖν ἐρᾶν τίθησιν οὐκ εἰωθὸς ὄν·
ἔπειτ᾽ ἴσως ἂν δεσποτῶν ὠμῶν φρένας
360 τύχοιμ᾽ ἄν, ὅστις ἀργύρου μ᾽ ὠνήσεται,
τὴν Ἕκτορός τε χἀτέρων πολλῶν κάσιν,
προσθεὶς δ᾽ ἀνάγκην σιτοποιὸν ἐν δόμοις,
σαίρειν τε δῶμα κερκίσιν τ᾽ ἐφεστάναι
λυπρὰν ἄγουσαν ἡμέραν μ᾽ ἀναγκάσει·
365 λέχη δὲ τἀμὰ δοῦλος ὠνητός ποθεν
χρανεῖ, τυράννων πρόσθεν ἠξιωμένα.
οὐ δῆτ᾽· ἀφίημ᾽ ὀμμάτων ἐλευθέρων
φέγγος τόδ᾽, Ἅιδῃ προστιθεῖσ᾽ ἐμὸν δέμας.
ἄγ᾽ οὖν μ᾽, Ὀδυσσεῦ, καὶ διέργασαί μ᾽ ἄγων·
370 οὔτ᾽ ἐλπίδος γὰρ οὔτε του δόξης ὁρῶ
θάρσος παρ᾽ ἡμῖν ὥς ποτ᾽ εὖ πρᾶξαί με χρή.
μῆτερ, σὺ δ᾽ ἡμῖν μηδὲν ἐμποδὼν γένῃ
λέγουσα μηδὲ δρῶσα· συμβούλου δέ μοι
θανεῖν πρὶν αἰσχρῶν μὴ κατ᾽ ἀξίαν τυχεῖν.
375 ὅστις γὰρ οὐκ εἴωθε γεύεσθαι κακῶν
φέρει μέν, ἀλγεῖ δ᾽ αὐχέν᾽ ἐντιθεὶς ζυγῷ·
θανὼν δ᾽ ἂν εἴη μᾶλλον εὐτυχέστερος
ἢ ζῶν· τὸ γὰρ ζῆν μὴ καλῶς μέγας πόνος.
ΧΟ. δεινὸς χαρακτὴρ κἀπίσημος ἐν βροτοῖς
380 ἐσθλῶν γενέσθαι, κἀπὶ μεῖζον ἔρχεται
τῆς εὐγενείας ὄνομα τοῖσιν ἀξίοις.
***
ΕΚΑΒΗ
Κόρη μου,
παν κατ᾽ ανέμου τα λόγια μου,
που του κάκου τα σκόρπισα για να εμποδίσω
τη σφαγή σου. Όμως εσύ, αν έχεις δύναμη
πιο πολλή από τη μάνα σου,
προσπάθησε τη ζωή σου να σώσεις
βγάζοντας απ᾽ το στόμα σου λογιών λαλιές
καθώς της αηδόνας το στόμα.
Πρόσπεσε στου Οδυσσέα τα γόνατα,
παρακαλεστικά,
340 μήπως τον καταφέρεις να σε συμπονέσει.
Έχει κι αυτός παιδιά.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Βλέπω, Οδυσσέα, το δεξί σου χέρι
να κρύβεις κάτω από το ρούχο σου και ν᾽ αποστρέφεις
το πρόσωπο, μήπως σου αγγίξω το γένι.
Ω, μη φοβάσαι, ξέφυγες την ικεσία μου,
που ο Δίας την προστατεύει. Θα σ᾽ ακολουθήσω,
αφού κι η ανάγκη το απαιτεί, κι εγώ η ίδια γυρεύω
να πεθάνω· γιατί, αν δεν το θελήσω,
ανάξια θα φανώ γυναίκα και λιγόψυχη.
Γιατί, τάχα, θα πρέπει να ζω; Βασιλιάς
της Φρυγίας ολάκερης ήταν
ο πατέρας μου.
350 Κι αυτό πρώτο τη ζωή μου σημάδεψε.
Έπειτα, με χρυσές ελπίδες μεγάλωσα
πως θα ᾽μπαινα νυφούλα σε παλάτι,
κι ήμουν η περιζήτητη, σε ποιανού
σπιτικό θα περνούσα.
Κι ήμουν στις Τρωαδίτισσες κυρά,
η δόλια εγώ,
κι η πιο ζηλεμένη απ᾽ τις κοπέλες,
ίση με τους θεούς, και μόνο αθάνατη
που δεν ήμουν· τώρα είμαι μια σκλάβα.
Και πρώτα πρώτα, το ίδιο τ᾽ όνομα, της σκλάβας,
τόσο ασυνήθιστο για μένα, είναι μια αιτία
που θέλω να πεθάνω. Έπειτα, σκέφτομαι
πως ίσως πέσω σε σκληρόψυχον αφέντη,
360 σε κάποιον που θα μ᾽ αγοράσει με χρυσάφι,
εμένα, του Έκτορα την αδερφή και τόσων άλλων,
σε κάποιον που θα του ζυμώνω το ψωμί,
και θα του υφαίνω, και θα του σκουπίζω
την κάμαρα, κατά τις προσταγές του,
περνώντας μια πικρή ζωή· και το κρεβάτι μου
δούλος αγοραστός από κάπου
θα το μολέψει κι ας ήτανε,
ίσαμε τώρα, ζηλευτό για βασιλιάδες.
Όχι, όχι, ας μου λείψει των ματιών μου το φως
κι ας δώσω καλύτερα το κορμί μου στον Άδη.
Έλα, λοιπόν, οδήγα με, Οδυσσέα,
εκεί που με περιμένει το τέλος.
370 Γιατί ελπίδα δεν βλέπω καμιά κι ούτε ιδέα
που να μου δίνει θάρρος, που να υπόσχεται
πως κάποτε μπορεί να ευτυχήσω.
Και συ, μάνα, μη θες να μ᾽ εμποδίσεις
με λόγια ή έργα. Δέξου τον και συ
τον θάνατό μου
προτού με βρούνε ντροπές που δεν μου πρέπουν.
Γιατί ο αμάθητος στις πίκρες τις βαστάει,
όμως του σκλάβου τον ζυγό δεν υποφέρει.
Πιο ευτυχισμένος θα ᾽ταν να πεθάνει
παρά να ζει.
Είναι η κακιά ζωή μεγάλος πόνος.
ΧΟΡΟΣ
Ω πόσο θαυμαστά σφραγίζει τους θνητούς
380 η αρχοντική γενιά· και με τους άξιους,
το όνομα το λαμπρό πιο λαμπρό ακόμα υψώνεται.
335 φροῦδοι μάτην ῥιφθέντες ἀμφὶ σοῦ φόνου·
σὺ δ᾽, εἴ τι μείζω δύναμιν ἢ μήτηρ ἔχεις,
σπούδαζε πάσας ὥστ᾽ ἀηδόνος στόμα
φθογγὰς ἱεῖσα, μὴ στερηθῆναι βίου.
πρόσπιπτε δ᾽ οἰκτρῶς τοῦδ᾽ Ὀδυσσέως γόνυ
340 καὶ πεῖθ᾽ —ἔχεις δὲ πρόφασιν· ἔστι γὰρ τέκνα
καὶ τῷδε— τὴν σὴν ὥστ᾽ ἐποικτῖραι τύχην.
ΠΟ. ὁρῶ σ᾽, Ὀδυσσεῦ, δεξιὰν ὑφ᾽ εἵματος
κρύπτοντα χεῖρα καὶ πρόσωπον ἔμπαλιν
στρέφοντα, μή σου προσθίγω γενειάδος.
345 θάρσει· πέφευγας τὸν ἐμὸν Ἱκέσιον Δία·
ὡς ἕψομαί γε τοῦ τ᾽ ἀναγκαίου χάριν
θανεῖν τε χρῄζουσ᾽· εἰ δὲ μὴ βουλήσομαι,
κακὴ φανοῦμαι καὶ φιλόψυχος γυνή.
τί γάρ με δεῖ ζῆν; ᾗ πατὴρ μὲν ἦν ἄναξ
350 Φρυγῶν ἁπάντων· τοῦτό μοι πρῶτον βίου·
ἔπειτ᾽ ἐθρέφθην ἐλπίδων καλῶν ὕπο
βασιλεῦσι νύμφη, ζῆλον οὐ σμικρὸν γάμων
ἔχουσ᾽, ὅτου δῶμ᾽ ἑστίαν τ᾽ ἀφίξομαι·
δέσποινα δ᾽ ἡ δύστηνος Ἰδαίαισιν ἦ
355 γυναιξὶ παρθένοις τ᾽ ἀπόβλεπτος μέτα,
ἴση θεοῖσι πλὴν τὸ κατθανεῖν μόνον·
νῦν δ᾽ εἰμὶ δούλη. πρῶτα μέν με τοὔνομα
θανεῖν ἐρᾶν τίθησιν οὐκ εἰωθὸς ὄν·
ἔπειτ᾽ ἴσως ἂν δεσποτῶν ὠμῶν φρένας
360 τύχοιμ᾽ ἄν, ὅστις ἀργύρου μ᾽ ὠνήσεται,
τὴν Ἕκτορός τε χἀτέρων πολλῶν κάσιν,
προσθεὶς δ᾽ ἀνάγκην σιτοποιὸν ἐν δόμοις,
σαίρειν τε δῶμα κερκίσιν τ᾽ ἐφεστάναι
λυπρὰν ἄγουσαν ἡμέραν μ᾽ ἀναγκάσει·
365 λέχη δὲ τἀμὰ δοῦλος ὠνητός ποθεν
χρανεῖ, τυράννων πρόσθεν ἠξιωμένα.
οὐ δῆτ᾽· ἀφίημ᾽ ὀμμάτων ἐλευθέρων
φέγγος τόδ᾽, Ἅιδῃ προστιθεῖσ᾽ ἐμὸν δέμας.
ἄγ᾽ οὖν μ᾽, Ὀδυσσεῦ, καὶ διέργασαί μ᾽ ἄγων·
370 οὔτ᾽ ἐλπίδος γὰρ οὔτε του δόξης ὁρῶ
θάρσος παρ᾽ ἡμῖν ὥς ποτ᾽ εὖ πρᾶξαί με χρή.
μῆτερ, σὺ δ᾽ ἡμῖν μηδὲν ἐμποδὼν γένῃ
λέγουσα μηδὲ δρῶσα· συμβούλου δέ μοι
θανεῖν πρὶν αἰσχρῶν μὴ κατ᾽ ἀξίαν τυχεῖν.
375 ὅστις γὰρ οὐκ εἴωθε γεύεσθαι κακῶν
φέρει μέν, ἀλγεῖ δ᾽ αὐχέν᾽ ἐντιθεὶς ζυγῷ·
θανὼν δ᾽ ἂν εἴη μᾶλλον εὐτυχέστερος
ἢ ζῶν· τὸ γὰρ ζῆν μὴ καλῶς μέγας πόνος.
ΧΟ. δεινὸς χαρακτὴρ κἀπίσημος ἐν βροτοῖς
380 ἐσθλῶν γενέσθαι, κἀπὶ μεῖζον ἔρχεται
τῆς εὐγενείας ὄνομα τοῖσιν ἀξίοις.
***
ΕΚΑΒΗ
Κόρη μου,
παν κατ᾽ ανέμου τα λόγια μου,
που του κάκου τα σκόρπισα για να εμποδίσω
τη σφαγή σου. Όμως εσύ, αν έχεις δύναμη
πιο πολλή από τη μάνα σου,
προσπάθησε τη ζωή σου να σώσεις
βγάζοντας απ᾽ το στόμα σου λογιών λαλιές
καθώς της αηδόνας το στόμα.
Πρόσπεσε στου Οδυσσέα τα γόνατα,
παρακαλεστικά,
340 μήπως τον καταφέρεις να σε συμπονέσει.
Έχει κι αυτός παιδιά.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Βλέπω, Οδυσσέα, το δεξί σου χέρι
να κρύβεις κάτω από το ρούχο σου και ν᾽ αποστρέφεις
το πρόσωπο, μήπως σου αγγίξω το γένι.
Ω, μη φοβάσαι, ξέφυγες την ικεσία μου,
που ο Δίας την προστατεύει. Θα σ᾽ ακολουθήσω,
αφού κι η ανάγκη το απαιτεί, κι εγώ η ίδια γυρεύω
να πεθάνω· γιατί, αν δεν το θελήσω,
ανάξια θα φανώ γυναίκα και λιγόψυχη.
Γιατί, τάχα, θα πρέπει να ζω; Βασιλιάς
της Φρυγίας ολάκερης ήταν
ο πατέρας μου.
350 Κι αυτό πρώτο τη ζωή μου σημάδεψε.
Έπειτα, με χρυσές ελπίδες μεγάλωσα
πως θα ᾽μπαινα νυφούλα σε παλάτι,
κι ήμουν η περιζήτητη, σε ποιανού
σπιτικό θα περνούσα.
Κι ήμουν στις Τρωαδίτισσες κυρά,
η δόλια εγώ,
κι η πιο ζηλεμένη απ᾽ τις κοπέλες,
ίση με τους θεούς, και μόνο αθάνατη
που δεν ήμουν· τώρα είμαι μια σκλάβα.
Και πρώτα πρώτα, το ίδιο τ᾽ όνομα, της σκλάβας,
τόσο ασυνήθιστο για μένα, είναι μια αιτία
που θέλω να πεθάνω. Έπειτα, σκέφτομαι
πως ίσως πέσω σε σκληρόψυχον αφέντη,
360 σε κάποιον που θα μ᾽ αγοράσει με χρυσάφι,
εμένα, του Έκτορα την αδερφή και τόσων άλλων,
σε κάποιον που θα του ζυμώνω το ψωμί,
και θα του υφαίνω, και θα του σκουπίζω
την κάμαρα, κατά τις προσταγές του,
περνώντας μια πικρή ζωή· και το κρεβάτι μου
δούλος αγοραστός από κάπου
θα το μολέψει κι ας ήτανε,
ίσαμε τώρα, ζηλευτό για βασιλιάδες.
Όχι, όχι, ας μου λείψει των ματιών μου το φως
κι ας δώσω καλύτερα το κορμί μου στον Άδη.
Έλα, λοιπόν, οδήγα με, Οδυσσέα,
εκεί που με περιμένει το τέλος.
370 Γιατί ελπίδα δεν βλέπω καμιά κι ούτε ιδέα
που να μου δίνει θάρρος, που να υπόσχεται
πως κάποτε μπορεί να ευτυχήσω.
Και συ, μάνα, μη θες να μ᾽ εμποδίσεις
με λόγια ή έργα. Δέξου τον και συ
τον θάνατό μου
προτού με βρούνε ντροπές που δεν μου πρέπουν.
Γιατί ο αμάθητος στις πίκρες τις βαστάει,
όμως του σκλάβου τον ζυγό δεν υποφέρει.
Πιο ευτυχισμένος θα ᾽ταν να πεθάνει
παρά να ζει.
Είναι η κακιά ζωή μεγάλος πόνος.
ΧΟΡΟΣ
Ω πόσο θαυμαστά σφραγίζει τους θνητούς
380 η αρχοντική γενιά· και με τους άξιους,
το όνομα το λαμπρό πιο λαμπρό ακόμα υψώνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου